https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Οι Έλληνες και οι Βάρβαροι: Από τα βελανίδια στο ωμό κρέας

Ο αείμνηστος Νικόλαος Αθανασόπουλος (1923-2016), επίτιμος εισαγγελέας και αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών του Πασόκ (1985-1986), το ξεστόμισε μπροστά σε έναν Βέλγο κοινοτικό αξιωματούχο:

όταν εμείς οι Έλληνες χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς οι βάρβαροι τρώγατε βελανίδια





Ήταν το «σκάνδαλο του καλαμποκιού», το σκάνδαλο που εισήγαγε τη γενιά μου στον κόσμο των σκανδάλων και των ειδικών δικαστηρίων (οι σύντροφοι του Πασόκ, μέσω της εταιρείας «Διεθνής Εταιρεία Διεθνούς Εμπορίου ITCO Α.Ε» προσπαθούσαν να ασκήσουν επιρροή στις τιμές της αγοράς αραβοσίτου πουλώντας, για το λόγο αυτόν, το καλαμπόκι σε χώρες της τότε ΕΟΚ. Για να γλυτώσουν την αντισταθμιστική εισφορά και να προκύψει κέρδος από την υψηλή τιμή πώλησης και την καταβολή κοινοτικών επιδοτήσεων, πλαστογράφησαν τα χαρτιά και το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι φαινόταν ως ελληνικό. Θεωρούσαν ότι έτσι χτυπόύσαν και το κατεστημένο των Βρυξελλών. Τους τσάκωσαν και ο Αθανασόπουλος, ως αρμόδιος υπουργός και γνώστης της πλαστογράφησης, ξεστόμισε την εν λόγω φράση).

30 χρόνια περίπου αργότερα, διαβάζουμε ότι ο κ. Χριστόδουλος Πρωτόπαπας, λίγο καιρό πριν  αναλάβει το καθήκον της καθοδήγησης της χώρας στο διαστημικό της ταξίδι, είχε γράψει:

«Η Ελλάδα και η Ρωμιοσύνη δεν πεθαίνει ποτέ κουφάλες ευρωπαίοι. Όταν εμείς κτίζαμε ναούς και γράφαμε κωμωδίες και τραγωδίες εσείς ζούσατε στις λάσπες, τρώγατε ωμό κρέας και μιλούσατε άπλυτοι με άναρθρες κραυγές»

Σωστό. Μόνο που αυτοί ενώ ζούμε,πλέον,σε  σπίτια, τρώνε μαγειρεμένο κρέας και μιλάνε λουσμένοι σε γλώσσες μορφοποιημένες, εμέις συνεχίζουμε, όχι μόνο να γράφουμε, αλλά και να ζούμε κωμωδίες και τραγωδίες. 

Ένας εκκεντρικός, τολμηρός (ή/και αδίστακτος) και σίγουρα ευφυής τύπος (Είμαι ένας περιθωριακός του κυπριακού συστήματος λόγω του ότι ακόμα συνεχίζω να θέλω να έχω νέες ιδέες), συνεχίζει την παράδοση.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Γιατί η ποίηση έχει (ή δεν έχει) νόημα (44): Το έθνος και η ποίηση: μια ποσοτική προσέγγιση

Για ακόμη μια φορά οι σκοτεινές προβλέψεις. Το ότι ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται είναι πλέον γεγονός χειροπιαστό. Κι αν οι προβλέψεις του μαιευτήρα είναι υπερβολικές («ο πληθυσμός το 2050 θα έχει μειωθεί σε 6,5 με 8 εκατομμύρια άτομα»), αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι ο γιατρός είναι απογοητευμένος από την εξέλιξη της πελατείας του και βλέπει τα πράγματα ακόμη πιο μαύρα από όσο είναι, όπως φαίνεται από την παρακάτω εικόνα: 



Εξίσου δυσάρεστα είναι τα πράγματα για την ποιότητα του πληθυσμού. Δεν με ενδιαφέρει τόσο η γενετική/εθνολογική σύσταση του πληθυσμού, όσο η ηλικιακή: «Ο πληθυσμός γερνάει ταχύτερα από τις προβλέψεις». Έτσι, έχουμε ένα πληθυσμό που υπερτερεί σε ωριμότητα, πνευματικότητα, στοχαστικότητα και τα παρόμοια αλλά υστερεί σε ενέργεια, ζωντάνια, φρεσκάδα και τα παρόμοια.

Και η ποίηση; Τι σχέση έχει μ’ αυτό; Αντίθετα από τον πληθυσμό που ο ρυθμός αύξησής του έβαινε μειούμενος όλα αυτά τα χρόνια, ο ρυθμός των ποιητικών συλλογών που εκδίδονταν κάθε χρόνο έβαινε αυξανόμενος. Το 2011 είναι το έτος-καμπή, από όπου αρχίζει η μείωση του πληθυσμού. Τι θα γίνει με τα ποιητικά βιβλία; Ανάλογα με τον αριθμό ετών που θα λάβει κάποιος υπόψη του, η εκτιμήσεις για την μελλοντική κατάσταση μπορεί να διαφέρουν σημαντικά. Έτσι, έχουμε:

Σενάριο 1 (λαμβάνοντας υπόψη τα χρόνια της χρεωκοπίας και των μνημονίων)
Σενάριο 2 (λαμβάνοντας υπόψη τα χρόνια της χρεωκοπίας και των μνημονίων+επανίδρυση κράτους)
Σενάριο 3 (λαμβάνοντας τα χρόνια της χρεωκοπίας και των μνημονίων+επανίδρυση κράτους+εκσυχρονισμός κράτους)
Σενάριο 4 (το οποία δεν βασίζεται στην ιστορία των αριθμών αλλά υποθέτει ότι οι Έλληνες καταλαβαίνουν τί παίζει, σταματούν να γράφουν ατέρμονα ποίηση και αποφασίζουν να κάνουν κάτι άλλο).

Στην παρακάτω εικόνα η Κατά Κεφαλήν Εκδιδόμενη Ποίηση. Αν επαληθευτούν το σενάριο 1 για την ποίηση και οι μαύρες εκτιμήσεις του μαιευτήρα για τον πληθυσμό, στο ένα εκατομμύριο Ελλήνων και Ελληνίδων του 2050 θα αντιστοιχούν πάνω από 300 ποιητικές συλλογές.



Όπως και να ‘ χει, κατά βάθος παραμένω αισιόδοξος. 190+ χρόνια από το διάλογο που σχεδίασε ο εθνικός ποιητής:

«-Πώς πάει το Έθνος; Πώς πάνε οι δουλειές;»

Άφησε το κουπί και με το χέρι εσυχνόκοβε τον αέρα οριζοντίως.

«-Είδες να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το έθνος»

συνεχίζουμε (κόβοντας τον αέρα μάλλον καθέτως), να τη βγάζουμε

Πηγές
Δ Σολωμού, Αυτόγραφα Έργα, Ενότητα 5, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Αθήνα 1998
Κ Κουτσουρέλης. Facebook, 03/09/2017
Wikipedia, List of countries by future population

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (84): Τα 2 Μουστάκια κι η Ανάγνωση (2): Το Παχύ Μουστάκι και τα Αναγνώσματα των Αμούστακων

Εξίσου, αν όχι περισσότερο, μανιώδης αναγνώστης ήταν κι ο Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς. Σύμφωνα με την τυπική διάγνωση, τα βιβλία τον βοηθούσαν να απομονώνεται από τις απάνθρωπες καταστάσεις που προκαλούσε κατά την επιδίωξη της ουτοπίας της αταξικής κοινωνίας (π.χ. βλ εδώ).

Η βιβλιοθήκη του Βισαριόνοβιτς αριθμούσε περίπου 20000 τίτλους. Πέρα από τα αυτονόητα μαρξιστικά κείμενα, η ιστορία (ή ο μύθος) μάς λέει ότι ο συγγραφέας του «Ο Διαλεκτικός και ο Ιστορικός Υλισμός» ήταν παθιασμένος αναγνώστης των κλασικών (Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Σέξπηρ, Ουγκό, Σίλερ κ.λπ.) και όταν έβρισκε χρόνο παρακολουθούσε και την μετα-επαναστατική ρώσικη λογοτεχνία (Γκόρκι, Ιλιά Έρενμπουργκ, Ισαάκ Μπάμπελ, κ.λπ.). Τα ενδιαφέροντα του, ως συνεπούς μαρξιστή, απλώνονταν από την ιστορία, την οικονομία και τη φιλοσοφία έως τη βιολογία, τη γλωσσολογία και τα στρατιωτικά ζητήματα.

Μέρη της βιβλιοθήκης του Στάλιν μπορεί να δείς κανείς εδώ.

Μερικά από αγαπημένα του: Η Βίβλος, Αδερφοί Καραμαζόφ (Ντοστογιέφσκι), Στον παράδεισο των κυριών (Εμίλ Ζολά), Ιστορίες (Άντον Τσέχοφ), Ο ηγεμόνας (Μακιαβέλι), Η λευκή φρουρά (Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ), Σαλαμπό (Γκυστάβ Φλωμπέρ)

Για περισσότερα με τα αγαπημένα διαφόρων τύπων celebrities (πολιτικοί, επιχειρηματίες, επενδυτές, συγγραφείς, ηθοποιοί κ.λπ), εδώ
Από όπου, με μια σύγκριση των αγαπημένων βιβλίων των σημερινών (όλων αμούστακων) δικτατόρων, φαίνονται τα εξής (και ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του):




Τέλος, από τα βιβλία (μυθοπλασίας) που σημάδεψαν όλους αυτούς τους celebrities, τις περισσότερες εμφανίσεις κάνει η οικογένεια Καραμαζόφ, ακολουθούμενη από την Βίβλο και τον Μεγάλο Γκάτσμπι κ.λπ (μαζί με τη θέση του κάθε βιβλίου στη Λίστα του Εξωγήινου Αναγνώστη)




ΥΓ. Από όλους τους celebrities, πιο κοντα μου, πρώτα ο Μ Φρίμαν  και μετά ο Ντίλαν και ο Φιντελ Κάστρο κι  ο Χέμινγουέι.

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (83): Τα 2 Μουστάκια κι η Ανάγνωση

Διαβάζοντας το «Το 24ωρο ενός αναγνώστη» του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου, ένα ωραίο και με χιούμορ γραμμένο βιβλίο πάνω τον αναγνώστη και την ανάγνωση, με μια γραφή που προσπαθεί να ισορροπήσει στην διεπιφάνεια βιβλιοφιλίας/βιβλιομανίας, μού ΄ρθαν στον μυαλό κάποιοι δυνατοί αναγνώστες. Όχι τίποτα συγγραφείς, φιλόσοφοι και τα παρόμοια που το ενδιαφέρον για αυτούς είναι άλλου τύπου, αλλά 2 μεγάλοι μυστακοφόροι δικτάτορες που απ’ ό,τι λέγεται ήταν γεροί σελιδογυριστές: ο ένας με σύντομη σχετικά καριέρα που δεν έφτασε ούτε τη 15ετία (1933-1945) – το Λεπτό Μουστάκι, με υπερδιπλάσια καριέρα ο 2ος (1922-1953)-Το Παχύ Μουστάκι.

Αρχίζω με το Λεπτό Μουστάκι.


Είναι γνωστό ότι ο Χίτλερ έφαγε πόρτα από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης κι ότι δεν είχε καμιά εκπαίδευση της προκοπής αλλά, σύμφωνα με τον παιδικό του φίλο Αύγουστο Κούμπιτσεκ, είχε 2 μεγάλες αγάπες: τον Βάγκνερ και τα βιβλία. Ζούσε μέσα στα βιβλία, δεν τον έβρισκες ποτέ χωρίς ένα βιβλίο στο χέρι. Μάλλο κάπως ειρωνικό, για κάποιον που είναι πιο γνωστός ως εμπρηστής βιβλίων.

Έτσι, σύμφωνα με τους βιογράφους της βιβλιοθήκης του (Hitler’s Private Library), ο Αδόλφος είχε περί τους 16000 τόμους (οι εκτιμήσεις είναι δύσκολες, σώθηκαν μόνο 1200 τόμοι από τους Αμερικανούς, οι οποίοι και τους έχουν σε δημόσια βιβλιοθήκη τους, ενώ υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες οι Ρώσοι να κράτησαν κάπου στους 10000 τόμους – δεν έχουν δει ποτέ τη δημοσιότητα)

Πόσα από τα βιβλία αυτά διάβασε ο Αδόλφος; Δύσκολο να απαντήσει κανείς, και οι απόψεις παίζουν ανάλογα με τον εκτιμητή και τα γούστα του: άλλοι μιλάν για λίγα, άλλοι για όλα!!!

Όπως και νάχει, οι εκτιμήσεις μιλάνε για 7000 τόμους στρατιωτικών θεμάτων (όλες οι στρατιωτικές εκστρατείες που είχαν καταγραφεί ως τότε στην ιστορία και με έμφαση στις εκστρατείες του Ναπολέοντα), βιογραφίες βασιλιάδων και μεγάλων στρατηγών και τα παρόμοια. Καμμιά 1500αριά τόμοι είχαν να κάνουν με μουσική, αρχιτεκτονική, θέατρο, ζωγραφική και γλυπτική. 1000 τόμοι ήταν μυθοπλασία, 200 τόμοι με απομνημονεύματα στρατιωτών από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, αρκετές 100άδες τόμοι με θρησκευτικά και πνευματικά θέματα.

Μερικά από αγαπημένα του: Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά (Χάριετ Μπίτσερ-Στόου), Ο Ροβινσόνας Κρούσος (Ντάνιελ Ντεφόε), Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ (Τζόναθαν Σουίφτ), Δον Κιχώτης (Μιγκέλ ντε Θερβάντες), Φωτιά και Αίμα (Ερνστ Γιούνγκερ), Ο Τελευταίος των Μοϊκανών (Τζέιμς Κούπερ).

Στους 1200 διασωθέντες τόμους δεν βρέθηκαν βιβλία των Γκέτε, Σίλερ, Δάντη, Νίτσε, Σοπενάουερ, αλλά δύσκολα πιστεύει κανείς ότι δεν υπήρχαν – μάλλον τά ‘καψαν οι βόμβες ή τα τσίμπησαν οι Σοβιετικοί. Πάντως, οι συμπολεμιστές του στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο θυμούνται το Λεπτό Μουστάκι να διαβάζει το «Ο Κόσμος σαν Βούληση και σαν Παράσταση» μέσα στα χαρακώματα.

Αξίζει να θυμηθούμε πως τελειώνει το βιβλίο του ο Αρθούρος Σοπενάουερ (μτφρ. Α Βαγενάς):

«Εμείς, πάμε τολμηρά ως το άκρο: για κείνους που η Βούληση, εμψυχώνει ακόμα, αυτό που μένει ύστερ’ απ’ την ολική εξαφάνιση της Βούλησης, είναι πραγματικά το μηδέν. Αλλά, αντίστροφα, για κείνους που έχουν αλλάξει και καταργήσει τη Βούληση, είναι ο παρών κόσμος μας, αυτός ο κόσμος ο τόσο πραγματικός μ΄ όλους τους ήλιους του κι όλους τους γαλαξίες του, που είναι τα μηδέν.»

Θα συνεχίσω με το Παχύ Μουστάκι.

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

Το ''Κεφάλαιο'', τα Ρομπότ και η Εργατική Τάξη

Αν και στο mainstream (δυτικό) επίπεδο της πολιτικής οικονομίας και των παραφυάδων της, οι ιδέες του Μαρξ θεωρούνται ξεπερασμένες από την πραγματικότητα και, σε κάθε περίπτωση, θαμμένες στα συντρίμμια του Τείχους του Βερολίνου, υπάρχουν ορισμένοι που επιμένουν σ’ αυτές. Και τις θεωρούν πιο επίκαιρες από ποτέ. 





Έτσι, πέρυσι, που εκτός από τα εκατόχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης είχαμε και τα 150χρονα του 1ου τόμου του ‘’Κεφαλαίου’’, πολλοί από τους παραπάνω γιόρτασαν τα γενέθλια του βασικού βιβλίου της εργατικής τάξης (π.χ. εδώ, εδώ, και για το ελληνικό συνέδριο εδώ, με προλόγισμα του Γιάννη Μηλιού, πάλαι ποτέ θεωρητικού του Σύριζα, ο οποίος πρόλαβε να αποχωρήσει το 2015, σώζοντας την τιμή της μαρξιστικής ηλεκτρολογίας. Παρόλα αυτά, κι επειδή το γλυκό δύσκολα το βγάζεις από το στόμα σου, ανέλαβε τη διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου υποσχόμενος ότι δεν θα το αφήσει ποτέ χωρίς ρεύμα.)

Και είπε ο καθένας την ιστορία του.

Παράλληλα, ο σύγχρονος αναγνώστης που ανήκει στην εργατική τάξη έχει τη δυνατότητα, με λίγα σχετικά χρήματα, να προμηθευτεί μια σειρά από ‘’λυσάρια’’ που γράφτηκαν για να τον καθοδηγήσουν στην πορεία του μέσα στους λαβύρινθους αυτού του βιβλίου. H βιομηχανία ανάγνωσης/πρόσληψης του ‘’Κεφαλαίου’’ έχει μεγάλη ιστορία που θέλει ολόκληρο βιβλίο για να παρουσιαστεί. Πάντως, αν αφήσουμε απέξω τον ‘’χυδαίο’’ μαρξισμό και τον οικονομικό ντετερμινισμό του, και μείνουμε στον πιο εκλεπτυσμένο δυτικό μαρξισμό, η προσπάθεια αναγνωστικής και ερμηνευτικής καθοδήγησης της εργατικής τάξης ξεκινά μέσα στον Μάη του 68 με το ‘’Διαβάζοντας το Κεφάλαιο’’ των Λουί Αλτουσέρ και Ετιέν Μπαλιμπάρ και την προσπάθεια ανάδειξης του επιστημονικού χαρακτήρα του μαρξισμού (το 1969, ο Αλτουσέρ δημοσίευσε και ένα ξεχωριστό άρθρο στην Ουμανιτέ με τίτλο ‘’Πώς να διαβάσουμε το ‘’Κεφάλαιο’’, το οποίο έκανε θραύση και στην Ελλάδα και ειδικά στους χώρους του πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτερικού, μέρος του οποίου σήμερα κυβερνά τη χώρα με τη μορφή του υβριδίου ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ – υπάρχει στο Λ Αλτουσέρ, Θέσεις, Θεμέλιο 1977, μτφρ. Ξ Γιαταγάνας, σελ. 51-61. Το ωραίο είναι, ότι χρόνια μετά (1992), όταν αυτός ο ταλαιπωρημένος από σκοτεινές ψυχικές δυνάμεις στοχαστής έγραφε την αυτοβιογραφία του, παραδεχόταν ότι δεν είχε διαβάσει αναλυτικά τον Μαρξ και αποδεχόταν τη μομφή που απέδωσε ο συντηρητικός στοχαστής Ραϊμόν Αρόν στο έργο του (όπως και στου Σαρτρ) = ’’κατά φαντασίαν μαρξισμός’’ (Λ Αλτουσέρ, Το μέλλον διαρκεί πολύ. Τα γεγονότα, Ο Πολίτης 1992, μτφρ. Α Ελεφάντης& Ρ Κυλιντηρέα).

Δυο άλλοι σταρ της μαρξιστικής ερμηνευτικής έχουν γράψει ’’λυσάρια’’ για το ’’Κεφάλαιο’’: Ο πολύς Φρέντρικ Τζέιμσον, το Representing Capital. A Reading of Volume One (Verso, 2011), κι ο Ντέιβιντ Χάρβει το A Companion to Marx's Capital (Verso, 2010) (ενώ στην ιστοσελίδα του προσφέρει και πανεπιστημιακό μάθημα πάνω στο βιβλίο). Ενώ ο λιγότερο γνωστός Μίκαελ Χάινριχ δίνει τη δική του (πιο γερμανική) προσέγγιση (An Introduction to the Three Volumes of Karl Marx’s Capital, Schmetterling Verlag GmbH, 2004/MonthlyReview Press 2012). To τελευταίο προϊόν της εν λόγω βιομηχανίας είναι το ομαδικό ‘’Reading 'Capital' Today: Marx after 150 Years’’ (Pluto Press, 2017) σε επιμέλεια I Schmidt & C Fanelli.

Και, θα πεί κανείς, τι έγινε; Τα μονίμως ξινά, περσινά σταφύλια. Αλλά… Το ενδιαφέρον είναι αλλού: στις δηλώσεις του Mark Carney, διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας και προέδρου της Επιτροπής για την Οικονομική Σταθερότητας:

"Στην εποχή της ΤεχνητήςΝοημοσύνης οι Μαρξ και Ένγκελς γίνονται ξανά σχετικοί.[…] Υπάρχει μια ασυνέχειαστις προσδοκίες. Ενώ στις έρευνες φαίνεται ότι το 90% των πολιτών πιστεύουν ότιη εργασία τους δεν θα επηρεαστεί από την αυτοματοποίηση, το 90% των CEOs των εταιριών πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο. Αν αντικαταστήσεις το κλωστοϋφαντουργείο με την πλατφόρμα, τις ατμομηχανές με τη μηχανική μάθηση, τον τηλέγραφο με το Twitter, έχεις ακριβώς την ίδια κοινωνική δυναμική μ’αυτήν που υπήρχε και 150 χρόνια πριν, όταν ο Μαρξ έγραφε το ΚομμουνιστικόΜανιφέστο.’’ (ως άριστος οινονομολόγος, ο Mark Carney, αυτονόητα δεν γνωρίζει πότε γράφτηκε το μανιφέστο – ούτε ακριβώς από ποιους).

Αυτά, λίγες μέρες πριν αρχίσουμε τα πάρτι για το γαλλικό μαγιάτικο ιωβηλαίο.


Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (82): «Χωρίς Ψυχρό Πόλεμο, ποιό το νόημα του να είσαι Αμερικανός;» Λαγός Άνγκστρομ (Tζον Άπτνταϊκ, «Λαγός σε Ανάπαυση»)

Όπως και το βιβλίο της Frances Stonor Saunders, The Cultural Cold War: The CIA and the World of Arts and Letters, βασίστηκε σε ένα άρθρο της στον Ιndependent, έτσι κι αυτό του Joel Whitney, Finks: How the CIA Tricked the World's Best Writers, βασίστηκε σε ένα άρθρο του στο Salon: Exclusive: The Paris Review, the Cold War and the CIA. O JW ξαναπιάνει το ίδιο θέμα αλλά δεν μας λέει και τίποτε καινούργιο. 


Κατ΄αυτόν, η CIA φόρεσε διάφορα προσωπεία και πλησίασε νεαρούς συγγραφείς σε όλο τον κόσμο, από την Κολομβία έως την Ουγκάντα και την Ινδία, με στόχο την επιρροή του κοινού και την αποδυνάμωση/ενδυνάμωση του όποιου φιλοκομμουνισμού/αντικομμουνισμού. Tα περισσότερα στοιχεία που δίνει είναι γνωστά (δίνει και κάποια επιπλέον) και ορισμένες φορές φαίνεται να παρασύρεται από τα γεγονότα και να ερμηνεύει κατά βούληση όταν δεν υπερβάλλει. Τα του περιβόητου Paris Review είναι γνωστά και τραγουδισμένα (βλέπε The fiction of the state: The Paris Review and the invisible world of American letters του Richard Cummings). Το περιοδικό ήταν ένα (και είναι) εξαιρετικό εργαλείο κι όλοι οι συγγραφείς έτρεχαν (και τρέχουν) να πουν το «ποιηματάκι» τους στην περίφημη σειρά «The Art of Fiction».

Ο JW δίνει με λεπτομέρειες τη μέθοδο της Υπηρεσίας στην κατασκευή «ακούσιων» προπαγανδιστών των δυτικών αξιών (ψάχνω εναγωνίως να βρώ τα σχετικά κείμενα των συγγραφέων από την Ουγκάντα). Υπενθυμίζει ότι στόχος του λογοτεχνικού επιτελείου της CIA ήταν η μη-κομμουνιστική αριστερά (οι συντηρητικοί συγγραφείς θεωρούνταν δεδομένοι). Έτσι μαθαίνουνε για τη συγκινητική και συνδυασμένη προσπάθεια κατασκοπευτικού και λογοτεχνικού οπλοστασίου της Δημοκρατίας να δημοσιευτεί ο «Δρ Ζιβάγκο» του Παστερνάκ, τα νεανικά κατορθώματα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, του Χέμινγουεϊ, το περιοδικό Mundo Nuevo που δημιουργήθηκε 7 χρόνια μετά την επικράτηση της κουβανική επανάστασης (1959) με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Φορντ και στόχο να κρατάει «ζεστό αλλά χαλαρό» το νοτιοαμερικανικό κοινό με μικρές δόσεις ζεστής και χαλαρής ριζοσπαστικότητας (ο ταλαντούχος και πιθανότατα αθώος «ιδρυτής» του και ιθύνων νούς του, Emir Rodríguez Monegal, παραιτήθηκε όταν έγιναν γνωστά τα πράγματα (1968), αρνούμενος κάθε σχέση).

Ο JW δεν μένει στα λογοτεχνικά: αφηγείται την ιστορία της Operation CHAOS και την στρατηγική της κατά των ριζοσπαστικών ΜΜΕ των ΗΠΑ, για το πραξικόπημα στη Βραζιλία που σκεφτόταν να κάνει ο JFK , για το πραξικόπημα στη Γουατεμάλα και για το Coda: Afghanistan, όπου μας λέει για τους πράκτορες του Συμβουλίου για την Πολιτιστική Ελευθερία και την προπαγάνδα τους υπέρ των Μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν.

Αν και δεν ξέρω αν και πόσο μπορούμε να εμπιστευόμαστε τον JW (αφού κι αυτός μπορεί να διενεργεί υπό την εποπτεία της Υπηρεσίας). Πάντως το βιβλίο κυκλοφορεί σε μια εποχή που το post – truth πάει να γίνει κατάσταση, υποδεικνύοντας ότι κι αυτό είναι μια τεχνική που γεννήθηκε μέσα στον παλιό Ψυχρό Πόλεμο.

Και καθώς – αν πιστέψουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ – μπαίνουμε σε ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο, πολυπολικό, περίπλοκο, με κράτη ανυπάκουα και εξοπλισμένα, νομίζω ότι η κατάσταση θα γίνει πιο ενδιαφέρουσα.

YΓ. Μια διασκεδαστική ιστορία της "σατανικής"  Υπηρεσίας  μπορεί κανείς να διαβάσει στο "Legacy of Ashes" του Tim Weiner, χωρίς βέβαια να ξεχνάει ότι το βιβλίο αυτό βραβεύτηκε με Πούλιτζερ και ότι μπορεί να σημαίνει αυτό

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (81): Ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός, η Ελεύθερη Αγορά κι ο Salvator Mundi


Οι περισσότερες ερμηνείες που δόθηκαν σχετικά με τα δυο πρόσφατα ραπόρτα των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ (National Defense Strategy και National SecurityStrategy) μιλάνε για επιστροφή σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου. Έτσι, περιμένοντας τις νέες ιδέες και τις νέες τεχνολογίες που θα γεννήσει ο νέος Ψυχρός Πόλεμος, είπαμε να κάνουνε μια επανάληψη.

Η εμπλοκή της CIA στην πολιτισμική αντικομμουνιστική προπαγάνδα είναι γνωστή εδώ και μισό αιώνα και υποτίθεται ότι έχει ιστορηθεί με «σχετική επάρκεια» (φυσικά, όταν το πουλί είχε πετάξει) (Frances Stonor Saunders, The Cultural Cold War: The CIA and the World of Arts and Letters, 1999&2000). (Για μια πρώτη γεύση, βλ και Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (18): Οι λογοτεχνίζοντες πιστολέρο τουΨυχρού Πολέμου)

Όπως σημειώνει ο λογοτεχνικός πράκτορας της CIA, αν το βιβλίο αυτό είχε δημοσιευτεί τις δεκαετίες 1960 ή 1970 θα είχε κάνει θόρυβο και θα είχε γίνει μπεστ σέλερ. Ενώ σήμερα (το 2000): πέτρες. Και, για άλλη μια φορά, γέλασε το χείλι το κάθε πικραμένου. Το οποίο χείλι, έχει την ευκαιρία να ξαναγελάσει: το 2017 κυκλοφόρησε μια περαιτέρω έρευνα: Finks: How the CIA Tricked the World's Best Writers, του Joel Whitney.

Πριν δούμε το δεύτερο, καλή είναι μια επανάληψη του πρώτου. Όπως ανάφερα πιο πάνω, η αποκάλυψη έγινε το 1966 και αφορούσε τη στενή σχέση και χρηματοδότηση περιώνυμων λογοτεχνικών επιθεωρήσεων/περιοδικών από την CIA. Κάποιες/-α έκλεισαν, κάποιες/-α επιβίωσαν, το θέμα γενικά «σκεπάστηκε» και πολλοί άνθρωποι του πνεύματος που τα τσιμπούσαν κανονικά από την Υπηρεσία, είτε αρκέστηκαν να κάνουν την πάπια είτε άρχισαν το αντι-ιμπεριαλιστικό τραγούδι.

Η Frances Stonor Saunders (FSS) ξαναθυμήθηκε τη φάση το 1995 με ένα άρθρο της στον Ιndependent «Modern art was CIA 'weapon'» για να ολοκληρώσει το 1999 με τον Cultural Cold War (το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στην Βρετανία με τίτλο: «Who Paid the Piper: The CIA and the Cultural Cold War»).

Αποκαλύπτει ονόματα όπως Irving Kristol, Daniel Bell, Hannah Arendt, Arthur Koestler, George Orwell, Isaiah Berlin για μείνουμε στα πιο μεγάλα - που τα έπαιρναν κανονικά. Προϋπόθεση: σκληρή κριτική στην Σοβιετική Ένωση και σε ότι αυτή αντιπροσωπεύει, υπεράσπιση της κεντρικής δυτικής αξίας (ελευθερία) και, ενίοτε και για το ξεκάρφωμα, ήπια κριτική στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.



Όμως η πιο ωραία και χαρακτηριστική ιστορία έχει να κάνει με το εικαστικό ρεύμα/κίνημα που ονομάζεται αφηρημένος εξπρεσιονισμός. Γεννημένο μέσα στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, έτσι όπως τον αντιλαμβανόταν η καλλιτεχνική πρωτοπορία της Νέας Υόρκης, η ιδιόρρυθμη αυτή τεχνοτροπία δεν είχε και πολλές πιθανότητες επικυριαρχίας αφού για τον περισσότερο κόσμο ήταν απλώς μια μπούρδα.

Αλλά…Αλλά όταν έχεις πίσω σου το Συμβούλιο για την Πολιτιστική Ελευθερία, το Ίδρυμα Φορντ και το Μουσείο της Μαμάς, δεν κωλώνεις πουθενά. Το Μουσείο της Μαμάς δεν είναι άλλο από το περίφημο MoMA, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Ν Υόρκη, δημιούργημα της μητέρας του Νέλσονος Ροκφέλερ, προέδρου τότε του ΜοΜα και μετέπειτα αντιπροέδρου των ΗΠΑ (1974-1977).

Ο Νέλσονας είπε στους πλούσιους φίλους του: Αδέλφια, κάντε τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό Θεό. Κι ο CEO του ΜοΜΑ Τόμας Μπρέιντεν - κορυφαίο στέλεχος της CIA, όργωσε τις μεγάλες γκαλερί του κόσμου με τις αφηρημένες εξπρεσιονιστικές απεικονίσεις. Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός ήταν το καλλιτεχνικό ισοδύναμο του free enterprise ή όπως σημείωνε ο Μπρέιντεν, πέντε χρόνια μετά τη νίκη του αφηρημένου εξπρεσιονισμού απέναντι στον όποιο ρεαλισμό (σοσιαλιστικό και μη):

«Θέλαμε να ενώσουμε τους ανθρώπους που ήταν συγγραφείς, μουσικοί, καλλιτέχνες. Να δείξουμε ότι η Δύση κι οι ΗΠΑ ήταν αφοσιωμένες στην ελευθερία της έκφρασης και στα πνευματικά επιτεύγματα, χωρίς φραγμούς, εμπόδια και οδηγίες περί του τί πρέπει να γράψεις, να πείς, να κάνεις, να ζωγραφίσεις. Το αντίθετο από ό,τι γινόταν στη Σοβιετική Ένωση. Ήταν το πιο σημαντικό τμήμα της Υπηρεσίας και έπαιξε τεράστιο ρόλο στον Ψυχρό Πόλεμο».

Και πώς τα βρήκε όλα αυτά μια 28χρονη κοπέλα; Και πώς γίνεται, εφημερίδες – όργανα του συστήματος (Times, London Review of Books και τα παρόμοια – τα οποία μάλλον ανήκουν στην CIA) να δημοσιεύουν σχεδόν εγκωμιαστικές κριτικές; Μια λίγο πιο προσεκτική έρευνα, υποδεικνύει (το αναμενόμενο;): το βιβλίο μάλλον γράφτηκε από την Υπηρεσία και η υποτιθέμενη συγγραφέας του ήταν μια ακόμη από τις μαϊμούδες της.

Όπως και νάχει, οι πλούσιοι φίλοι του Νέλσονος Ροκφέλερ και η CIA promotion, έχουν κάνει τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό αχτύπητο: από τα 10 ακριβότερα έργα όλων των εποχών, τα 4 ανήκουν στο κίνημα, καλύπτοντάς το 46% του συνολικού τζίρου ($860 εκατομμύρια στα $1880 εκατομμύρια). Tα αισιόδοξα νέα για τον ρεαλισμό είναι ότι πριν μισό χρόνο μπήκε στην πρώτη θέση των δέκα ακριβότερων έργων ο "Σωτήρας του Κόσμου" του Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Θα επανέλθουμε με το νέο βιβλίο «ξεβρακώματος» του Joel Whitney