https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Γιατί η ποίηση έχει (ή δεν έχει) νόημα (59): Ο ανώριμος ποιητής Κ.Φ. Καβάπης

Με τον χαμό που γίνεται με την λογοκλοπή, και δή την ποιητική, το ξεκάθαρο συμπέρασμα (ξανα)είναι πως η φιλία είναι πάνω από την ποίηση, όχι μόνο για τους απλούς ανθρώπους αλλά και για τους/τις ποιητές/ποιήτριες.





Δυστυχώς για την Θεά Ποίηση, οι ιερείς της, οι ιέρειές της και το όλο εκκλησίασμά της έχουν ανάγκη τις ομάδες, τις φιλίες και τις/τα συνενώσεις/κινήματα που είναι καταστάσεις που εξασφαλίζουν τον αναγκαίο και ικανό θαυμασμό, το αναγκαίο και ικανό εγκώμιο και την αναγκαία και ικανή αγιαστούρα,   όπως και το αναγκαίο και ικανό θάψιμο του αντιπάλου (ο κάθε πικραμένος, μπορεί να γλυκάνει κάπως την πίκρα του, διαβάζοντας τα σχετικά στη διαμάχη παλαμιστών/καβαφιστών)

Στα πλαίσια αυτά η Ομάδα Διερεύνησης Νοήματος Ποίησης (ΟΔΝΠ), είπε να ξαναδιαβάσει το ποίημα ‘’Θα μείνουμε’’ του ανώριμου ποιητή Κ.Φ. Καβάπη, παράλληλα και συγκριτικά με το ποίημα ‘’Να μείνει’’ του πανίσχυρου ποιητή Κ.Π. Καβάφη (Ο Κ.Φ. Καβάπης έγραψε το ποίημα μετά από ανάγνωση του συναρπαστικού βιβλίου του Δ. Παπανικολάου, «"Σαν κι εμένα καμωμένοι’’. Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας», Πατάκης, 2014.)

’’Θα μείνουμε’’

Θα ΄τανε ξημέρωμα,
ή λίγο πριν.

Σε μια γωνιά του μπαρ.
πίσω απ’ την κολώνα με την ‘’Μπανάνα’’ του Γουόρχολ.
Εκτός από εμάς τους δυο το μαγαζί τελείως άδειο.
Ένα φως νέον μόλις το φώτιζε.
Ο πορτιέρης ριγμένος σε μια καρέκλα, κοιμότανε.

Δεν έβλεπε κανείς.
Κι είχαμε τόσο πολύ ανάψει,
που δεν μας ένοιαζε τίποτα.

Τα ρούχα μισορίχτηκαν — δεν ήταν και τόσα,
μια βερμούδα κι ένα μπλουζάκι,
ο θεικός Ιούλης δεν τα χρειάζεται.

Τις σάρκες μας απολαύσαμε
Με μισοριγμένα ρούχα
Γρήγορα κι δυο μας τελειώσαμε – ινδάλματα
που διαβαίνουν τους χρόνους, ήλθαμε.
Θα μείνουμε στην ποίηση αυτή.

ΚΦ Καβάπης

‘’Να Μείνει’’
Η ώρα μια την νύχτα θα ’τανε,
ή μιάμιση.

Σε μια γωνιά του καπηλειού·
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο.

Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.
Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.

Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.

Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα·
γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά του
είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.


K.Π. Καβάφης