Neuronarrative: Γνωρίζω ότι έχετε εργαστεί πολύ πάνω στην κατανόηση της συνεξέλιξης γονιδίων και πολιτισμού. Πείτε μας πώς λειτουργεί αυτή η αλληλεπίδραση και γιατί είναι σημαντικό να την κατανοήσουμε.
JC: Ο E. O. Wilson πρωτομίλησε για αυτό το θέμα - όπως και για πολλά άλλα – στο βιβλίο του Για την ανθρώπινη φύση (1978) και στο βιβλίο που έγραψε μαζί με τον Charles Lumsden Genes, Mind, and Culture: The Coevolutionary Process (1981). Ο Wilson είδε καθαρά ότι ενώ η ανθρώπινη φύση καθοδηγείται από τη βιολογία βρίσκεται πάντα σε στενή σχέση με τον πολιτισμό. Μαζί με τον Lumsden προσπάθησαν να κατανοήσουν τα μαθηματικά της συνεξέλιξης γονιδίων-πολιτισμού και η αποδοχή της προσπάθειάς τους ήταν μεικτή. Η μαθηματική μοντελοποίηση έχει κερδίσει σημαντικό έδαφος τα τελευταία χρόνια αλλά παραμένει πολύ αφηρημένη και ελάχιστα συνδεμένη με ιδιαίτερες, εξατομικευμένες κουλτούρες. Εν τω μεταξύ, η εκτενέστερη θεωρητική κατανόηση του πολιτισμού αναπτύχθηκε σχεδόν ανεξάρτητα από τη μαθηματική μοντελοποίηση. Θα χρησιμοποιήσω λίγο από το χρόνο σας για να προσπαθήσω να εξηγήσω αυτήν την άποψη.
Το 1992 κυκλοφόρησε το ιδρυτικό μανιφέστο της «εξελικτικής ψυχολογίας», το The Adapted Mind, σε επιμέλεια Barkow, Cosmides, και Tooby. Η νέα σχολή διαφοροποιούνταν σε σημαντικό βαθμό από την «κοινωνιοβιολογία» του Wilson και εξελικτικών ανθρωπολόγων όπως οι Napoleon Chagnon και William Irons. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι έδιναν έμφαση σε «κεντρικούς μηχανισμούς» και απέρριπταν την ιδέα ότι η αναπαραγωγική επιτυχία είναι το προφανές κίνητρο των ανθρώπινων υποθέσεων. Είδαν τη διάνοια σαν μια δέσμη συνδεδεμένων εργαλείων, σαν τμήματα ενός νευρωνικού κυκλώματος σχεδιασμένου για να επιλύει προβλήματα εντός του περιβάλλοντος της πλειστοκαίνου εποχής. Βασικό κίνητρο πίσω από αυτό το σχήμα ήταν η ύπαρξη μιας εναλλακτικής ιδέας απέναντι στο μοντέλο του «άγραφου πίνακα» που κυριαρχούσε στις τυπικές κοινωνικές επιστήμες (Pinker, The Blank Slate) . O άγραφο πίνακας είναι το συνειδησιακό ανάλογο του «πολιτισμικού κονστρουκτιβισμού», της ιδέας ότι όλο το περιεχόμενο της διάνοιας προέρχεται από την κουλτούρα – οι πεποιθήσεις, οι σκέψεις, τα αισθήματα, οι αξίες. Για να μπορέσουν να φέρουν εις πέρας αυτό το ιστορικό καθήκον, δηλαδή να αποκηρύξουν την ιδέα ότι η διάνοια καθεαυτή δεν έχει δομές που καθοδηγούν κι περιορίζουν την κατασκευή των νοημάτων, οι εξελικτικοί βιολόγοι απομάκρυναν τον εξελισσόμενο χαρακτήρα της ανθρώπινης διάνοιας από το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Διέγραψαν την «κυρίαρχη, γενική» διάνοια, δηλαδή μια ευέλικτη γενική διάνοια που έχει καλό σκοπό για τα πάντα. Αποκήρυξαν τη γενική διάνοια γιατί την είδαν ως άμεσα συνδεδεμένη με τη «γενική μάθηση» στην οποία οι τυπικές κοινωνικές επιστήμες είχαν καθηλώσει την ανθρώπινη ψυχολογία με τόσο φτωχά αποτελέσματα. Το κίνητρο τους ήταν κατανοητό αλλά τους έφερε σε μια άβολη θέση απέναντι στην πραγματικότητα αφού η ανθρώπινη διάνοια είναι μια ευέλικτη γενική διάνοια. Το να επιθυμείς κάτι θεωρητικώς είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από αυτό που πράγματι γίνεται. Αυτό το λάθος διορθώθηκε με βιβλία όπως αυτό του Kim Sterelny Τhought in a Hostile World και του David Geary The Origin of the Mind.
Καθώς ανάπτυσσαν το ασύμμετρο μοντέλο τους για την ανθρώπινη διάνοια, οι εξελικτικοί ψυχολόγοι προσχώρησαν στην άποψη ότι οι άνθρωποι έχουν μια σκέψη που αντιστοιχεί στην λίθινη εποχή. Ό,τι δεν ήταν μέσα στην καθημερινότητα ενός προγόνου που έζησε πριν ένα εκατομμύριο χρόνια δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως συνειδησιακό προσαρμοστικό λειτουργικό χαρακτηριστικό. Αλλά όπως υποδεικνύεται από μεγάλο όγκο στοιχείων, κάπου μεταξύ 100000 και 40000 χρόνων πριν, «κάτι συνέβη», όπως θα έλεγε κι ο Joseph Heller. Έλαβε χώρα ένας μετασχηματισμός του ανθρώπινου πολιτισμού, αυτό που οι ανθρωπολόγοι ονομάζουν «ανθρώπινη επανάσταση». Για πρώτη φορά στην ιστορία εμφανίστηκαν ιδιαίτερες μορφές του φαντασιακού πολιτισμού – τέχνες, διακόσμηση, τελετουργικές ταφές – και μαζί μ’ αυτές εμφανίστηκαν και περίπλοκα εργαλεία, το ράψιμο των ρούχων, μορφές εκτεταμένου εμπορίου. Όλα αυτά μαζί οδήγησαν και σε πιο περίπλοκες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Ο πρώτος που τα επισήμανε ήταν ο Steven Mithen κριτικάροντας την ορθόδοξη σχολή της εξελικτικής ψυχολογίας στο βιβλίο του The Prehistory of the Mind (1996). Πολλοί άλλοι έχουν εκφράσει την ίδια άποψη που φαίνεται να γίνεται η κυρίαρχη στο χώρο. Η ορθόδοξη σχολή της εξελικτικής ψυχολογίας είχε δίκιο σε πολλά από αυτά που μοιραζόταν με την ευρύτερη εξελικτική σκέψη αλλά αυτό που τη διαφοροποιούσε και την έκανε ξεχωριστό θεωρητικό ρεύμα απλά λάθος. Ο Nicholas Wade στο βιβλίο του Before the Dawn: Recovering the Lost History of Our Ancestors (2006) συγκεντρώνει τα πρόσφατα γενετικά, αρχαιολογικά, παλαιοντολογικά και γλωσσολογικά δεδομένα των μετασχηματισμών που έλαβαν χώρα τα τελευταία 100000 χρόνια.
Από την άποψη της ορθόδοξης εξελικτικής ψυχολογίας, αν οι τέχνες δεν εμφανίστηκαν παρά μόνο τα τελευταία 100000 χρόνια, τότε πρέπει να θεωρηθούν περιφερειακές και προσαρμοστικά δευτερεύουσας σημασίας, απλές παραφυάδες συνειδησιακών χαρακτηριστικών που εξελίχτηκαν για άλλους λόγους. Στο βιβλίο του How the Mind Works (1997), ο Steven Pinker αναγνώρισε και με τόλμη αναθεώρησε τις απόψεις του υποστηρίζοντας ότι οι τέχνες ήταν στην ουσία ισοδύναμες με τον αυνανισμό και τα ψυχαγωγικά ναρκωτικά. Πρόκειται για τεχνολογίες τις οποίες οι άνθρωποι, έξυπνοι διαβολάκοι καθώς είναι, εφηύραν για να ξεγελάσουν τα κέντρα ηδονής του εγκεφάλου τους. Οι εναλλακτικές υποθέσεις που έχουν υποστηριχτεί σε διάφορες μορφές από αρκετούς θεωρητικούς θεωρούν ότι οι τέχνες και οι άλλες μορφές του φαντασιακού (θρησκεία, φιλοσοφία) αναδύθηκαν σε συνδυασμό με τις μεγαλύτερες δυνάμεις της ανθρώπινης συνείδησης, όχι ως παραπροϊόντα τους αλλά σαν πλήρως λειτουργικά μέρη του ανθρώπινου εγκεφάλου. Συν-εξελίχτηκαν μαζί με τη δυνατότητά μας κοιτάμε πίσω στο παρελθόν και μπροστά στο μέλλον, επεκτείνοντας το πεδίο όρασής μας πέρα από την άμεση αίσθηση του παρόντος και περικλείοντας κοινωνικά και οικολογικά δίκτυα που είναι ορατά μόνο στη φαντασία
Όταν οι ανθρωπολόγοι μιλάνε για «κουλτούρα» δεν εννοούν μόνο την υψηλή κουλτούρα – τέχνες και φιλοσοφία. Η «κουλτούρα» περιλαμβάνει την τεχνολογία και την κοινωνική οργάνωση. Βλέποντας την κουλτούρα υπό αυτήν την ευρύτερη έννοια, συχνά αναφέρουν την αντοχή στη λακτόζη ως παράδειγμα της συνεξέλιξης γονιδίων-κουλτούρας (Richerson and Boyd, Not by Genes Alone). Μέσω της φυσικής επιλογής, οι άνθρωποι που ζούσαν σε ομάδες ανέπτυξαν ένζυμα που επέτρεπαν στους ενήλικους να χωνεύουν το γάλα. Η πολιτισμική πρακτική της διατήρησης κοπαδιών βοοειδών έδρασε ως δύναμη επιλογής που μετέβαλλε τη δεξαμενή γονιδίων συγκεκριμένων πληθυσμών και με τη σειρά της η αλλαγμένη δεξαμενή γονιδίων έδωσε ώθηση στην επέκταση της ποιμενικής οικονομίας. Μια παρόμοια λογική εφαρμόζει και στη φαντασιακή κουλτούρα. Η ανάπτυξη της δυνατότητας θέασης του κόσμου με φαντασιακό τρόπο πρέπει να είχε προσαρμοστική αξία για τους προγόνους μας. Ειδάλλως δεν θα είχαν αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο σε αυτό ή δεν θα είχαν αναπτύξει τόσα συνειδησιακά χαρακτηριστικά ρυθμισμένα ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Τα χαρακτηριστικά αυτά λειτουργούσαν σαν δύναμη επιλογής πάνω στον πληθυσμό, μεταβάλλοντας τη δεξαμενή των γονιδίων, ευνοώντας τα γονίδια εκείνα που διευκόλυναν την παραγωγή και κατανάλωση έργων της φαντασίας. Η γλώσσα είναι ένα απτό παράδειγμα αυτού του είδους επιλεκτικής πίεσης. Έως κάποια φάση μέσα στο προγονικό παρελθόν, οι άνθρωποι δεν είχαν τη δύναμη του λόγου. Μεταλλάξεις που ευνοούσαν τις στοιχειώδεις μορφές μιας «πρωτο-γλώσσας» (Derek Bickerton) θα πρέπει να έδιναν κάποιο πλεονέκτημα σε αυτούς που τη χρησιμοποιούσαν. Το πλεονέκτημα αυτό αύξανε την αντιπροσώπευση των γονιδίων αυτών μέσα στον πληθυσμό, αύξηση η οποία ενδυνάμωνε περαιτέρω το γλωσσικό χαρακτήρα του πολιτισμικού περιβάλλοντος, ενισχύοντας έτσι και το πλεονέκτημα των γονιδίων που προωθούσαν τη χρήση της γλώσσας.
O Δαρβίνος στην Καταγωγή του Ανθρώπου δέχεται ότι η εξέλιξη της γλώσσας ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην όλη εξέλιξη του ανθρώπινου μυαλού, αυτό που το έκανε να ξεχωρίσει από τα μυαλά των άλλων ζώων. Η γλώσσα είναι το κύριο μέσο της συμβολικής σκέψης. Αναπτύσσοντας την ικανότητα για συμβολική σκέψη, οι άνθρωποι μπόρεσαν να κατασκευάσουν εννοιακά μοντέλα της πραγματικότητας και να λειτουργήσουν με βάση αυτά τα μοντέλα παρά να βασιστούν αποκλειστικά στις παρορμήσεις των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Η κατασκευή αυτών των μοντέλων κατά τη διάρκεια της εξέλιξης και η λειτουργία με βάση αυτά ήταν ίσως το πιο σημαντικό επιλεκτικό χαρακτηριστικό, το χαρακτηριστικό που έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να πετύχει αυτό που ο κοινωνιοβιολόγος Richard Alexander ονομάζει «οικολογική κυριαρχία». Οι άνθρωποι κατέλαβαν όλες τις γεωγραφικές γωνιές, τουλάχιστον στην ξηρά, και σε κάθε τέτοια γωνιά, ήταν το αρπακτικό ζώο που κυριάρχησε.
Με το που έγινε αυτό, με το που επετεύχθη η οικολογική κυριαρχία, το επόμενο πιο σημαντικό επιλεκτικό χαρακτηριστικό ήταν οι ίδιοι οι άνθρωποι – τόσο αυτοί με τους οποίους κάνουμε ομάδες και συνεργαζόμαστε όσο κι αυτοί με τους οποίους ανταγωνιζόμαστε, οι εχθροί μας. Η συμβολική σκέψη, οδηγούμενη από τη συνεξέλιξη γονιδίων-κουλτούρας, έδωσε τη δυνατότητα στους ανθρώπους να σκεφτούν με όρους ομάδων μεγαλύτερων των 200 ατόμων που ήταν ο χαρακτηριστικός πληθυσμός της κοινωνικής οργάνωσης των χιμπατζήδων. Το επόμενο στάδιο ήταν να σκεφτούν με όρους «φυλής», δηλαδή ομάδων που είχαν κοινές παραδόσεις και πεποιθήσεις και γίνονταν εμφανείς στις διαφορές που υπήρχαν στο στυλ ντυσίματος και στη σωματική διάστιξη. O ανταγωνισμός μεταξύ των φυλών οδήγησε τελικά στη δημιουργία μεγαλύτερων φυλετικών ομαδώσεων, στη δημιουργία εθνών, θρησκευτικών αδελφοτήτων, πολιτισμών.
Επομένως, η σύντομη απάντηση στο ερώτημα «γιατί είναι σημαντικό το να κατανοήσουμε τη συνεξέλιξη γονιδίων-κουλτούρας», είναι ότι πρόκειται για την έννοια κλειδί στην κατανόηση όλων αυτών που έχουν συμβεί στην πορεία του ανθρώπου, από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως διαφορετικό από τους προπατορικούς πιθήκους που ήταν πρόγονοι τόσο των χιμπατζήδων όσο και των ανθρώπων.
(μτφρ. Crying wolf)
JC: Ο E. O. Wilson πρωτομίλησε για αυτό το θέμα - όπως και για πολλά άλλα – στο βιβλίο του Για την ανθρώπινη φύση (1978) και στο βιβλίο που έγραψε μαζί με τον Charles Lumsden Genes, Mind, and Culture: The Coevolutionary Process (1981). Ο Wilson είδε καθαρά ότι ενώ η ανθρώπινη φύση καθοδηγείται από τη βιολογία βρίσκεται πάντα σε στενή σχέση με τον πολιτισμό. Μαζί με τον Lumsden προσπάθησαν να κατανοήσουν τα μαθηματικά της συνεξέλιξης γονιδίων-πολιτισμού και η αποδοχή της προσπάθειάς τους ήταν μεικτή. Η μαθηματική μοντελοποίηση έχει κερδίσει σημαντικό έδαφος τα τελευταία χρόνια αλλά παραμένει πολύ αφηρημένη και ελάχιστα συνδεμένη με ιδιαίτερες, εξατομικευμένες κουλτούρες. Εν τω μεταξύ, η εκτενέστερη θεωρητική κατανόηση του πολιτισμού αναπτύχθηκε σχεδόν ανεξάρτητα από τη μαθηματική μοντελοποίηση. Θα χρησιμοποιήσω λίγο από το χρόνο σας για να προσπαθήσω να εξηγήσω αυτήν την άποψη.
Το 1992 κυκλοφόρησε το ιδρυτικό μανιφέστο της «εξελικτικής ψυχολογίας», το The Adapted Mind, σε επιμέλεια Barkow, Cosmides, και Tooby. Η νέα σχολή διαφοροποιούνταν σε σημαντικό βαθμό από την «κοινωνιοβιολογία» του Wilson και εξελικτικών ανθρωπολόγων όπως οι Napoleon Chagnon και William Irons. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι έδιναν έμφαση σε «κεντρικούς μηχανισμούς» και απέρριπταν την ιδέα ότι η αναπαραγωγική επιτυχία είναι το προφανές κίνητρο των ανθρώπινων υποθέσεων. Είδαν τη διάνοια σαν μια δέσμη συνδεδεμένων εργαλείων, σαν τμήματα ενός νευρωνικού κυκλώματος σχεδιασμένου για να επιλύει προβλήματα εντός του περιβάλλοντος της πλειστοκαίνου εποχής. Βασικό κίνητρο πίσω από αυτό το σχήμα ήταν η ύπαρξη μιας εναλλακτικής ιδέας απέναντι στο μοντέλο του «άγραφου πίνακα» που κυριαρχούσε στις τυπικές κοινωνικές επιστήμες (Pinker, The Blank Slate) . O άγραφο πίνακας είναι το συνειδησιακό ανάλογο του «πολιτισμικού κονστρουκτιβισμού», της ιδέας ότι όλο το περιεχόμενο της διάνοιας προέρχεται από την κουλτούρα – οι πεποιθήσεις, οι σκέψεις, τα αισθήματα, οι αξίες. Για να μπορέσουν να φέρουν εις πέρας αυτό το ιστορικό καθήκον, δηλαδή να αποκηρύξουν την ιδέα ότι η διάνοια καθεαυτή δεν έχει δομές που καθοδηγούν κι περιορίζουν την κατασκευή των νοημάτων, οι εξελικτικοί βιολόγοι απομάκρυναν τον εξελισσόμενο χαρακτήρα της ανθρώπινης διάνοιας από το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Διέγραψαν την «κυρίαρχη, γενική» διάνοια, δηλαδή μια ευέλικτη γενική διάνοια που έχει καλό σκοπό για τα πάντα. Αποκήρυξαν τη γενική διάνοια γιατί την είδαν ως άμεσα συνδεδεμένη με τη «γενική μάθηση» στην οποία οι τυπικές κοινωνικές επιστήμες είχαν καθηλώσει την ανθρώπινη ψυχολογία με τόσο φτωχά αποτελέσματα. Το κίνητρο τους ήταν κατανοητό αλλά τους έφερε σε μια άβολη θέση απέναντι στην πραγματικότητα αφού η ανθρώπινη διάνοια είναι μια ευέλικτη γενική διάνοια. Το να επιθυμείς κάτι θεωρητικώς είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από αυτό που πράγματι γίνεται. Αυτό το λάθος διορθώθηκε με βιβλία όπως αυτό του Kim Sterelny Τhought in a Hostile World και του David Geary The Origin of the Mind.
Καθώς ανάπτυσσαν το ασύμμετρο μοντέλο τους για την ανθρώπινη διάνοια, οι εξελικτικοί ψυχολόγοι προσχώρησαν στην άποψη ότι οι άνθρωποι έχουν μια σκέψη που αντιστοιχεί στην λίθινη εποχή. Ό,τι δεν ήταν μέσα στην καθημερινότητα ενός προγόνου που έζησε πριν ένα εκατομμύριο χρόνια δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως συνειδησιακό προσαρμοστικό λειτουργικό χαρακτηριστικό. Αλλά όπως υποδεικνύεται από μεγάλο όγκο στοιχείων, κάπου μεταξύ 100000 και 40000 χρόνων πριν, «κάτι συνέβη», όπως θα έλεγε κι ο Joseph Heller. Έλαβε χώρα ένας μετασχηματισμός του ανθρώπινου πολιτισμού, αυτό που οι ανθρωπολόγοι ονομάζουν «ανθρώπινη επανάσταση». Για πρώτη φορά στην ιστορία εμφανίστηκαν ιδιαίτερες μορφές του φαντασιακού πολιτισμού – τέχνες, διακόσμηση, τελετουργικές ταφές – και μαζί μ’ αυτές εμφανίστηκαν και περίπλοκα εργαλεία, το ράψιμο των ρούχων, μορφές εκτεταμένου εμπορίου. Όλα αυτά μαζί οδήγησαν και σε πιο περίπλοκες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Ο πρώτος που τα επισήμανε ήταν ο Steven Mithen κριτικάροντας την ορθόδοξη σχολή της εξελικτικής ψυχολογίας στο βιβλίο του The Prehistory of the Mind (1996). Πολλοί άλλοι έχουν εκφράσει την ίδια άποψη που φαίνεται να γίνεται η κυρίαρχη στο χώρο. Η ορθόδοξη σχολή της εξελικτικής ψυχολογίας είχε δίκιο σε πολλά από αυτά που μοιραζόταν με την ευρύτερη εξελικτική σκέψη αλλά αυτό που τη διαφοροποιούσε και την έκανε ξεχωριστό θεωρητικό ρεύμα απλά λάθος. Ο Nicholas Wade στο βιβλίο του Before the Dawn: Recovering the Lost History of Our Ancestors (2006) συγκεντρώνει τα πρόσφατα γενετικά, αρχαιολογικά, παλαιοντολογικά και γλωσσολογικά δεδομένα των μετασχηματισμών που έλαβαν χώρα τα τελευταία 100000 χρόνια.
Από την άποψη της ορθόδοξης εξελικτικής ψυχολογίας, αν οι τέχνες δεν εμφανίστηκαν παρά μόνο τα τελευταία 100000 χρόνια, τότε πρέπει να θεωρηθούν περιφερειακές και προσαρμοστικά δευτερεύουσας σημασίας, απλές παραφυάδες συνειδησιακών χαρακτηριστικών που εξελίχτηκαν για άλλους λόγους. Στο βιβλίο του How the Mind Works (1997), ο Steven Pinker αναγνώρισε και με τόλμη αναθεώρησε τις απόψεις του υποστηρίζοντας ότι οι τέχνες ήταν στην ουσία ισοδύναμες με τον αυνανισμό και τα ψυχαγωγικά ναρκωτικά. Πρόκειται για τεχνολογίες τις οποίες οι άνθρωποι, έξυπνοι διαβολάκοι καθώς είναι, εφηύραν για να ξεγελάσουν τα κέντρα ηδονής του εγκεφάλου τους. Οι εναλλακτικές υποθέσεις που έχουν υποστηριχτεί σε διάφορες μορφές από αρκετούς θεωρητικούς θεωρούν ότι οι τέχνες και οι άλλες μορφές του φαντασιακού (θρησκεία, φιλοσοφία) αναδύθηκαν σε συνδυασμό με τις μεγαλύτερες δυνάμεις της ανθρώπινης συνείδησης, όχι ως παραπροϊόντα τους αλλά σαν πλήρως λειτουργικά μέρη του ανθρώπινου εγκεφάλου. Συν-εξελίχτηκαν μαζί με τη δυνατότητά μας κοιτάμε πίσω στο παρελθόν και μπροστά στο μέλλον, επεκτείνοντας το πεδίο όρασής μας πέρα από την άμεση αίσθηση του παρόντος και περικλείοντας κοινωνικά και οικολογικά δίκτυα που είναι ορατά μόνο στη φαντασία
Όταν οι ανθρωπολόγοι μιλάνε για «κουλτούρα» δεν εννοούν μόνο την υψηλή κουλτούρα – τέχνες και φιλοσοφία. Η «κουλτούρα» περιλαμβάνει την τεχνολογία και την κοινωνική οργάνωση. Βλέποντας την κουλτούρα υπό αυτήν την ευρύτερη έννοια, συχνά αναφέρουν την αντοχή στη λακτόζη ως παράδειγμα της συνεξέλιξης γονιδίων-κουλτούρας (Richerson and Boyd, Not by Genes Alone). Μέσω της φυσικής επιλογής, οι άνθρωποι που ζούσαν σε ομάδες ανέπτυξαν ένζυμα που επέτρεπαν στους ενήλικους να χωνεύουν το γάλα. Η πολιτισμική πρακτική της διατήρησης κοπαδιών βοοειδών έδρασε ως δύναμη επιλογής που μετέβαλλε τη δεξαμενή γονιδίων συγκεκριμένων πληθυσμών και με τη σειρά της η αλλαγμένη δεξαμενή γονιδίων έδωσε ώθηση στην επέκταση της ποιμενικής οικονομίας. Μια παρόμοια λογική εφαρμόζει και στη φαντασιακή κουλτούρα. Η ανάπτυξη της δυνατότητας θέασης του κόσμου με φαντασιακό τρόπο πρέπει να είχε προσαρμοστική αξία για τους προγόνους μας. Ειδάλλως δεν θα είχαν αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο σε αυτό ή δεν θα είχαν αναπτύξει τόσα συνειδησιακά χαρακτηριστικά ρυθμισμένα ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Τα χαρακτηριστικά αυτά λειτουργούσαν σαν δύναμη επιλογής πάνω στον πληθυσμό, μεταβάλλοντας τη δεξαμενή των γονιδίων, ευνοώντας τα γονίδια εκείνα που διευκόλυναν την παραγωγή και κατανάλωση έργων της φαντασίας. Η γλώσσα είναι ένα απτό παράδειγμα αυτού του είδους επιλεκτικής πίεσης. Έως κάποια φάση μέσα στο προγονικό παρελθόν, οι άνθρωποι δεν είχαν τη δύναμη του λόγου. Μεταλλάξεις που ευνοούσαν τις στοιχειώδεις μορφές μιας «πρωτο-γλώσσας» (Derek Bickerton) θα πρέπει να έδιναν κάποιο πλεονέκτημα σε αυτούς που τη χρησιμοποιούσαν. Το πλεονέκτημα αυτό αύξανε την αντιπροσώπευση των γονιδίων αυτών μέσα στον πληθυσμό, αύξηση η οποία ενδυνάμωνε περαιτέρω το γλωσσικό χαρακτήρα του πολιτισμικού περιβάλλοντος, ενισχύοντας έτσι και το πλεονέκτημα των γονιδίων που προωθούσαν τη χρήση της γλώσσας.
O Δαρβίνος στην Καταγωγή του Ανθρώπου δέχεται ότι η εξέλιξη της γλώσσας ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην όλη εξέλιξη του ανθρώπινου μυαλού, αυτό που το έκανε να ξεχωρίσει από τα μυαλά των άλλων ζώων. Η γλώσσα είναι το κύριο μέσο της συμβολικής σκέψης. Αναπτύσσοντας την ικανότητα για συμβολική σκέψη, οι άνθρωποι μπόρεσαν να κατασκευάσουν εννοιακά μοντέλα της πραγματικότητας και να λειτουργήσουν με βάση αυτά τα μοντέλα παρά να βασιστούν αποκλειστικά στις παρορμήσεις των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Η κατασκευή αυτών των μοντέλων κατά τη διάρκεια της εξέλιξης και η λειτουργία με βάση αυτά ήταν ίσως το πιο σημαντικό επιλεκτικό χαρακτηριστικό, το χαρακτηριστικό που έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να πετύχει αυτό που ο κοινωνιοβιολόγος Richard Alexander ονομάζει «οικολογική κυριαρχία». Οι άνθρωποι κατέλαβαν όλες τις γεωγραφικές γωνιές, τουλάχιστον στην ξηρά, και σε κάθε τέτοια γωνιά, ήταν το αρπακτικό ζώο που κυριάρχησε.
Με το που έγινε αυτό, με το που επετεύχθη η οικολογική κυριαρχία, το επόμενο πιο σημαντικό επιλεκτικό χαρακτηριστικό ήταν οι ίδιοι οι άνθρωποι – τόσο αυτοί με τους οποίους κάνουμε ομάδες και συνεργαζόμαστε όσο κι αυτοί με τους οποίους ανταγωνιζόμαστε, οι εχθροί μας. Η συμβολική σκέψη, οδηγούμενη από τη συνεξέλιξη γονιδίων-κουλτούρας, έδωσε τη δυνατότητα στους ανθρώπους να σκεφτούν με όρους ομάδων μεγαλύτερων των 200 ατόμων που ήταν ο χαρακτηριστικός πληθυσμός της κοινωνικής οργάνωσης των χιμπατζήδων. Το επόμενο στάδιο ήταν να σκεφτούν με όρους «φυλής», δηλαδή ομάδων που είχαν κοινές παραδόσεις και πεποιθήσεις και γίνονταν εμφανείς στις διαφορές που υπήρχαν στο στυλ ντυσίματος και στη σωματική διάστιξη. O ανταγωνισμός μεταξύ των φυλών οδήγησε τελικά στη δημιουργία μεγαλύτερων φυλετικών ομαδώσεων, στη δημιουργία εθνών, θρησκευτικών αδελφοτήτων, πολιτισμών.
Επομένως, η σύντομη απάντηση στο ερώτημα «γιατί είναι σημαντικό το να κατανοήσουμε τη συνεξέλιξη γονιδίων-κουλτούρας», είναι ότι πρόκειται για την έννοια κλειδί στην κατανόηση όλων αυτών που έχουν συμβεί στην πορεία του ανθρώπου, από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως διαφορετικό από τους προπατορικούς πιθήκους που ήταν πρόγονοι τόσο των χιμπατζήδων όσο και των ανθρώπων.
(μτφρ. Crying wolf)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου