https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Μονόδρομος προς το αδιέξοδο

To 1958, o διάσημος καναδοπολιτειακός οικονομολόγος Τζον Κέννεθ Γκαλμπραίηθ (1908-2006) δημοσίευσε το δεύτερο μέρος τής σπουδαίας τριλογίας του περί της οικονομίας. Επρόκειτο για το all time classic βιβλίο "Η Κοινωνία της Αφθονίας" (στα ελληνικά: εκδόσεις Παπαζήση). Σ' αυτό το βιβλίο, ο Γκαλμπραίηθ πήρε τις ιδέες που είχε διατυπώσει το 1899 ο φιλόσοφος Θορνστάιν Βέμπλεν ("Η θεωρία της αργόσχολης τάξης", εκδόσεις Κάλβος) και τις πήγε ένα βήμα πιο πέρα.

Ας βάλουμε λίγο τα πράγματα στην σειρά. Ο Βέμπλεν ήταν από τους πρώτους που μίλησαν για "τεχνητές ανάγκες" και πρόβλεψε ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού θα στηριζόταν σε μια "βιομηχανία μη ικανοποιήσιμων αναγκών" (όπως την χαρακτήρισε), η οποία θα δημιουργούσε μια ακατάσχετη ροπή προς κατανάλωση. Η πρόβλεψη του Βέμπλεν επαληθεύτηκε απολύτως, παρ' ότι μεσολάβησαν δυο παγκόσμιοι πόλεμοι και η μεγάλη οικονομική κρίση τού 1929. Εξήντα χρόνια μετά τον Βέμπλεν, στην "Κοινωνία της Αφθονίας" ο Γκαλμπραίηθ παρομοίασε τους ανθρώπους με χάμστερ που έχουν μπλέξει στον τροχό τής καταναλωτικής μανίας και τρέχουν διαρκώς χωρίς να φτάνουν πουθενά, χωρίς να ικανοποιούνται. Ποιό είναι το παραπάνω βήμα τού Γκαλμπραίηθ; Ως φανατικός κεϋνσιανιστής, ο καναδοπολιτειακός οικονομολόγος απέδειξε ότι η αύξηση της κατανάλωσης βρίσκεται σε ευθέως ανάλογη σχέση με την μείωση των δημόσιων παροχών. Συνεπώς, κατά τον Γκαλμπραίηθ, αν θέλουμε δημόσιες κοινωνικές παροχές πρέπει να μειώσουμε τον άκρατο καταναλωτισμό μας. Άρα... ζήτω η λιτότητα!

Και τώρα, προσοχή! Η κατά Γκαλμπραίηθ λιτότητα και η λιτότητα με την οποία βομβαρδίζουν τα μυαλά μας οι σύγχρονοι πολιτικοί και αναλυτές δεν έχουν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους. Ο μεν μιλάει για την ανάγκη αποδέσμευσής μας από τον άκρατο και άχρηστο καταναλωτισμό, οι δε αναφέρονται στην μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων (μέσω περιστολής κοινωνικών παροχών, αύξησης φορολογιών κλπ) και την μέσω αυτής μείωση του δημόσιου χρέους.. Ενώ, δηλαδή, ο Γκαλμπραίηθ απευθύνεται στον απλό καταναλωτή (έστω και ιδωμένο συνολικά ως κοινωνία), οι σύγχρονοι πολιτικοί και αναλυτές θεωρούν την λιτότητα ως μονόδρομο αποκλειστικά για τον δημόσιο τομέα.

Αν η τελευταία φράση ηχεί παράξενα στ' αφτιά σας, προσέξτε λίγο παραπάνω και θα προσπαθήσω να σας το εξηγήσω. Έχουμε πει ότι το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) ισούται προς το Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (ΑΕΕ). Κατ' επέκταση, για να υπάρχει ισο-ζύγιο, το ΑΕΠ ισούται και προς την Ακαθάριστη Εθνική Δαπάνη (ΑΕΔ), δηλαδή προς όσα ξοδεύουν οι πάντες σ' αυτόν τον τόπο, ιδιώτες και δημόσιο μαζί. Η απλή απορία πώς γίνεται να ισούται το Εισόδημα με την Δαπάνη, απαντάται εύκολα: ό,τι αποτελεί εισόδημα για κάποιον, αποτελεί δαπάνη για κάποιον άλλο.

Πάμε τώρα ανάποδα: αν μειωθεί η δημόσια δαπάνη, μειώνεται η συνολική ΑΕΔ άρα μειώνεται το ΑΕΠ. Κι αφού μειώνεται το ΑΕΠ, μειώνονται τα έσοδα του κράτους από φορολογία. Έχουμε, δηλαδή, την περίφημη "υστέρηση εσόδων", η οποία κάθε άλλο παρά οδηγεί στον απώτερο στόχο τής μείωσης του δημόσιου χρέους. Επομένως, για να φτάσει στο ποθητό αποτέλεσμα η μείωση των δημοσίων δαπανών, πρέπει να αυξηθεί ισόποσα η ιδιωτική δαπάνη, ώστε να μη μειωθεί η συνολική ΑΕΔ, δηλαδή το ΑΕΠ. Έτσι, λοιπόν, εμφανίζεται το εξής παράδοξο: οι υποστηρικτές των πολιτικών λιτότητας που έχουν επικρατήσει σήμερα, θεωρούν την λιτότητά τους ως ευλογία για τον δημόσιο τομέα αλλά ως κατάρα για τον ιδιωτικό!

Παρένθεση. Τα παραπάνω καθιστούν σαφές ότι ο όρος "λιτότητα" χρησιμοποιείται εσφαλμένα. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, θα ήταν ορθότερη η επιλογή τού όρου "αυστηρότητα". Άλλωστε αυτή την ελληνική λέξη έχουν επιλέξει και οι ξένοι: austerity, austérité, austeridad... Υπ' αυτή την έννοια, μάλλον είχε δίκιο ο Βαρουφάκης όταν τάχθηκε κατά της "λιτότητας" (του δημοσίου) αλλά υπέρ του "λιτού βίου" (των πολιτών) κι ας τον πήραν όλοι στο ψιλό. Κλείνει η παρένθεση.

Εξ αιτίας αυτού του παραδόξου, υπάρχουν δυο αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τις επιπτώσεις της μείωσης των δημοσίων δαπανών. Η πρώτη άποψη υποστηρίζει ότι, σε συνδυασμό με διαρθρωτικές αλλαγές και μείωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα, θα ενθαρρυνθούν οι επιχειρηματίες να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις, οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της απασχόλησης (έστω με χαμηλότερους μισθούς) και, κατ' επέκταση αύξηση της κατανάλωσης, δηλαδή της ιδιωτικής δαπάνης. Η δεύτερη άποψη επιμένει ότι η αυξανόμενη μείωση των δημοσίων δαπανών και η παράλληλη μείωση των μισθών που οδηγεί σε αύξηση της φτώχειας, επιδρούν αρνητικά στο επιχειρηματικό πνεύμα (ιδίως σε καθεστώς κρίσης) και λειτουργούν κατασταλτικά σε κάθε διάθεση για νέες επενδύσεις. Ποιά άποψη είναι σωστή; Σε επίπεδο θεωρίας και οι δυο, σε επίπεδο πράξης η δεύτερη. Το γιατί σήμερα έχει επικρατήσει η πρώτη είναι ένα άλλο, μεγάλο θέμα, για άλλη συζήτηση.

Μέσα στα πλαίσια ενός απλού ιστολογικού σημειώματος, νομίζω ότι καταστήσαμε προφανές ότι κανείς δεν θέλει πραγματική λιτότητα, ούτε καν οι διαπρύσιοι κήρυκές της εφ' όσον εύχονται να αυξήσουν την δαπάνη τους επιχειρηματίες και καταναλωτές. Ας το έχουμε αυτό υπ' όψη μας την επόμενη φορά που θα δούμε στην οθόνη μας κάποιον Άρη ή κάποιον Μπάμπη να προσπαθούν να μας πείσουν ότι "η λιτότητα (σ.σ.: όπως την εννοούν αυτοί) είναι μονόδρομος". Μονόδρομος, ναι. Αλλά προς το αδιέξοδο........
Πηγή: Cogito ergo sum


Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Διαφθορά

Οι άνθρωποι
βασανισμένοι στα κορμιά τους
και σάπιοι ακόμη και στις λέξεις τους
που τόσες έχουν σήμερα ξεφύγει
από το φυσικό τους προσανατολισμό

Τα πράγματα
άδειασαν από το περιεχόμενό τους
κι έγιναν τα ψεύτικα χρυσαφικά
της βρωμερής κωμωδίας
όπου ο κόσμος ιδρώνει αίμα και νερό

Ο ήχος μαϊμουδίζει το ψωμί
μαλλί έγινε το ξύλο
το κόκκινο χρώμα κρασί
την ώρα που το αίμα ξεθωριάζει πάνω στους τοίχους των φυλακών
ή μαυρίζει καθώς ανακατώνεται στη λάσπη

Τη γη την πήραν για φωλιά τους τα θηρία
το φως σκοτεινιασμένο
η γυναίκα έγινε σύννεφο από δάκρυα
κι ό άντρας άλλαξε σε πέτρα
που η κάθε μέρα όπως κι η κάθε νύχτα αυξάνουν τη σιωπή της

Μήπως θα πρέπει
ώ θύματα
να γίνετε με τη σειρά σας δήμιοι
για να ξαναβρούν οι έννοιες το σωστό του δρόμο;

 Μ Λεϊρίς, Διαφθορά
 (μτφρ. ΠΑ Ζάννας)

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (3)

Neuronarrative: Γνωρίζω ότι έχετε εργαστεί πολύ πάνω στην κατανόηση της συνεξέλιξης γονιδίων και πολιτισμού. Πείτε μας πώς λειτουργεί αυτή η αλληλεπίδραση και γιατί είναι σημαντικό να την κατανοήσουμε.

JC: Ο E. O. Wilson πρωτομίλησε για αυτό το θέμα - όπως και για πολλά άλλα – στο βιβλίο του Για την ανθρώπινη φύση (1978) και στο βιβλίο που έγραψε μαζί με τον Charles Lumsden Genes, Mind, and Culture: The Coevolutionary Process (1981). Ο Wilson είδε καθαρά ότι ενώ η ανθρώπινη φύση καθοδηγείται από τη βιολογία βρίσκεται πάντα σε στενή σχέση με τον πολιτισμό. Μαζί με τον Lumsden προσπάθησαν να κατανοήσουν τα μαθηματικά της συνεξέλιξης γονιδίων-πολιτισμού και η αποδοχή της προσπάθειάς τους ήταν μεικτή. Η μαθηματική μοντελοποίηση έχει κερδίσει σημαντικό έδαφος τα τελευταία χρόνια αλλά παραμένει πολύ αφηρημένη και ελάχιστα συνδεμένη με ιδιαίτερες, εξατομικευμένες κουλτούρες. Εν τω μεταξύ, η εκτενέστερη θεωρητική κατανόηση του πολιτισμού αναπτύχθηκε σχεδόν ανεξάρτητα από τη μαθηματική μοντελοποίηση. Θα χρησιμοποιήσω λίγο από το χρόνο σας για να προσπαθήσω να εξηγήσω αυτήν την άποψη.

Το 1992 κυκλοφόρησε το ιδρυτικό μανιφέστο της «εξελικτικής ψυχολογίας», το The Adapted Mind, σε επιμέλεια Barkow, Cosmides, και Tooby. Η νέα σχολή διαφοροποιούνταν σε σημαντικό βαθμό από την «κοινωνιοβιολογία» του Wilson και εξελικτικών ανθρωπολόγων όπως οι Napoleon Chagnon και William Irons. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι έδιναν έμφαση σε «κεντρικούς μηχανισμούς» και απέρριπταν την ιδέα ότι η αναπαραγωγική επιτυχία είναι το προφανές κίνητρο των ανθρώπινων υποθέσεων. Είδαν τη διάνοια σαν μια δέσμη συνδεδεμένων εργαλείων, σαν τμήματα ενός νευρωνικού κυκλώματος σχεδιασμένου για να επιλύει προβλήματα εντός του περιβάλλοντος της πλειστοκαίνου εποχής. Βασικό κίνητρο πίσω από αυτό το σχήμα ήταν η ύπαρξη μιας εναλλακτικής ιδέας απέναντι στο μοντέλο του «άγραφου πίνακα» που κυριαρχούσε στις τυπικές κοινωνικές επιστήμες (Pinker, The Blank Slate) . O άγραφο πίνακας είναι το συνειδησιακό ανάλογο του «πολιτισμικού κονστρουκτιβισμού», της ιδέας ότι όλο το περιεχόμενο της διάνοιας προέρχεται από την κουλτούρα – οι πεποιθήσεις, οι σκέψεις, τα αισθήματα, οι αξίες. Για να μπορέσουν να φέρουν εις πέρας αυτό το ιστορικό καθήκον, δηλαδή να αποκηρύξουν την ιδέα ότι η διάνοια καθεαυτή δεν έχει δομές που καθοδηγούν κι περιορίζουν την κατασκευή των νοημάτων, οι εξελικτικοί βιολόγοι απομάκρυναν τον εξελισσόμενο χαρακτήρα της ανθρώπινης διάνοιας από το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Διέγραψαν την «κυρίαρχη, γενική» διάνοια, δηλαδή μια ευέλικτη γενική διάνοια που έχει καλό σκοπό για τα πάντα. Αποκήρυξαν τη γενική διάνοια γιατί την είδαν ως άμεσα συνδεδεμένη με τη «γενική μάθηση» στην οποία οι τυπικές κοινωνικές επιστήμες είχαν καθηλώσει την ανθρώπινη ψυχολογία με τόσο φτωχά αποτελέσματα. Το κίνητρο τους ήταν κατανοητό αλλά τους έφερε σε μια άβολη θέση απέναντι στην πραγματικότητα αφού η ανθρώπινη διάνοια είναι μια ευέλικτη γενική διάνοια. Το να επιθυμείς κάτι θεωρητικώς είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από αυτό που πράγματι γίνεται. Αυτό το λάθος διορθώθηκε με βιβλία όπως αυτό του Kim Sterelny Τhought in a Hostile World και του David Geary The Origin of the Mind.

Καθώς ανάπτυσσαν το ασύμμετρο μοντέλο τους για την ανθρώπινη διάνοια, οι εξελικτικοί ψυχολόγοι προσχώρησαν στην άποψη ότι οι άνθρωποι έχουν μια σκέψη που αντιστοιχεί στην λίθινη εποχή. Ό,τι δεν ήταν μέσα στην καθημερινότητα ενός προγόνου που έζησε πριν ένα εκατομμύριο χρόνια δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως συνειδησιακό προσαρμοστικό λειτουργικό χαρακτηριστικό. Αλλά όπως υποδεικνύεται από μεγάλο όγκο στοιχείων, κάπου μεταξύ 100000 και 40000 χρόνων πριν, «κάτι συνέβη», όπως θα έλεγε κι ο Joseph Heller. Έλαβε χώρα ένας μετασχηματισμός του ανθρώπινου πολιτισμού, αυτό που οι ανθρωπολόγοι ονομάζουν «ανθρώπινη επανάσταση». Για πρώτη φορά στην ιστορία εμφανίστηκαν ιδιαίτερες μορφές του φαντασιακού πολιτισμού – τέχνες, διακόσμηση, τελετουργικές ταφές – και μαζί μ’ αυτές εμφανίστηκαν και περίπλοκα εργαλεία, το ράψιμο των ρούχων, μορφές εκτεταμένου εμπορίου. Όλα αυτά μαζί οδήγησαν και σε πιο περίπλοκες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Ο πρώτος που τα επισήμανε ήταν ο Steven Mithen κριτικάροντας την ορθόδοξη σχολή της εξελικτικής ψυχολογίας στο βιβλίο του The Prehistory of the Mind (1996). Πολλοί άλλοι έχουν εκφράσει την ίδια άποψη που φαίνεται να γίνεται η κυρίαρχη στο χώρο. Η ορθόδοξη σχολή της εξελικτικής ψυχολογίας είχε δίκιο σε πολλά από αυτά που μοιραζόταν με την ευρύτερη εξελικτική σκέψη αλλά αυτό που τη διαφοροποιούσε και την έκανε ξεχωριστό θεωρητικό ρεύμα απλά λάθος. Ο Nicholas Wade στο βιβλίο του Before the Dawn: Recovering the Lost History of Our Ancestors (2006) συγκεντρώνει τα πρόσφατα γενετικά, αρχαιολογικά, παλαιοντολογικά και γλωσσολογικά δεδομένα των μετασχηματισμών που έλαβαν χώρα τα τελευταία 100000 χρόνια.

Από την άποψη της ορθόδοξης εξελικτικής ψυχολογίας, αν οι τέχνες δεν εμφανίστηκαν παρά μόνο τα τελευταία 100000 χρόνια, τότε πρέπει να θεωρηθούν περιφερειακές και προσαρμοστικά δευτερεύουσας σημασίας, απλές παραφυάδες συνειδησιακών χαρακτηριστικών που εξελίχτηκαν για άλλους λόγους. Στο βιβλίο του How the Mind Works (1997), ο Steven Pinker αναγνώρισε και με τόλμη αναθεώρησε τις απόψεις του υποστηρίζοντας ότι οι τέχνες ήταν στην ουσία ισοδύναμες με τον αυνανισμό και τα ψυχαγωγικά ναρκωτικά. Πρόκειται για τεχνολογίες τις οποίες οι άνθρωποι, έξυπνοι διαβολάκοι καθώς είναι, εφηύραν για να ξεγελάσουν τα κέντρα ηδονής του εγκεφάλου τους. Οι εναλλακτικές υποθέσεις που έχουν υποστηριχτεί σε διάφορες μορφές από αρκετούς θεωρητικούς θεωρούν ότι οι τέχνες και οι άλλες μορφές του φαντασιακού (θρησκεία, φιλοσοφία) αναδύθηκαν σε συνδυασμό με τις μεγαλύτερες δυνάμεις της ανθρώπινης συνείδησης, όχι ως παραπροϊόντα τους αλλά σαν πλήρως λειτουργικά μέρη του ανθρώπινου εγκεφάλου. Συν-εξελίχτηκαν μαζί με τη δυνατότητά μας κοιτάμε πίσω στο παρελθόν και μπροστά στο μέλλον, επεκτείνοντας το πεδίο όρασής μας πέρα από την άμεση αίσθηση του παρόντος και περικλείοντας κοινωνικά και οικολογικά δίκτυα που είναι ορατά μόνο στη φαντασία

Όταν οι ανθρωπολόγοι μιλάνε για «κουλτούρα» δεν εννοούν μόνο την υψηλή κουλτούρα – τέχνες και φιλοσοφία. Η «κουλτούρα» περιλαμβάνει την τεχνολογία και την κοινωνική οργάνωση. Βλέποντας την κουλτούρα υπό αυτήν την ευρύτερη έννοια, συχνά αναφέρουν την αντοχή στη λακτόζη ως παράδειγμα της συνεξέλιξης γονιδίων-κουλτούρας (Richerson and Boyd, Not by Genes Alone). Μέσω της φυσικής επιλογής, οι άνθρωποι που ζούσαν σε ομάδες ανέπτυξαν ένζυμα που επέτρεπαν στους ενήλικους να χωνεύουν το γάλα. Η πολιτισμική πρακτική της διατήρησης κοπαδιών βοοειδών έδρασε ως δύναμη επιλογής που μετέβαλλε τη δεξαμενή γονιδίων συγκεκριμένων πληθυσμών και με τη σειρά της η αλλαγμένη δεξαμενή γονιδίων έδωσε ώθηση στην επέκταση της ποιμενικής οικονομίας. Μια παρόμοια λογική εφαρμόζει και στη φαντασιακή κουλτούρα. Η ανάπτυξη της δυνατότητας θέασης του κόσμου με φαντασιακό τρόπο πρέπει να είχε προσαρμοστική αξία για τους προγόνους μας. Ειδάλλως δεν θα είχαν αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο σε αυτό ή δεν θα είχαν αναπτύξει τόσα συνειδησιακά χαρακτηριστικά ρυθμισμένα ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Τα χαρακτηριστικά αυτά λειτουργούσαν σαν δύναμη επιλογής πάνω στον πληθυσμό, μεταβάλλοντας τη δεξαμενή των γονιδίων, ευνοώντας τα γονίδια εκείνα που διευκόλυναν την παραγωγή και κατανάλωση έργων της φαντασίας. Η γλώσσα είναι ένα απτό παράδειγμα αυτού του είδους επιλεκτικής πίεσης. Έως κάποια φάση μέσα στο προγονικό παρελθόν, οι άνθρωποι δεν είχαν τη δύναμη του λόγου. Μεταλλάξεις που ευνοούσαν τις στοιχειώδεις μορφές μιας «πρωτο-γλώσσας» (Derek Bickerton) θα πρέπει να έδιναν κάποιο πλεονέκτημα σε αυτούς που τη χρησιμοποιούσαν. Το πλεονέκτημα αυτό αύξανε την αντιπροσώπευση των γονιδίων αυτών μέσα στον πληθυσμό, αύξηση η οποία ενδυνάμωνε περαιτέρω το γλωσσικό χαρακτήρα του πολιτισμικού περιβάλλοντος, ενισχύοντας έτσι και το πλεονέκτημα των γονιδίων που προωθούσαν τη χρήση της γλώσσας.

O Δαρβίνος στην Καταγωγή του Ανθρώπου δέχεται ότι η εξέλιξη της γλώσσας ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην όλη εξέλιξη του ανθρώπινου μυαλού, αυτό που το έκανε να ξεχωρίσει από τα μυαλά των άλλων ζώων. Η γλώσσα είναι το κύριο μέσο της συμβολικής σκέψης. Αναπτύσσοντας την ικανότητα για συμβολική σκέψη, οι άνθρωποι μπόρεσαν να κατασκευάσουν εννοιακά μοντέλα της πραγματικότητας και να λειτουργήσουν με βάση αυτά τα μοντέλα παρά να βασιστούν αποκλειστικά στις παρορμήσεις των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Η κατασκευή αυτών των μοντέλων κατά τη διάρκεια της εξέλιξης και η λειτουργία με βάση αυτά ήταν ίσως το πιο σημαντικό επιλεκτικό χαρακτηριστικό, το χαρακτηριστικό που έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να πετύχει αυτό που ο κοινωνιοβιολόγος Richard Alexander ονομάζει «οικολογική κυριαρχία». Οι άνθρωποι κατέλαβαν όλες τις γεωγραφικές γωνιές, τουλάχιστον στην ξηρά, και σε κάθε τέτοια γωνιά, ήταν το αρπακτικό ζώο που κυριάρχησε.

Με το που έγινε αυτό, με το που επετεύχθη η οικολογική κυριαρχία, το επόμενο πιο σημαντικό επιλεκτικό χαρακτηριστικό ήταν οι ίδιοι οι άνθρωποι – τόσο αυτοί με τους οποίους κάνουμε ομάδες και συνεργαζόμαστε όσο κι αυτοί με τους οποίους ανταγωνιζόμαστε, οι εχθροί μας. Η συμβολική σκέψη, οδηγούμενη από τη συνεξέλιξη γονιδίων-κουλτούρας, έδωσε τη δυνατότητα στους ανθρώπους να σκεφτούν με όρους ομάδων μεγαλύτερων των 200 ατόμων που ήταν ο χαρακτηριστικός πληθυσμός της κοινωνικής οργάνωσης των χιμπατζήδων. Το επόμενο στάδιο ήταν να σκεφτούν με όρους «φυλής», δηλαδή ομάδων που είχαν κοινές παραδόσεις και πεποιθήσεις και γίνονταν εμφανείς στις διαφορές που υπήρχαν στο στυλ ντυσίματος και στη σωματική διάστιξη. O ανταγωνισμός μεταξύ των φυλών οδήγησε τελικά στη δημιουργία μεγαλύτερων φυλετικών ομαδώσεων, στη δημιουργία εθνών, θρησκευτικών αδελφοτήτων, πολιτισμών.

Επομένως, η σύντομη απάντηση στο ερώτημα «γιατί είναι σημαντικό το να κατανοήσουμε τη συνεξέλιξη γονιδίων-κουλτούρας», είναι ότι πρόκειται για την έννοια κλειδί στην κατανόηση όλων αυτών που έχουν συμβεί στην πορεία του ανθρώπου, από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως διαφορετικό από τους προπατορικούς πιθήκους που ήταν πρόγονοι τόσο των χιμπατζήδων όσο και των ανθρώπων.


(μτφρ. Crying wolf)

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (2)

Neuronarrative: Σ’ ένα πρόσφατο άρθρο σας λέτε ότι «η λογοτεχνία είναι μια πολύ πρόσφατη κατάκτηση μέσα στην ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης». Μπορείτε να μας πείτε πως το γνωρίζουμε αυτό;

JC: Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε οι γραπτές γλώσσες πρωτοεμφανίζονται στις πόλεις-κράτη της εγγύς ανατολής. Κανείς από τους γνωστούς πολιτισμούς κυνηγών-τροφοσυλλεκτών δεν είχε γραπτή γλώσσα όταν πρωτοήρθε σε επαφή με ευρωπαίους ή ασιάτες αν και όλοι είχαν προφορική γλώσσα. Η παιδική ηλικία μάς παρέχει, επίσης, κάποια στοιχεία. Όλα τα παιδιά που μεγαλώνουν κανονικά αποκτούν αυθόρμητα προφορική γλώσσα. Η γραφή και η ανάγνωση έρχονται αργότερα και συνήθως μέσω διδασκαλίας, μια διαδικασία που συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή. Αν δεν γίνει αυτό, τα παιδιά δεν αποκτούν την ικανότητα να διαβάζουν ακόμη κι αν η ευρύτερη κοινωνία στην οποία ζουν είναι εγγράμματη.

Neuronarrative: Λέτε επίσης ότι «η κουλτούρα – λογοτεχνία και οι άλλες τέχνες είναι σημαντικά λειτουργικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης εξέλιξης». Πολλοί θα υποστήριζαν ότι η άποψη αυτή είναι ιδιαίτερα αναγωγιστική – ότι η τέχνη είναι πολύ πλούσια και περίπλοκη για να ταξινομηθεί κατά αυτόν τον τρόπο. Πως απαντάτε σ’ αυτό το επιχείρημα;

JC: Η ταυτοποίηση προσαρμοστικών λειτουργικοτήτων στην τέχνη δε συνεπάγεται και υποτίμηση του πλούτου και της περιπλοκότητας της. Κατά τη γνώμη μου, η προσαρμοστική λειτουργικότητα της τέχνης έχει να κάνει με το ότι προσφέρει ένα φαντασιακό σύμπαν μέσα στο οποίο αναγνωρίζουμε, συναισθηματικά και εννοιολογικά, τα σημαντικά χαρακτηριστικά της εμπειρίας μας. Η τέχνη μας προσφέρει την ικανοποίηση της κατανόησης – όχι την αφηρημένη, απόμακρη κατανόηση που παρέχει η επιστήμη αλλά μια κατανόηση που είναι ευαίσθητη και υποκειμενικά προσδιορισμένη. Μας κάνει να αισθανόμαστε το βάρος και την αξία των πραγμάτων. Μας δίνει την αίσθηση των πραγμάτων, όχι μόνο με το να προσλαμβάνει τις ιδιότητες της «αισθαντικής ζωής» αλλά και με το να τις ανασυνθέτει, να τις συμπυκνώνει και να τις αναδιευθετεί έτσι, ώστε να φέρει στην επιφάνεια τα ουσιαστικότερα χαρακτηριστικά τους.

Στην ουσία ζούμε μέσα σε τέτοιες φαντασιακές δομές, με όλες τις αισθαντικές και συναισθηματικές τους ιδιότητες αλλά, ταυτόχρονα, ζούμε και εκτός τους, και τις παρατηρούμε. Αυτή η διπλή προοπτική μιας φαντασιακής δομής, η θέαση από μέσα και η θέαση από έξω, είναι μια ιδιαίτερη ιδιότητα του «αισθητικού». Ξεκάθαρα αισθητικές, οι φαντασιακές μορφές ευχαρίστησης είναι τόσο ευδιάκριτες όσο είναι και η ευχαρίστηση που παίρνουμε από την ικανοποίηση της πείνας, του σεξουαλικού πόθου ή από τις συναντήσεις με φίλους. Το ρητό του Οράτιου «χρήσιμος και ευχάριστος» προσιδιάζει στο είδος της πλήρωσης που μας παρέχει η τέχνη. Μπορεί, φυσικά, κάποιος πολύ εύκολα να ερμηνεύσει το «χρήσιμος» ως διδακτισμό: «το δίδαγμα της ιστορίας είναι να είσαι..». Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν μειωτικό και βαρετό. Αλλά ακόμη κι αυτό έχει κάποια ίχνη αλήθειας. Ποιος βαριέται τον Αίσωπο; Το να παίρνουμε μαθήματα σαν κι αυτά που μας διδάσκει ο Αίσωπος είναι στην ουσία μέρος της συνολικής υποκειμενικής μας εμπειρίας και, κατά συνέπεια, μέρος αυτού που κάνει η τέχνη.

Αλλά τι κάνει η τέχνη; Παρακολουθεί τον κόσμο και την εμπειρία μας μέσα στον κόσμο. Φτιάχνει φανταστικούς κόσμους. Όλα αυτά έχουν προσαρμοστική λειτουργικότητα. Μας βοηθάνε να οργανώνουμε τις εμπειρίες μας και να προσανατολιζόμαστε μέσα σε ένα κόσμο όπου όλα είναι δυνατά. Η γενική λειτουργία της τέχνης είναι να κατασκευάζει μια φανταστική αίσθηση του κόσμου. Όπως το βλέπω εγώ, το στοίχημα για μια εξελικτική κατανόηση της τέχνης είναι να κάνει αυτή την πρόταση πιο χρήσιμη, βρίσκοντας δεσμούς μεταξύ συγκεκριμένων έργων τέχνης και συγκεκριμένων ψυχολογικών και κοινωνικών λειτουργιών.

Για παράδειγμα, διάφοροι θεωρητικοί, συζητώντας την προσαρμοστική λειτουργικότητα της τέχνης έχουν δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην «κοινωνική συνεκτικότητα» ως μια από τις βασικές της λειτουργίες. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που μας δείχνουν ότι η κοινωνική συνεκτικότητα λειτουργεί. Σε όλο τον κόσμο, η τέχνη είναι αναπόσπαστο τμήμα των κοινωνικών και θρησκευτικών τελετουργιών. Όλες οι ιεροτελεστίες έχουν στοιχεία μουσικής και θεάματος (γάμοι, κηδείες, κλπ). Φυσικά υπάρχουν και έργα τέχνης, ειδικά στη σύγχρονη εποχή, που φαίνεται πως είναι σχεδιασμένα για να υπονομεύσουν και να διαρρήξουν τους συνήθεις τρόπους σκέψης και τις παραδοσιακές αξίες. Πρέπει κάποιος να κοιτάξει συγκεκριμένες περιπτώσεις και να διακρίνει το τι ακριβώς είναι αυτό που διακυβεύεται, τι είδους «ψυχολογικό έργο» λαμβάνει χώρα.

Θα δώσω μερικά παραδείγματα. Τα τελευταία πέντε χρόνια δούλευα πάνω σε ένα πρόγραμμα μαζί με άλλους τρεις ερευνητές: έναν φιλόλογο (Jon Gottschall) και δυο ψυχολόγους (John Johnson και Dan Kruger). Κάναμε ένα on-line ερωτηματολόγιο με μια λίστα από 2000 χαρακτήρες βικτωριανών μυθιστορημάτων και ρωτούσαμε τους συμμετέχοντες να αξιολογήσουν τους χαρακτήρες με βάσει τα κίνητρα τους και τη προσωπικότητά τους. Χωρίσαμε τους χαρακτήρες σε πρωταγωνιστές, σε ανταγωνιστές ή δευτερεύοντες. Και βαθμολογήσαμε τη συναισθηματική στάση των συμμετεχόντων απέναντι στους χαρακτήρες. Βρήκαμε ότι οι ανταγωνιστές είχαν ως χαρακτηριστικό τους, σχεδόν αποκλειστικά, την κυριαρχική συμπεριφορά – αναζήτηση πλούτου, εξουσίας και κύρους. Δεν είχαν κανένα στοιχείο συνεργατικότητας.

Οι πρωταγωνιστές, αντίθετα, είναι υπέρ της κοινότητας, φροντίζουν τους συγγενείς τους, κάνουν φίλους, και δουλεύουν σε συνεργασία με τους άλλους. Υποστηρίζουμε ότι αυτό το μοτίβο είναι σε τέλεια παραλληλία με την κοινωνική δυναμική των πολιτισμών των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών όπως σκιαγραφείται από τον Christopher Boehm στο Hierarchy in the Forest: The Evolution of Egalitarian Behavior. Ο άνθρωπος – άτομο λατρεύει τη δική του κυριαρχία και μισεί την κυριαρχία των άλλων. Οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες συμβιβάζονται μέσω της συνεργατικής δουλειάς και εμποδίζουν την κυριαρχία του ατόμου. Κανείς δεν έχει την κυριαρχία που θέλει αλλά και κανείς δεν υπόκειται στην κυριαρχία κάποιου άλλου. H ανταγωνιστική δομή του βικτωριανού μυθιστορήματος, κατά μέσο όρο, αποδοκιμάζει την κυριαρχική συμπεριφορά και προωθεί τη συνεργατιστική. Στην ουσία τα μυθιστορήματα παρέχουν ένα μέσο δια του οποίου οι αναγνώστες συμμετέχουν σε μια συλλογική κουλτούρα του ήθους που προωθεί τη συνεργατιστική συμπεριφορά. Αυτό το κοινοτιστικό, εξισωτικό ήθος, είναι μέρος της εξελισσόμενης δομής του ανθρώπινου συστήματος κινήτρων. Τα μυθιστορήματα παρέχουν ένα μέσο δια του οποίου αυτό το ήθος ενεργοποιείται σε μεγάλη πολιτισμική κλίμακα. Με την έννοια αυτή τα μυθιστορήματα εκπληρώνουν μια προσαρμοστική κοινωνική λειτουργία – τουλάχιστον μια. Μπορεί να εκπληρώνουν κι άλλες και μπορεί να εκπληρώνουν και ψυχολογικές λειτουργίες που δεν θα μπορούσαν να αποκληθούν κοινωνικές.
Μαζί με αυτή την λίστα των χαρακτήρων από πολλά μυθιστορήματα φτιάξαμε και μια ιστοσελίδα αφιερωμένη εξ ολοκλήρου σε ένα μόνο μυθιστόρημα Τόμας Χάρντυ The Mayor of Caster Bridge. Ζητήσαμε απαντήσεις και από ειδικούς πάνω στον Χάρντυ. Στο μυθιστόρημα αυτό απομονώσαμε πρότυπα της «ανταγωνιστικής» δομής που είναι τελείως διαφορετικά από αυτά άλλων μυθιστορημάτων. Ο πρωταγωνιστής Michael Henchard έχει ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά, ο πιο τυπικός πρωταγωνιστικός χαρακτήρας, η Elizabeth-Jane, είναι ελάσσων χαρακτήρας. Οι συναισθηματικές αποκρίσεις των αναγνωστών καταγράφουν πολύ υψηλά επίπεδα αδιαφορίας απέναντι σε όλους τους χαρακτήρες. Έτσι, το μυθιστόρημα αυτό δεν υπόκειται στην εξελικτική εξήγηση όπως άλλα μυθιστορήματα. Δεν παράγει το ίδιο είδος ψυχολογικού έργου. Κατά τη γνώμη μας, αυτό που κάνει είναι να υιοθετεί μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στον κόσμο, μια στάση στοχαστική, στωική.

Με την ευρύτερη έννοια, κατά τη γνώμη μου, αυτό κάνουν όλα τα μυθιστορήματα. Εκφράζουν μια άποψη, ένα συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης του κόσμου που αντανακλά τις ιδιαίτερες ανάγκες του καλλιτέχνη, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο καλλιτέχνης οργανώνει τις ιδέες του, τις σκέψεις του, τα αισθήματά του. Όταν διαβάζουμε μυθιστορήματα, συμμετέχουμε εμμέσως στην άποψη του συγγραφέα – στο συνολικό του όραμα για τον κόσμο. Μ΄αυτόν τον τρόπο μαθαίνουμε, όχι μόνο αυτό που περιγράφεται, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας βλέπει τα πράγματα. Αυτό το είδος γνώσης είναι καλό από μόνο του, ως κοινωνική πληροφορία, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πιο πρακτικά: ως απόκτηση δυνητικών στρατηγικών για την αντιμετώπιση προκλήσεων της δικής μας ζωής.

(συνεχίζεται)
(μτφρ. Crying wolf)

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (1)

Η επίδραση της θεωρίας του Δαρβίνου (θεωρία της εξέλιξης) στην ανθρώπινη σκέψη είναι τεράστια και πασίγνωστη. Ως προς το μέγεθός της η επίδραση αυτή μπορεί να συγκριθεί με αυτή της νευτώνειας μηχανικής (17ος αιώνας), της θερμοδυναμικής (τέλη 19ου-αρχές 20ου αιώνα), της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής (αρχές-μέσα 20ου αιώνα), της θεωρίας των στοιχειωδών σωματιδίων και της κοσμολογίας (τέλη 20 αιώνα).
Σήμερα μια σειρά από επιστημονικούς κλάδους φέρει τον επιθετικό προσδιορισμό εξελικτικός/η/ο (π.χ., ανθρωπολογία, βιοπληροφορική, βιολογία, υπολογιστική, οικολογία, ψυχολογία, βιοχημεία, φυσιολογία, κοινωνιολογία, οικονομικά, κλπ). Μια πιο απαξιωτική έκφραση των παραπάνω είναι η αντικατατάσταση του επιθετικού προσδιορισμού εξελικτικός με τον επιθετικό προσδιορισμό που παράγεται από το ουσιαστικό του κάθε κλάδου και το επίθημα –ισμός στο όνομα του Δαρβίνου, π.χ., οικολογικός δαρβινισμός, οικονομικός δαρβινισμός. Και είναι πιο απαξιωτική αυτή η έκφραση γιατί απηχεί ιδεολογία και όχι επιστήμη.

Όχι και τόσο τελευταίο, φυσικά, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το ιδρυτικό μανιφέστο του κλάδου μετράει 20 χρονάκια (πάντως οι ιστορίες και εισαγωγές της θεωρία της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής κριτικής που έχω υπόψη μου δεν κάνουν λόγο σχετικά). Πρόκειται για το  “Evolution and Literary Theory” του γκουρού του είδους Joseph Carroll (JC), το οποίο μαζί με τα μεταγενέστερα “Literary Darwinism: Evolution, Human Nature, and Literature”και “The Literary Animal: Evolution and the Nature of Narrative (Rethinking Theory)”, δίνει τον τόνο αυτού του κριτικού  ρεύματος.
Όπως λέει ο ίδιος, η ιδέα του ήρθε στο μυαλό στη δεκαετία του 1980 όταν μπουχτισμένος από τις μετα-στρουκτουραλιστικές μπούρδες που είχαν κατακλύσει τις αγγλικές σπουδές, έψαχνε για κάτι αρκούντως γενικό που θα μπορούσε να δώσει ένα καινούργιο πλαίσιο μελέτης της λογοτεχνίας.
Σε πρώτη φάση, ας ακούσουμε τον ίδιο τον JC (μεταφράζω τη συνέτευξή του στο Neuronarrative  “What is Literary Darwinism?”

 Neuronarrative: Σας έχουν αποκαλέσει «ιδρυτή του Λογοτεχνικού Δαρβινισμού». Τί είναι ο Λογοτεχνικός Δαρβινισμός;

JC: Ο Λογοτεχνικοί Δαρβινιστές συνδυάζουν λογοτεχνικές έννοιες με τη σύγχρονη εξελικτική κατανόηση των αναπτυγμένων και προσαρμοσμένων χαρακτηριστικών της ανθρώπινης φύσης. Δε στοχεύουν στο να αποτελέσουν άλλη μια «σχολή» ή κίνημα της θεωρίας της λογοτεχνίας. Στοχεύουν στο θεμελιακό μετασχηματισμό του γενικότερου πλαισίου των λογοτεχνικών σπουδών. Πιστεύουν ότι όλη η γνώση για την ανθρώπινη συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένων και των προϊόντων της φαντασίας, μπορεί και πρέπει να υπαχθεί στην εξελικτική προοπτική.
 
Neuronarrative: Στη διάρκεια των χρόνων, οι Δαρβινιστές έχουν δεχθεί κριτική για υπέρ το δέον εφαρμογή των εξελικτικών ερμηνειών σε κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα. Προς τι διαφοροποιείται η δική σας προσπάθεια από αυτές του παρελθόντος;

JC: Κατά την άποψή μου, οι προηγούμενες εξελικτικές εργασίες διαφόρων επιστημών του ανθρώπου δεν είχαν λάθος όταν προσπαθούσαν να εισάγουν τις εξελικτικές ερμηνείες στα πεδία της κοινωνίας και του πολιτισμού. Αν απέτυχαν, αυτό οφείλεται στο ότι ο συνδυασμός κοινωνικών και πολιτισμικών ερμηνευτικών επιπέδων με τα αντίστοιχα εξελικτικά δεν ήταν επαρκής. Στην ουσία, όλοι οι εξελικτιστές στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες διατυπώνουν «βιο-πολιτισμικές» ιδέες. Δηλαδή, αναγνωρίζουν ότι οι άνθρωποι είναι πολιτισμικά ζώα. Για τους «πολιτισμικούς κονστρουκτιβιστές» που ακόμη κυριαρχούν στις ανθρωπιστικές επιστήμες, η κουλτούρα λειτουργεί αυτόνομα, παράγοντας όλη τη σκέψη και τα συναισθήματα, όλη την αίσθηση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, χωρίς να υπόκειται σε βιολογικούς περιορισμούς πέρα από πολύ γενικούς όπως π.χ. η πείνα (αν και για πολλούς πολιτισμικούς κονστρουκτιβιστές ακόμη και η πείνα, όπως η σεξουαλικότητα, είναι κατασκευή).

Οι εξελικτιστές ταυτοποιούν μια μεγάλη ομάδα έμφυτων, γενετικώς μεταβιβαζόμενων περιορισμών που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το ρόλο των φύλων, τις οικογενειακές σχέσεις, τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και τις μορφές της γνώσης. Αναγνωρίζουν επίσης ότι κανείς από αυτούς τους περιορισμούς δε διαμορφώνεται μέσα σε πολιτισμικό κενό. Η προδιάθεση για μεταβίβαση πληροφοριών με μη γενετικούς τρόπους υπάρχει σε διάφορα είδη – στα πρωτεύοντα, στα κητοειδή, και στα κορακοειδή – αλλά μόνο οι άνθρωποι παράγουν συμβολικές δομές που κωδικοποιύν ηθικούς κανόνες, αναπαραριστάνουν τον κόσμο και την ανθρώπινη εμπειρία και προκαλούν υποκειμενικές εντυπώσεις. Μόνο οι άνθρωποι διαμορφώνουν την εμπειρία τους εντός κοινών συμβολικών συστημάτων. Όλες οι διαφοροποιήσεις κοινωνικής και υλικής οργάνωσης είναι αποκλίνοντες τρόποι οργάνωσης της γενικής προδιάθεσης της ανθρώπινη φύσης και κάθε εξειδικευμένη οργάνωση εκδηλώνει τον εαυτό της μέσω διακριτών καλλιτεχνικών, θρησκευτικών και φιλοσοφικών παραδόσεων.

Θα μπορούσε κανείς να υπερεφαρμόσει την εξελικτική ερμηνεία σε οποιαδήποτε κουλτούρα, με μια απλή αναγωγή σε ένα σύνολο ανθρώπινων καθολικοτήτων. Αυτό, ως ανάλυση, θα ήταν αποτυχία: κατά τον ίδιο τρόπο που η εμφάνιση μιας εικόνας στην οθόνη του υπολογιστή δεν είναι καλή λόγω κακής ανάλυσης (resolution). Τέτοια λάθη μπορεί και πρέπει να διορθωθούν. Η φόρμουλα είναι σχετικά απλή: κάθε επιμέρους κουλτούρα αποτελείται από μια ιδιαίτερη οργάνωση γενετικώς μεταβιβαζόμενων προδιαθέσεων τις οποίες μοιράζονται όλα τα μέλη του ανθρώπινου είδους. Δουλειά των βιοπολιτισμικών κριτικών είναι να περιγράψουν με λεπτομέρειες αυτήν την ιδιαίτερη οργάνωση των ανθρώπινων καθολικοτήτων που κάνουν μια συγκεκριμένη κουλτούρα να ξεχωρίζει από τις άλλες. Επίσης, πρέπει, στο βαθμό του δυνατού, να εξηγήσουν το πώς προέκυψε αυτή η οργάνωση – να ταυτοποιήσουν την πηγή της σε συγκεκριμένες οικολογικές και κοινωνικές συνθήκες και στη δοσμένη «φαντασιακή» κουλτούρα, δηλαδή στη θρησκευτική, φιλοσοφική και καλλιτεχνική παράδοση. Κι ακόμη, ειδικά οι ουμανιστές, πρέπει να ερμηνεύσουν τον αισθητικό και συναισθηματικό χαρακτήρα μιας συγκεκριμένης πολιτισμικής οργάνωσης. Οι πολιτισμικοί κριτικοί χρειάζεται να γνωρίζουν τί είναι οι καθολικές μορφές της φαντασίας, πως ποικίλουν από κουλτούρα σε κουλτούρα, πως αυτές οι ποικιλίες περιορίζουν το φαντασιακό δυναμικό ενός συγγραφέα και πως ένα έργο παράγει από μόνο του ειδικά φαντασιακά αποτελέσματα.

Δεν είναι δυνατό να υπερεφαρμόσει κανείς την εξελικτική ερμηνεία σε κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα, αν και είναι δυνατό να το κάνει με κακό ή ατελή τρόπο. Δηλαδή, χωρίς να συνδυάσει επαρκή αριθμό αναλυτικών δεδομένων για την εξελικτική άποψη της ανθρώπινης φύσης και χωρίς να λάβει επαρκώς υπόψη του τους τρόπους με τους οποίους τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης αλληλεπιδρούν με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτισμικών συνθηκών. Πολλοί θεωρητικοί του πολιτισμού υπο-εφαρμόζουν τις εξελικτικές εξηγήσεις. Αγνοούν ή και αρνούνται ρητά την ιδέα ότι γενετικά μεταβιβαζόμενες προδιαθέσεις περι-ορίζουν την οργάνωση κάθε κουλτούρας και μάλιστα κατά τρόπο θεμελιώδη. Ορίζουν την «κουλτούρα», κατά ένα κυκλικό τρόπο, ως την μοναδική αιτία των πολιτισμικών φαινομένων, ή προσποιούνται ότι αποδέχονται την «βιοπολιτισμική» ιδέα, ενώ σιωπηρά υποβιβάζουν το βιολογικό μέρος της αλληλεπίδρασης στο επίπεδο μιας αμελητέας φυσικής διάστασης, εντελώς ξεκομμένης από τη σκέψη, το συναίσθημα, το κίνητρο και τη συμπεριφορά. Αυτού του τύπου οι υποεφαρμογές κυριαρχούσαν στη μέινστριμ πολιτισμική θεωρία στα πρώτα τρία τέταρτα του 20ου αιώνα. Και κυριαρχούν ακόμη στις λογοτεχνικές σπουδές. Όταν οι κριτικοί της βιοπολιτισμικής προσέγγισης κατηγορούν τους εξελικτικιστές για «αναγωγιστικές» απόψεις πάνω στις των ανθρώπινες υποθέσεις, αυτό που στην ουσία εννοούν είναι ότι θελουν να συνεχίσουν να έχουν μια καθαρά πολιτισμική, «κονστρουκτιβιστική» προσέγγιση αυτών των υποθέσεων, αφήνοντας εξ ολοκλήρου απ’ έξω τη βιολογική διάσταση ή υποβιβάζοντάς την σε ένα αμελητέο ελάχιστο.

(συνεχίζεται)
(μτφρ. Crying wolf)