Η επίδραση της θεωρίας του Δαρβίνου (θεωρία της εξέλιξης) στην ανθρώπινη σκέψη είναι τεράστια και πασίγνωστη. Ως προς το μέγεθός της η επίδραση αυτή μπορεί να συγκριθεί με αυτή της νευτώνειας μηχανικής (17ος αιώνας), της θερμοδυναμικής (τέλη 19ου-αρχές 20ου αιώνα), της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής (αρχές-μέσα 20ου αιώνα), της θεωρίας των στοιχειωδών σωματιδίων και της κοσμολογίας (τέλη 20 αιώνα).
Σήμερα μια σειρά από επιστημονικούς κλάδους φέρει τον επιθετικό προσδιορισμό εξελικτικός/η/ο (π.χ., ανθρωπολογία, βιοπληροφορική, βιολογία, υπολογιστική, οικολογία, ψυχολογία, βιοχημεία, φυσιολογία, κοινωνιολογία, οικονομικά, κλπ). Μια πιο απαξιωτική έκφραση των παραπάνω είναι η αντικατατάσταση του επιθετικού προσδιορισμού εξελικτικός με τον επιθετικό προσδιορισμό που παράγεται από το ουσιαστικό του κάθε κλάδου και το επίθημα –ισμός στο όνομα του Δαρβίνου, π.χ., οικολογικός δαρβινισμός, οικονομικός δαρβινισμός. Και είναι πιο απαξιωτική αυτή η έκφραση γιατί απηχεί ιδεολογία και όχι επιστήμη.
Το τελευταίο φρούτο, είναι η εμπλοκή του Δαρβίνου στις λογοτεχνικές σπουδές.
Όχι και τόσο τελευταίο, φυσικά, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το ιδρυτικό μανιφέστο του κλάδου μετράει 20 χρονάκια (πάντως οι ιστορίες και εισαγωγές της θεωρία της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής κριτικής που έχω υπόψη μου δεν κάνουν λόγο σχετικά). Πρόκειται για το “Evolution and Literary Theory” του γκουρού του είδους Joseph Carroll (JC), το οποίο μαζί με τα μεταγενέστερα “Literary Darwinism: Evolution, Human Nature, and Literature”και “The Literary Animal: Evolution and the Nature of Narrative (Rethinking Theory)”, δίνει τον τόνο αυτού του κριτικού ρεύματος.
Όπως λέει ο ίδιος, η ιδέα του ήρθε στο μυαλό στη δεκαετία του 1980 όταν μπουχτισμένος από τις μετα-στρουκτουραλιστικές μπούρδες που είχαν κατακλύσει τις αγγλικές σπουδές, έψαχνε για κάτι αρκούντως γενικό που θα μπορούσε να δώσει ένα καινούργιο πλαίσιο μελέτης της λογοτεχνίας.
Σε πρώτη φάση, ας ακούσουμε τον ίδιο τον JC (μεταφράζω τη συνέτευξή του στο Neuronarrative “What is Literary Darwinism?”
Neuronarrative: Σας έχουν αποκαλέσει «ιδρυτή του Λογοτεχνικού Δαρβινισμού». Τί είναι ο Λογοτεχνικός Δαρβινισμός;
JC: Ο Λογοτεχνικοί Δαρβινιστές συνδυάζουν λογοτεχνικές έννοιες με τη σύγχρονη εξελικτική κατανόηση των αναπτυγμένων και προσαρμοσμένων χαρακτηριστικών της ανθρώπινης φύσης. Δε στοχεύουν στο να αποτελέσουν άλλη μια «σχολή» ή κίνημα της θεωρίας της λογοτεχνίας. Στοχεύουν στο θεμελιακό μετασχηματισμό του γενικότερου πλαισίου των λογοτεχνικών σπουδών. Πιστεύουν ότι όλη η γνώση για την ανθρώπινη συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένων και των προϊόντων της φαντασίας, μπορεί και πρέπει να υπαχθεί στην εξελικτική προοπτική.
Neuronarrative: Στη διάρκεια των χρόνων, οι Δαρβινιστές έχουν δεχθεί κριτική για υπέρ το δέον εφαρμογή των εξελικτικών ερμηνειών σε κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα. Προς τι διαφοροποιείται η δική σας προσπάθεια από αυτές του παρελθόντος;
JC: Κατά την άποψή μου, οι προηγούμενες εξελικτικές εργασίες διαφόρων επιστημών του ανθρώπου δεν είχαν λάθος όταν προσπαθούσαν να εισάγουν τις εξελικτικές ερμηνείες στα πεδία της κοινωνίας και του πολιτισμού. Αν απέτυχαν, αυτό οφείλεται στο ότι ο συνδυασμός κοινωνικών και πολιτισμικών ερμηνευτικών επιπέδων με τα αντίστοιχα εξελικτικά δεν ήταν επαρκής. Στην ουσία, όλοι οι εξελικτιστές στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες διατυπώνουν «βιο-πολιτισμικές» ιδέες. Δηλαδή, αναγνωρίζουν ότι οι άνθρωποι είναι πολιτισμικά ζώα. Για τους «πολιτισμικούς κονστρουκτιβιστές» που ακόμη κυριαρχούν στις ανθρωπιστικές επιστήμες, η κουλτούρα λειτουργεί αυτόνομα, παράγοντας όλη τη σκέψη και τα συναισθήματα, όλη την αίσθηση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, χωρίς να υπόκειται σε βιολογικούς περιορισμούς πέρα από πολύ γενικούς όπως π.χ. η πείνα (αν και για πολλούς πολιτισμικούς κονστρουκτιβιστές ακόμη και η πείνα, όπως η σεξουαλικότητα, είναι κατασκευή).
Οι εξελικτιστές ταυτοποιούν μια μεγάλη ομάδα έμφυτων, γενετικώς μεταβιβαζόμενων περιορισμών που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το ρόλο των φύλων, τις οικογενειακές σχέσεις, τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και τις μορφές της γνώσης. Αναγνωρίζουν επίσης ότι κανείς από αυτούς τους περιορισμούς δε διαμορφώνεται μέσα σε πολιτισμικό κενό. Η προδιάθεση για μεταβίβαση πληροφοριών με μη γενετικούς τρόπους υπάρχει σε διάφορα είδη – στα πρωτεύοντα, στα κητοειδή, και στα κορακοειδή – αλλά μόνο οι άνθρωποι παράγουν συμβολικές δομές που κωδικοποιύν ηθικούς κανόνες, αναπαραριστάνουν τον κόσμο και την ανθρώπινη εμπειρία και προκαλούν υποκειμενικές εντυπώσεις. Μόνο οι άνθρωποι διαμορφώνουν την εμπειρία τους εντός κοινών συμβολικών συστημάτων. Όλες οι διαφοροποιήσεις κοινωνικής και υλικής οργάνωσης είναι αποκλίνοντες τρόποι οργάνωσης της γενικής προδιάθεσης της ανθρώπινη φύσης και κάθε εξειδικευμένη οργάνωση εκδηλώνει τον εαυτό της μέσω διακριτών καλλιτεχνικών, θρησκευτικών και φιλοσοφικών παραδόσεων.
Θα μπορούσε κανείς να υπερεφαρμόσει την εξελικτική ερμηνεία σε οποιαδήποτε κουλτούρα, με μια απλή αναγωγή σε ένα σύνολο ανθρώπινων καθολικοτήτων. Αυτό, ως ανάλυση, θα ήταν αποτυχία: κατά τον ίδιο τρόπο που η εμφάνιση μιας εικόνας στην οθόνη του υπολογιστή δεν είναι καλή λόγω κακής ανάλυσης (resolution). Τέτοια λάθη μπορεί και πρέπει να διορθωθούν. Η φόρμουλα είναι σχετικά απλή: κάθε επιμέρους κουλτούρα αποτελείται από μια ιδιαίτερη οργάνωση γενετικώς μεταβιβαζόμενων προδιαθέσεων τις οποίες μοιράζονται όλα τα μέλη του ανθρώπινου είδους. Δουλειά των βιοπολιτισμικών κριτικών είναι να περιγράψουν με λεπτομέρειες αυτήν την ιδιαίτερη οργάνωση των ανθρώπινων καθολικοτήτων που κάνουν μια συγκεκριμένη κουλτούρα να ξεχωρίζει από τις άλλες. Επίσης, πρέπει, στο βαθμό του δυνατού, να εξηγήσουν το πώς προέκυψε αυτή η οργάνωση – να ταυτοποιήσουν την πηγή της σε συγκεκριμένες οικολογικές και κοινωνικές συνθήκες και στη δοσμένη «φαντασιακή» κουλτούρα, δηλαδή στη θρησκευτική, φιλοσοφική και καλλιτεχνική παράδοση. Κι ακόμη, ειδικά οι ουμανιστές, πρέπει να ερμηνεύσουν τον αισθητικό και συναισθηματικό χαρακτήρα μιας συγκεκριμένης πολιτισμικής οργάνωσης. Οι πολιτισμικοί κριτικοί χρειάζεται να γνωρίζουν τί είναι οι καθολικές μορφές της φαντασίας, πως ποικίλουν από κουλτούρα σε κουλτούρα, πως αυτές οι ποικιλίες περιορίζουν το φαντασιακό δυναμικό ενός συγγραφέα και πως ένα έργο παράγει από μόνο του ειδικά φαντασιακά αποτελέσματα.
Δεν είναι δυνατό να υπερεφαρμόσει κανείς την εξελικτική ερμηνεία σε κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα, αν και είναι δυνατό να το κάνει με κακό ή ατελή τρόπο. Δηλαδή, χωρίς να συνδυάσει επαρκή αριθμό αναλυτικών δεδομένων για την εξελικτική άποψη της ανθρώπινης φύσης και χωρίς να λάβει επαρκώς υπόψη του τους τρόπους με τους οποίους τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης αλληλεπιδρούν με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτισμικών συνθηκών. Πολλοί θεωρητικοί του πολιτισμού υπο-εφαρμόζουν τις εξελικτικές εξηγήσεις. Αγνοούν ή και αρνούνται ρητά την ιδέα ότι γενετικά μεταβιβαζόμενες προδιαθέσεις περι-ορίζουν την οργάνωση κάθε κουλτούρας και μάλιστα κατά τρόπο θεμελιώδη. Ορίζουν την «κουλτούρα», κατά ένα κυκλικό τρόπο, ως την μοναδική αιτία των πολιτισμικών φαινομένων, ή προσποιούνται ότι αποδέχονται την «βιοπολιτισμική» ιδέα, ενώ σιωπηρά υποβιβάζουν το βιολογικό μέρος της αλληλεπίδρασης στο επίπεδο μιας αμελητέας φυσικής διάστασης, εντελώς ξεκομμένης από τη σκέψη, το συναίσθημα, το κίνητρο και τη συμπεριφορά. Αυτού του τύπου οι υποεφαρμογές κυριαρχούσαν στη μέινστριμ πολιτισμική θεωρία στα πρώτα τρία τέταρτα του 20ου αιώνα. Και κυριαρχούν ακόμη στις λογοτεχνικές σπουδές. Όταν οι κριτικοί της βιοπολιτισμικής προσέγγισης κατηγορούν τους εξελικτικιστές για «αναγωγιστικές» απόψεις πάνω στις των ανθρώπινες υποθέσεις, αυτό που στην ουσία εννοούν είναι ότι θελουν να συνεχίσουν να έχουν μια καθαρά πολιτισμική, «κονστρουκτιβιστική» προσέγγιση αυτών των υποθέσεων, αφήνοντας εξ ολοκλήρου απ’ έξω τη βιολογική διάσταση ή υποβιβάζοντάς την σε ένα αμελητέο ελάχιστο.
(συνεχίζεται)
(μτφρ. Crying wolf)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου