Η γοητεία που άσκησε ο φασισμός σε πολλούς γνωστούς διανοούμενους και καλλιτέχνες, είναι γνωστή και καταγεγραμμένη.
Πριν 10 χρόνια κυκλοφόρησε στα ελληνικά το βιβλίο του Ρίτσαρντ Γουόλιν «Η Γοητεία του Ανορθολογισμού – Το Ειδύλλιο της Διανόησης με τον Φασισμό. Από το Νίτσε στον Μεταμοντερνισμό» (μτφρ. Μ Φιλιππακοπούλου, Πόλις, 2007. Αμερικάνικη έκδοση 2004). Η πρόσληψή του από την ελληνική κριτική (στο βαθμό που την ελέγχω) ήταν μεικτή (από ενθουσιώδης (Π Μανδραβέλης, Καθημερινή), ουδέτερη και περιγραφική (Α Βιστωνίτης & Ν Μπακουνάκης, Βήμα), προβληματισμένη (Κ Παπαγιώργης, Επενδυτής), επιφυλακτική (Δ Κούρτοβικ, Νέα και Λ Σκουζάκης, Περιοδικό (δέ)κατα) κι οργίλη (Φ Τερζάκης, Σημειώσεις).
8 χρόνια αργότερα, κυκλοφορεί και το βιβλίο του Μαρκ Λίλα «Η σαγήνη των Συρακουσών. Διανοούμενοι στην πολιτική», Athens Review of Books, 2015). Η πρόσληψη ξανά μεικτή (βλ εδώ όπου κι όλες σχεδόν οι παρουσιάσεις του βιβλίου, εκτός από την ακόμη πιο οργίλη (και τεκμηριωμένη ανάγνωση του Φ Τερζάκη για τη οποία βλ εδώ)).
Αν αφήσουμε εκτός τις υπερβολές του Λίλα και μαζέψουμε τα πιο γνωστά ονόματα που γλυκοκοίταξαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τον φασισμό, κάνουμε μια σχεδόν Ντριμ Τιμ του πνεύματος. Έτσι, πέρα από τους πιθανούς προπάτορες Ζοζέφ ντε Μεστρ, Γιόχαν Γκέοργκ Χάμαν, Νίτσε κλπ, έχουμε:
Έρνστ Γιούνγκερ, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Καρλ Σμιτ, Γκόντφριντ Μπεν, Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, Λουί-Φερντινάν Σελίν, Πιέρ Ντριέ λα Ροσέλ, Μορίς Μπλανσό, Ζόρζ Μπατάιγ, Πιερ Κλοσοφσκί, Πολ ντε Μαν, Τζιοβάνι Τζεντίλε, Φίλιπο Μαρινέτι, Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο, Γουίνταμ Λιούις, Κνουτ Χαμσούν, Ντ.Χ.Λώρενς, Έζρα Πάουντ, Τ.Σ. Έλιοτ και Γ.ΜΠ. Γέιτς.
Από τους 3 τελευταίους, κι αφού δεν υπήρχαν τα περιθώρια για την όποια υπεράσπιση του Πάουντ, οι προσπάθειες έπεσαν στους 2 τελευταίους. Έτσι ή αλλιώς ο Γέιτς είχε πάρει το Νομπέλ (1923) και του Έλιοτ του το ετοίμαζαν (1948) και η κριτική είδε τον δεύτερο ως έναν συντηρητικό γεμάτο προκαταλήψεις και τον πρώτο ως έναν ελιτιστή απολυταρχικό.
Παρένθεση: Δεν γνωρίζω αν έχουν γίνει προσπάθειες συστηματικής διερεύνησης της σχέσης της ελληνικής διανόησης με τον φασισμό (1936-1940 και 1967-1974). Αν όχι, είναι κενό που πρέπει να καλύψουν οι σχετικοί ερευνητές. Εμένα, πάντως, μου φαίνεται ότι ο φασισμός είχε ασκήσει κάποια γοητεία, π.χ., στον Γ Θεοτοκά όταν έγραφε σε άρθρο του στο περιοδικό «Ιδέα», «πως μέσα στην κρίση της Ευρώπης τελειώνουν πολλά πράγματα εκτός από την ιδέα του έθνους» που προβάλλει περισσότερο από ποτέ σαν «μια αδάμαστη πραγματικότητα». Ως παράδειγμα εθνικών κρατών που νίκησαν τον μαρξισμό και «σπαρταρούνε από ζωή και φιλοδοξία» ήταν τα φασιστικά κράτη. Αναγνώριζε στον Μουσολίνι, την ανέλπιστα ραγδαία κρατική και κοινωνική πρόοδο που σημειώθηκε στην Ιταλία, ο οποίος «δημιούργησε, στη συνείδηση του κόσμου, μια πολύ διαφορετική αντίληψη για τη ζωτικότητα και τις δυνατότητες των μεσημβρινών λαών».
Και το 1936, από τα «Νέα Γράμματα», θα θεωρήσει πλέον το φασισμό ως «προληπτική επανάσταση» που επιβάλλεται για να ματαιωθεί η επικράτηση του κομμουνισμού: «Μες σ’ αυτήν την προληπτική επανάσταση, ο καπιταλισμός χάνει ένα σημαντικό μέρος της ελευθερίας και των προνομίων του, δέχεται όμως τη θυσία για να σώσει την ύπαρξή του.» Κι αν πιστέψουμε τον Νικόλαο Κάλας που λέει ότι από τους φίλους του των φοιτητικών χρόνων, ο μόνος που δεν έγινε αντιδραστικός ήταν ο Θεοτοκάς (βλ Ν. Βαλαωρίτης, Μοντερνισμός, πρωτοπορία και «Πάλι», Καστανιώτης ,1997), μπορούμε να φανταστούμε τί έγινε με τους άλλους.
Αντλώ από τη διατριβή της Κ Πάπαρη «Ελληνικότητα & αστική διανόηση στον Μεσοπόλεμο. Το πολιτικό πρόγραμμα των Π. Κανελλόπουλου, Ι. Θεοδωρακόπουλου και Κ. Τσάτσου», (διδ. διατρ. και εκδόσεις Ασίνη), από όπου και το ακόλουθο αμίμητο του Ι Θεοδωρακόπουλου για τον:
«Καβάφη, αυτόν τον άρρωστο άνθρωπο και ασήμαντο ποιητή που ο συρμός μιας λογοτεχνικά ακαλλιέργητης κοινωνίας, θέλησε να αντιτάξει στην ποιητική παράδοση που ως σήμερα ζει στην φυλή μας»
Ενδιάφερουσες είναι οι σχετικές εργασίες του Δ Τζιόβα «Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο» (Οδυσσέας, 2006) και «Ο μύθος της γενιάς του τριάντα. Νεωτερικότητα, Ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία» (Πόλις, 2011), η εργασία του Τ Καγιαλή «Ο μοντερνισμός και η λογοτεχνική κριτική: Το πρόβλημα του φασισμού» αλλά και η διαμάχη του με τον Γ Γιατρωμανωλάκη για τους Εγγονόπουλο, Ελύτη και Εμπειρίκο. Κλείνει η παρένθεση.
Αλλά ας γυρίσω πίσω στο θέμα μας: Ήταν ο Γέιτς φασίστας; Θεού θέλοντος, θα συνεχίσω αύριο/μεθαύριο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου