https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Tεχνο-Φεουδαρχία – Κριτική του Τεχνο-Φεδουαρχικού Λόγου (10): Eυρύτεροι ωκεανοί

 Επί του παρόντος, ο μόνος τρόπος για να χωρέσουν η εκμετάλλευση και η απαλλοτρίωση σε ένα ενιαίο μοντέλο είναι να θεωρήσουμε ότι χρειαζόμαστε μια πιο διευρυμένη αντίληψη του ίδιου του καπιταλισμού – όπως, με σχετική επιτυχία, έχει κάνει η Nancy Fraser. Το κατά πόσον η ανάλυση της Fraser, η οποία βρίσκεται ακόμη υπό επεξεργασία, θα καταφέρει να λάβει υπόψη της ευρύτερες γεωπολιτικές και στρατιωτικές εκτιμήσεις, μένει να το δούμε. Αλλά η γενική κατεύθυνση του επιχειρήματος φαίνεται να είναι σωστή. Ενώ στη δεκαετία του 1970 ήταν ίσως δυνατό να αναλυθούν η ανελεύθερη εργασία, η φυλετική και έμφυλη κυριαρχία και η μη τιμολογούμενη χρήση της ενέργειας - καθώς και οι άνισοι όροι εμπορίου που προέκυψαν από την απορρόφηση φθηνών εμπορευμάτων από την περιφέρεια προς τον πυρήνα - ως εξωτερικά στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος που καθοδηγείται από την εκμετάλλευση, σήμερα αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση. Τέτοια επιχειρήματα αμφισβητούνται όλο και περισσότερο από εμπειρικές έρευνες που έχουν γίνει από ιστορικούς του φύλου, του κλίματος, της αποικιοκρατίας, της κατανάλωσης και της δουλείας. Η απαλλοτρίωση πήρε την τιμητική της, περιπλέκοντας σημαντικά την αναλυτική καθαρότητα με την οποία μπορούσαν να διατυπωθούν οι νόμοι κίνησης του κεφαλαίου. Ο Jason Moore, μαθητής του Wallerstein και του Giovanni Arrighi- μπορεί να διατύπωσε τη νέα συναίνεση όταν έγραψε ότι "ο καπιταλισμός ευδοκιμεί όταν οι νησίδες της εμπορευματικής παραγωγής και ανταλλαγής μπορούν να οικειοποιηθούν ωκεανούς δυνητικά Φθηνών Φύσεων -εκτός του κυκλώματος του κεφαλαίου, αλλά απαραίτητων για τη λειτουργία του.’’[56] Αυτό ισχύει, φυσικά, όχι μόνο για τις Cheap Natures - υπάρχουν πολλές άλλες δραστηριότητες και διαδικασίες που πρέπει να οικειοποιηθούν - οπότε αυτοί οι "ωκεανοί" είναι ευρύτεροι από ό,τι υποδηλώνει η έννοια του Moore.


Μια σημαντική παραχώρηση που ο Πολιτικός Μαρξισμός θα έπρεπε πιθανώς να κάνει, είναι να εγκαταλείψει την αντίληψή του για τον καπιταλισμό ως ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από τον λειτουργικό διαχωρισμό μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού -ότι "η οικονομική ανάγκη παρέχει τον άμεσο καταναγκασμό που αναγκάζει τον εργάτη να μεταφέρει το πλεόνασμα εργασίας στον καπιταλιστή"- σε αντίθεση με τη συγχώνευσή τους στη φεουδαρχία. Υπήρχαν σίγουρα σοβαροί λόγοι για να επισημανθεί ότι η πρόοδος της δημοκρατίας σταμάτησε στις πύλες των εργοστασίων- ότι τα δικαιώματα που παραχωρήθηκαν στον πολιτικό στίβο δεν εξαλείφουν απαραίτητα τον δεσποτισμό στην οικονομική σφαίρα. Βέβαια, πολλά σε αυτόν τον υποτιθέμενο διαχωρισμό ήταν πλασματικά: όπως υποστήριξε η Ellen Meiksins Wood στο θεμελιώδες άρθρο της για το θέμα, ήταν η αστική οικονομική θεωρία που είχε αφαιρέσει την "οικονομία" από το κοινωνικό και πολιτικό της περιεχόμενο, και ο ίδιος ο καπιταλισμός που είχε μπει σφήνα διαχωρίζοντας ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα, όπως η εξουσία του ελέγχου της παραγωγής και της ιδιοποίησης ή της κατανομής της κοινωνικής εργασία, από την πολιτική αρένα και μετατοπίζοντάς τα στη σφαίρα της οικονομίας. Η αληθινή σοσιαλιστική χειραφέτηση θα απαιτούσε την πλήρη συνειδητοποίηση ότι ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο ήταν τεχνητός.[57]

Ωστόσο, η συνολική ανάλυση της Wood έδωσε μια πολύ απλουστευτική εικόνα του εξαναγκασμού στον καπιταλισμό. "Η ενοποίηση της παραγωγής και της ιδιοποίησης [στον καπιταλισμό]", έγραψε, "αντιπροσωπεύει την απόλυτη "ιδιωτικοποίηση" της πολιτικής, στο βαθμό που οι λειτουργίες που προηγουμένως συνδέονταν με μια καταναγκαστική πολιτική εξουσία -κεντρική ή "αποκομματικοποιημένη"- είναι τώρα σταθερά τοποθετημένες στην ιδιωτική [οικονομική] σφαίρα, ως λειτουργίες μιας ιδιωτικής τάξης ιδιοποίησης που απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις εκπλήρωσης ευρύτερων κοινωνικών σκοπών". Κατά την άποψη αυτή, το πεδίο εφαρμογής του "αμιγώς πολιτικού" σε σχέση με το αμιγώς οικονομικό ήταν αρκετά περιορισμένο: συνίστατο, κατά κύριο λόγο, στη διασφάλιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Το γεγονός ότι το πολιτικό ήταν επίσης καθοριστικό για την εξασφάλιση προμηθειών φθηνής ενέργειας και τροφίμων, μη ελεύθερης εργασίας και ορυκτών, γνώσης και, ίσως, τελικά, δεδομένων -οι ίδιες οι συνθήκες δυνατότητας που καθιστούν δυνατή τη (διευρυμένη) αντίληψη του "οικονομικού"- δεν ειπώθηκε, για προφανή λόγο: κανένα από αυτά τα πράγματα δεν είχε άμεση σχέση με την εκμετάλλευση.

Ωστόσο, αν το "πολιτικό" ήταν τόσο καθοριστικό για τη συγκρότηση του "οικονομικού", θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί τι ακριβώς κερδίζει παρουσιάζοντας τον καπιταλισμό ως ένα σύστημα που κρατά το "πολιτικό" και το "οικονομικό" χωριστά; Το ότι οι καπιταλιστές και οι ιδεολόγοι τους μιλούν με αυτόν τον τρόπο είναι ένα πράγμα- ο βαθμός στον οποίο αυτό αποτελεί ακριβή περιγραφή του τι πραγματικά συμβαίνει στον καπιταλισμό -η θέση του άρθρου της Woods- είναι ένα άλλο πράγμα. Εδώ θυμίζει κανείς την ατάκα του Bruno Latour  ότι η νεωτερικότητα μιλάει με διχαλωτή γλώσσα: λέει ότι η επιστήμη και η κοινωνία απέχουν μεταξύ τους - αλλά αυτή η στρατηγική σύγχυση είναι ακριβώς αυτό που της επιτρέπει να τις υβριδοποιεί τόσο παραγωγικά. Ίσως η ιστορία του πολιτικού και του οικονομικού στον καπιταλισμό να είναι πολύ παρόμοιες.

Εκ των υστέρων, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Brenner δεν εντυπωσιάστηκε ποτέ από τη φράση του Harvey "συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης". Στο βαθμό που η έννοια αναφερόταν στην αναδιανομή -που επιτυγχάνεται τόσο από τις αγορές όσο και από τη βία- και όχι στην παραγωγή, δεν μπορούσε να μεταβεί από την "πρωτόγονη" στην κανονική καπιταλιστική συσσώρευση, τουλάχιστον σύμφωνα με την κατανόηση του όρου από τον Brenner. Ωστόσο, δεδομένων όλων των ιστορικών αποδείξεων που συσσωρεύτηκαν τα τελευταία σαράντα χρόνια -ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008 και της πανδημίας Covid- έγινε πιο δύσκολο, ακόμη και για τον Brenner, να αποκλείσει την αναδιανομή ως κάτι ξένο προς τον πραγματικά υπάρχοντα καπιταλισμό. Τα ποσά που εμπλέκονται -πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια- είναι απλά πολύ εντυπωσιακά. Έτσι κατέληξε να γράψει στο "Escalating Plunder", το κείμενό του το 2020 για τις διασώσεις του Covid: "Αυτό που έχουμε εδώ και μια μακρά εποχή είναι η επιδεινούμενη οικονομική παρακμή που συναντάται με την εντεινόμενη πολιτική αρπαγή".[58] Η λέξη "πολιτική" -ένας υπαινιγμός ότι, για τον Brenner, η "κανονική" διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης αποτυγχάνει- εμφανίζεται συχνά σε αυτό το δοκίμιο. Η λέξη "πολιτική" -ένας υπαινιγμός ότι, για τον Μπρένερ, η "κανονική" διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης αποτυγχάνει- εμφανίζεται συχνά σε αυτό το δοκίμιο.

Ελλείψει  πλαισίου για τη γεφύρωση της αναδιανομής και της εκμετάλλευσης στο πλαίσιο κάποιας ευρύτερης εξήγησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ο Brenner έχει μόνο μια κίνηση να κάνει: να υποστηρίξει ότι η εξάρτηση των καπιταλιστών από την κρατική αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω, απομακρύνει τον καπιταλισμό από τον εαυτό του, προς μια οικονομική μορφή που προφανώς μοιράζεται ένα κεντρικό χαρακτηριστικό με τη φεουδαρχία. Αυτό θα διατηρούσε την καθαρότητα του αρχικού μοντέλου -ο τιμητικός τίτλος "καπιταλισμός" θα μπορούσε να διατηρηθεί για εκείνο το εντυπωσιακό καθεστώς στο οποίο η συσσώρευση όντως συμβαίνει μέσω της καινοτομίας και όχι μέσω της αρπαγής ή της απαλλοτρίωσης- αλλά μόνο σε βάρος της απελευθέρωσης όλων των ειδών των δευτερευόντων αναλυτικών και πολιτικών προβλημάτων. Οι αδυναμίες στο επιχείρημα του Durand είναι, σε κάποιο βαθμό, προϊόν των άλυτων αντιφάσεων στη συζήτηση Brenner-Wallerstein

Η απόλυτη ειρωνεία εδώ είναι ότι η καλύτερη απόδειξη ότι η "συσσώρευση μέσω της καινοτομίας" -όπως και ο ίδιος ο καπιταλισμός- είναι ακόμα πολύ ζωντανός, μπορεί να βρεθεί στον ίδιο τεχνολογικό τομέα που ο Durand χαρακτηρίζει φεουδαρχικό και ρουσφετολογικό. Μπορούμε να το διαπιστώσουμε όταν εγκαταλείψουμε τις υπερκαθορισμένες μακρο-αφηγήσεις αυτών των αναλυτικών πλαισίων - είτε πρόκειται για τον "νεοφιλελευθερισμό" του Harvey ως πολιτικό σχέδιο είτε για τον "γνωσιακό καπιταλισμό" του Vercellone. Αν σκεφτούμε τις τεχνολογικές επιχειρήσεις με τον τρόπο που θα τις σκεφτόταν πιθανότατα ο Μαρξ, δηλαδή ως καπιταλιστές παραγωγούς, θα έχουμε σίγουρα καλύτερα αποτελέσματα.

Εν τω μεταξύ, οι μαρξιστές θα ήταν καλό να αναγνωρίσουν ότι η αποστέρηση και η απαλλοτρίωση ήταν συστατικό στοιχείο της συσσώρευσης σε όλη την ιστορία. Ίσως η πολυτέλεια της χρήσης μόνο των οικονομικών μέσων απόσπασης αξίας στον "ορθά" καπιταλιστικό πυρήνα να οφειλόταν πάντα στην εκτεταμένη χρήση εξωοικονομικών μέσων απόσπασης αξίας στη μη καπιταλιστική περιφέρεια. Μόλις κάνουμε αυτό το αναλυτικό άλμα, δεν χρειάζεται πλέον να ασχολούμαστε με την επίκληση της φεουδαρχίας. Ο καπιταλισμός κινείται προς την ίδια κατεύθυνση που κινείται πάντα, αξιοποιώντας όποιους πόρους μπορεί να κινητοποιήσει - όσο φθηνότερα, τόσο το καλύτερο. Υπό αυτή την έννοια, η περιγραφή του καπιταλισμού από τον Braudel ως "αενάωςς προσαρμόσιμου" δεν είναι η χειρότερη οπτική που μπορεί να υιοθετηθεί. Αλλά δεν προσαρμόζεται συνεχώς και, όταν το κάνει, δεν είναι δεδομένο ότι οι ανοδικές-αναδιανεμητικές τάσεις υπερισχύουν των παραγωγικών. Μπορεί κάλλιστα να είναι ακριβώς αυτός ο τρόπο με το οποίο λειτουργεί ένα μεγάλο μέρος της σημερινής ψηφιακής οικονομίας. Αυτό, βέβαια, δεν είναι λόγος να πιστεύουμε ότι ο τεχνο-καπιταλισμός είναι κατά κάποιον τρόπο ένα πιο ωραίο, άνετο και προοδευτικό καθεστώς από την τεχνο-φεουδαρχία. Eπικαλούμενοι μάταια την τελευταία, κινδυνεύουμε να ωραιοποιήσουμε τη φήμη του πρώτου. 





Αναφορές 

[56] Jason Moore, ‘The Capitalocene Part ii: Accumulation by Appropriation and the Centrality of Unpaid Work/Energy’, The Journal of Peasant Studies, vol. 45, no. 2, May 2018, pp. 237–79.

[57] Wood, ‘The Separation of the Economic and Political in Capitalism’, pp. 66–7

[58] Brenner, ‘Escalating Plunder’, p. 22.


Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Tεχνο-Φεουδαρχία – Κριτική του Τεχνο-Φεδουαρχικού Λόγου (9): ''Εnter the state'' ή ''Η Magna Carta του Κυβερνοχώρου''

 Εκτός από την έλλειψη αναλυτικής σαφήνειας, ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα με το τεχνοφεουδαρχικό πλαίσιο είναι ότι κινδυνεύει να βγάλει το κράτος από την εικόνα. Το Techno-féodalisme του Durand έχει πολύ λίγη συζήτηση για τον κινητήριο ρόλο του αμερικανικού κράτους στην άνοδο της Alphabet, του Facebook ή της Amazon- το ίδιο ισχύει και για πολλά άλλα μικρότερα κείμενα για την τεχνο-φεουδαρχία.[52] Η κριτική του Durand σε αυτό που αποκαλεί Καλιφορνέζικη Ιδεολογία αναφέρεται συχνά στον κυβερνο-ελευθεριακό προσανατολισμό της "Magna Carta του Κυβερνοχώρου", του ιδρυτικού κειμένου αυτής της ιδεολογίας. Παραλείπει όμως να αναφέρει ότι ένας από τους τέσσερις συγγραφείς αυτού του μανισφέστου, η διακεκριμένη επενδὐτρια Esther Dyson, ήταν για χρόνια μέλος του  διοικητικού συμβουλίου του  National Endowment for Democracy,  του καλύτερου μηχανισμού προώθησης της φιλελεύθερης δημοκρατίας και ανατροπής/αλλαγής μη αρεστών καθεστώτων.  Εκτός από μερικές αντιφατικές αναφορές -μεταξύ αυτών, το εξαιρετικό America Inc. της Linda Weiss, ο ρόλος του αμερικανικού κράτους στην άνοδο της Silicon Valley σε παγκόσμιο τεχνοοικονομικό ηγεμόνα έχει υποτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό. Η ανάγνωση αυτών των εξελίξεων μέσα από το πρίσμα της τεχνοφεουδαρχίας -που υποθέτει ότι τα κράτη είναι αδύναμα, με την κυριαρχία "κατανεμημένη" μεταξύ πολλών τεχνο-αφεντάδων- μπορεί μόνο να συσκοτίσει περαιτέρω το γεγονός αυτό. Όλη η πρόσφατη υστερία για τη δύναμη των τεχνολογικών εταιρειών -ως "γίγαντες" ή "ληστές βαρόνοι", ή απλώς ως ένα μονολιθικό μπλοκ "Big Tech"- έχει εδραιώσει την αντίληψη ότι η άνοδος των ψηφιακών πλατφορμών έχει έρθει με κόστος την αποδυνάμωση του κράτους.



Αυτό μπορεί να ισχύει για τις πιο αδύναμες χώρες της Ευρώπης ή της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν σχεδόν αποικιστεί από αμερικανικές επιχειρήσεις. Μπορεί όμως να ειπωθεί το ίδιο και για τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες; Τι γίνεται με τους μακροχρόνιους δεσμούς μεταξύ της Silicon Valley και της Ουάσινγκτον, με τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Google, Eric Schmidt, να ηγείται του Defense Innovation Board, ενός συμβουλευτικού οργάνου του ίδιου του Πενταγώνου; Τι γίνεται με την Palantir, την εταιρεία που συνίδρυσε ο Thiel και η οποία παρέχει ουσιαστικές συνδέσεις μεταξύ του κράτους επιτήρησης των ΗΠΑ και της αμερικανικής avant-garde τεχνολογίας; Ή το επιχείρημα του Zuckerberg -προφανώς αποτελεσματικό μέχρι στιγμής- ότι η διάλυση του Facebook θα ενθάρρυνε τους κινεζικούς τεχνολογικούς γίγαντες και θα αποδυνάμωνε τη θέση της Αμερικής στον κόσμο; Η γεωπολιτική είναι ελάχιστα ορατή στο πλαίσιο της τεχνοφεουδαρχικής προοπτικής: Οι λίγες αναφορές του Durand στην Κίνα γίνονται κυρίως για να επιπλήξει το σύστημα της Κοινωνικής Πίστωσης, ένα εργαλείο αλγοριθμικής κυβερνητικότητας.

Θα μπορούσε αυτή η έλλειψη προσοχής στον συστατικό ρόλο που διαδραμάτισε το κράτος στην εδραίωση της αμερικανικής τεχνολογικής βιομηχανίας να είναι το αποτέλεσμα της αναλυτικής, μπρενεριανής πλαισίωσης του καπιταλισμού που προσπαθεί να συμπεράνει τους "νόμους της κίνησής" του παρατηρώντας τον εν δράσει; Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε την άνοδο της αμερικανικής τεχνολογικής βιομηχανίας αν εξαιρέσουμε τον Ψυχρό Πόλεμο και τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας -με τις στρατιωτικές δαπάνες και τις τεχνολογίες επιτήρησης, καθώς και το παγκόσμιο δίκτυο αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων- ως εξωγενείς, μη καπιταλιστικούς παράγοντες, μικρής σημασίας για την κατανόηση του τι θέλει και τι κάνει το "κεφάλαιο". Θα μπορούσε κανείς να κάνει το ίδιο λάθος σήμερα, όταν η "άνοδος της Κίνας" και η κλιματική καταστροφή έρχονται να καταλάβουν τον συστημικό ρόλο που κάποτε έπαιζε ο Ψυχρός Πόλεμος; Αν ναι, μπορούμε επίσης να ξεχάσουμε την κατανόηση της ανόδου αυτού που ορισμένοι έχουν ονομάσει "καπιταλισμό των διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων", ο οποίος επιδιώκει να αναθέσει το έργο του κράτους για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής σε εταιρείες όπως η Blackrock, η Vanguard και η State Street.

Από τη σκοπιά του Brenner, οποιαδήποτε συστημική παρέμβαση του κράτους στις τρέχουσες λειτουργίες του κεφαλαίου θα μπορούσε να εμφανιστεί ως παράδειγμα "πολιτικού καπιταλισμού " και όχι ως ορθά λειτουργικός "οικονομικός" καπιταλισμός, ο οποίος κινείται από τους δικούς του νόμους κίνησης.[53] Για αυτόν, η μακροχρόνια στασιμότητα της αμερικανικής οικονομίας σε συνθήκες παγκόσμιας παραγωγικής υπερ-δυναμικότητας, οδήγησε ισχυρά στοιχεία της αμερικανικής άρχουσας τάξης να εγκαταλείψουν το ενδιαφέρον τους για παραγωγικές επενδύσεις και να στραφούν αντ' αυτού στην αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω με πολιτικά μέσα..[54] Σε αυτό, παραδόξως, η αριστερά και η δεξιά φαίνεται να συγκλίνουν. Άλλωστε, η ανίχνευση των διαβρωτικών επιπτώσεων του "πολιτικού καπιταλισμού" είναι πολύ πιο χαρακτηριστική για τα φιλελεύθερα και νεοφιλελεύθερα οικονομικά, που ασχολούνται με την επιδίωξη ενοικίου από τους δημόσιους υπαλλήλους και την αναβίωση των προσωποπαγών δικτύων που παρεμβαίνουν στις λειτουργίες του κεφαλαίου. Ήταν αυτού του είδους η ανησυχία για τον "πολιτικό" και όχι τον "οικονομικό" καπιταλισμό που οδήγησε στη Δημόσια Επιλογή και στη φετιχοποίηση της καταπολέμησης της διαφθοράς από οικονομολόγους του Σικάγο, όπως ο Luigi Zingales.

Ο ίδιος ο Durand ασχολείται επανειλημμένα με τον Mehrdad Vahabi, έναν μελετητή της Δημόσιας Επιλογής, επικροτώντας τις θέσεις  του για την αρπαγή πλούτου.[55] Ίσως ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε αν η συζήτηση Brenner-Wallerstein θα οδηγήσει κάπου. Αναμφισβήτητα, οι άλυτες ασάφειες αυτής της συζήτησης δημιούργησαν τα αναλυτικά και διανοητικά ανοίγματα μέσα από τα οποία η τεχνοφεουδαρχική θέση εμφανίζετ εύλογη σε δημιουργικούς νέους μαρξιστές οικονομολόγους όπως ο Durand. Εξάλλου, επειδή η συνεχιζόμενη απαλλοτρίωση και η πολιτική εξουσία που προϋποθέτει δεν μπορούν εύκολα να συμβιβαστούν με την εξιστόρηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης με γνώμονα την εκμετάλλευση, χρειάζονται εξωγενείς έννοιες όπως η "συσσώρευση μέσω στέρησης" του Harvey, η "αρπαγή" του Veblen, το "γνωστικό ενοίκιο" του Vercellone ή ακόμη και η "εξαγωγή του πλεονάσματος συμπεριφοράς" της Zuboff.




Aναφορές
[52] Rob Lucas’s review, ‘The Surveillance Business’, nlr 121, Jan–Feb 2020

[53] Ο όρος "πολιτικός καπιταλισμός", που επινοήθηκε από τον Weber στο Economy and Society για να περιγράψει -όσο ακατάλληλος και αν ήταν- την πολιτική οικονομία της Αρχαίας Ρώμης, επαναχρησιμοποιήθηκε από τον Gabriel Kolko για να χαρακτηρίσει την αυτοαποκαλούμενη Προοδευτική Εποχή στο The Triumph of American Conservatism: A Reinterpretation of American History, 1900-1916 '', Νέα Υόρκη 1963.
[54] Robert Brenner, ‘Escalating Plunder’, nlr 123, May–June 2020, p. 22
[55] , Mehrdad Vahabi, The Political Economy of Predation: Manhunting and the Economics of Escape, Cambridge 2016






Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

Tεχνο-Φεουδαρχία – Κριτική του Τεχνο-Φεδουαρχικού Λόγου (8): Δυνάμεις αρπακτικότητας;

Τα εκτελεστά δικαιώματα ιδιοκτησίας που επιτρέπουν στον ιδιοκτήτη των παραγωγικών πόρων (που, στην ορολογία της κλασικής πολιτικής οικονομίας, συχνά ονομάζονται "γη") να αποκλείει τους καπιταλιστές από την πρόσβαση σε αυτούς τους πόρους δημιουργούν "ενοίκια". Αυτά τα ενοίκια αποτελούν μέρος της δεξαμενής της υπεραξίας που δημιουργείται στην καπιταλιστική παραγωγή, αν και δεν έχουν άμεση σχέση με την εκμετάλλευση της παραγωγικής εργασίας από μόνα τους. Ο ιδιοκτήτης εδαφικών πόρων, όπως γόνιμα χωράφια, καταρράκτες, αποθέματα ορυκτών και υδρογονανθράκων και άλλα παρόμοια, δεν χρειάζεται να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι του ή να προσλάβει κάποιον άλλο να κουνήσει παραγωγικά το δαχτυλάκι του για να συμμετάσχει στην υπεραξία που παράγεται από την παραγωγική μισθωτή εργασία.[45]


Εδώ, οι αναλογίες είναι αρκετά σαφείς: 

γη = δεδομένα,  
εταιρείες τεχνολογίας = μη καπιταλιστές, 
τα έσοδά τους = ενοίκιο. 

Ο Foley αξιοποιεί πολύ το παράδειγμα του καταρράκτη, υποστηρίζοντας ότι "μόλις ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή οντότητα εγκαθιδρύσει τον έλεγχο των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας πάνω σε έναν καταρράκτη, για παράδειγμα, ένα ενοίκιο που αποτελεί μερίδιο της παγκόσμιας δεξαμενής υπεραξίας γεννιέται". Αλλά, συνεχίζει, υπάρχουν και καλύτερα πράγματα από την ιδιοκτησία ενός καταρράκτη. Το νερό είναι σπάνιο, άλλωστε. Τα άυλα αγαθά, από την άλλη πλευρά, θα μπορούσαν να είναι άπειρα: αν κάποιος κατέχει τα πνευματικά δικαιώματα ενός δημοφιλούς τραγουδιού, μπορεί να αντλήσει σχεδόν άπειρα ενοίκια από αυτό. 

Τώρα, το μεγάλο ερώτημα που εκκρεμεί είναι αν η Google και οι όμοιοί της μοιάζουν με τον μη καπιταλιστή ιδιοκτήτη του καταρράκτη που "δεν χρειάζεται να κουνήσει το δάχτυλο" για να μοιραστεί την υπεραξία που παράγεται κάπου αλλού. Ο Foley λέει ότι μοιάζουν. Αλλά, αν είναι έτσι -αν οι τεχνολογικοί γίγαντες είναι πράγματι τεμπέληδες ραντιέρηδες που τους κλέβουν όλους εκμεταλλευόμενοι τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα δικτυακά αποτελέσματα - γιατί επενδύουν τόσα πολλά χρήματα σε κάτι που μπορεί να περιγραφεί μόνο ως παραγωγή κάποιου είδους; Τι είδους ραντιέρηδες το κάνουν αυτό; Οι δαπάνες της Alphabet για έρευνα και ανάπτυξη το 2017, το 2018, το 2019 και το 2020 ήταν 16,6 δισ. δολάρια, 21,4 δισ. δολάρια, 26 δισ. δολάρια και 27,5 δισ. δολάρια αντίστοιχα. Αν αυτό δεν μετράει ως "κούνημα του δακτύλου", τότε τι είναι;

Η Amazon, επίσης, μόνο το 2020 δαπάνησε 42,7 δισ. δολάρια για έρευνα και ανάπτυξη, ενώ απασχολεί πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα σε όλο τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, η εταιρεία απασχολεί περισσότερους ανθρώπους απ' ό,τι ολόκληρη η βιομηχανία κατασκευής κατοικιών: έναν στους 153 εργαζόμενους Αμερικανούς.[46] Αν πρόκειται για τεμπέληδες πλουσιόπαιδες, είναι ιδιότυπα μαζοχιστές: γιατί να μην επαναπαυτούν στις δάφνες τους, να απολύσουν τους πάντες και να σταματήσουν να ξοδεύουν; Και ποιος, βλέποντας αυτούς τους αριθμούς, θα μπορούσε πραγματικά να πιστέψει -μαζί με τους μετα-εργατιστές- ότι οι καπιταλιστές είναι πλέον εξωτερικοί στην παραγωγή; 

Ακόμη, μια προσεκτική ανάλυση των ισολογισμών της Google, της Amazon και του Facebook δείχνει ότι διαθέτουν λιγότερα άυλα περιουσιακά στοιχεία από άλλες μεγάλες εταιρείες -στην πραγματικότητα, σήμερα κατέχουν σχετικά λιγότερα άυλα περιουσιακά στοιχεία από ό,τι πριν από δέκα με δεκαπέντε χρόνια.[47]Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί: όλα αυτά τα δεδομένα απαιτούν εκτεταμένα φυσικά δίκτυα και τεράστια κέντρα δεδομένων- αλλά τέτοιες τάσεις δημιουργούν ένα μεγάλο κενό στα επιχειρήματα που υπερτονίζουν τα άυλα περιουσιακά στοιχεία.

Ο Durand πρέπει σίγουρα να γνωρίζει κάποιους από αυτούς τους αριθμούς. Η δυνητική του διέξοδος από αυτή την αναλυτική δυσχερή θέση είναι η έννοια της "αρπαγής" - δανεισμένη από την ανάλυση του Veblen για την αμερικανική αστική τάξη της belle-époque στο The Theory of the Leisure Class (1899) και να υποστηρίξει ότι αυτές οι μαζικές επενδύσεις χρηματοδοτούν τις δυνάμεις της αρπαγής και όχι τις δυνάμεις της παραγωγής. Υπάρχουν, πράγματι, πολλοί ενδιαφέροντες τρόποι να χρησιμοποιηθεί το αναλυτικό πλαίσιο του Veblen -για παράδειγμα, η διάκρισή του μεταξύ της βιομηχανίας που προσανατολίζεται στην αποδοτικότητα και των επιχειρήσεων που προσανατολίζονται στο χρήμα- για να υποστηριχθεί ότι αυτό που πραγματικά κινεί τους καπιταλιστές δεν είναι απλά η επιδίωξη του κέρδους, αλλά, μάλλον, η ικανότητα να επιδίδονται σε σαμποτάζ, για να εξασφαλίσουν ότι οι σημερινοί ληστές βαρόνοι θα λάβουν όχι μόνο τα κέρδη που αναμένουν, αλλά και υψηλότερα κέρδη από τους ανταγωνιστές τους.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια εμφανίστηκε μια νέα προσέγγιση της πολιτικής οικονομίας, γνωστή ως Κεφάλαιο ως Εξουσία (Capital as Power (CasP)), για να κάνει ακριβώς αυτό, εισάγοντας την έννοια της "διαφορικής συσσώρευσης" για να περιγράψει τέτοιες δυναμικές.[48]Οι οπαδοί της, οι οποίοι συγκεντρώνονται κυρίως στο Πανεπιστήμιο York στον Καναδά, έχουν επικρίνει τόσο τα μαρξιστικά όσο και τα νεοκλασικά οικονομικά -χρησιμοποιώντας ορισμένα στέρεα και πειστικά επιχειρήματα- ότι παραβλέπουν αυτές τις δυναμικές "σαμποτάζ" και αγνοούν τον συστατικό ρόλο της εξουσίας στον καπιταλισμό στο σύνολό του. Αυτή η προσέγγιση έχει τροφοδοτήσει ορισμένες ενδιαφέρουσες πρόσφατες έρευνες για την τεχνολογική βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης μιας εμπειρικά πλούσιας εργασίας για το τεχνοεπιστημονικό ενοίκιο και την περιουσιοποίηση, με γνώσεις από τις σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας.[49]

Η δυσκολία της ένταξης του Μαρξ και του Veblen σε ένα ενιαίο αναλυτικό πλαίσιο εδώ -κάτι που επιχειρεί και ο Ντουράν σε ένα πρόσφατο δοκίμιο- έγκειται στο ότι ο Μαρξ έβλεπε τη ληστεία και το σαμποτάζ ως αναπόσπαστο μέρος της φεουδαρχίας και όχι του καπιταλισμού.[50]  Για τον Veblen, αυτά είναι ένστικτα που υπάρχουν σε όλους τους καπιταλιστές, ακόμη και αν εκείνοι που έχουν τον έλεγχο των άυλων περιουσιακών στοιχείων μπορεί να είναι σε καλύτερη θέση για να ενεργήσουν σύμφωνα με αυτά. Ο Μαρξ, ωστόσο, έβλεπε τελικά τους καπιταλιστές ως παραγωγικούς- αν μπορούσε κανείς να μιλήσει για σαμποτάζ, αυτό θα ήταν δυνατό μόνο στο συστημικό επίπεδο του καπιταλισμού στο σύνολό του και όχι στο επίπεδο των μεμονωμένων καπιταλιστών. Ο Durand θέλει σαφώς να παραμείνει με τον Μαρξ και όχι με τον Veblen. Ωστόσο, αυτό θα απαιτούσε να διευκρινιστεί ποιες ακριβώς είναι αυτές οι "δυνάμεις της αρπαγής" και πώς σχετίζονται με τη συσσώρευση και όλες τις ακανθώδεις συζητήσεις σχετικά με την "πρωταρχική συσσώρευση" - μια θεωρητική πρόκληση που ο Durand, έχοντας ασχοληθεί με τη "συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης" στο Fictitious Capital, γνωρίζει πολύ καλά. Διαφορετικά, δεν είναι σαφές γιατί η μαρξική θεωρία θα χρειαζόταν αυτό το εξαιρετικά διφορούμενο θεωρητικό κάλυμμα της "αρπαγής", όταν οι δικές της κατηγορίες -το κέρδος και η καπιταλιστική παραγωγή, καθώς και το ενοίκιο και ο ενοικιασμός- αρκούν για να εξηγήσουν την επιτυχία της Google.

Ο ίδιος ο Μαρξ ήταν κατηγορηματικός σχετικά με το γεγονός ότι οι πλήρως αυτοματοποιημένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις όχι μόνο ιδιοποιούνται την υπεραξία που προέρχεται από αλλού -σε αυτό συμφωνούν τόσο ο Foley όσο και ο Durand- αλλά ότι το κάνουν ως κέρδη και όχι ως ενοίκιο. Αυτές οι αυτοματοποιημένες επιχειρήσεις είναι εξίσου καπιταλιστικές με τις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται άμεσα τη μισθωτή εργασία. Όπως γράφει ο Μαρξ στον 3ο τόμο του ‘’Κεφαλαίου’’:[51]

‘’Εξάλλου, ένας κεφαλαιοκράτης, που στη σφαίρα της παραγωγής του δεμ θα χρησιμοποιούσε καθόλου μεταβλητό κεφάλαιο και, επομένως, καθόλου εργάτες (κάτι που πράγματι αποτελεί υπερβολική προϋπόθεση), θα ενδιαφερόταν εξἰσου για την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο και θα έβγαζε εξίσου το κέρδος του από απλήρωτη εργασία, όπως θα το έβγαζε περίπου και ένα κεφαλαιοκράτης ο οποίος (πρόκειται πάλι για υπερβολική προϋπόθεση) θα χρησιμοποιούσε μόνο μεταβλητό κεφάλαιο...’’

Η τεχνο-φεουδαρχική θέση δεν προέρχεται από την πρόοδο της σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας, αλλά από την προφανή αδυναμία της να κατανοήσει την ψηφιακή οικονομία - τι ακριβώς παράγεται σε αυτήν και πώς. Αν κάποιος δεχτεί ότι η Google ασχολείται με την παραγωγή εμπορευμάτων αποτελεσμάτων αναζήτησης -μια διαδικασία που απαιτεί τεράστιες επενδύσεις κεφαλαίου- δεν υπάρχει μεγάλη δυσκολία να την αντιμετωπίσει ως μια κανονική καπιταλιστική επιχείρηση που ασχολείται με την κανονική καπιταλιστική παραγωγή. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ψηφιακοί γίγαντες δεν ακολουθούν ένα σωρό άλλες τακτικές για να παγιώσουν τη δύναμή τους, να αξιοποιήσουν τα χαρτοφυλάκια πατεντών τους, να κλειδώσουν τους χρήστες τους και να εμποδίσουν κάθε πιθανό ανταγωνισμό, συχνά αγοράζοντας νεοφυείς επιχειρήσεις, εκτός από τις περιουσίες που ξοδεύουν για να κερδίσουν την υποστήριξη των νομοθετών στο Καπιτώλιο. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός είναι μια δυσάρεστη υπόθεση και μπορεί να είναι ακόμη πιο δυσάρεστη όταν πρόκειται για ψηφιακά προϊόντα. Αλλά αυτό δεν είναι λόγος να πέσουμε στους αναλυτικούς βάλτους του γνωσιακού καπιταλισμού, του χρηστισμού ή της τεχνο-φεουδαρχίας. Τόσο ο Βέμπλεν όσο και ο Μαρξ μπορεί να είναι απαραίτητοι αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις τακτικές των μεμονωμένων επιχειρήσεων και τις συστημικές συνέπειες των ενεργειών τους.Υπό αυτή την έννοια, οι μαρξιστές μπορούν να μάθουν πολλά από τη σχολή του "Κεφαλαίου ως Δύναμη". Αλλά για να μπορέσει οποιαδήποτε από τις δύο προσεγγίσεις να κάνει μεγάλα βήματα προς τα εμπρός, πρέπει να είναι κανείς τουλάχιστον ξεκάθαρος σχετικά με τα επιχειρηματικά μοντέλα των εν λόγω επιχειρήσεων. Η προσήλωση σε ορισμένες πτυχές τους -απλά και μόνο επειδή εντοπίζει κανείς μια περίσσεια δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ή σημάδια χρηματιστικοποίησης, ή κάποια άλλη ανησυχητική διαδικασία- δεν πρόκειται να παράσχει μια ολοκληρωμένη εικόνα αυτών των μοντέλων.





Αναφορές

[45]Duncan Foley, ‘Rethinking Financial Capitalism and the “Information” Economy’, Review of Radical Political Economics, vol. 45, no. 3, September 2013.

[46] Dominick Reuter, ‘1 out of Every 153 American Workers Is an Amazon Employee’, Business Insider, 30 July 2021

[47] Kean Birch, D. T. Cochrane, and Callum Ward, ‘Data as Asset? The Measurement, Governance, and Valuation of Digital Personal Data by Big Tech’, Big Data & Society, vol. 8, no. 1, May 2021.

]48] Το παραδειγματικό κείμενο σε αυτήν την προσέγγιση  είναι το, Capital as Power: A Study of Order and Creorder  των Jonathan Nitzan και Shimshon Bichler. Για μια μαρξιστική κριτική αυτής της προσέγγισης βλ. Bue Rübner Hansen, ‘Review of Nitzan and Bichler’s Capital as Power: A Study of Order and Creorder’, Historical Materialism, vol. 19, no. 2, April 2011.

[49] Kean Birch and Fabian Muniesa, eds, Assetization: Turning Things into Assets in Technoscientific Capitalism, Boston 2020; Birch, ‘Technoscience Rent: Toward a Theory of Rentiership for Technoscientific Capitalism’, Science, Technology, & Human Values, vol. 45, no. 1, February 2020; Birch and D. T. Cochrane, ‘Big Tech: Four Emerging Forms of Digital Rentiership’, Science as Culture, May 2021.

[50] Durand, ‘Predation in the Age of Algorithms: The Role of Intangible Assets’, in Marlène Benquet and Théo Bourgeron, eds, Accumulating Capital Today: Contemporary Strategies of Profit and Dispossessive Policies, London 2021, pp. 149–62

[51] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο. Τομ 3 σελ., 249-250, μτφρ. Π. Μαυρομμάτης. Συγχρονη Εποχή 1978

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

Tεχνο-Φεουδαρχία – Κριτική του Τεχνο-Φεδουαρχικού Λόγου (7): Καπιταλισμός!!! Ακόμη;

 Μέχρι πρόσφατα, το μεγαλύτερο μέρος της σοβαρής έρευνας για τη νεο- και τεχνο-φεουδαρχία από την Αριστερά (όπως ο Neckel και ο Supiot), την προσέγγιζε ως κοινωνικοπολιτικό και όχι ως οικονομικό σύστημα. Η δημοσίευση του Techno-féodalisme από τον Γάλλο οικονομολόγο Cédric Durand,  αντιπροσωπεύει την πιο σημαντική προσπάθεια μέχρι σήμερα για μια σοβαρή εξέταση των σχετικών οικονομικών λογικών. Ο Durand έγινε γνωστός με το Fictitious Capital (2014), μια διεισδυτική ανάλυση των σύγχρονων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. 



Σε αντίθεση με τις υποθέσεις ορισμένων αριστερών, ο Durand υποστήριξε ότι οι χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες δεν είναι απαραίτητα  "ληστρικές": σε ένα καλά λειτουργικό σύστημα, θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην προώθηση της καπιταλιστικής παραγωγής, διευκολύνοντας, για παράδειγμα, την προχρηματοδότηση. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, αυτό το φιλικό προς τη συσσώρευση χαρακτηριστικό της σύγχρονης χρηματοδότησης -ο Durand το ονομάζει απλώς "καινοτομία"- ξεπεράστηκε από δύο πιο δυσοίωνες δυναμικές. Η πρώτη, που είχε τις ρίζες της στη λογική της απαλλοτρίωσης, όπως τη θεωρητικοποίησε ο Harvey, αφορούσε ισχυρά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αξιοποιούσαν τις διασυνδέσεις τους με το κράτος για να ανακατευθύνουν περισσότερο δημόσιο χρήμα προς τους ίδιους.Εδώ επιστρέφουμε στα "εξωοικονομικά" μέσα απόσπασης ή, ακριβέστερα, αναδιανομής της αξίας, που υποστηρίζονται από τους στενούς δεσμούς μεταξύ της Wall Street και της Ουάσινγκτον. Η δεύτερη δυναμική, που έχει τις ρίζες της στη λογική του παρασιτισμού που θεωρητικοποίησε ο Λένιν στην ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό, αναφερόταν στις διάφορες πληρωμές -τόκοι, μερίσματα, αμοιβές διαχείρισης- που οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις πρέπει να καταβάλλουν στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες βρίσκονται εντελώς έξω από την παραγωγική διαδικασία.

Σύμφωνα με τον Durand, τα μέτρα διάσωσης που ακολούθησαν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 εκτόξευσαν τη δυναμική της απαλλοτρίωσης και του παρασιτισμού, καταστέλλοντας τη δυναμική της καινοτομίας. "Είναι αυτό το πράγμα καπιταλισμός;", αναρωτιέται στις τελευταίες σελίδες του Fictitious Capital. 'Ο θάνατος του συστήματος αυτού έχει προαναγγελθεί χίλιες φορές. Αλλά τώρα μπορεί κάλιστα να έχει αρχίσει - σχεδόν σαν από ατύχημα". Αυτή δεν θα ήταν η πρώτη "σχεδόν τυχαία" μετάβαση σε ένα νέο οικονομικό καθεστώς- ο Brenner περιέγραψε κάποτε τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Αγγλία ως "την ακούσια συνέπεια των φεουδαρχικών φορέων που επιδίωκαν φεουδαρχικούς στόχους με φεουδαρχικούς τρόπους."[41]  Έτσι, η ιδέα ότι οι χρηματοδότες, παίρνοντας τον εύκολο δρόμο -αφιερώνοντας τους εαυτούς τους αποκλειστικά στην πολιτικά οργανωμένη αναδιανομή προς τα πάνω και στον υποστηριζόμενο από τα μεγάλα εισοδήματα παρασιτισμό- θα μπορούσαν να επιταχύνουν τη μετάβαση σε ένα μετακαπιταλιστικό καθεστώς, ήταν όχι μόνο εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αλλά και θεωρητικά αληθοφανής.

Στο νέο του βιβλίο, Techno-féodalisme, ο Durand επιμένει στο διαφαινόμενο τέλος του καπιταλισμού, αλλά αναθέτει το έργο του ενταφιασμού του στις εταιρείες τεχνολογίας. Το Fictitious Capital είχε ήδη εξετάσει το λεγόμενο παζλ κέρδους-επενδύσεων: όταν ο καπιταλισμός λειτουργεί καλά, υψηλότερα κέρδη θα πρέπει να σημαίνουν υψηλότερες επενδύσεις- το νόημα του να είσαι καπιταλιστής είναι να μην μένεις ποτέ στάσιμος. Και όμως, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 και μετά, δεν υπήρξε τέτοια σύνδεση: τα κέρδη αυξήθηκαν στις προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες -με σκαμπανεβάσματα- αλλά οι επενδύσεις παρέμειναν στάσιμες ή μειώθηκαν. Έχουν δοθεί πολλές εξηγήσεις για να εξηγηθεί αυτό, όπως η μεγιστοποίηση της αξίας των μετόχων, η αυξανόμενη μονοπώληση ή οι τοξικές επιπτώσεις της συνεχώς επιταχυνόμενης χρηματιστικοποίησης. Ο Durand δεν επινόησε νέους αιτιώδεις παράγοντες. Αντ' αυτού, επέλεξε να υποστηρίξει ότι "το αίνιγμα των κερδών χωρίς συσσώρευση είναι, τουλάχιστον εν μέρει, τεχνητό" - μια στατιστική ψευδαίσθηση, που δημιουργήθηκε από την αδυναμία μας να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης.

Από τη μία πλευρά, ορισμένες επιχειρήσεις είχαν βρει τρόπους να κερδίζουν περισσότερα χρήματα χωρίς πρόσθετες επενδύσεις. Η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιοποίηση επέτρεψαν στις κορυφαίες επιχειρήσεις του Παγκόσμιου Βορρά - σκεφτείτε τη Walmart - να αξιοποιήσουν τη θέση τους στην κορυφή των παγκόσμιων αλυσίδων εμπορευμάτων προκειμένου να αποσπάσουν χαμηλότερες τιμές για τα τελικά ή ενδιάμεσα αγαθά από τους φορείς που βρίσκονται χαμηλότερα στην αλυσίδα. Από την άλλη πλευρά, όταν οι καπιταλιστές από τον Παγκόσμιο Βορρά έκαναν επενδύσεις, αυτές πήγαιναν όλο και περισσότερο στον Παγκόσμιο Νότο. Έτσι, η εξέταση της δυναμικής κερδών-επενδύσεων μέσα από το πρίσμα μεμονωμένων χωρών του Παγκόσμιου Βορρά -των ΗΠΑ, για παράδειγμα- δεν μας λέει πολλά. Χρειάζεται μια παγκόσμια θεώρηση για να δούμε πώς ακριβώς τα κέρδη αντιστοιχούν στις επενδύσεις.

Με το Techno-féodalisme, ο Durand εντάσσεται στην αυξανόμενη χορωδία που εξηγεί το παζλ του κέρδους-επένδυσης δίνοντας έμφαση στο ρόλο των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των άυλων αγαθών -συμπεριλαμβανομένης της κατοχής δεδομένων- που επιτρέπουν στις γιγαντιαίες επιχειρήσεις μας να αποσπούν τεράστια κέρδη από τις αλυσίδες εφοδιασμού τους, εστιάζοντας σε εκείνες τις πτυχές που έχουν τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους.[41]  Σε έναν βαθμό, πρόκειται για μια επεξεργασία του επιχειρήματος του Durand από το 2014, αλλά με πολύ μεγαλύτερη προσοχή στις πραγματικές λειτουργίες των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού και στον ρόλο που διαδραματίζουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στην κατανομή της εξουσίας στο εσωτερικό τους. Για ορισμένες από τις επιχειρήσεις που εξετάζει, το αίνιγμα των κερδών χωρίς επενδύσεις δεν είναι πλέον τεχνητό, όπως ήταν στο Fictitious Capital: στην πραγματικότητα δεν επενδύουν πολύ, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, ανεξάρτητα από τα επίπεδα των κερδών τους. Είτε επιστρέφουν τα κέρδη τους στους μετόχους σε μερίσματα είτε αγοράζουν τις δικές τους μετοχές- ορισμένες, όπως η Apple, κάνουν και τα δύο.

Το Techno-féodalisme υποστηρίζει ότι η άνοδος των άυλων αγαθών, που συνήθως συγκεντρώνονται στα πιο κερδοφόρα σημεία της παγκόσμιας αλυσίδας αξίας, οδήγησε στην εμφάνιση τεσσάρων νέων τύπων ενοικίου.[42] Δύο από αυτά - τα νομικά μισθώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα μισθώματα φυσικού μονοπωλίου - φαίνονται γνωστά: το πρώτο αναφέρεται στα μισθώματα που προέρχονται από τις πατέντες, τα πνευματικά δικαιώματα και τα εμπορικά σήματα- το δεύτερο στα μισθώματα που προέρχονται από την ικανότητα των επιχειρήσεων τύπου Walmart να ενσωματώνουν ολόκληρη την αλυσίδα και να παρέχουν τις υποδομές που απαιτούνται σε αυτήν. Τα άλλα δύο - τα δυναμικά μισθώματα καινοτομίας και τα άυλα διαφορικά μισθώματα - ακούγονται πιο περίπλοκα. Αλλά και αυτά, επίσης, αποτυπώνουν σχετικά σαφή και διακριτά φαινόμενα: το πρώτο αναφέρεται σε πολύτιμα σύνολα δεδομένων που αποτελούν αποκλειστική ιδιοκτησία αυτών των επιχειρήσεων, ενώ το δεύτερο αναφέρεται στην ικανότητα των επιχειρήσεων εντός μιας ενιαίας αλυσίδας αξίας να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους (οι επιχειρήσεις που κατέχουν κυρίως άυλα περιουσιακά στοιχεία μπορούν να το κάνουν αυτό ταχύτερα και φθηνότερα).

Η ταξινόμηση του Durand είναι κομψή. Οπλισμένος με αυτές τις κατηγορίες, αρχίζει να βλέπει παντού πλουτοπαραγωγούς -όχι σε αντίθεση με τους θεωρητικούς του γνωσιακού καπιταλισμού, στους οποίους άσκησε ήπια κριτική στο Fictitious Capital- και πουθενά καπιταλιστές. "Η άνοδος της ψηφιακής τεχνολογίας", καταλήγει, "τροφοδοτεί μια γιγαντιαία οικονομία του ενοικίου", επειδή "ο έλεγχος της πληροφορίας και της γνώσης, δηλαδή η πνευματική μονοπώληση, έχει γίνει το πιο ισχυρό μέσο για τη σύλληψη της αξίας". Κλείνοντας το μάτι στις θεωρήσεις της McKenzie Wark επί του θέματος  [43], ο Durand επιστρέφει στο ερώτημα που έθεσε το 2014: είναι αυτός ακόμα καπιταλισμός; Η επιτακτική ανάγκη για επενδύσεις με σκοπό τη βελτίωση της παραγωγικότητας, τη μείωση του κόστους και την αύξηση των κερδών ήταν αυτή που εξασφάλιζε τη δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτή η επιταγή οφειλόταν στους καπιταλιστές που λειτουργούσαν υπό την πίεση του ανταγωνισμού της αγοράς, με τη δυνατότητα ανταλλαγής των εμπορευμάτων, της εργασίας και της τεχνολογίας - αποτέλεσμα, όπως υποστήριξε ο Brenner, της διάλυσης της "συγχώνευσης" αυτών των τριών παραγόντων στη φεουδαρχία.

Η άνοδος των άυλων αγαθών -αλλά κυρίως των δεδομένων- αντιστρέφει την καπιταλιστική διάσπαση αυτής της συγχώνευσης, υποστηρίζει ο Durand: αν τα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία είναι αδιαχώριστα από τους χρήστες που τα παράγουν και από τις πλατφόρμες στις οποίες παράγονται, τότε μπορούμε να διαβάσουμε την ψηφιακή οικονομία ως μια νέα "συγχώνευση" των κύριων συντελεστών παραγωγής, έτσι ώστε να παρεμποδίζεται η κινητικότητά τους. Με απλούστερους όρους, είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα στους περιφραγμένους κήπους των τεχνολογικών εταιρειών, με τα δεδομένα μας - τα οποία εξάγονται προσεκτικά, καταγράφονται και μετατρέπονται σε χρήμα - να μας συνδέουν για πάντα με αυτές. Αυτό αποδυναμώνει τα αποτελέσματα του ανταγωνισμού της αγοράς που προκαλούν την παραγωγικότητα, δίνοντας σε αυτούς που ελέγχουν τα άυλα αγαθά μια εντυπωσιακή ικανότητα να ιδιοποιούνται αξία χωρίς να χρειάζεται ποτέ να ασχοληθούν με την παραγωγή. "Σε αυτή τη διαμόρφωση", γράφει ο Durand, "οι επενδύσεις δεν προσανατολίζονται πλέον προς την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά προς τις δυνάμεις της αρπαγής." [44]

Μπορεί ο παρασιτισμός και η απαλλοτρίωση να μην αποτελούν πλέον μέρος του λεξιλογίου του Durand στο Techno-féodalisme -αντικαθίστανται από τη "λεηλασία", καθώς ο Harvey και ο Lenin απορρίπτονται υπέρ του Thorstein Veblen, και η χρηματοδότηση δίνει τη θέση της στη βιομηχανία τεχνολογίας- αλλά η λογική δεν είναι τόσο διαφορετική από εκείνη του Fictitious Capital.

Αυτό που προσδίδει στην ψηφιακή οικονομία την ιδιότυπη νεο- και τεχνο-φεουδαρχική της γεύση είναι ότι, ενώ οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να υφίστανται εκμετάλλευση με όλους τους παλιούς καπιταλιστικούς τρόπους, οι νέοι ψηφιακοί γίγαντες, οπλισμένοι με εξελιγμένα μέσα αρπαγής, είναι αυτοί που επωφελούνται περισσότερο. Ανάλογα με τους φεουδάρχες, καταφέρνουν να ιδιοποιούνται τεράστια κομμάτια της παγκόσμιας μάζας της υπεραξίας χωρίς ποτέ να εμπλέκονται άμεσα στην εκμετάλλευση της εργασίας ή στην παραγωγική διαδικασία. Ο Durand βασίζεται στο έργο της Zuboff για να δείξει την κρυφή κυριαρχία που ασκεί ο "Μεγάλος Άλλος" των μεγάλων δεδομένων, υποστηρίζοντας ότι το μυστικό της επιτυχίας της Google έγκειται στην ικανότητά της να εξάγει, να συγκεντρώνει και να κερδίζει από μια ποικιλία συνόλων δεδομένων. Απολαμβάνει ένα αποτελεσματικό μονοπώλιο λόγω των δικτυακών επιδράσεων και των εντυπωσιακών οικονομιών κλίμακας: θα επωφεληθεί περισσότερο από κάθε νέο σύνολο δεδομένων από ό,τι θα μπορούσε να επωφεληθεί μια νεοφυής επιχείρηση, καθιστώντας τον ανταγωνισμό πολύ πιο δύσκολο.

Υπάρχει πολλή σοφία, καθώς και βασική κοινή λογική, σε τέτοια συμπεράσματα. Όμως, η συνολική τάση του επιχειρήματος στρέφεται υπερβολικά προς το χρήστη, καθώς ο Durand, όπως και η Zuboff, αγνοεί τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει η ευρετηρίαση στη συνολική λειτουργία της Google. Εδώ είναι πιο δύσκολο να επικαλεστεί κανείς έννοιες όπως η "πνευματική μονοπώληση", διότι οι σελίδες τρίτων με τις οποίες η Google συνδέεται για να παράγει το εμπόρευμα των αποτελεσμάτων αναζήτησης παραμένουν ιδιοκτησία των εκδοτών τους- η Google δεν κατέχει τα αποτελέσματα που ευρετηριάζει. Θεωρητικά, οποιαδήποτε άλλη εταιρεία με καλή κεφαλαιοποίηση θα μπορούσε να κατασκευάσει μια τεχνολογία ανίχνευσης ιστού για την ευρετηρίασή του. Μπορεί να είναι εξαιρετικά ακριβή, αλλά δεν πρέπει να συγχέουμε τέτοια εμπόδια με μια κατάσταση που μοιάζει με ενοίκιο: αυτό που είναι ακριβό για μια νεοσύστατη επιχείρηση του Βερολίνου μπορεί να είναι σχετικά προσιτό για την ιαπωνική SoftBank, με το Vision Fund των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η εκτεταμένη κατοχή δεδομένων της Google είναι ένα διαφορετικό θέμα- αξίζει να συζητηθεί το θέμα του ενοικίου. Αλλά δεν μπορεί κανείς να προσποιείται ότι οι δραστηριότητές της  αφορούν μόνο δεδομένα, σαν να ήταν η Google ένας απλός ενοικιαστής - και όχι μια τυπική καπιταλιστική επιχείρηση.

Αναφορές

[40] Βλ. Chris Harman and Robert Brenner, ‘The Origins of Capitalism’, International Socialism, no. 111, summer 2006

[41] Özgür Orhangazi, ‘The Role of Intangible Assets in Explaining the Investment–Profit Puzzle’, Cambridge Journal of Economics, vol. 43, no. 5, March 2019, pp. 1251–86; Herman Mark Schwartz, ‘Global Secular Stagnation and the Rise of Intellectual Property Monopoly’, Review of International Political Economy, 2021, pp. 1–26

[42] Ο Durand συζητά επίσης αυτή την τυπολογία σε ένα άρθρο που συνέγραψε με τον William Milberg ‘Intellectual Monopoly in Global Value Chains’, Review of International Political Economy, vol. 27, no. 2, September 2020. For illuminating case studies, see Céline Baud and Cédric Durand, ‘Making Profits by Leading Retailers in the Digital Transition: A Comparative Analysis of Carrefour, Amazon and WalMart (1996-2019)’, Working Papers of the Department of History, Economics and Society, University of Geneva, April 2021. 

[43] McKenzie Wark. Capital Is Dead: Is This Something Worse?, London and New York 2021 

[44] Η Αργεντίνα οικονομολόγος Cecilia Rikap, άλλοτε συν-συγγραφέας του Durand, διατυπώνει παρόμοια επιχειρήματα για την αρπαγή, αντλώντας επίσης από τον Veblen, στο πρόσφατο βιβλίο της για αυτό που αποκαλεί "καπιταλισμό του πνευματικού μονοπωλίου" (βλέπε Cecilia Rikap, Capitalism, Power and Innovation: Intellectual Monopoly Capitalism Uncovered, Λονδίνο 2021). Δεν ακολουθεί τον Durand στην ανίχνευση φεουδαρχικών τάσεων στην παγκόσμια οικονομία, επιλέγοντας τη φιλική προς τον Wallerstein περιγραφή που βλέπει τις κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας ως καπιταλιστές που μοχλεύουν τόσο την εκμετάλλευση όσο και την απαλλοτρίωση, απορροφώντας υπεραξία όπου μπορούν να τη βρουν



Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Tεχνο-Φεουδαρχία – Κριτική του Τεχνο-Φεδουαρχικού Λόγου (6): Οι Ψηφιακές τύχες και η Google

Οι θεωρητικοί της τεχνο-φεουδαρχίας συμμερίζονται την υπόθεση του γνωσιακού καπιταλισμού ότι κάτι στη φύση των δικτύων πληροφοριών και δεδομένων ωθεί την ψηφιακή οικονομία προς την κατεύθυνση της φεουδαρχικής λογικής του ενοικίου και της απαλλοτρίωσης, αντί της καπιταλιστικής λογικής του κέρδους και της εκμετάλλευσης. Τι είναι αυτό; Μια προφανής εξήγηση παραπέμπει στην τεράστια ανάπτυξη των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και στις ιδιόμορφες σχέσεις εξουσίας που εγκαθιδρύουν. Ήδη από το 1995, ο Peter Drahos, ένας Αυστραλός νομικός, προειδοποίησε για τη διαφαινόμενη "φεουδαρχία της πληροφορίας". Φανταζόμενος τον κόσμο του 2015 στο πρώτο μισό του άρθρου του -σχεδόν σε όλα ήταν σωστός- στο δεύτερο μισό, υποστήριξε ότι η επέκταση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε αφηρημένα αντικείμενα, όπως οι αλγόριθμοι, θα οδηγούσε στον πολλαπλασιασμό της ιδιωτικής και αυθαίρετης εξουσίας.[34] (Ομοίως, η κριτική του Supiot στη φεουδαρχία ισχυρίζεται ότι τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επέτρεψαν τον τυπικό διαχωρισμό της ιδιοκτησίας των αντικειμένων από τον έλεγχό τους – ένα πισωγύρισμα στο παρελθόν.)


Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ψηφιακής οικονομίας που μοιάζει να ταιριάζει με τα φεουδαρχικά μοντέλα -ιδιαίτερα με τη μαρξική εκδοχή του τρόπου παραγωγής- είναι ο παράξενος, σχεδόν μυστικός τρόπος με τον οποίο οι χρήστες των ψηφιακών υπηρεσιών αναγκάζονται να αποχωριστούν τα δεδομένα τους. Όπως όλοι γνωρίζουμε, η χρήση ψηφιακών τεχνουργημάτων παράγει ίχνη δεδομένων, ορισμένα από τα οποία στη συνέχεια συγκεντρώνονται - πιθανώς αποδίδοντας πληροφορίες που μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση των υφιστάμενων υπηρεσιών, στην τελειοποίηση των μοντέλων μηχανικής μάθησης και στην εκπαίδευση της τεχνητής νοημοσύνης, ή να χρησιμοποιηθούν για την ανάλυση και την πρόβλεψη της συμπεριφοράς μας, τροφοδοτώντας τη διαδικτυακή αγορά της συμπεριφορικής διαφήμισης. Οι άνθρωποι είναι το κλειδί για την ενεργοποίηση των διαδικασιών συλλογής δεδομένων που περιβάλλουν αυτά τα ψηφιακά αντικείμενα. Χωρίς εμάς, πολλά από τα αρχικά ίχνη δεδομένων δεν θα είχαν παραχθεί ποτέ. Στις μέρες μας, τα δημιουργούμε συνεχώς - όχι μόνο όταν ανοίγουμε τα προγράμματα περιήγησης, χρησιμοποιούμε εφαρμογές παιχνιδιών ή κάνουμε αναζήτηση στο διαδίκτυο, αλλά με αμέτρητους τρόπους στους χώρους εργασίας, στα αυτοκίνητα, στα σπίτια μας - ακόμη και στις έξυπνες τουαλέτες μας.

Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ, από πλευράς καπιταλισμού; Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, μαζί με τους θεωρητικούς του γνωσιακού καπιταλισμού, ότι οι χρήστες είναι στην πραγματικότητα εργαζόμενοι, με τις τεχνολογικές πλατφόρμες να ζουν από την "δωρεάν ψηφιακή εργασία" τους- χωρίς την αλληλεπίδρασή τους με όλα αυτά τα ψηφιακά αντικείμενα, δεν θα υπήρχαν πολλές ψηφιακές διαφημίσεις προς πώληση και η κατασκευή προϊόντων τεχνητής νοημοσύνης θα γινόταν πιο ακριβή.[35] Μια άλλη άποψη, κορυφαία εκπρόσωπος της οποίας είναι η Shoshana Zuboff, συγκρίνει τις ζωές των χρηστών με τα παρθένα εδάφη μιας μακρινής, μη καπιταλιστικής χώρας, που απειλούνται από τις εξορύξεις των ψηφιακών κολοσσών. Καταδικασμένοι σε "ψηφιακή απαλλοτρίωση", όπως το θέτει η ίδια στο The Age of Surveillance Capitalism (2018), "είμαστε οι ιθαγενείς λαοί των οποίων οι σιωπηρές αξιώσεις αυτοδιάθεσης έχουν εξαφανιστεί από τους χάρτες της δικής μας εμπειρίας.’’[36] Όχι η μαρξική σχέση Ε-Χ-Ε (Εμπόρευμα - Χρήμα – Εμπόρευμα) ακριβώς αλλά η αίσθηση είναι ξεκάθαρη.

Η Zuboff παίρνει αποστάσεις από τις θεωρίες της "ψηφιακής εργασίας" -στην πραγματικότητα, από την εξέταση της εργασίας συνολικά. Κατά συνέπεια, δεν έχει πολλά να πει για την εκμετάλλευση- οι καπιταλιστές επιτήρησης, όπως φαίνεται, δεν κάνουν πολλά από αυτά.[37] Αντίθετα, αντλεί από τη "συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης" του Harvey, παρουσιάζοντάς την ως μια συνεχή διαδικασία. Αναλύει διεξοδικά τις περίπλοκες διαδικασίες της Google για την απόσπαση και απαλλοτρίωση των δεδομένων των χρηστών. Ο όρος "απαλλοτρίωση" εμφανίζεται σχεδόν εκατό φορές στο βιβλίο, συχνά σε πρωτότυπους συνδυασμούς με άλλους όρους - "κύκλος απαλλοτρίωσης", "συμπεριφορική απαλλοτρίωση", "απαλλοτρίωση της ανθρώπινης εμπειρίας", "βιομηχανία απαλλοτρίωσης" και "μονομερής απαλλοτρίωση πλεονάσματος". Παρ' όλη την υποτιμητική γλώσσα που χρησιμοποιεί για τους χρήστες ως "ιθαγενείς λαούς", το The Age of Surveillance Capitalism δεν αφήνει πολλές αμφιβολίες για το ότι η "απαλλοτρίωση" επιτυγχάνεται μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας και σε βιομηχανική κλίμακα - πράγμα που υποτίθεται ότι την κάνει να μοιάζει καπιταλιστική. Για τη Zuboff, ωστόσο, ο "καπιταλισμός" είναι κάτι που οι εταιρείες "διαπράττουν", όπως ατόπημα ή έγκλημα. Αν η διατύπωση ακούγεται παράξενη, είναι μια ακριβής απόδοση του τρόπου με τον οποίο η Zuboff αντιλαμβάνεται τον συγκεκριμένο -ισμό: σε γενικές γραμμές, ο "καπιταλισμός" είναι αυτό που συμβαίνει στους ανθρώπους όταν οι εταιρείες επιχειρούν.

Διαβάζοντας τις γλαφυρές περιγραφές της Zuboff για τη συμβολική και συναισθηματική βία, την εξαπάτηση και την απαλλοτρίωση που προωθούν την ψηφιακή οικονομία της Google, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί μιλάει για "καπιταλισμό επιτήρησης" και όχι "φεουδαρχία επιτήρησης." Στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου γράφει για "μια παρασιτική οικονομική λογική" - όχι και τόσο μακριά από την περίφημη ανάλυση του Λένιν για τα κέρδη των ραντιέρηδων που στηρίζουν τον "ιμπεριαλιστικό παρασιτισμό."[38] Το The Age of Surveillance Capitalism φλερτάρει με τη διατύπωση "φεουδαρχική" σε μερικά σημεία, χωρίς ποτέ να την υιοθετεί πλήρως. Με μια πιο προσεκτική εξέταση, ωστόσο, φαίνεται ότι το οικονομικό σύστημα που περιγράφει δεν είναι ούτε καπιταλισμός ούτε φεουδαρχία. Είναι αυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει, ελλείψει καλύτερου όρου, χρηστισμό (ή γιουζερισμό-userism) - σε άμεση αναλογία με τον ιταλικό εργατισμό. Οι Ιταλοί δεν μπορούσαν να φανταστούν πώς οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν διαθέτουν μισθωτή εργασία, θα μπορούσαν να αποκομίσουν καπιταλιστικά κέρδη απλώς προσελκύοντας υπεραξία που παράγεται αλλού- ως αποτέλεσμα, κατέληξαν να εισαγάγουν τραβηγμένες έννοιες όπως η "ελεύθερη ψηφιακή εργασία". Η Zuboff, με τη σειρά της, δεν μπορεί να φανταστεί ότι η ανθρώπινη εμπειρία, που συμπυκνώνεται σε δεδομένα τα οποία ιδιοποιούνται από τον χρήστη στο σημείο επαφής με τα ψηφιακά τεχνουργήματα, δεν είναι ο κύριος κινητήριος μοχλός πίσω από τα υπέρογκα κέρδη της Google.

Ο χρηστισμός (userism) υποστηρίζει ότι, από την Google έως το Facebook, το μεγαλύτερο μέρος των κερδών αυτών των εταιρειών προέρχεται από την απαλλοτρίωση των δεδομένων των χρηστών. Αλλά είναι έτσι τα πράγματα; Θα μπορούσαν να υπάρχουν άλλες εξηγήσεις; Αν υπάρχουν, η Zuboff δεν τις εξετάζει, παραθέτοντας μόνο στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη θέση της: οι χρήστες δίνουν δεδομένα στην Google. Η Google χρησιμοποιεί τα δεδομένα για την εξατομίκευση της διαφήμισης και τη δημιουργία cloud υπηρεσιών έντασης δεδομένων (ένα σημαντικό μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Google, για το οποίο η Zuboff λέει πολύ λίγα). Ως εκ τούτου, πρέπει να είναι η σύνδεση δεδομένων χρηστών-διαφήμισης που ευθύνεται για τα απροσδόκητα κέρδη της Google. Αλλά τί άλλο θα μπορούσε να είναι, δεδομένου ότι η συγγραφέας δεν συζητά καμία άλλη πτυχή των δραστηριοτήτων της Google;

Η Google ως εταιρεία

Για να γίνει πιο κατανοητό το επιχειρηματικό μοντέλο της Google, ας το συγκρίνουμε με το Spotify, την υπηρεσία ροής μουσικής από τη Σουηδία. Τα δυο μοντέλα είναι σχετικά παρόμοια: ενώ το Spotify έχει χρήστες που πληρώνουν και αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του, έχει επίσης πολλούς χρήστες που δεν πληρώνουν. Οι τελευταίοι μπορούν να μεταδίδουν μουσική δωρεάν, αλλά κάθε λίγα τραγούδια πρέπει να ακούνε διαφημίσεις. Παρά την πρόσφατη αστρική απόδοση της μετοχής του, το Spotify δεν είναι κερδοφόρο: το 2020, έχασε 810 εκατομμύρια δολάρια- αντίθετα, τα κέρδη της Alphabet, της μητρικής εταιρείας της Google, το 2020 ήταν 41 δισεκατομμύρια δολάρια, πολλά από τα οποία προέρχονται από τις διαφημιστικές δραστηριότητες της Google. Στην πραγματικότητα, η Spotify αιμορραγεί σε μετρητά από την ίδρυσή της: από το 2006 έως το 2018, την τελευταία χρονιά για την οποία είναι διαθέσιμα σχετικά στοιχεία, ξόδεψε 10 δισεκατομμύρια δολάρια σε συμφωνίες αδειοδότησης, πληρώνοντας μουσικές εταιρείες και, τελικά, καλλιτέχνες, για να μπορεί να μεταδίδει τους καταλόγους τους.

Οπότε, προκύπτει το ερώτημα: τί στην ευχή μπίζνες κάνει η Spotify; Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι πουλάει ένα πολύ ιδιόμορφο εμπόρευμα: μια μοναδική, εξατομικευμένη εμπειρία χρήστη που παρέχει πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο σε μια σχεδόν άπειρη συλλογή μουσικής. Κατά την άποψη ενός οξυδερκούς αναλυτή: η μουσική (που αποτελεί εμπόρευμα ως άδεια χρήσης) είναι απλώς μία από τις πολλές εισροές, αν και είναι η πιο σημαντική"  Σίγουρα η Spotify παραχωρεί κάποια από αυτά τα αγαθά στους χρήστες που δεν πληρώνουν, αλλά το κάνει επειδή έχει βρει έναν έξυπνο τρόπο να πουλήσει ένα άλλο, βασισμένο στη διαφήμιση, αγαθό σε κάποιον άλλο - το δεύτερο θα ήταν αδύνατο χωρίς το πρώτο. Υπάρχει άφθονη άντληση δεδομένων -η Spotify παράγει εξατομικευμένες λίστες αναπαραγωγής για τους χρήστες της κάθε εβδομάδα παρατηρώντας τις ακουστικές τους συνήθειες- και δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη σημασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας για το επιχειρηματικό της μοντέλο. Θα έπρεπε, όμως, το επιχειρηματικό μοντέλο της Spotify να εξηγηθεί εστιάζοντας μόνο στην εξαγωγή δεδομένων, αγνοώντας το γεγονός ότι ως καπιταλιστική επιχείρηση παράγει κάτι; Αυτό θα σήμαινε ότι όλα αυτά τα δεδομένα είναι απλώς ένα πρόσθετο στοιχείο της κύριας δουλειάς της Spotify: ένα μοναδικό εμπόρευμα μουσικής και επώνυμης εμπειρίας. Οι περιφρονημένοι ραντιέρηδες σε αυτό το μοντέλο είναι οι μουσικές εταιρίες- η Spotify είναι ένας καπιταλιστής όπως ο Henry Ford με κάρτα.

Ας επιστρέψουμε στη Google. Και αυτή παράγει ένα εμπόρευμα - πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο σε τεράστιες ποσότητες ανθρώπινης γνώσης - αλλά, σε αντίθεση με το Spotify, το εμπόρευμα της Google είναι πολύ φθηνότερο στην παραγωγή του. Γιατί γίνεται αυτό; Επειδή η Google δεν πληρώνει τους εκδότες και τους δημιουργούς περιεχομένου των οποίων τις σελίδες ευρετηριάζει προκειμένου να παράγει αυτό το αγαθό, τουλάχιστον όχι με τον ίδιο τρόπο που η Spotify πληρώνει τις μουσικές εταιρείες. Η Google, σε αντίθεση με το Spotify, δεν προσφέρει μια διαφορετική εμπειρία αναζήτησης χωρίς διαφημίσεις στους χρήστες που πληρώνουν, αλλά ο αδελφός ιστότοπός της, το YouTube, το κάνει με μηνιαία χρέωση. Ακριβώς όπως η Spotify με τους χρήστες που δεν πληρώνουν, η Google δίνει δωρεάν το αγαθό της αναζήτησης, το οποίο, με τη σειρά του, καθιστά δυνατή την πώληση ενός άλλου, εξαιρετικά κερδοφόρου αγαθού - την πρόσβαση στις οθόνες και την προσοχή των χρηστών της - στους διαφημιστές. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους τεράστιοι όγκοι προσωπικών δεδομένων, που εξάγονται κρυφά, μπορούν να καταστήσουν αυτό το διαφημιστικό αγαθό πιο πολύτιμο. Αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε σημασία αν η Google έπρεπε πραγματικά να πληρώσει ένα τέλος για την ευρετηρίαση κάθε περιεχομένου που εμφανίζει στην πρώτη σελίδα των αποτελεσμάτων αναζήτησης, δίπλα στις διαφημίσεις που την καθιστούν τόσο εξωφρενικά κερδοφόρα.

Το Age of Surveillance Capitalism είναι ένα βιβλίο 704 σελίδων αλλά η Zuboff αφιερώνει μόλις δύο προτάσειςσε αυτό το προπατορικό αμάρτημα στην καρδιά του επιχειρηματικού μοντέλου της Google (κι αυτές σε διακριτά αποσπάσματα ,όπου συζητιούνται άλλα θέματα,). Το δέχεται ως κάτι αυτονόητο, γράφοντας απλώς για "ευρετηριασμένες πληροφορίες που το δικυακό σκουλήκι της Google είχε ήδη πάρει από άλλους χωρίς πληρωμή." Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί αυτό δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό της ίδιας της Zuboff για την απαλλοτρίωση: δεν υπάρχουν εμπλεκόμενοι χρήστες. Οι πραγματικές καπιταλιστικές δραστηριότητες της Google δεν ενδιαφέρουν επομένως τον χρηστισμό. Ωστόσο, η εστίαση στους χρήστες και τα δεδομένα τους, μοιάζει με την εστίαση  στις εξατομικευμένες λίστες αναπαραγωγής της Spotify εις βάρος των πληρωμών δικαιωμάτων: οι πρώτες δεν είναι εντελώς άσχετες - κάνουν τους χρήστες να επιστρέφουν - αλλά, στο μεγάλο σχήμα των πραγμάτων, η επεξηγηματική τους δύναμη ωχριά σε σχέση με αυτή πληρωμών δικαιωμάτων.

Παραδόξως, η τεράστια επιτυχία του επιχειρηματικού μοντέλου της Google υποδηλώνει ότι το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται δεν ορίζεται από τη "φεουδαρχία της πληροφορίας", αλλά μάλλον από τον "κομμουνισμό της πληροφορίας". Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο υψηλός, σχεδόν σοσιαλιστικός στόχος της "οργάνωσης όλης της παγκόσμιας γνώσης" θα μπορούσε να δικαιολογήσει την απεριόριστη, χωρίς αμοιβή ευρετηρίαση των πληροφοριών που παράγονται από άλλους, σαν να μην υπήρχαν δικαιώματα ιδιοκτησίας -συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων που σχετίζονται με την πρόσβαση και τη χρήση. Το πρόβλημα με την περιγραφή της Zuboff για τον εμμονικό "καπιταλισμό της επιτήρησης" είναι ότι είναι συνταγματικά ανίκανος να κατανοήσει πώς ακριβώς θα μπορούσε να λειτουργήσει η μη καπιταλιστική ψηφιακή οικονομία στο μέλλον. Ως αποτέλεσμα, δεν έχει καμία ριζοσπαστική πολιτική ατζέντα εκτός από κάποια αόριστα φιλελεύθερα αιτήματα για απροσδιόριστα πράγματα όπως το "δικαίωμα στο μέλλον".

Παθολογικοποιώντας τη συνεχιζόμενη εκχυδαϊστική πλευρά του σύγχρονου ψηφιακού καπιταλισμού, η κριτική της Zuboff εξομαλύνει πλήρως τη μη εκχυδαϊστική του διάσταση. Ο ουτοπικός της ορίζοντας δεν εκτείνεται πολύ πέρα από την απαίτηση ενός κόσμου στον οποίο η Google, έχοντας εγκαταλείψει τη διαφήμιση και τη συναφή άντληση δεδομένων, θα άρχιζε απλώς να χρεώνει τις υπηρεσίες αναζήτησης- μια επιλογή που το Facebook φέρεται να εξετάζει. Το γεγονός ότι αυτό θα ομαλοποιούσε ακούσια όλη την "ψηφιακή απαλλοτρίωση" που συμβαίνει στο στάδιο της ευρετηρίασης, εδραιώνοντας τη δύναμη της Google και την επιρροή της στο θεσμικό φαντασιακό της κοινωνίας, ελάχιστα απασχολεί τη Zuboff. Εξάλλου, για τον χρηστισμό, το πρόβλημα με τον "καπιταλισμό της επιτήρησης" είναι η επιτήρηση των χρηστών-καταναλωτών, όχι ο καπιταλισμός ως τέτοιος.

Αναφορές

[34] Peter Drahos, ‘Information Feudalism in the Information Society’, The Information Society, vol. 11, no. 3, April 1995; Drahos and John Braithwaite, Information Feudalism: Who Owns the Knowledge Economy?, Abingdon 2002.

[35] Η θέση "οι χρήστες είναι εργαζόμενοι" έχει επίσης προωθηθεί από τον Glen Weyl, ο οποίος συνέγραψε ένα πολυσυζητημένο έγγραφο για την "εργασία των δεδομένων" με τον ειδήμονα της τεχνολογίας Jaron Lanier και άλλους. Βλ. Imanol Arrieta-Ibarra et al., ‘Should We Treat Data as Labour? Moving Beyond “Free”’, American Economic Association Papers & Proceedings, vol. 108, May 2018. Βλ επίσης Carlo Vercellone, ‘Les plateformes de la gratuité marchande et la controverse autour du Free Digital Labor: une nouvelle forme d’exploitation?’, Open Journal in Information Systems Engineering, vol. 1, no. 2, 2020.

[36] Shoshana Zuboff, The Age of Surveillance Capitalism: The Fight for a Human Future at the New Frontier of Power, New York 2019

[37] Ενώ η Zuboff γράφει ότι η Google "εκμεταλλεύεται την πληροφορία" ή "εκμεταλλεύεται την ανακάλυψη του πλεονάσματος της συμπεριφοράς", δεν εννοεί την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

[38] ''Το εισόδημα των ραντιέρηδων  είναι πέντε φορές μεγαλύτερο από το εισόδημα που προέρχεται από το εξωτερικό εμπόριο της μεγαλύτερης "εμπορικής" χώρας στον κόσμο! Αυτή είναι η ουσία του ιμπεριαλισμού και του ιμπεριαλιστικού παρασιτισμού". ΒΙ Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. VIII. Ο παρασιτισμός και το σάπισμα του καπιταλισμού. Θεμέλιο 1964, μτφρ. ΓΝ Νικολαϊδης, σελ. 124. Κατά ειρωνικό τρόπο, το 2004 η Zuboff έγραψε μια άρθρο που αγκάλιασε το νεοφεουδαλιστικό πλαίσιο: "From Subject to Citizen", Fast Company, 01/05/2004



Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Tεχνο-Φεουδαρχία – Κριτική του Τεχνο-Φεδουαρχικού Λόγου (5): Γνωσιακές πολλαπλότητες

Ένα παρόμοιο μήνυμα θα μπορούσε να βρεθεί στο έργο εκείνων των Ιταλών και Γάλλων θεωρητικών που προφητεύουν την ανάδυση του "γνωσιακού καπιταλισμού" - ενός ακόμη καπιταλισμού μόνο κατ' όνομα.[29] Εμπνευόμενοι από το έργο του Αντόνιο Νέγκρι και άλλων Ιταλών Εργατιστώνοι στοχαστές αυτοί -ο  Carlo Vercellone και ο Yann Moulier-Boutang είναι από τους πιο γνωστούς - υποστηρίζουν ότι το πλήθος, ο διάδοχος της εργατικής τάξης, οπλισμένο με τις τελευταίες τεχνολογίες της πληροφορικής, είναι τελικά ικανό για αυτόνομη ύπαρξη. Για το λόγο αυτό, το κεφάλαιο δεν μπορεί -και δεν θέλει- να ελέγχει την παραγωγή, μεγάλο μέρος της οποίας λαμβάνει χώρα πλέον με έναν εξαιρετικά διανοητικό τρόπο, πέρα από τις πύλες του τεϋλορικού εργοστασίου, το οποίο δεν υπάρχει πια (τουλάχιστον στην Ιταλία και τη Γαλλία). [30]


Οι σημερινοί καπιταλιστές απλώς έχουν τον έλεγχο των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ προσπαθούν να περιορίσουν το τι μπορεί να κάνει το ατίθασο πλήθος με τις νεοαποκτηθείσες επικοινωνιακές ελευθερίες του.  Δεν είναι οι καπιταλιστές της φορντικής εποχής με εμμονή στην καινοτομία. Πρόκειται για τεμπέληδες εισοδηματίες που παρασιτούν εκμεταλλευόμενοι τη δημιουργικότητα των μαζών. Δουλεύοντας με αυτές τις προϋποθέσεις, είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς ότι ένα είδος τεχνο-φεουδαρχίας είναι ήδη μπροστά μας: αν τα μέλη του πλήθους είναι πραγματικά εκείνα που κάνουν όλη τη δουλειά και χρησιμοποιούν ακόμη και τα δικά τους μέσα παραγωγής, με την έννοια των υπολογιστών και του λογισμικού ανοιχτού κώδικα, τότε το να μιλάμε για καπιταλισμό μοιάζει με χοντρό αστείο.

Μια πτυχή της προοπτικής του "γνωσιακού καπιταλισμού" έχει ιδιαίτερη σημασία για τις σύγχρονες συζητήσεις σχετικά με τη λογική - φεουδαρχική ή καπιταλιστική; - της σημερινής ψηφιακής οικονομίας. Βασιζόμενοι στην ιταλική εργατική παράδοση, ο Vercellone και οι συνοδοιπόροι του, υπέθεσαν την απαξίωση της διευθυντικής τάξης, η οποία υποτίθεται ότι νικήθηκε από τη δημιουργικότητα του πλήθους. Τα αφεντικά μπορεί να είχαν ρόλο στον φορντισμό, αλλά οι σύγχρονοι γνωσιακοί εργαζόμενοι δεν τους χρειάζονται πια. Αυτό εκλαμβάνεται ως ένδειξη ότι η κίνηση από την τυπική στην πραγματική ένταξη -δηλαδή από την απλή ενσωμάτωση της εργασίας στις καπιταλιστικές σχέσεις, στον δομικό μετασχηματισμό της σύμφωνα με τις καπιταλιστικές επιταγές- έχει πλέον αντιστραφεί, με τον καπιταλισμό να κινείται προς τα πίσω. Η φεουδαρχία γίνεται ορατή, ακόμη και αν αυτοί οι θεωρητικοί ελπίζουν ότι ο κομμουνισμός θα την προλάβει.

Όπως έχει επισημάνει ο Γιώργος Καφεντζής σε μια οξυδερκή κριτική, η πιθανή ασημαντότητα των μάνατζερ στην οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας δεν αποτελεί από μόνη της απόδειξη ότι τα έσοδα που καταγράφουν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις έχουν τη μορφή ενοικίου και όχι κέρδους.[31] Εξάλλου, υπάρχουν πολλές καπιταλιστικές επιχειρήσεις που είναι σχεδόν πλήρως αυτοματοποιημένες, χωρίς διευθυντές και εργαζόμενους. Θα πρέπει επομένως να θεωρηθούν ως ραντιέρηδες; Η απάντηση των θεωρητικών του γνωσιακού καπιταλισμού φαίνεται να είναι "ναι": τέτοιες επιχειρήσεις πρέπει να παρασιτούν σε κάτι, ίσως να συμπιέζουν ένα χαρτοφυλάκιο πατεντών, μια επενδυτική εταιρεία ακινήτων ή τη Γενική Διάννοια της ανθρωπότητας ως τέτοια. Πάρτε, για παράδειγμα, ένα αυτοματοποιημένο πλυντήριο αυτοκινήτων.[32] Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι δεν είναι καπιταλιστικό απλώς και μόνο επειδή δεν απασχολεί κανέναν και, ως εκ τούτου, δεν παράγει υπεραξία; Ή επειδή, προκειμένου να αυτοματοποιηθεί το πλυντήριο αυτοκινήτων, χρησιμοποιήθηκαν μερικοί αλγόριθμοι - αναμφίβολα χρησιμοποιώντας νεκρή εργασία και παγιωμένες γνώσεις προηγούμενων γενεών, και ίσως ακόμη και μια ή δύο πατέντες;

Μάλλον όχι. Σύμφωνα με τα γραπτά του ίδιου του Μαρξ σχετικά με την εξίσωση των κερδών σε διαφορετικά αυτοματοποιημένες επιχειρήσεις και κλάδους, το πλυντήριο αυτοκινήτων απλώς απορροφά την υπεραξία που παράγεται αλλού στην οικονομία. Η παρουσίαση αυτών των αυτοματοποιημένων επιχειρήσεων ως "ραντιέρηδων" και όχι ως πραγματικών καπιταλιστών σημαίνει ότι η περιγραφή του Μαρξ για τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό απογυμνώνεται από την ουσία της. Είναι ακριβώς η συνεχής τάση για αυτοματοποίηση -για μείωση του κόστους και αύξηση της κερδοφορίας- που ευθύνεται για τη συνεχή ροή κεφαλαίων προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις. Ο Εργατισμός, το διανοητικό θεμέλιο της θεωρίας του γνωσιακού καπιταλισμού, παραμένει παγιδευμένος στην επιστημολογία του ανθρώπινου εργάτη: οι Ιταλοί θεωρητικοί υποθέτουν ότι αν δεν υπάρχουν εργάτες, δεν υπάρχει καπιταλιστική παραγωγή και ότι επικρατεί ο ραντιεριδισμός. Σε τέτοιες αναλύσεις, ο "καπιταλισμός" μπορεί να ζει ως ετικέτα, αλλά βρισκόμαστε ήδη κάπου στο No Man's Land μεταξύ της φεουδαρχίας και του συστήματος putting-out [33] (ο ίδιος ο Vercellone έχει σημειώσει την ομοιότητα).

Αναφορές

[29] Βλέπε Yann Moulier-Boutang, Cognitive Capitalism, Cambridge 2011- Carlo Vercellone, "From Formal Subsumption to General Intellect'', Historical Materialism, vol. 15, no. 1, January 2007.  Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Harvey έχει ανάμεικτα συναισθήματα για τον "γνωσιακό καπιταλισμό" δεν πρέπει να μας αποτρέψει από τα ρίξουμε μια ματιά  - για την άποψή του Harveyγια τον , βλ. κεφάλαιο 5 του Marx, Capital, and the Madness of Economic Reason, Λονδίνο 2017.

[30] Το βλέμμα αυτών των θεωρητικών δεν εκτείνεται συχνά πέρα από τη Δυτική Ευρώπη, με τη μερική εξαίρεση του Moulier-Boutang, ο οποίος είναι ειδικός στην αφρικανική αποικιακή και μετα-αποικιακή οικονομική ιστορία.

[31] Βλ. Κεφ. 5 of George Caffentzis, In Letters of Blood and Fire: Work, Machines, and the Crisis of Capitalism, Oakland 2012

[32] Το παράδειγμα αυτό προέρχεται από το Bryan Parkhurst, "Digital Information and Value: Rigi", tripleC: Communication, Capitalism & Critique, τόμος 17, αρ. 1, Φεβρουάριος 2019, σσ. 72-85.

[33] κατ’ οίκον εργρασία ή, κατά το πιο πρόσφατο, τηλεργασία 

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Tεχνο-Φεουδαρχία – Κριτική του Τεχνο-Φεδουαρχικού Λόγου (4): Συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης;

Δεν πείστηκαν όλοι από τα επιχειρήματα του Brenner. Κατά την τελευταία δεκαετία, υπήρξαν πολλές ενδιαφέρουσες προσπάθειες να προωθηθεί το επιχείρημα ότι η εκμετάλλευση και η απαλλοτρίωση ήταν -κ αι εξακολουθούν να είναι- αλληλοσυμπληρούμενες. Δύο ξεχωρίζουν ιδιαίτερα: η θεωρία του Γερμανού κοινωνιολόγου Klaus Dörre για την καπιταλιστική "αρπαγή της γης" που αντεί από το Landnahme της Ρόζα Λούξεμπουργκ και το σχετικό έργο της Nancy Fraser για τη βαθιά ριζωμένη δομική σύνδεση μεταξύ εκμετάλλευσης και απαλλοτρίωσης, με τη δεύτερη να δημιουργεί -και συνεχώς να αναδημιουργεί- συνθήκες δυνατότητας για την ύπαρξη της πρώτης.[24] Πολλές από τις μεθοδολογικές συζητήσεις που εκτυλίσσονται σήμερα στην Αριστερά -για τους καλύτερους τρόπους να αφηγηθούμε τον καπιταλισμό σε σχέση με το κλίμα ή τη φυλή ή την αποικιοκρατία- αντανακλούν ακόμα τα άλυτα ζητήματα της συζήτησης Brenner–Wallerstein


Πολλές από αυτές τις πρόσφατες εργασίες βασίζονται στην επιδραστική έννοια του David Harvey   "συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης", την οποία εισήγαγε το 2003 στο βιβλίο του "Ο νέος ιμπεριαλισμός". Ο Harvey επινόησε αυτόν τον όρο καθώς δεν ήταν ικανοποιημένος με τον προσδιορισμό "πρωτόγονος"- ο ίδιος, όπως και πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, έβλεπε τη συσσώρευση ως συνεχή. Συνοψίζοντας ορισμένες από τις πρόσφατες μελέτες για το θέμα αυτό στο The New Imperialism, ο Harvey σημείωνε ότι "η πρωταρχική συσσώρευση, εν ολίγοις, συνεπάγεται απαλλοτρίωση και συνυιοθέτηση προϋπαρχόντων πολιτιστικών και κοινωνικών επιτευγμάτων, καθώς και αντιπαράθεση και αντικατάσταση". Η θέση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την θέση του Brenner για την ‘’πρωταρχική συσσώρευση’’ ως ‘’διαδικασία διάσπασης της φεουδαρχικής "συγχώνευσης" μεταξύ των συντελεστών παραγωγής.’’ Οι καπιταλιστές του Brenner δεν "συνεταιρίζονταν" με τίποτα - απαλλάσσονταν, με κάποια συστημική βοήθεια, από μη παραγωγικές κοινωνικές πρακτικές και σχέσεις.

Δυστυχώς, η περιγραφή του Harvey για τη "συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης", ενώ υποσχέθηκε πολλά, κατάφερε πολύ λίγα: στο τέλος, έγινε ακόμη πιο διφορούμενη από την περιγραφή του Μαρξ για την "πρωταρχική συσσώρευση". Αν πιστέψουμε την αρχική διατύπωση του Harvey, οι φτωχοί καπιταλιστές των αρχών της δεκαετίας του 2000 μόλις και μετά βίας μπορούσαν να βγάλουν χρήματα χωρίς να στερήσουν από κάποιον κάτι: τα σχήματα Ponzi, η κατάρρευση της Enron, η λεηλασία των συνταξιοδοτικών ταμείων, η άνοδος της βιοπειρατείας, η εμπορευματοποίηση της φύσης, η ιδιωτικοποίηση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, η καταστροφή του κράτους πρόνοιας, η εκμετάλλευση της δημιουργικότητας από τη μουσική βιομηχανία - αυτά είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα που χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν την έννοια στο βιβλίο Ο νέος ιμπεριαλισμός. Βλέποντάς παντού "συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης", ο Harvey κατέληξε χωρίς έκπληξη στο συμπέρασμα ότι αυτή είχε γίνει η "κυρίαρχη" μορφή συσσώρευσης στη νέα εποχή. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν κάθε δραστηριότητα που δεν περιλαμβάνει άμεσα την εκμετάλλευση της εργασίας -και ακόμη και κάποιες που την περιλαμβάνουν- φαινόταν να περιλαμβάνεται αυτομάτως σε αυτή την κατηγορία;

Το 2006, ο Brenner έγραψε μια ανάμεικτη κριτική του ''Νέου Ιμπεριαλισμού'', επιπλήττοντας τον Harvey για τον "εξαιρετικά επεκτατικό (και αντιπαραγωγικό) ορισμό της ''συσσώρευσης μέσω απαλλοτρίωσης", διογκώνοντας την έννοια σε βαθμό που να μην είναι πλέον χρήσιμη.[25]  Παραδέχτηκε  ότι βρήκε "ακατανόητο" το συμπέρασμα του Harvey σχετικά με την κυριαρχία της απαλλοτρίωσης επί της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Είναι όντως έτσι; Θα ήταν πράγματι "ακατανόητο" αν κάποιος υπέθετε ότι εξακολουθούμε να ζούμε στον καπιταλισμό, ο οποίος, τουλάχιστον για τον Brenner του 2006, φαινόταν αδιαμφισβήτητος. Αλλά, αν ο καπιταλισμός όντως είχε τελειώσει και είχαμε μπροστά μας κάποιο άλλο, φεουδαρχικού τύπου, σύστημα, αυτή η δήλωση θα έβγαζε περισσότερο νόημα.

Σε μεταγενέστερα έργα του, ο Harvey θόλωσε περισσότερο τα νερά, καθιστώντας τη "συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης" τον κύριο μοχλό του νεοφιλελευθερισμού, τον οποίο όρισε ως ένα πολιτικό σχέδιο, αναδιανεμητικό και όχι γενεσιουργό στην προοπτική του, που αποσκοπεί στη μεταφορά πλούτου και εισοδήματος από τον υπόλοιπο πληθυσμό στις ανώτερες τάξεις εντός των εθνών ή από τις φτωχές χώρες στις πλουσιότερες σε διεθνικό επίπεδο. Εδώ, δεν υπήρχε καθόλου χώρος για τη φιλική προς τον Brenner ερμηνεία της "συσσώρευσης μέσω απαλλοτρίωσης" ως κάτι που αποσκοπεί στη δημιουργία συνθηκών για καινοτομία, άρα για παραγωγή και δημιουργία. Χωρίς να το δηλώσει ρητά, ο Harvey προσχώρησε αθόρυβα στην άλλη πλευρά της συζήτησης, ενώ πρόσθεσε μια σειρά από άλλους μηχανισμούς μεταφοράς πλεονάσματος - για παράδειγμα, την απόσπαση ενοικίου γύρω από την πνευματική ιδιοκτησία - σε αυτούς που περιέγραψε αρχικά ο Wallerstein. Οποιοσδήποτε έχει εντρυφήσει στην ορθόδοξη μπρενεριανή θεώρηση της "πρωταρχικής συσσώρευσης" θα έθετε αμέσως ζήτημα με τη βασική χρονολογία των γεγονότων του Harvey: ακόμη και για τον Wallerstein και τους οπαδούς του, η πρωταρχική συσσώρευση με βάση το εμπόριο προηγήθηκε και συνόδευσε την καπιταλιστική συσσώρευση, δεν την αντικατέστησε ούτε την ξεπέρασε.[26]

Από την αρχική διατύπωση της έννοιας από τον Harvey στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η "συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης" έχει υιοθετηθεί από πολλούς μελετητές, όχι λιγότερο από εκείνους του Παγκόσμιου Νότου, οι οποίοι τη χρησιμοποιούν για να θεωρητικοποιήσουν τις νέες μορφές ραντιέρικου εξορυκτισμού, όπου οι εταιρείες χρησιμοποιούν τους πολιτικούς τους βραχίονες για να αποκτήσουν γη και ορυκτούς πόρους.[27]  Υπάρχει μια ορισμένη λογική σε όλα αυτά: πρώτα απαλλοτρίωση, μέσω εξωοικονομικών μέσων και, στη συνέχεια, ραντιεροποίηση με τη μόχλευση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας -συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων επί των πνευματικών προϊόντων- η οποία μετατοπίζει τη λειτουργία πίσω στην οικονομική σφαίρα. Το ότι βρισκόμαστε σε αυτή τη σφαίρα, ωστόσο, δεν αποτελεί εγγύηση ότι βρισκόμαστε σε φυσιολογικό καπιταλισμό. Εκτός από τα ορυχεία και τη γεωργία, όπου πρέπει να οργανωθούν κάποιες παραγωγικές ή τουλάχιστον εξορυκτικές δραστηριότητες, η καπιταλιστική τάξη φαίνεται να καρπώνεται απλώς τα ενοίκια και να απολαμβάνει μια πολυτελή ζωή, όπως οι γαιοκτήμονες της φεουδαρχικής εποχής. "Αν όλοι προσπαθούν να ζήσουν από τα ενοίκια και κανείς δεν επενδύει στην παραγωγή", έγραψε ο Harvey το 2014, "τότε ο καπιταλισμός οδεύει ολοφάνερα προς μια κρίση".[28]

Αλλά τι είδους κρίση; Ο ίδιος ο Harvey δεν φλερτάρει με νεοφεουδαρχικές εικόνες -τουλάχιστον δεν το έχει κάνει ακόμα- αλλά η ανάλυσή του για τον σύγχρονο καπιταλισμό καθιστά εύκολο το προφανές συμπέρασμα: πρόκειται για καπιταλισμό μόνο κατ' όνομα- η πραγματική οικονομική του λογική είναι πολύ πιο κοντά στη φεουδαρχική. Ποιο άλλο μάθημα θα μπορούσε να αντλήσει κανείς από τον ισχυρισμό του Harvey, ήδη από το 2003, ότι η αναδιανεμητική απαλλοτρίωση είχε ξεπεράσει την παραγωγική εκμετάλλευση;


Αναφορές

[24] Βλ. Klaus Dörre, ‘Capitalism, Landnahme and Social Time Regimes: An Outline’, Time & Society vol. 20, no. 1, April 2011; ‘Finance Capitalism, Landnahme and Discriminating Precariousness: Relevance for a New Social Critique’, Social Change Review, vol. 10, no. 2, October 2012. For Fraser’s contributions see Nancy Fraser and Rahel Jaeggi, Capitalism: A Conversation in Critical Theory, Cambridge 2018; and Fraser, ‘Expropriation and Exploitation in Racialized Capitalism: A Reply to Michael Dawson’, Critical Historical Studies, vol. 3, no. 1, Spring 2016

[25] Brenner, ‘What Is, and What Is Not, Imperialism?'

[26] Την τελευταία δεκαετία, ο Βραζιλιάνος κοινωνιολόγος Daniel Bin συνέταξε μια πιο προσεκτική περιγραφή των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες η απαλλοτρίωση θα οδηγούσε σε καπιταλιστική συσσώρευση -ένας συνδυασμός προλεταριοποίησης, εμπορευματοποίησης και αυτού που ο Bin αποκαλεί "κεφαλαιοποίηση"- προκειμένου να τη διακρίνει από τις περιπτώσεις όπου η απαλλοτρίωση θα είχε αποκλειστικά αναδιανεμητικά αποτελέσματα. Βλέπε Daniel Bin, "So-Called Accumulation by Dispossession", Critical Sociology, τ. 44, αρ. 1, Ιανουάριος 2018- και το έργο του "Dispossessions in Historical Capitalism: Expansion or Exhaustion of the System?', International Critical Thought, τ. 9, αρ. 2, Μάιος 2019

[27] Για μια σύντομη επισκόπηση, βλέπε Verónica Gago και Sandro Mezzadra, "A Critique of the Extractive Operations of Capital'', Rethinking Marxism, τόμος 29, αριθ. 4, 2017, σ. 574-91

[28] David Harvey, Seventeen Contradictions and the End of Capitalism, New York 2014



Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

Tεχνο-Φεουδαρχία – Κριτική του Τεχνο-Φεδουαρχικού Λόγου (3): Brenner ή Wallerstein?

Αλλά ποιες διανοητικές παραδοχές, στο πλούσιο σώμα της σημερινής αριστερής σκέψης, κάνουν κάτι σαν την "νεοφεουδαρχία" να φαντάζει σαν κάτι το νοητό; Εξάλλου, το περίεργο επιχείρημα ότι ο καπιταλισμός κινείται κατά κάποιο τρόπο αντίστροφα, απαιτεί μια πολύ ιδιαίτερη κατανόηση όχι μόνο της δυναμικής του, αλλά και των δραστηριοτήτων και διαδικασιών που είναι πραγματικά "καπιταλιστικές" - καθώς και εκείνων που σίγουρα δεν είναι.


Εδώ μπορούμε να επιστρέψουμε στις προαναφερθείσες διαφωνίες σχετικά με τη φύση της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στο πλαίσιο της μαρξιστικής παράδοσης. Υπάρχουν δύο αλληλοαποκλειόμενοι τρόποι για να το σκεφτεί κανείς. Ο ένας είναι δει το καπιταλιστικό σύστημα ως κινούμενο αποκλειστικά από την εσωτερική δυναμική του ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης, με την πολιτική απαλλοτρίωση να βρίσκεται σταθερά εκτός των ορίων του. Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, η συσσώρευση κεφαλαίου οδηγείται αποκλειστικά από "καθαρά", οικονομικά μέσα απόσπασης υπεραξίας. Η ύπαρξη εξωγενών διεργασιών που επιτρέπουν την ιδιοποίηση - βία, ρατσισμός, απαλλοτρίωση, ανθρακοποίηση - δεν αμφισβητείται, αλλά αποκλείονται αναλυτικά ως μη καπιταλιστικές εξάρσεις. μπορεί να έχουν υποβοηθήσει συγκεκριμένους καπιταλιστές στις ατομικές τους προσπάθειες να ιδιοποιηθούν την υπεραξία, αλλά στέκονται έξω από τη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης ως τέτοια. Δεν υπάρχουν "νόμοι κίνησης" του κεφαλαίου που θα μπορούσαν να εξαχθούν επαγωγικά γι' αυτά. Κατά την άποψη αυτή, ακόμη και αν "η καταναγκαστική δύναμη της "πολιτικής" σφαίρας είναι τελικά αναγκαία για τη διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της εξουσίας της ιδιοποίησης, η "οικονομική" ανάγκη παρέχει τον άμεσο καταναγκασμό που αναγκάζει τον εργάτη να μεταφέρει την πλεονάζουσα εργασία στον καπιταλιστή.[16]

Ο άλλος τρόπος, αναλυτικά πιο ακατάστατος αλλά διαισθητικά πιο πειστικός, είναι να αναγνωρίσουμε ότι ο καπιταλισμός -τουλάχιστον ο ιστορικός καπιταλισμός που γνωρίζουμε, όχι ο καθαρός καπιταλισμός των αφηρημένων μοντέλων- είναι αδιανόητος χωρίς όλες αυτές τις εξωγενείς διεργασίες. Δεν χρειάζεται να αρνηθεί κανείς τον κεντρικό ρόλο της εκμετάλλευσης στο καπιταλιστικό σύστημα για να δει πώς ο ρατσισμός ή η πατριαρχία συνέβαλαν στη δημιουργία των συνθηκών των δυνατότητων του. Θα είχε αναπτυχθεί το καπιταλιστικό σύστημα στον Παγκόσμιο Βορρά όπως αναπτύχθηκε αν δεν είχαν απαλλοτριωθεί μεθοδικά οι φτηνοί πόροι από τον Παγκόσμιο Νότο; Σε αντίθεση με την περίπτωση της εκμετάλλευσης της εργασίας, αυτές οι ιστορικές δυναμικές -και οι αντιφάσεις που υπάρχουν σε αυτές- δεν μπορούν να αναχθούν σε μια καθαρή φόρμουλα, η οποία, στα γραπτά του ίδιου του Μαρξ, θα περιέγραφε την απόφαση μιας επιχείρησης να αυτοματοποιήσει το εργατικό δυναμικό της. Αλλά αυτή η ακαταστασία δεν καθιστά αυτές τις δυναμικές λιγότερο πραγματικές ή λιγότερο συστατικές του ιστορικού καπιταλισμού.

Οι διαφορές μεταξύ αυτών των προσεγγίσεων ήρθαν στην επιφάνεια σε δύο συζητήσεις σχετικά με την προέλευση του καπιταλισμού και τη φύση της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, που θεωρούνται παραδειγματικές και ορόσημα. Τη συζήτηση Dobb-Sweezy της δεκαετίας του 1950 και στη συνέχεια τη συζήτηση Brenner-Wallerstein του 1974-82. Στις οποίες ήλθαν αντιμέτωποι μαρξιστές και μη μαρξιστές ιστορικοί σε διάφορους συνδυασμούς, και συζήτησαν τη σχετική σημασία του ταχέως αναπτυσσόμενου παγκόσμιου συστήματος εμπορίου έναντι των μεταβαλλόμενων ταξικών και ιδιοκτησιακών σχέσεων, αρχικά στην Αγγλία, ως τους κύριους παράγοντες που ευθύνονται για την εμφάνιση του καπιταλισμού.[17] Στις συζητήσεις αυτές έγιναν πολλές συναρπαστικές παρεκκλίσεις. Μία από αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντική για την αποκρυπτογράφηση των θεωρητικών βάσεων των πιο σοβαρών διατυπώσεων της τεχνο-φεουδαρχικής θέσης: η κεντρικότητα της "πρωταρχικής συσσώρευσης" στην προέλευση, καθώς και στις μετέπειτα εξελίξεις του καπιταλισμού.

Σε ορισμένες μαρξιστικές αναλύσεις, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του Immanuel Wallerstein, η "πρωταρχική συσσώρευση" αναφέρεται στη χρήση εξωοικονομικών, πολιτικών μέσων για τη σύλληψη και τη μεταφορά του πλεονάσματος, υπό την ετικέτα της "άνισης ανταλλαγής", από τις φτωχότερες στις πλουσιότερες χώρες - ή, όπως το έθεσε ο Wallerstein, από την περιφέρεια στον πυρήνα.[18]

Ο Brenner κριτίκαρε τον Wallerstein για τεχνο-ντετερμινισμό, για υποβάθμιση των ταξικών σχέσεων και του ρόλου της ‘’ σχετικής πλεονάζουσας εργασίας", δηλ. της αυξημένης παραγωγικότητας, ως συστημικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Υποστήριξε ότι η βασισμένη στην ανταλλαγή ανάλυση του Wallerstein αποτελούσε μια μορφή νέο-σμιθιανού μαρξισμού που αγνοούσε τι πραγματικά εννοούσε ο Μαρξ με την έννοια της "πρωταρχικής συσσώρευσης". Η οποία, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, έπρεπε να κατανοηθεί ως η διαδικασία του "διαχωρισμού του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής", διαδικασία η οποία άνοιξε την πόρτα στη μισθωτή εργασία και την εκμετάλλευση και ήρθε να αντικαταστήσει την απαλλοτρίωση των έτοιμων προϊόντων από τους ημιαυτόνομους αγρότες. Το εν λόγω διαζύγιο συνέβη ως αποτέλεσμα της αναδιαμόρφωσης των ταξικών σχέσεων και της μετατόπισης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας- είχε ελάχιστη σχέση με την άνιση ανταλλαγή ή το παγκόσμιο εμπόριο.[19]

Όπως το έθεσε ο Brenner σε ένα μεταγενέστερο δοκίμιο, το στάδιο που είναι γνωστό ως "πρωταρχική συσσώρευση" δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η "δημιουργία των κοινωνικών σχέσεων ιδιοκτησίας που συνιστούν το κεφάλαιο". Αυτό περιελάβανε σίγουρα άφθονη δύναμη και βία. Αλλά ο ρόλος της πρωταρχικής συσσώρευσης ήταν πολύ περιορισμένος. Η δυναμική της δεν έπρεπε να συγχέεται με εκείνη της κανονικής, μη πρωταρχικής καπιταλιστικής συσσώρευσης. 

Ποιος ήταν αυτός ο περιορισμένος ρόλος; Σύμφωνα με τον Brenner, η "πρωταρχική συσσώρευση" χρησίμευε μόνο για να διαλύσει την πολιτικά θεσμοθετημένη "συγχώνευση" της γης, της εργασίας και της τεχνολογίας που χαρακτήριζε το φεουδαρχικό σύστημα και εμπόδιζε αυτούς τους τρεις βασικούς παραγωγικούς συντελεστές να χρησιμοποιηθούν πιο παραγωγικά - κάτι που μπορούσε να διορθωθεί μόλις εντάσσονταν στην καπιταλιστική λογική της παραγωγής κέρδους.[20] Για να το θέσουμε ωμά, η ανάλυση του Brenner για τη φεουδαρχία πρότεινε ότι η αυτή έδινε σε όλους κίνητρα για χαλάρωση. Ελλείψει ανταγωνιστικών πιέσεων από την αγορά δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί κανείς για τον εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας. Η πρωταρχική συσσώρευση έβαλε τέλος σε αυτή την τεμπέλικη ουτοπία, εγκαινιάζοντας τη "θέληση για βελτίωση" που είναι τόσο χαρακτηριστική για τον καπιταλισμό με γνώμονα τον ανταγωνισμό.

Ωστόσο, μια πρόχειρη ματιά στον 1ο τόμο του ‘’Κεφαλαίου’’, δείχνει περισσότερη αμφισημία στο θέμα της πρωταρχικής συσσώρευσης απ' ό,τι αφήνει αρχικά να εννοηθεί ο Brenner. Το Κεφ. 26, όπου ο Μαρξ επέκρινε την μάλλον αφελή αντίληψη του Άνταμ Σμιθ για την "προηγούμενη συσσώρευση", σίγουρα ενισχύει τους ισχυρισμούς του Brenner (το χρησιμοποίησε, πολύ εύγλωττα, για να επιτεθεί στον Wallerstein). Αλλά στη συνέχεια, στο Κεφ. 31, ο Μαρξ λέει κάτι πολύ πιο σύμφωνο με τη γραμμή ανάλυσης του ίδιου του Wallerstein, γράφοντας ότι:[21]

''H ανακάλυψη των χρυσοφόρων και ασημοφόρων περιοχών στην Αμερική, η εξόντωση, το σκλάβωμα και το παράχωμα του ιθαγενούς πληθυσμού στα μεταλλεία, η έναρξη της κατάχτησης και της λεηλασίας των Ανατολικών Ινδιών, η μετατροπή της Αφρικής σε περιφραγμένη περιοχή κυνηγιού Μαύρων για το δουλεμπόριο – χαρακτηρίζουν την αυγή τςη κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Αυτά τα ειδυλλιακά προτσές είναι κύρια στοιχεία της πρωταρχικής συσσώρευσης''

Το απόσπασμα δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την περίπλοκη σχέση μεταξύ της βίας που ασκείται στο όνομα της αναγκαστικής μεταφοράς και των απαρχών του καπιταλισμού. Ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής εδώ:[22]

"Γενικά η  συγκαλυμμένη δουλεία των μισθωτών εργατών στην Ευρώπη χρειαζόταν, για το βάθρο τη sans phrase [απροκάλυπτη] δουλεία στο Νέο Κόσμο".

Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς αυτή η περιγραφή της "πρωταρχικής συσσώρευσης" μπορεί να ενταχθεί στην ιστορία του Μπρένερ για το "διαζύγιο" μεταξύ των παραγωγών και των μέσων παραγωγής τους στην αγγλική ύπαιθρο. Υπάρχουν παρόμοιες αμφισημίες στη συζήτηση του Μαρξ σχετικά με το αν αυτές οι βίαιες πρακτικές "κατάκτησης και λεηλασίας" σταμάτησαν στο στάδιο της πρωταρχικής συσσώρευσης, ή αν αυτές και, επομένως, και η πρωταρχική συσσώρευση- συνεχίστηκαν παράλληλα με την ίδια την καπιταλιστική συσσώρευση, βασισμένη στην εκμετάλλευση. Ή, αν, ακόμη και αν η ίδια η "πρωταρχική συσσώρευση" ανήκει στο παρελθόν, υπάρχει ωστόσο μια συνεχιζόμενη διαδικασία απαλλοτρίωσης ή απαλλοτρίωσης που υπάρχει παράλληλα με την εκμετάλλευση. Ακόμη και σε σχετικά ξεκάθαρα ζητήματα - θα έπρεπε η "δουλεία" και η "ανελεύθερη εργασία" να θεωρούνται μέρος του καπιταλισμού; - υπάρχουν θολές περιοχές στον Μαρξ που τροφοδοτούν πολλές από τις τρέχουσες συζητήσεις.

Για τον Brenner -και για τη σχολή του Πολιτικού Μαρξισμού που σχηματίστηκε γύρω από αυτόν και την Ellen Meiksins Wood τα επόμενα χρόνια- δεν υπήρχε τέτοια ασάφεια. Ο καπιταλισμός αναδύθηκε και επεκτάθηκε με τέτοιο τεράστιο ρυθμό επειδή μια σειρά από ιστορικές διεργασίες συνέκλιναν με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναγκάσουν τους καπιταλιστές να "συσσωρεύουν μέσω της καινοτομίας."[23] Το εγχείρημα του Brenner για κατανόηση της λογικής του καπιταλισμού αφορούσε τη διατύπωση των δυναμικών -που κωδικοποιούνται με όρους όπως οι "κανόνες της αναπαραγωγής" και οι "νόμοι της κίνησης"- μέσω των οποίων οι συστημικές πιέσεις που ασκούνται στους καπιταλιστές οδηγούν στη συσσώρευση μέσω της καινοτομίας.

Ήταν ένα κομψό και συνεπές μοντέλο, το οποίο υποστήριζε ότι η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν συνέπεια της καινοτομίας, η οποία, με τη σειρά της, ήταν συνέπεια των καπιταλιστών που ανταγωνίζονταν στην αγορά, απασχολούσαν δωρεάν μισθωτή εργασία και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μειώσουν το κόστος. Σε αυτό το μοντέλο δεν υπήρχε ανάγκη για οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τη βία, την απαλλοτρίωση ή την εκμετάλλευση. Αν και η ύπαρξή τους δεν αμφισβητήθηκε, είχαν μικρή συμβολή στην αύξηση της παραγωγικότητας και δεν αποτελούσαν μέρος της διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Αναφορές

[16] Ellen Meiksins Wood, ‘The Separation of the Economic and the Political in Capitalism’, nlr i/127, May–June 1981, p. 80

[17] Η σχετική βιβλιογραφία είναι τεράστια, αλλά ένα απαραίτητο σημείο εκκίνησης για τη συζήτηση Brenner σχετικά με τη μετάβαση στον καπιταλισμό είναι το Trevor Aston και Charles Philpin, eds, The Brenner Debate: Agrarian Class Structure and Economic Development in Pre-Industrial Europe, Cambridge 1987

[18] Immanuel Wallerstein, The Origins of the Modern World-System, New York 1974, pp. 16–20

[19] Robert Brenner, ‘The Origins of Capitalist Development: A Critique of Neo-Smithian Marxism’, nlr i/104, July–August 1977. 

[20] Robert Brenner, ‘What Is, and What Is Not, Imperialism?’, Historical Materialism, vol. 14, no. 4, January 2006, pp. 79–105.

[21] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Ι, μτφρ. Παναγιώτης Μαυρομμάτης, σελ. 775

[22] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Ι, μτφρ. Παναγιώτης Μαυρομμάτης, σελ. 784

[23] Για μια αξιολόγηση της τρέχουσας κατάστασης του πολιτικού μαρξισμού βλέπε Historical Materialism, τόμος 29, αριθ. 3, Οκτώβριος 2021, το οποίο είναι αφιερωμένο στο θέμα. Είναι αξιοσημείωτο ότι η θεμελιώδης κριτική του Brenner στον Wallerstein, "The Origins of Capitalist Development’", αναφέρει τον όρο "καινοτομία" 43 φορές - πιθανότατα για πρώτη φορά για ένα δοκίμιο στο New Left Review.