https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Γιατί η ποίηση έχει (ή δεν έχει) νόημα (45): Η κλιματική αλλαγή κι ο καθρέφτης του μάγου

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εξελίξεις στον χώρο της λογοτεχνικής θεωρίας και κριτικής, είναι η προσπάθεια των ερευνητών της Οικοκριτικής (Ecocriticism) να ξαναδιαβάσουν τις ιερές αγελάδες του μοντερνισμού και να ανιχνεύσουν στα γραπτά τους λίγη ή περισσότερη φύση. Φαίνεται ωραία προσπάθεια, αφού όλοι έχουμε τον μοντερνισμό συνδυασμένο περισσότερο με την πόλη και τα συστατικά/ιδιότητές της παρά με τη φύση.


Έτσι, ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης βρίσκει το Ecocriticism in the Modernist Imagination (2016) της Kelly Sultzbach, στο οποίο η ερευνήτρια ψάχνει να βρει τις οικολογικές ανησυχίες του ΕΜ Φόρστερτης Βιρτζίνια Γούλφ,και του ΟΧ Ώντεν., και διάφορα άλλα (π.χ., 1, 2). 

Το βιβλίο όμως που κέντρισε το ενδιαφέρον της Ομάδας Διερεύνησης Νοήματος Ποίησης (ΟΔΝΠ) ήταν το τσουχτερό (τουλάχιστον στην τιμή) «The New Poetics of Climate Change: Modernist Aesthetics for a Warming World» του Matthew Griffiths.

Κι αυτό γιατί η ΟΔΝΠ πιστεύει ότι αν η ποίηση έχει σήμερα κάποιο νόημα, το έχει στο πλαίσιο της ενδεχόμενης ή επερχόμενης (ανάλογα με το γούστο) κλιματικής αλλαγής.

Ο MG αρχίζει την έρευνά του (Κεφ.1. Το Κλίμα Αλλάζει τα Πάντα) μιλώντας μας για 2 ποιήματα που έχουν θέμα τους την κλιματική αλλαγή: το «Ο καθρέφτης του μάγου» του Andrew Motion και το «Triscombe stone» της Frances Presley.

Ο AM είναι ποιητής του συστήματος (ήταν poet laurete του ΗΒ από το 1999-2009 - (ας πούμε, σύμβουλος του/της Πρωθυπουργού σε θέματα ποίησης), ενώ η Frances είναι μάλλον πιο underground.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι: πώς γράφεται ή/και πώς πρέπει να γράφεται η ποίηση κλιματικής αλλαγής;

O MG φαίνεται να προκρίνει το πιο μοντερνιστικό (και μορφικά και νοηματικά: πολυφωνικό, θραυσματικό, αβέβαιο, αντιφατικό και τα παρόμοια) «Triscombe stone» της Frances Presley εις βάρος του πιο παραδοσιακού, σε μια σειρά 5 «ελεύθερων»σονέτων, «Καθρέφτη του Μάγου». Η ΟΔΝΠ, αν και βρίσκει τους ισχυρισμούς πρόκρισης του μοντερνιστικού αποδεκτούς, δεν βρίσκει έτσι τους ισχυρισμούς για την απόρριψη του παραδοσιακού.

Έτσι, είπε να το πάρει από την αρχή και, μέσα στις φωνές και τα βρισίδια, και για να τηρήσει τις παραδόσεις, μετάφρασε πρώτα τον «Καθρέφτη του Μάγου». Και ο cryingwolf δακτυλογράφησε ό,τι άκουσε.

Ο Καθρέφτης του Μάγου. Andrew Motion
(μτφρ.: ΟΔΝΠ, αποκρυπτογράφιση, αποκωδικοποίηση, απομαγνητοφώνιση: crying wolf)

1.Μεσοκαλόκαιρο, μεσάνυχτα, Λονδίνο.
Βγαίνω από το γαλλικό  παράθυρο
και στέκομαι στον κήπο μου έτσι,
το γύρισμα της γης βαθιά να νιώθω
και ν’ αναπνέω τον τάχα ύπνο της.
Πράσινος αέρας φυσσά την ανέμελη κερασιά.
Φρούτα λαμποκοπούν στα μπλεγμένα κλαδιά
Και να μια μηλιά αγκαλιά με μια σταφυλιά.
Και πίσω μου, να η απλόκλαδη μουριά,
η λατρευτή, π’ αργεί να πρασινίσει
αλλά βαστάει πιο πολύ, και τα κλάδια απλώνει
πάνω μου, και να ο ουρανός που πέφτει,
και μυρίζει χόρτο τσακισμένο και τούβλο ξεραμένο
καθώς ξυπνάει η μαύρη γή κι εγώ τη βλέπω.

2. Βλέπω ό,τι ακούω: ένα άγρυπνο τραγούδι κίχλης
π’ ακόμη ζητά τον χώρο του στο σκότος,
και τη σκληρή μουσική του δρόμου, δίπλα
στην άκρη του κήπου, μέσα σ΄ ένα αεράκι
πού ‘ταν  απλό και καθαρό, αν κι απόψε,
με την ίδια μεγάλη ανάσα που κινεί
τα φύλλα της μουριάς, μ΄αρπάζει και με σκορπίζει
στους πόλους και στις θάλασσες τις γεμάτες πάγο
σε κάθε λαμπερό λιβάδι, γεμισμένο
μ’ ωραία παγολούλουδα και κρύσταλλους για χόρτο
που χρόνια χιλιάδες τρεις δουλεύονταν
και σιωπηλά σμιλεύονταν  - μαραίνονται
τώρα,  σε θάλασσες θερμές αδειάζουν το φορτίο τους
μιλούνια γαρίδες ασημί και πλακτόν
σε ρεύματα πιο βαθιά, σε ροή χαοτική.

3.Μετά την ανάσα μια παύση. Έπιασε
βροχή στο Κάμντεν και το Κέντις αλλά εδώ
ο ουρανός είν’ ανοιχτός κι η κερασιά στη θέση της.
Στάθηκα με διάθεση να ανυψωθώ
πάνω απ’ τον μίζερο ουρανό
τον πνιγμένο από σκάφη, μέχρι να φτάσω
στ’ αστέρια και να βρώ τους θεούς να παίζουν
τ’ ατέλειωτό τους παιχνίδι. Με το πού φτάνω,
εκτός απ’ τον  Ωρίωνα που λύνει τη ζώνη του και την Αφροδίτη
που τραβάει ένα πέπλο βελούδινο γύρω από το κερί της,
ταξιδεύω σ΄αυτήν την  κουρελιασμένη οροφή
όπου μέρα τη μέρα ο ήλιος δέχεται τον καπνό των προσφορών
που κάνουμε στους εαυτούς μας, και τον κάνει
καθαρό χλώριο και βρώμιο, δεχόμενος τη θυσία.

4. Νά την κι η βροχή που φτάνει εδώ, και με ωθεί να κρυφτώ
κάτω απ’ τη μουριά: οι πρώτες σταγόνες μεγάλες,
μετά, ξάφνου, μικρότερες και πυκνότερες, γίνονται
σκόνη, μετά καπνός που διαλύεται ψηλά
στου γείτονα τον τοίχο. Ήδη το χορτάρι μου
είναι μούσκεμα και καθώς απ’ το καταφύγιο μου σκύβω να δώ
τη βρεγμένη επιφάνεια, ανοίγει σαν το θαυμάσιο
Ο του καθρέφτη ενός μάγου. Εδώ είναι οι παλίρροιες
οι πλημμυρισμένες εκβολές και λεκάνες απορροής,
η Αρκτική, η Σανγκάη, η Φλόριδα κι η Αλάσκα.
Εδώ είναι τα σαστιμένα είδη που απειλούνται,
η ήδη διάσημη μοναχική πολική αρκούδα κι ο τάρανδος.
Εδώ είναι τα μικροσκοπικά καρκινοειδή εδώ κι οι παγετώνες
με τις κοιλάδες τους ζαρωμένες, σαν πλάσματα ηττημένα.

5.Και τότε η καταγαίδα κόπασε, και φάνηκε η κατηφόρα
προς το Κινγκ’ς Κρος μαζί μ’ ένα τελευταίο μπουμπουνητό,
και τον συνήθη ουράνιο θόλο. Το χορτάρι μου
έγινε πάλι χορτάρι. H μηλιά κι η σταφυλιά
κλείστηκαν στις σιλουέτες τους. Κι η κερασιά
ξαναζυγίζει ένα βαρίδιο σκότους στα φύλλα της.
Είναι η στιγμή που θά ‘πρεπε τη γη να νιώθω ήρεμη.
Αντίθετα, μόλις απ’ της μουριάς τον ίσκιο βγήκα
το φως της λάμπας μέσα από το παράθυρο το γαλλικό
με πάγωσε μεσόστρατα. Και νά ‘μαι κει στο μεγάλο γυαλί
αντανακλώντας τον εαυτό  μου, ζαρωμένο σαν ένοχο,
και παρότι γρήγορα κινούμαι πάνω απ’ το κατώφλι
μια ματιά φτάνει να δείξει το γυμνό ορίζοντα πίσω μου
και πέρα απ’ αυτόν τους άλλους ψυχρούς πλανήτες στη σπασμένη τους σειρά.


Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Χρονοκάψουλα πάνω σε έναν νεκρό πλάνητη



Margaret Atwood (μτφρ.: cryingwolf)

1. Στην πρώτη εποχή φτιάξαμε τους θεούς. Tους φτιάξαμε από ξύλο. Tότε υπήρχε ακόμη αυτό το πράγμα που λέγεται ξύλο. Σφυρηλατήσαμε μέταλλα λαμπερά γι΄ αυτούς και τους ζωγραφίσαμε στους τοίχους των ναών. Υπήρχαν θεοί πολλών ειδών, και θεές επίσης. Κάποιες φορές ήταν βάναυσοι και πίνανε το αίμα μας, αλλά μάς έδιναν και τη βροχή, το ηλιόφως, τους ευνοϊκούς ανέμους, τις καλές σοδειές, τα καρπερά ζώα και πολλά παιδιά. Ένα μιλιούνι πουλιά πετούσαν πάνω μας κι ένα μιλιούνι ψάρα κολυμπούσαν στις θάλασσες μας. 

Οι θεοί μας είχαν στα κεφάλια τους ή κέρατα ή φεγγάρια ή πτερύγια φώκιας ή ράμφη αετών. Τούς αποκαλούσαμε Παντογνώστες, τους λέγαμε Πεφωτισμένους. Ξέραμε ότι δεν είμασταν ορφανά. Μυρίζαμε τη γή και άπληστα τη θηλάζαμε. Οι χυμοί της έτρεχαν στα σαγόνια μας.

2.Στη δεύτερη εποχή φτιάξαμε το χρήμα. Και αυτό ήταν φτιαγμένο από λαμπερά μέταλλα. Κι είχε δυο όψεις: η μια όψη είχε μια κεφαλή, ενός βασιλιά ή κάποιου άλλου σπουδαίου προσώπου, η άλλη όψη είχε κάτι άλλο, κάτι που μας έδινε  μια αίσθηση άνεσης: ένα πουλί, ένα ψάρι, ένα γουνοφόρο ζώο. Το χρήμα ήταν ό,τι απόμεινε από τους θεούς μας. Ήταν μικρού μεγέθους κι ο καθένας μπορούσε να το έχει μαζί του κάθε μέρα, κι όσο πιο κοντά γινόταν στο δέρμα. Δεν μπορούσαμε να το φάμε ούτε να το φορέσουμε ούτε να το κάψουμε για να ζεσταθούμε. Αλλά, σαν από μαγεία, το χρήμα μπορούσε να γίνει όλα αυτά τα πράγματα. Το χρήμα ήταν μυστηριώδες και το αντιμετωπίζαμε με δέος. Και λεγόταν πως αν είχες αρκετό, μπορούσες και να πετάξεις.

3. Στην τρίτη εποχή το χρήμα έγινε θεός. Ήταν πανίσχυρο και πέρα από κάθε έλεγχο. Κι άρχισε να μιλάει. Και να αυτοδημιουργείται. Και να φέρνει πανδαισίες και να φέρνει λιμούς. Τραγούδια χαράς και θρήνους. Να προκαλεί απληστία και πείνα, τις δυο όψεις του. Γυάλινοι πύργοι χτίστηκαν στο όνομα του και γκρεμίστηκαν και ξαναχτίστηκαν. Κι άρχισε να τρώει πράγματα. Έτρωγε δάση ολόκληρα, καλλιεργημένες εκτάσεις και ζωές παιδιών. Έτρωγε στρατούς, πλοία και πόλεις. Κανείς δεν μπορούσε να το σταματήσει. Το να τό ‘χεις ήταν σημάδι χάριτος και μεγαλείου. 

4.Στην τέταρτη εποχή φτιάξαμε τις ερήμους. Οι έρημοί μας ήταν διαφόρων ειδών αλλά όλες του είχαν κάτι κοινό: τίποτε δεν φύτρωνε σ’ αυτές. Μερικές τους ήταν από τσιμέντο, μερικές από διάφορα δηλητήρια και μερικές από ψημένη γη. Φτιάξαμε αυτές τις ερήμους από πόθο για περισότερο χρήμα και από απελπισία για την έλλειψή του. Μάς έπληξαν πόλεμοι, επιδημίες και λιμοί, αλλά εμείς δεν λέγαμε να σταματήσουμε την επιμελή κατασκευή ερήμων. Στο τέλος όλα τα πηγάδια δηλητηριάστηκαν, τα ποτάμια γέμισαν μπίχλα, οι θάλασσες πέθαναν. Δεν υπήρχε πια γη για να καλλιεργηθεί τροφή.

Κάποιοι από τους σοφούς μας κατέφυγαν στις ερήμους για να διαλογιστούν. Μια πέτρα στο χώμα μέσα στο ηλιοβασίλεμα θα μπορούσε να είναι πολλή όμορφη, είπαν. Οι έρημοι είναι καθαρές γιατί δεν υπάρχουν σπόροι μέσα τους, γιατί τίποτε δεν κινείται. Μείνε στη έρημο για κάποιο χρόνο και θα μπορέσεις ν’ αντιληφθείς το απόλυτο. Ο αριθμός μηδέν ήταν ιερός. 

5. Εσύ πού, από κάποιον κόσμο μακρινό, ήρθες εδώ, σ’ αυτή την ξεραμένη λίμνη, σ’ αυτή την λίθινη στήλη, σ’ αυτόν τον μπρούτζινο κύλινδρο, στον οποίο, την τελευταία μέρα μας, έβαλα τις τελευταίες λέξεις μας: 

Προσευχηθείται για μας που κάποτε νομίζαμε ότι θα μπορούσαμε να πετάξουμε

(πηγή: theguardian)