https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Ο άνθρωπος ΑΕΠ (2)


Από τις πρώτες μέρες ζωής του ΑΕΠ εκφράστηκαν αμφιβολίες για το νόημά του. Ο ίδιος ο επινοητής του, ο Kuznets, φοβόταν ότι το δημιούργημά του, ένας δείκτης, σημαντικός μεν αλλά δείκτης, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο σχεδιασμού πολιτικής. Και ότι δεν λαμβάνει υπόψη του, όχι μόνο την υποτίμηση μηχανολογικού εξοπλισμού και κεφαλαίου αλλά και την υποτίμηση των ίδιων των ανθρώπων. Είναι αυτό που αποκαλούσε «αντίθετη όψη του εισοδήματος», δηλ., την εντατική και δυσάρεστη προσπάθεια που ενσωματώνεται στη διαδικασία προσπορισμού εισοδήματος.
Ο Kuznets αναγνωρίζει ακόμη ότι το ΑΕΠ εστιάζει σε τυπικές συναλλαγές και έτσι δεν είναι κατάλληλο για χώρες που εξαρτώνται σημαντικά από μη τυπικές οικονομικές δομές. Στις βιομηχανικές χώρες, από την άλλη μεριά, μπορεί εύκολα να υπερεκτιμηθεί μετρώντας μόνο αγαθά και υπηρεσίες των οποίων ο βασικός στόχος είναι να εξισορροπήσουν τα ελαττώματα της βιομηχανοποίησης (κυκλοφοριακό κόστος, ασφάλεια, ρύπανση).

Μια άλλη ανησυχία του είχε να κάνει με τον τρόπο που η αύξηση του ΑΕΠ επηρεάζει την κατανομή των εισοδημάτων. Η περίφημη καμπύλη του έδειχνε πώς η ταχεία οικονομική ανάπτυξη σχετίζεται με την αυξανόμενη ανισότητα, κυρίως λόγω τού ότι οι πολιτικές που υποστηρίζουν την αύξησή του τείνουν να καταστρέφουν τις μη τυπικές οικονομικές δομές και να τις αντικαθιστούν με τυπικές (συνήθως βασισμένες στην αγορά). Και όπως είναι φυσικό μαζί με τις μη τυπικές δομές, καταστρέφονται και πολλοί άνθρωποι.
Τα τελευταία χρόνια, προοδευτικοί οικονομολόγοι, think tanks και ΜΚΟ έχουν ασκήσει κριτική στο ΑΕΠ σκοπεύοντας στην εξημέρωση του τέρατος και της επιρροής που ασκεί στους σχεδιαστές πολιτικών. Έχουν προταθεί πολλοί εναλλακτικοί και πιο αντικειμενικοί δείκτες. Στη συζήτηση και την όλη προσπάθεια έχουν μπεί τόσο το υπουργείο οικονομικών των ΗΠΑ, η κινέζικη ακαδημία επιστημών και η ΕΕ. Οι προσπάθειες εντοπίζονται στο συνυπολογισμό και του φυσικού κεφαλαίου, αν και ο αντίλογος εδώ είναι ότι κάτι τέτοιο θα καταλήξει σε αγοροποίηση και οικονομικοποίηση της φύσης.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το ΑΕΠ δέχεται πλέον κριτική από τα κάτω, από τους καθημερινούς ανθρώπους που στην τελική παράγουν και τον όποιο πλούτο. Και είναι οι μόνοι που μπορούν να επιβάλλουν μια διαφορετική μέτρηση της ανάπτυξης που θα σέβεται ισότιμα ανθρώπους και φυσικό περιβάλλον, θα διασφαλίζει δημόσιους πόρους, αγαθά και οικοσύστημα. 

Εξάλλου, ο Kuznets προειδοποιούσε ότι το εργαλείο που επινόησε ήταν για την εποχή του και τις ανάγκες της. Και πρότεινε σε κάθε γενιά να επανεξετάζει τα οικονομικά δεδομένα ώστε να βρίσκει τον πλέον κατάλληλο τρόπο μέτρησης της οικονομικής ανάπτυξης. Φαίνεται ότι ήρθε ο καιρός να τον ακούσουμε. Και αυτό που χρειάζεται είναι ένα δυνατό λαϊκό κίνημα που θα δείξει την πορεία προς έναν μετα-ΑΕΠ κόσμο.
Πηγές:






 

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Ο άνθρωπος ΑΕΠ (1)

Ήταν στα δύσκολα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, το 1934, που γεννήθηκε. Γονιός και νονός μαζί o νεαρός οικονομολόγος Simon Kuznets, ο οποίος, 12 χρόνια πριν, με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, είχε φύγει από τη Ρωσία για να βρει τον πατέρα του που είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ πριν τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο
Τότε, η αμερικανική κυβέρνηση έσκαγε από την αγωνία της να βρει ένα ποσοτικό δείκτη που να έδειχνε αν, κι αν ναι πώς, η οικονομία ανέκαμπτε. Το όνομα του μωρού ήταν ΑΕΠ και η δουλειά που θα έκανε το μωρό ήταν να συμπυκνώνει σε έναν απλό αριθμό όλες τις δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες. Στους καλούς καιρούς ο αριθμός θα ανέβαινε και σε άσχημους καιρούς θα κατέβαινε.

Λίγα χρόνια μετά, ο 2ος πόλεμος θα σφράγιζε για τα καλά τη σχέση αμερικανικής κυβέρνησης και ΑΕΠ. Η ύπαρξη λεπτομερών στατιστικών πάνω στα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της οικονομίας έδωσε τη δυνατότητα στην αμερικανική κυβέρνηση να υπερβεί τους αντιπάλους της στην παραγωγή πολεμικού υλικού. Και ακόμη περισσότερο, επέτρεψε τη μετατροπή μιας κοινωνικής οικονομίας σε πολεμική μηχανή χωρίς να επηρεαστεί η εσωτερική κατανάλωση. Και αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να τρέχει μια οικονομία πολέμου που δημιουργεί έσοδα (αποφεύγοντας τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικονομία πολέμου των ναζί) αλλά και να θέσει τις βάσεις για την καταναλωτική φρενίτιδα που ακολούθησε τον πόλεμο.

Αλλά το ΑΕΠ, εκτός από αριθμός, ήταν και ένα πανίσχυρο εργαλείο προπαγάνδας. Σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, το ΑΕΠ ήταν ο αριθμός που πολεμούσε τη Σοβιετική Ένωση (Σ.Ε.) στο επίπεδο της οικονομικής απόδοσης. Η Σ.Ε. παρήγαγε μια διαφορετική στατιστική που βασιζόταν μόνο στη βιομηχανική παραγωγή και οι δυο αριθμοί έπρεπε να συγκριθούν και ερμηνευτούν έτσι ώστε να δείξουν τη δυναμικότερη οικονομία. Αυτό οδήγησε σε έναν πόλεμο στατιστικής που τελείωσε μόνο με την πτώση της Σ.Ε.

Από τότε και στη συνέχεια, το ΑΕΠ κατίσχυσε στην παγκόσμια σκηνή: οι χώρες αξιολογούνται και κατατάσσονται με βάση αυτόν τον αριθμό και ο μαθηματικός φορμαλισμός του κατευθύνει τις πολιτικές ανάπτυξης σε όλον τον κόσμο.

Αν και φαινομενικά ουδέτερο, το ΑΕΠ έφτασε να είναι, ουσιαστικά, ένα κοινωνικό μοντέλο με επιρροή που υπερβαίνει τα όρια της οικονομίας και διαχέεται στο πολιτικό και το πολιτιστικό επίπεδο (αν υποθέσουμε ότι το οικονομικό διαχωρίζεται κατά κάποιον τρόπο από το πολιτικό και το πολιτιστικό). Στο πλαίσιο αυτό, ηθικές αρχές όπως η δικαιοσύνη και η αναδιανομή, δοκιμάζονται απέναντι στους υπολογισμούς για το ΑΕΠ. Το γνωρίζουμε, άριστα πλέον, στη μνημονιακή Ελλάδα, όπου το πολιτικό προσωπικό υπόσχεται πολιτική αλλά πράττει σύμφωνα με τις υποδείξεις του ΑΕΠ, περιορίζοντας την πολιτική μόνο στην εξυπηρέτηση των εκάστοτε πελατών.

Το ΑΕΠ παρήγαγε έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο: τον άνθρωπο που υπάρχει μόνο στον βαθμό που εργάζεται και ξοδεύει. Τον άνθρωπο που μισεί την καθαρή σχόλη, τη σχόλη που δεν είναι διατιμημένη και εμπορευματοποιημένη. Ο άνθρωπος ΑΕΠ θεωρεί το χρόνο που περνάς με την οικογένεια ή την τοπική κοινότητα χαμένο. Μισεί το φτιάξιμο/επιδιόρθωση παλιότερων πραγμάτων και λατρεύει την αγορά νέων. Τόσο το φυσικό όσο και το δομημένο περιβάλλον εντός των οποίων δραστηριοποιείται ο άνθρωπος ΑΕΠ, ακολουθούν το μοντέλο του ΑΕΠ.

Εν τέλει, το ΑΕΠ διαμόρφωσε την αντίληψη και κατανόηση από μέρους μας της έννοιας της αξίας. Η αρχή της οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι τίποτε άλλο από αύξηση του ΑΕΠ: αυτό για το οποίο μοχθούμε δεν είναι μια θαμπή ιδέα για το «καλώς ζην» αλλά μια αύξηση των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών που προσμετρώνται στο ΑΕΠ.

Το πρόβλημα με το ΑΕΠ είναι ότι δεν είναι ένα πραγματικό μέτρο αλλά «σημαντικός» δείκτης. Δε λαμβάνει υπόψη του την υποτίμηση των πόρων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία όπως και την υποτίμηση των φυσικών πόρων αφού αυτοί παρέχονται τζάμπα από τη φύση. Δε λαμβάνει υπόψη του ούτε το κόστος ρύπανσης ούτε την περιβαλλοντική υποβάθμιση, όπως, επίσης, δε λαμβάνει υπόψη του την όποια συναλλαγή ή εργασία γίνεται εκτός αγοράς. Οι δουλειές του σπιτιού και γενικότερα η οικογενειακή φροντίδα για παράδειγμα: έχουν εξαιρετική οικονομική σημασία και επίδραση αλλά σπανίως είναι διατιμημένες. Αν οι κυβερνήσεις πλήρωναν για τις αναρίθμητες δουλειές που γίνονται μέσα στο σπίτι (π.χ., ανατροφή παιδιών, φροντίδα ηλικιωμένων), η σκέψη πάνω στην ανάπτυξη θα ήταν πιθανότατα διαφορετική.

 (συνεχίζεται)


 

Αφόρητη πασοκίλα…



Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 εξαπλώθηκε σαν επιδημία, είναι εδώ και συνεχίζει να μολύνει περισσότερο και από το πάλαι ποτέ «νέφος» της δεκαετίας της «αλλαγής», και ακόμα περισσότερο από τη σύγχρονη αιθαλομίχλη των τζακιών... Τα πασοκοειδή αφού πλιατσικολόγησαν τη λαχτάρα του λαού να δει κάποτε μια άσπρη μέρα, ήρθαν να αντικαταστήσουν μια «κουρασμένη» Δεξιά που στη δοσμένη ιστορική στιγμή είχε φάει τα ψωμιά της.
Ομολογουμένως ήταν καλύτεροι. Ήταν καλύτεροι από τους «δεξιούς» για να διαχειριστούν τις δυσκολίες που προέκυπταν για τους καπιταλιστές από ένα εργατικό-λαϊκό κίνημα που κόχλαζε. Για να κλέψουν τα συνθήματά του. Για να εκμεταλλευτούν τις προσδοκίες ενός λαού, που στέναζε από το μετεμφυλιακό καταπιεστικό αστυνομοκρατούμενο κράτος, για δικαίωση των μακρόχρονων αγώνων του.

Ήταν οι πιο κατάλληλοι για να συκοφαντήσουν, να εξευτελίσουν, να ευνουχίσουν έννοιες όπως μαζικός αγώνας, συνδικαλισμός, σοσιαλισμός, Εθνική Αντίσταση, ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη. Για να αλώσουν συνειδήσεις, να τσαλαπατήσουν μπέσα και φιλότιμο, να βιάσουν  οράματα, να εξαγοράσουν όνειρα, να αφαιμάξουν το συνδικαλιστικό κίνημα και πολλά  ακόμα, πάντα μέσα από μια   εικονική πραγματικότητα   δημοκρατίας και ελευθερίας.

Η πασοκίλα μόλυνε ολόκληρες γενιές. Από μαθητές Γυμνασίου που το όνειρό τους ήταν «να διοριστώ στο δημόσιο», μέχρι κάτι πρώην μπαρουτοκαπνισμένους  παππούδες που κραδαίνοντας πλαστικές σημαίες φώναζαν «ο αγώνας τώρα δικαιώνεται». Αν κάποιος αγώνας δικαιώθηκε με την έλευση των πασοκοειδών, αυτός ήταν ο αγώνας του καπιταλιστικού συστήματος να διευρύνει την εκμετάλλευσή του. Να προετοιμάσει το έδαφος για μια ακόμα προέλασή του, πιο βάρβαρη, πιο καταστροφική για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, τη χρονική στιγμή που κανονικά θα έπρεπε να γιορτάζουμε την ταφή του.

Η πασοκίλα έγινε γάγγραινα, βρωμάει, πυορροεί. Το πύον της κυλά παντού. Κολλάει παντού. Είναι ο τρόπος που ασκείται η πολιτική στο «ναό της δημοκρατίας», ο πρωθυπουργός-κουτσαβάκι και οι τηλε-υπουργοί του, ο άκρατος ακροβατικός λαϊκισμός και η αριστερή εκπόρνευση της αξιωματικής αντιπολίτευσης προκειμένου να κυβερνήσει, τα ξοφλημένα «ανεξάρτητα» ανθρωπάκια-βουλευτές-πρώην ψήφοι των μνημονίων, η θεωρία των «δύο άκρων», η ψευτοαντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο, οι κουραδόμαγκες της χρυσής αυγής, το ύφος χιλίων καρδιναλίων του Βενιζέλου, το θράσος του Αδώνιδος, το «νέο αίμα» στην πολιτική, οι παραταϊσμένοι προπαγανδιστές τηλεπαπαγάλοι, οι «Άκηδες», οι μαϊμού συντάξεις, τα φακελάκια, οι μίζες και τα υποβρύχια που γέρνουν, οι χιλιάδες ΜΚΟ, τα λαμόγια παντός τύπου και διαμετρήματος, η συζήτηση περί  «νόμιμου και ηθικού», η «φιλανθρωπία» του Καμίνη, οι Παναγόπουλοι και οι Τσουκαλάδες του συνδικαλισμού, οι Τατσόπουλοι, οι Χατζησωκράτηδες και οι Ψαριανοί της πολιτικής, οι μπουκωμένοι από τις επιχορηγήσεις διανοούμενοι, ο γελωτοποιός Λάκης, η απογοήτευση και ο «σταρχιδισμός» του άνεργου, η ψευδαίσθηση του μικροαστού πως τα πράγματα θα ξαναγίνουν «όπως πριν», η ξαφνική «ξενοφοβία» μετά από δυο και βάλε δεκαετίες κάθε είδους εκμετάλλευσης των οικονομικών μεταναστών, το «καουμποϊλίκι» των ελεγκτών στα ΜΜΜ, η ΝΕΡΙΤ, η μούντζα στους «300» και το «μπουρδέλο» τους, οι στημένες αγχόνες στο Σύνταγμα, το «όλοι ίδιοι είναι καημένεεε», το «δικαίωμα» στην απεργοσπασία, τα σκυμμένα κεφάλια στις ουρές της ΔΕΗ και οι μετανοιωμένοι «κοψοχέρηδες» στο καφενείο, το αντιΚΚΕ μένος των «προοδευτικών» συνομιλητών, το… ερώτημα «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών» (όμως βέρων  ευρωλάγνων)  «σε ποια χώρα εφαρμόζεται το μοντέλο που υποστηρίζετε οι κομμουνιστές» όταν αδυνατούν να υπερασπιστούν το δικό τους «μοντέλο»…

Ας ψάξει ο καθένας κάθε χιλιοστό της συνείδησής του, όση του άφησαν αλώβητη, όση του απέμεινε. Ας σκεφτεί τι είναι αυτό που θέλει από τη ζωή, αν και τι νομίζει ότι δικαιούται από αυτή, αν και τι  θεωρεί ότι αξίζει περισσότερο από τα να σαπίζει αργά και βασανιστικά βουτηγμένος στην πασοκίλα μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο, μέχρι κάποτε, ξαφνικά, να ανακαλύψει πως ποτέ  δεν έζησε. Και ας κανονίσει την πορεία του.
Πηγή: Οικοδόμος


Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Το ηθικό πλεονέκτημα και η Αριστερά του Νίτσε



Η αρθρογραφία των περισσοτέρων λογίων της αριστεράς επικεντρώνεται πια στην υπεράσπιση του λεγόμενου «ηθικού πλεονεκτήματος». Η αποτυχημένη διαπραγμάτευση έχει ελάσσονα σημασία από τη στιγμή που η κυβερνώσα Aριστερά αντιπροσωπεύει το καλό στην προαιώνια σύγκρουσή του με το κακό, εν προκειμένω την ΕΕ και την Γερμανία. Στην Ελλάδα, που ευδοκιμούν όλα σχεδόν τα παράξενα του κόσμου τούτου, άνθισε ακόμα ένα. Ο χώρος της Aριστεράς, του διαλεκτικού υλισμού, στηρίζει την επιχειρηματολογία του σε ιδεαλιστικά και ηθικά «φορτία», με ναυαρχίδα την αξιοπρέπεια. Η αξιοπρέπεια πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από την Ελλάδα και την Ευρώπη, για να παραφράσω τον Μαρξ. Ακόμα και ο Γερμανός φιλόσοφος Χάμπερμας επέλεξε να χαρακτηρίσει αναξιοπρεπή την γερμανική πολιτική έναντι της Ελλάδας.
Η λέξη αξιοπρέπεια σημαίνει «ιδιότητα και τρόπος ζωής κατά τον οποίο σέβεται κανείς τον εαυτό του, δεν τον ταπεινώνει ώστε να κερδίσει τον σεβασμό των άλλων, δεν πέφτει σε μικρότητες. Η υπερηφάνεια με ευγένεια ήθους» (Λεξικό Μπαμπινιώτη). Επιτρέψτε μου να συμπληρώσω ότι άξιος είναι κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής ή άλλου κατηγορήματος, γιατί ειδάλλως δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα. Το πρέπει, το δέον, το ορίζει ο ίδιος ο άνθρωπος, μόνος του, και δεν δικαιούται ουδείς άλλος να του το υποδείξει και να του επιβάλει τι πρέπει να κάνει ή να είναι. Μόνη προϋπόθεση είναι το «πρέπει» του καθενός να μπορεί δυνητικά να γίνει «πρέπει» και όλων των άλλων, να μην είναι δηλαδή κάτι που εξυπηρετεί μόνον αυτόν ή κάποιους σε βάρος άλλων. Ως παράδειγμα χρήσης της λέξης «αξιοπρεπής» ο Μπαμπινιώτης παραθέτει το εξής: «είναι αξιοπρεπής γιατί, εάν κάνει λάθος, το παραδέχεται αμέσως, χωρίς να καταφεύγει σε φτηνές δικαιολογίες ή να ρίχνει την ευθύνη σε άλλους».

Είναι καθόλα αξιοπερίεργο το γεγονός της απομάκρυνσης της κυβέρνησης από τις θεμελιώδεις αρχές της Αριστεράς, με την προσκόλλησή της σε ηθικά και ιδεαλιστικά φορτία, όπως αυτό της αξιοπρέπειας, τα οποία δεν έχουν υλικές αναφορές. Το αμέσως πιο εκπληκτικό είναι ότι η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί επιτομή της φιλοσοφίας του Νίτσε, προαιώνιου εχθρού του μαρξισμού. Συγκεκριμένα, η αρχή που διέπει την πολιτική γραμμή της κυβέρνησης είναι απλοϊκή: «εμείς είμαστε καλοί επειδή οι άλλοι είναι κακοί». Στηρίζεται δηλαδή στην κατασκευή εχθρών, καθώς πρόκειται για μια αρνητική ηθική. Επειδή η πραγματικότητα, οι υλικές συνθήκες γύρω μας, δεν καθιστούν εφικτά όσα οι κυβερνώντες ευαγγελίζονται, επικαλούνται μια φαντασιακή ηθική ανωτερότητα. Με άλλα λόγια, επειδή η γραμμή σκέψης τους και πολιτικής τους πράξης δεν μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα, μεταθέτουν την πολιτική σε φαντασιακό επίπεδο. Ενοχοποιούν και στιγματίζουν τους ισχυρούς, στην προκειμένη περίπτωση την Γερμανία και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, μόνο και μόνο επειδή είναι ισχυροί. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι αυτοθυματοποιούνται ως αδύναμοι, αποκρύπτοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την αδυναμία μας πέφτει στις πλάτες μας. Εμείς, ως πολιτικό σώμα και εξουσιαστικές ελίτ, επί 40 χρόνια τουλάχιστον, κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας και το πόδι μας για να βρεθούμε σε θέση αδυναμίας και απαξίωσης. Επιπλέον, μετά τις ευρωεκλογές του 2014, κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να καταστήσουμε ακόμα δυσχερέστερη τη θέση μας. Η κυβερνητική πολιτική αποτελεί την χαρακτηριστικότερη έκφανση αυτού που ο Νίτσε αποκαλεί «ηθική των δούλων». Ειδικότερα, αντιστρέφονται συνειδητά από την κυβερνητική προπαγάνδα όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους και του πολιτικού σώματος, ώστε αμέσως μετά να παρουσιασθούν μακιγιαρισμένα ως αρετές. Ενδεικτική είναι η απόπειρα του Βαρουφάκη να μετασχηματίσει την απεχθή λιτότητα σε «λιτό βίο».
Στη λαϊκή μας παράδοση υπάρχει μια πολύ εύστοχη παροιμία: «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Η παροιμία αυτή συνοψίζει τη νιτσεϊκή ηθική του δούλου. Ο εκάστοτε πονηρός, αφού δεν κατόρθωσε να επιτύχει όσα υποσχέθηκε και έθεσε ως στόχους, τα σταφύλια δηλαδή, τα μετονομάζει σε κρεμαστάρια, τα υποτιμά και τα απαξιώνει, διακηρύττοντας όμως ότι διαθέτει ηθικό πλεονέκτημα. Από την άλλη, όποιος κατορθώνει να απολαύσει τα σταφύλια που όλοι επεδίωξαν, θεωρείται ότι είναι ηθικά ελλειμματικός. Τελικά, στην Ελλάδα διαθέτουμε μια νιτσεϊκή κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί να πείσει τους πολίτες ότι η αδυναμία αποτελεσματικής πολιτικής παρέμβασης της χώρας μας στα διεθνή fora και η εθνική μας περιθωριοποίηση δεν έχουν σημασία, αφού διαθέτουμε το ηθικό πλεονέκτημα. Μάλλον είχε δίκιο ο Χέγκελ όταν παρατηρούσε ότι οι αδύναμοι πολιτικά αρέσκονται να παρηγορούνται με ηθικές αρχές, πιστεύοντας ότι τοιουτοτρόπως υψώνονται πάνω από τον αντίπαλό τους, ο οποίος την ίδια στιγμή διαθέτει πολιτική δύναμη και καθορίζει τις ζωές τους. Ο αδύναμος, από τη στιγμή που δεν μπορεί να αντέξει και να αντεπεξέλθει στην πραγματικότητα, αρέσκεται στην κατασκευή μιας φανταστικής σφαίρας, εντός της οποίας αποδίδει στον εαυτό του φαντασιακή και όχι πραγματική υπεροχή.
Το γεγονός μάλιστα ότι η ελλαδική Αριστερά αγκάλιασε ένθερμα τις δηλώσεις Χάμπερμας για την αναξιοπρεπή στάση της Γερμανίας έναντι της ελληνικής κυβέρνησης επιβεβαιώνει περαιτέρω τη σύγχυση. Ο Χάμπερμας επιμένει να αναλύει την κρίση σε επίπεδο δεοντολογικό, στο τι θα έπρεπε να συμβαίνει, παραβλέποντας συνειδητά την συντελεσμένη υλική πραγματικότητα, το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Το φυσιολογικό και αναμενόμενο από έναν αριστερό πολιτικό θα ήταν να πράξει το ακριβώς αντίστροφο από αυτό που επέλεξε ο Χάμπερμας. Να βασιστεί στην ιστορική-περιγραφική προσέγγιση, στην εμπειρική πραγματικότητα, και όχι στην δεοντοκρατία, στο τι θα έπρεπε να συμβαίνει. Θα ήταν αναμενόμενο να έχουν μεγαλύτερη αξία και χρησιμότητα για έναν αριστερό οι αναλύσεις του Κονδύλη και όχι εκείνες του Χάμπερμας, παρότι στην Ελλάδα τον Κονδύλη τον έχει αγκαλιάσει εσχάτως η φιλελεύθερη πτέρυγα. Μύλος!
Η σύγχυση που μάς διακατέχει δεν προοιωνίζεται αίσια εξέλιξη. Χρειάζεται να καθαρίσουμε το κεφάλι μας και να διαχωρίσουμε το επίπεδο της πρακτικής πολιτικής από εκείνο της πολιτικής και ηθικής θεωρίας. Στην πρακτική πολιτική η εμμονή σε αφηρημένα σχήματα και ιδεαλιστικές αγκυλώσεις συνήθως έχει τραγικά αποτελέσματα. Ο Μακιαβέλι έχει εύστοχα παρατηρήσει: ««Πολλοί έχουν φανταστεί πολιτείες και κράτη που ποτέ δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα· γιατί το πώς ζούμε απέχει τόσο από το πώς θα έπρεπε να ζούμε, ώστε αυτός που παραβλέπει αυτό που γίνεται για αυτό που θα έπρεπε να γίνεται, προετοιμάζει την καταστροφή του και όχι τη σωτηρία του».


Πηγή: huffingtonpost.gr