Dylan Evans. Από τον Λακάν στον Δαρβίνο (μτφρ. Crying Wolf)
Όπως και με την ηθολογία, ο Λακάν σύντομα έχασε το ενδιαφέρον του για την υπολογιστική θεωρία και την κυβερνητική .
Ίσως να αισθάνθηκε ότι η γλώσσα της επεξεργασίας της πληροφορίας δεν καθόταν εύκολα στο υδραυλικό νοητικό μοντέλο του Φρόυντ. Ίσως και να κατάλαβε ότι η ψηφιακή γλώσσα του υπολογιστικού μοντέλου ήταν ασύμβατη με την αναλογική γλώσσα του υδραυλικού μοντέλου. Όποιος και να ήταν ο λόγος, επέλεξε να κρατήσει το παλιό φροϋδικό μοντέλο και να μην ασχοληθεί με το καινούργιο υπολογιστικό μοντέλο. Εκ των υστέρων, πάλι, βλέπουμε τον Λακάν να περιπλανιέται μέσα σε ένα ιστορικό αδιέξοδο ενώ θα μπορούσε να είναι πρωτοπόρος μιας μελλοντικής επιστήμης.
Η στροφή είναι φανερή στο ύστερο έργο του Λακάν, όπου απομακρύνεται από την έμφαση στη σωρρυριανή και γιακομπσιανή γλωσσολογία και επιστρέφει στο υδραυλικό μοντέλο του εγκεφάλου. Στη δεκαετία του 1970, το μυθικό φροϋδικό «διανοητικό ρευστό», η λίμπιντο, έχει πάρει κεντρική θέση στη σκέψη του Λακάν μεταμφιεσμένη σε «οδυνηρή ηδονή» (jouissance).
Αλλά, η μεταστροφή του πουθενά δεν είναι τόσο ορατή όσο στις παρατηρήσεις που έκανε μετα από τη συνάντησή του με τον Τσόμσκι στο ΜΙΤ το 1975. Σύμφωνα με μια άποψη, ο Λακάν τρομοκρατήθηκε από την προσέγγιση του Τσόμσκι στη μελέτη της γλώσσας. «Αν αυτό είναι επιστήμη», είπε μετά τη συζήτηση που είχε με τον μεγάλο αμερικανό γλωσσολόγο, «τότε προτιμώ να είμαι ποιητής!»
Όμως τί ήταν αυτό που δεν του άρεσε στην επιστημονική προσέγγιση του Τσόμσκι; Η δήλωσή του σχετικά με την προτίμησή του στην ποίηση υποδεικνύει την κοινότοπη «ρομαντική άποψη ότι ο επιστήμονας είναι ο δολοφόνος της ομορφιάς» (Dennett, D. 1995. Darwin's Dangerous Idea (σελ. 386). Κι αυτό σίγουρα έχει να κάνει με την έντονη επίθεση που εξαπέλυσαν κατά του Τσόμσκι στη δεκαετία το 1960 τα τμήματα ξένων γλωσσών των περισσοτέρων μεγάλων πανεπιστημιών των ΗΠΑ. Οι συνάδελφοι του Τσόμσκι στα τμήματα των ανθρωπιστικών σπουδών (η γλωσσολογία στο ΜΙΤ όπου εργαζόταν ο Τσόμσκι, θεωρούνταν ανθρωπιστική επιστήμη) χαρακτήρισαν τη θεωρία των συντακτικών δομών ως «φρικτό» φιλισταϊκό επιστημονισμό, ως μια απόπειρα βιαιοπραγίας εκ μέρους των βάνδαλων τεχνοκρατών προς την όμορφη, μη αναλύσιμη, μη τυποποιήσιμη λεπτότητα της γλώσσας (Dennett, D. 1995. Darwin's Dangerous Idea (σελ. 385-6)). Αλλά, μάλλον, η αντίθεση του Λακάν στο Τσόμσκι οφειλόταν αλλού. Ο Λακάν ήταν διάσημος για την εξολοκλήρου αντιρομαντική άποψη του «Υποκειμένου», για την εμμονή του στον φορμαλισμό του «αλγορίθμου» του γλωσσικού σημείου και στην ανάλυση των «δομών» του λόγου του ασθενούς. Ισχυριζόταν ότι ήταν από τη μεριά της επιστήμης και επιδείκνυε τα μηχανιστικά του διαπιστευτήρια απορρίπτοντας τον ανθρωπισμό ως «ένα σακί με αποσυντεθειμένα πτώματα» (Lacan, J. 1954-55. The Seminar: Book II. The Ego in Freud's Theory and in the Technique of Psychoanalysis (σελ. 208)). Με βάση αυτά, δύσκολα, μπορεί να υποθέσει κανείς, ότι η αντίθεση του Λακάν στον Τσόμσκι οφειλόταν σε μια τυπικά ρομαντική άποψη για την επιστήμη.
Ή μήπως οφειλόταν; Πιθανόν η εμμονή του στην τυποποίηση της ψυχανάλυσης και οι ισχυρισμοί του ότι ήταν με την μεριά της επιστήμης να μην ήταν τίποτε άλλο από καθαρή προσποίηση. Πιθανόν ο Λακάν να ήταν πάντα ένας κρυφορομαντικός. Η εναλλακτική αυτή άποψη, ίσως να μην είναι τόσο απίθανη όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Μερικές από τις πρώτες δημοσιεύσεις του Λακάν ήταν στο σουρεαλιστικό περιοδικό «Μινώταυρος» και το ενδιαφέρον του για τον σουρεαλισμό προηγείτο του ενδιαφέροντός του για την ψυχανάλυση. Ίσως να μην εγκατέλειψε ποτέ τις πρώιμες συμπάθειές του για το σουρεαλισμό και τις νεορομαντικές απόψεις αυτού για την τρέλα ως «παροξυσμική ομορφιά», το εγκώμιό του στον ανορθολογισμό και την εχθρότητά του προς την επιστήμη που δολοφονεί τη φύση ανατέμνοντάς την.
Κατά παράδοξο τρόπο, η άποψή αυτή μπορεί να στηριχτεί στις προσπάθειες του Λακάν να αναπτύξει ένα μαθηματικό συμβολισμό της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Οι σχέσεις του και τα διαγράμματα του δίνουν αρχικά μια εντύπωση επιστημονικής αυστηρότητας, τουλάχιστον στο μάτι που δεν είναι εκπαιδευμένο επιστημονικά. Μια προσεκτικότερη εξέταση, όμως, δείχνει ότι παραβιάζει και τους πιο στοιχειώδεις μαθηματικούς κανόνες (Sokal, A. and Bricmont, A. 1998. Fashionable Nonsense: Postmodern Intellectuals' Abuse of Science (σελ 18-37). Οι εξισώσεις αυτές υποτίθεται ότι τεκμηριώνουν τον ομολογημένο πόθο του για μια αυστηρή τυποποίηση της ψυχανάλυσης. Αλλά το γεγονός ότι είναι μαθηματικώς ανόητες τον διαψεύδει. Αν πραγματικά τον ενδιάφερε η αυστηρή τυποποίηση του πεδίου του, θά έκανε τον κόπο να χρησιμοποιήσει σωστά μαθηματικά. Το ό,τι δεν το έκανε δείχνει ότι τον ενδιέφερε περισότερο η ρητορική του φορμαλισμού και όχι η πραγματικότητα. Για τον Λακάν η «τυποποίηση» και η «μαθηματικοποίηση» ήταν απλές μεταφορές, απλά μικρά ηχητικά αποσπάσματα για την νεο-σουρεαλιστική του τεχνο-ποίηση. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός, πως μόλις είδε την προσπάθεια του Τσόμσκι για μια πραγματικά αυστηρή τυποποίηση της γλωσσολογίας, τό έβαλε τρομαγμένος στα πόδια.
Συμπεράσματα
Την εποχή που άρχισα την ενασχόλησή μου με τον Λακάν, το 1992, δεν ήξερα σχεδόν τίποτε πάνω στην επιστήμη. Όπως όλα τα παιδιά στη Βρετανία, είχα κάνει κάποια μαθήματα φυσικής, χημείας και βιολογίας στο σχολείο, αλλά αυτά είχαν να κάνουν με μεμονωμένα γεγονότα και διαγράμματα, χωρίς τη γενική εικόνα. Ακόμη χειρότερα, η επιστήμη που διδάχτηκα στο γυμνάσιο και στο λύκειο δεν μου είπε τίποτε για τη διαδικασία της επιστημονικής έρευνας και τη διαλεκτική δεδομένου και επιχειρήματος. Συνέχισα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο, στις γλώσσες και τη γλωσσολογία, αλλά και εκεί η έμφαση ήταν περισσότερο στη λογοτεχνία και όχι στην επιστημονική μελέτη της γλώσσας. Δεν είναι περίεργο, επομένως, ότι όταν πρωτοσυναντήθηκα με τις ιδέες του Λακάν, λίγο μετά το πτυχίο μου, δεν ήμουν σε θέση να διακρίνω τις σοβαρές ατέλειές τους. Τώρα που καταλαβαίνω περισσότερα από τον τρόπο που λειτουργεί η επιστήμη, οι ατέλειες αυτές μού είναι τόσο έντονα εμφανείς, που πολλές φορές ντρέπομαι για την αφέλειά μου.
Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την εποχή που σπούδαζα συγκριτική λογοτεχνία στο Μπάφαλο και μάλλον έχω χάσει την επαφή με τον κόσμο της λογοτεχνικής κριτικής, ξέρω ότι υπάρχουν ακόμη πολλοί ερευνητές της λογοτεχνίας στις ΗΠΑ και στη Βρετανία που βασίζουν το έργο τους στη λακανική θεωρία. Αυτό με λυπεί ιδιαίτερα. Πιθανότατα η συνεχιζόμενη εξάρτησή τους από τον Λακάν να οφείλεται στην φτωχή εκ μέρους τους κατανόηση της επιστήμης, ακριβώς όπως και στη δική μου περίπτωση. Είμαι σχεδόν σίγουρος, ότι αν αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στο να εξοικειωθούν με τις αρχές της επιστήμης και τις ανακαλύψεις της σύγχρονης βιολογίας και ψυχολογίας, θα καταλήξουν σε παρόμοια με τα δικά μου συμπεράσματα. Θα απομυθοποιήσουν τον Λακάν και θα τον δούν όπως πραγματικά ήταν – απελπιστικά λανθασμένος και, πιθανώς, τραγικά αυταπατώμενος.
ΤΕΛΟΣ!!!
Ίσως να αισθάνθηκε ότι η γλώσσα της επεξεργασίας της πληροφορίας δεν καθόταν εύκολα στο υδραυλικό νοητικό μοντέλο του Φρόυντ. Ίσως και να κατάλαβε ότι η ψηφιακή γλώσσα του υπολογιστικού μοντέλου ήταν ασύμβατη με την αναλογική γλώσσα του υδραυλικού μοντέλου. Όποιος και να ήταν ο λόγος, επέλεξε να κρατήσει το παλιό φροϋδικό μοντέλο και να μην ασχοληθεί με το καινούργιο υπολογιστικό μοντέλο. Εκ των υστέρων, πάλι, βλέπουμε τον Λακάν να περιπλανιέται μέσα σε ένα ιστορικό αδιέξοδο ενώ θα μπορούσε να είναι πρωτοπόρος μιας μελλοντικής επιστήμης.
Η στροφή είναι φανερή στο ύστερο έργο του Λακάν, όπου απομακρύνεται από την έμφαση στη σωρρυριανή και γιακομπσιανή γλωσσολογία και επιστρέφει στο υδραυλικό μοντέλο του εγκεφάλου. Στη δεκαετία του 1970, το μυθικό φροϋδικό «διανοητικό ρευστό», η λίμπιντο, έχει πάρει κεντρική θέση στη σκέψη του Λακάν μεταμφιεσμένη σε «οδυνηρή ηδονή» (jouissance).
Αλλά, η μεταστροφή του πουθενά δεν είναι τόσο ορατή όσο στις παρατηρήσεις που έκανε μετα από τη συνάντησή του με τον Τσόμσκι στο ΜΙΤ το 1975. Σύμφωνα με μια άποψη, ο Λακάν τρομοκρατήθηκε από την προσέγγιση του Τσόμσκι στη μελέτη της γλώσσας. «Αν αυτό είναι επιστήμη», είπε μετά τη συζήτηση που είχε με τον μεγάλο αμερικανό γλωσσολόγο, «τότε προτιμώ να είμαι ποιητής!»
Όμως τί ήταν αυτό που δεν του άρεσε στην επιστημονική προσέγγιση του Τσόμσκι; Η δήλωσή του σχετικά με την προτίμησή του στην ποίηση υποδεικνύει την κοινότοπη «ρομαντική άποψη ότι ο επιστήμονας είναι ο δολοφόνος της ομορφιάς» (Dennett, D. 1995. Darwin's Dangerous Idea (σελ. 386). Κι αυτό σίγουρα έχει να κάνει με την έντονη επίθεση που εξαπέλυσαν κατά του Τσόμσκι στη δεκαετία το 1960 τα τμήματα ξένων γλωσσών των περισσοτέρων μεγάλων πανεπιστημιών των ΗΠΑ. Οι συνάδελφοι του Τσόμσκι στα τμήματα των ανθρωπιστικών σπουδών (η γλωσσολογία στο ΜΙΤ όπου εργαζόταν ο Τσόμσκι, θεωρούνταν ανθρωπιστική επιστήμη) χαρακτήρισαν τη θεωρία των συντακτικών δομών ως «φρικτό» φιλισταϊκό επιστημονισμό, ως μια απόπειρα βιαιοπραγίας εκ μέρους των βάνδαλων τεχνοκρατών προς την όμορφη, μη αναλύσιμη, μη τυποποιήσιμη λεπτότητα της γλώσσας (Dennett, D. 1995. Darwin's Dangerous Idea (σελ. 385-6)). Αλλά, μάλλον, η αντίθεση του Λακάν στο Τσόμσκι οφειλόταν αλλού. Ο Λακάν ήταν διάσημος για την εξολοκλήρου αντιρομαντική άποψη του «Υποκειμένου», για την εμμονή του στον φορμαλισμό του «αλγορίθμου» του γλωσσικού σημείου και στην ανάλυση των «δομών» του λόγου του ασθενούς. Ισχυριζόταν ότι ήταν από τη μεριά της επιστήμης και επιδείκνυε τα μηχανιστικά του διαπιστευτήρια απορρίπτοντας τον ανθρωπισμό ως «ένα σακί με αποσυντεθειμένα πτώματα» (Lacan, J. 1954-55. The Seminar: Book II. The Ego in Freud's Theory and in the Technique of Psychoanalysis (σελ. 208)). Με βάση αυτά, δύσκολα, μπορεί να υποθέσει κανείς, ότι η αντίθεση του Λακάν στον Τσόμσκι οφειλόταν σε μια τυπικά ρομαντική άποψη για την επιστήμη.
Ή μήπως οφειλόταν; Πιθανόν η εμμονή του στην τυποποίηση της ψυχανάλυσης και οι ισχυρισμοί του ότι ήταν με την μεριά της επιστήμης να μην ήταν τίποτε άλλο από καθαρή προσποίηση. Πιθανόν ο Λακάν να ήταν πάντα ένας κρυφορομαντικός. Η εναλλακτική αυτή άποψη, ίσως να μην είναι τόσο απίθανη όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Μερικές από τις πρώτες δημοσιεύσεις του Λακάν ήταν στο σουρεαλιστικό περιοδικό «Μινώταυρος» και το ενδιαφέρον του για τον σουρεαλισμό προηγείτο του ενδιαφέροντός του για την ψυχανάλυση. Ίσως να μην εγκατέλειψε ποτέ τις πρώιμες συμπάθειές του για το σουρεαλισμό και τις νεορομαντικές απόψεις αυτού για την τρέλα ως «παροξυσμική ομορφιά», το εγκώμιό του στον ανορθολογισμό και την εχθρότητά του προς την επιστήμη που δολοφονεί τη φύση ανατέμνοντάς την.
Κατά παράδοξο τρόπο, η άποψή αυτή μπορεί να στηριχτεί στις προσπάθειες του Λακάν να αναπτύξει ένα μαθηματικό συμβολισμό της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Οι σχέσεις του και τα διαγράμματα του δίνουν αρχικά μια εντύπωση επιστημονικής αυστηρότητας, τουλάχιστον στο μάτι που δεν είναι εκπαιδευμένο επιστημονικά. Μια προσεκτικότερη εξέταση, όμως, δείχνει ότι παραβιάζει και τους πιο στοιχειώδεις μαθηματικούς κανόνες (Sokal, A. and Bricmont, A. 1998. Fashionable Nonsense: Postmodern Intellectuals' Abuse of Science (σελ 18-37). Οι εξισώσεις αυτές υποτίθεται ότι τεκμηριώνουν τον ομολογημένο πόθο του για μια αυστηρή τυποποίηση της ψυχανάλυσης. Αλλά το γεγονός ότι είναι μαθηματικώς ανόητες τον διαψεύδει. Αν πραγματικά τον ενδιάφερε η αυστηρή τυποποίηση του πεδίου του, θά έκανε τον κόπο να χρησιμοποιήσει σωστά μαθηματικά. Το ό,τι δεν το έκανε δείχνει ότι τον ενδιέφερε περισότερο η ρητορική του φορμαλισμού και όχι η πραγματικότητα. Για τον Λακάν η «τυποποίηση» και η «μαθηματικοποίηση» ήταν απλές μεταφορές, απλά μικρά ηχητικά αποσπάσματα για την νεο-σουρεαλιστική του τεχνο-ποίηση. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός, πως μόλις είδε την προσπάθεια του Τσόμσκι για μια πραγματικά αυστηρή τυποποίηση της γλωσσολογίας, τό έβαλε τρομαγμένος στα πόδια.
Συμπεράσματα
Την εποχή που άρχισα την ενασχόλησή μου με τον Λακάν, το 1992, δεν ήξερα σχεδόν τίποτε πάνω στην επιστήμη. Όπως όλα τα παιδιά στη Βρετανία, είχα κάνει κάποια μαθήματα φυσικής, χημείας και βιολογίας στο σχολείο, αλλά αυτά είχαν να κάνουν με μεμονωμένα γεγονότα και διαγράμματα, χωρίς τη γενική εικόνα. Ακόμη χειρότερα, η επιστήμη που διδάχτηκα στο γυμνάσιο και στο λύκειο δεν μου είπε τίποτε για τη διαδικασία της επιστημονικής έρευνας και τη διαλεκτική δεδομένου και επιχειρήματος. Συνέχισα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο, στις γλώσσες και τη γλωσσολογία, αλλά και εκεί η έμφαση ήταν περισσότερο στη λογοτεχνία και όχι στην επιστημονική μελέτη της γλώσσας. Δεν είναι περίεργο, επομένως, ότι όταν πρωτοσυναντήθηκα με τις ιδέες του Λακάν, λίγο μετά το πτυχίο μου, δεν ήμουν σε θέση να διακρίνω τις σοβαρές ατέλειές τους. Τώρα που καταλαβαίνω περισσότερα από τον τρόπο που λειτουργεί η επιστήμη, οι ατέλειες αυτές μού είναι τόσο έντονα εμφανείς, που πολλές φορές ντρέπομαι για την αφέλειά μου.
Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την εποχή που σπούδαζα συγκριτική λογοτεχνία στο Μπάφαλο και μάλλον έχω χάσει την επαφή με τον κόσμο της λογοτεχνικής κριτικής, ξέρω ότι υπάρχουν ακόμη πολλοί ερευνητές της λογοτεχνίας στις ΗΠΑ και στη Βρετανία που βασίζουν το έργο τους στη λακανική θεωρία. Αυτό με λυπεί ιδιαίτερα. Πιθανότατα η συνεχιζόμενη εξάρτησή τους από τον Λακάν να οφείλεται στην φτωχή εκ μέρους τους κατανόηση της επιστήμης, ακριβώς όπως και στη δική μου περίπτωση. Είμαι σχεδόν σίγουρος, ότι αν αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στο να εξοικειωθούν με τις αρχές της επιστήμης και τις ανακαλύψεις της σύγχρονης βιολογίας και ψυχολογίας, θα καταλήξουν σε παρόμοια με τα δικά μου συμπεράσματα. Θα απομυθοποιήσουν τον Λακάν και θα τον δούν όπως πραγματικά ήταν – απελπιστικά λανθασμένος και, πιθανώς, τραγικά αυταπατώμενος.
ΤΕΛΟΣ!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου