Ντέηνα Τζόια (μτφρ. Crying Wolf)
Το πιο σοβαρό ερώτημα πάνω στο μέλλον της αμερικάνικης κουλτούρας (στμ. κι όχι μόνο) είναι πάνω στο αν οι τέχνες θα συνεχίσουν να υπάρχουν παρηκμασμένες, απομονωμένες και διασπαρμένες σε επιδοτούμενες ακαδημαϊκές ειδικότητες ή αν υπάρχουν κάποιες πιθανότητες επαναπροσέγγισης με το ευρύτερο μορφωμένο κοινό (στμ. κι όχι μόνο). Στοχεύοντας προς αυτό, κάθε τέχνη πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις μόνη της και η ποίηση είναι η τέχνη που έχει να υπερβεί τα υψηλότερα εμπόδια. Με δεδομένη την παρακμή της λογοτεχνίζουσας/φιλολογίζουσας εγγραμματοσύνης, την εξάπλωση άλλων media, την κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών, την κατάρρευση των κριτικών προτύπων και το ασήκωτο βάρος των αποτυχιών του παρελθόντος, πώς μπορούν να ακουστούν οι ποιητές; Η πίστη στα θαύματα φαίνεται πως είναι αναγκαία.
Κοντά στο φινάλε της ζωής της, η Μάριαν Μουρ έγραψε ένα σύντομο ποίημα με τίτλο «Άχ! Να ήμουν Δράκος». Το ποίημα ανακαλεί το βιβλικό όνειρο στο οποίο ο Θεός εμφανίζεται στον Βασιλιά Σολομώντα και του λέει: αίτησαι τί σοι δω= Ζήτησέ μου τί να σου δώσω (ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β', 1.7-1.10).
Σολομώντας: 'νυν σοφίαν και σύνεσιν δος μοι, και εξελεύσομαι ενώπιον τού λαού τούτου και εισελεύσομαι, ότι τίς κρινεί τον λαόν σου τον μέγαν τούτον; (=Δος μου, λοιπόν, σοφία και σύνεση για βγαίνω μπροστά σ' αυτόν τον λαό·και για να μπαίνω μέσα του, γιατί πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να αποφασίσει για τον λαό σου τον μέγα)'
Σε αντίθεση με τον Σολομώντα που ζήτησε σοφία και έμεινε στην ιστορία γι' αυτήν, η Μουρ γράφει:
Αν σαν τον Σολομώντα
Μπορούσα να ευχηθώ—
Η ευχή μου … Αχ! Να ήμουν δράκος,
ένα σύμβολο της δύναμης του Ουρανού – του σκουληκιού που δίνει το μετάξι
μετρήσιμο κι αμέτρητο. Κάποιες φορές αόρατο.
Ευτυχές φαινόμενο!
Η ευχή της Μουρ έγινε πραγματικότητα. Όπως όλοι οι αυθεντικοί (!) ποιητές, έγινε κι αυτή «σύμβολο της δύναμης του Ουρανού». Κατάφερε να πραγματοποιήσει αυτό που ο (στμ. ολίγον τι πυροβολημένος) Ρόμπερτ Φροστ αποκαλούσε «απόλυτη φιλοδοξία» - δηλαδή «να βάλει λίγα ποιήματα εκεί όπου θα είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να τα ξεφορτωθεί». Είναι μέρος του «ευτυχούς φαινομένου» της αμερικάνικης λογοτεχνίας.
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι οι ευχές μπορούν να πραγματοποιηθούν. Κι αν μπορούσα κι εγώ σαν την Μάριαν Μουρ να κάνω μια ευχή και είχα τον αυτοέλεγχο του Σολομώντα να μην ευχηθώ κάτι για την πάρτη μου, θα ευχόμουν η ποίηση να γίνει ξανά μέρος της αμερικάνικης δημόσιας κουλτούρας. Δεν νομίζω ότι είναι αδύνατο. Αυτό που χρειάζεται είναι ποιητές και δάσκαλοι της ποίησης να φερθούν πιο υπεύθυνα προς αυτήν την κατεύθυνση.
[Σημείωση της ΟΔΝΠ: για να είμαστε δίκαιοι πρέπει να πούμε και την άποψη των νεοπαγανιστών και των παρόμοιων, σύμφωνα με την οποία, ο σοφός βασιλιάς ήταν ένας έκφυλος και σκληρός ηγεμόνας που μετέτρεψε το παλάτι του σε χαρέμι. Πάντως πρέπει να του άρεζαν πολύ οι γυναίκες: έχει ένα καταπληκτικό σκορ 700 συζύγων και 300 παλλακίδων, ένα ρεκόρ που η ΟΔΝΠ διερευνά αν τό ΄χει σπάσει κανείς]
Κλείνω με 6 προτάσεις πάνω στο πώς μπορεί το όνειρο να γίνει πραγματικότητα:
1.Κατά τις δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων τους, θα πρέπει οι ποιητές να ξοδεύουν μέρος του χρόνου του όλου προγράμματος αναφερόμενοι στη δουλειά άλλων ανθρώπων - κατά προτίμηση σε ποιήματα που θαυμάζουν κι αγαπούν αλλά είναι γραμμένα από ποιητές του οποίους δεν γνωρίζουν προσωπικά. Οι αναγνώσεις ποιημάτων πρέπει να είναι γιορτές της ποίησης γενικά κι όχι του έργου ενός συγγραφέα.
2.Οι οργανωτές των ποιητικών αναγνώσεων πρέπει να αποφεύγουν το εθιμοτυπικό που περιλαμβάνει μόνο την υποκουλτούρα ποίηση. Χρειάζεται ανάμειξη με άλλες τέχνες και ειδικά με τη μουσική. Διοργάνωση αφιερωμάτων σε νεκρούς και ξένους συγγραφείς. Συνδυασμό σύντομων μαθημάτων στην κριτική ανάγνωση ποιημάτων με ποιητικές απαγγελίες ή/και παραστάσεις. Τέτοιοι συνδυασμοί μπορούν να προσελκύσουν ευρύτερο κοινό χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα.
3.Οι ποιητές πρέπει να γράφουν (πρόζα) για την ποίηση πιο συχνά, με μεγαλύτερη σαφήνεια και πιο ουσιαστικά. Μπορούν να τραβήξουν την προσοχή της ευρύτερης πνευματικής κοινότητας γράφοντας σε μη εξειδικευμένα έντυπα. Πρέπει να αποφεύγουν την ειδική ορολογία και να κάνουν χρήση ενός απλούστερου ιδιώματος. Σημαντικό είναι να λένε με ειλικρίνεια και ξεκάθαρα τί τους αρέσει και τί όχι. Η επαγγελματική αβρότητα δεν έχει καμία θέση στη λογοτεχνική δημοσιογραφία.
4. Οι ποιητές που κάνουν ανθολογήσεις - ή, έστω, λίστες ανάγνωσης – πρέπει να είναι τίμιοι και ειλικρινείς και να περιλαμβάνουν μόνο τα ποιήματα που πραγματικά θαυμάζουν κι αγαπούν. Οι ανθολογίες είναι η έξοδος της ποίησης προς το γενικό κοινό και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σαν διαφημιστικά της βιομηχανίας της δημιουργικής γραφής. Μια τέχνη διευρύνει το κοινό της παρουσιάζοντας αριστουργήματα κι όχι ό,τι προλαβαίνει. Οι ανθολογίες πρέπει να φτιάχνονται έτσι, ώστε να προκαλούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να τον ευχαριστούν και να τον καθοδηγούν, κι όχι να κολακεύουν τους καθηγητές δημιουργικής γραφής που τα υπογράφουν. Οι ανθολόγοι δεν πρέπει να διαπραγματεύονται ποτέ τις ιδιότητες της Μούσας για επαγγελματικούς λόγους και ευκολίες.
5.Οι δάσκαλοι της ποίησης, τόσο στο γυμνάσιο/λύκειο όσο και στα προπτυχιακά μαθήματα στο πανεπιστήμιο, πρέπει να ρίξουν μεγαλύτερο βάρος στην απαγγελία/ανάγνωση και γενικότερα στην επιτελεστική (performative) διάσταση και στη μέσω αυτής ερμηνεία του ποιήματος και λιγότερο στην κριτική ανάλυση. Η ποίηση πρέπει να απελευθερωθεί από την λογοτεχνική κριτική. Τα ποιήματα οφείλουν να είναι ευκολομνημόνευτα, «απαγγέλσιμα» και «παρουσιάσιμα». Πρέπει να δίνεται έμφαση στην καθαρή χαρά της τέχνης. Η απόλαυση της απαγγελίας είναι το πρώτο πράγμα που έλκει τα παιδιά προς την ποίηση, η αισθητική απόλαυση του να απαγγέλλεις και να ακούς τις λέξεις του ποιήματος. Η απαγγελία/παράσταση ήταν η τεχνική που κράτησε για αιώνες την ποίηση ζωντανή. Και μπορεί να είναι το κλειδί καιο για το μέλλον της ποίησης.
6.Τέλος, οι ποιητές και οι οργανωτές ποιητικών χάπενινγκς πρέπει να κάνουν χρήση του ραδιοφώνου. Η ποίηση είναι μια τέχνη που απευθύνεται στ’ αυτί και είναι ιδανική για το ραδιόφωνο. Λίγη ποίηση στους εκατοντάδες κολεγιακούς, δημοτικούς κλπ ραδιοφωνικούς σταθμούς μέσω ευφάνταστων προγραμμάτων, θα μπορούσε να την φέρει σε επαφή με εκατομμύρια ακροατές. Τα λίγα προγράμματα που υπάρχουν απευθύνονται μονότονα στην υποκουλτούρα της ποίησης, με ζώντες ποιητές να διαβάζουν έργα τους. Η ανάμειξη της ποίησης με μουσική, κλασική ή τζαζ , μπορεί να φέρει τον κόσμο πιο κοντά της (στμ. σαν τις περίφημες χρυσές καδένες FaCad'oro. Όπως κατανοεί ο αναγνώστης, κι ο Ντέηνα Τζόια ψιλοκολλημένος είναι και ψιλοαφεής, αφού θέλοντας να διευρύνει έτσι το κοινό θα καταφέρει να κάνει τους 20 ανθρώπους 40 και να αλλάξει μόνο το υπόρρητο σύνθημα των ποιητικών χάπενινγκς: από αριά αριά να φαινόμαστε κανά εικοσαριά σε ……σαρανταριά)
Η ιστορία της τέχνης μας λέει την ίδια πάντα ιστορία. Καθώς αναπτύσσονται οι διάφορες μορφές τέχνης, καθιερώνονται και συμβάσεις που καθοδηγούν τη δημιουργία, την παραστατικότητα και τους τρόπους με τους οποίους η τέχνη πραγματώνεται, προσλαμβάνεται, αναλύεται, κατανοείται και τα λοιπά.. Στο τέλος, οι συμβάσεις μπαγιατεύουν και στέκονται ανάμεσα στη τέχνη και το κοινό της. Η κατάσταση στην αμερικάνικη ποίηση είναι ακριβώς αυτή με αποτέλεσμα η ποίηση να είναι φυλακισμένη μέσα σε πνευματικό γκέτο
Είναι καιρός για πειραματισμό, καιρός να αφήσουμε την οργανωμένη αλλά ξενέρωτη αίθουσα διδασκαλίας, να επαναφέρουμε την αγοραία ζωτικότητα της ποίησης και να απελευθερώσουμε την ενέργεια που τώρα είναι εγκλωβισμένη στα όρια μιας υποκουλτούρας. Δεν έχουμε τίποτε να χάσουμε. Για την κοινωνία η ποίηση είναι, εδώ και καιρό, νεκρή. Ας στήσουμε την πυρά για την καύση της με τις ξεραμένες συμβάσεις για να δούμε τον φοίνικα να αναγεννιέται από τις στάχτες
[Σημείωση της ΟΔΝΠ: Έτσι κλεινει το άρθρο του ο Ντέηνα Τζόια. Από τότε έχουν περάσει 25+1 χρόνια. Ο Τζόια ήταν 40άρης και τώρα οδεύει προς τα 70. Κάνει ό,τι μπορεί και πέρυσι κυκλοφόρησε η τελευταία του συλλογή '99 Poems:New & Selected'. Είναι Καλιφορνέζος με καταγωγή από Μεξικό και Ιταλία, δηλαδή καλά δεμένο γλυκό. Πάντως, όταν έγραφε αυτά που έγραφε ο κόσμος ήταν αλλιώς: η (αγγλοσαξονική περισσσότερο) Δύση φαντασιωνόταν το τέλος της ιστορίας, στη συνέχεια ήρθε ο Σεπτέμβρης του 2001, η οικονομική κρίση και τα λοιπά. Οι ποιητές έχουν τεράστια ποσότητα πρωτογενούς υλικού που περιμένει την ποιητική του ανάπλαση, μετουσιώση, μεταστοιχείωση, εκφορά και τα παρόμοια, Και το ερώτημα ξανατίθεται, ακριβώς όπως και τις άλλες φορές (πόσες, αλήθεια, από τότε που ο, σύμφωνα με ένα καινούργιο κοσμητικό επίθετο της γλώσσας μας, τεραστιοτεράστιος Φρειδερίκος Χέλντερλιν, γράφοντας για τα βασικά συστατικά της θρησκείας μας ("Το Ψωµί και το Κρασί" ), έψαλλε:
Και τι να κάνεις μέσα στην αναμονή, και τι να πεις;
Δεν ξέρω
Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ' ένα μικρόψυχο καιρό;
,
Το πιο σοβαρό ερώτημα πάνω στο μέλλον της αμερικάνικης κουλτούρας (στμ. κι όχι μόνο) είναι πάνω στο αν οι τέχνες θα συνεχίσουν να υπάρχουν παρηκμασμένες, απομονωμένες και διασπαρμένες σε επιδοτούμενες ακαδημαϊκές ειδικότητες ή αν υπάρχουν κάποιες πιθανότητες επαναπροσέγγισης με το ευρύτερο μορφωμένο κοινό (στμ. κι όχι μόνο). Στοχεύοντας προς αυτό, κάθε τέχνη πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις μόνη της και η ποίηση είναι η τέχνη που έχει να υπερβεί τα υψηλότερα εμπόδια. Με δεδομένη την παρακμή της λογοτεχνίζουσας/φιλολογίζουσας εγγραμματοσύνης, την εξάπλωση άλλων media, την κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών, την κατάρρευση των κριτικών προτύπων και το ασήκωτο βάρος των αποτυχιών του παρελθόντος, πώς μπορούν να ακουστούν οι ποιητές; Η πίστη στα θαύματα φαίνεται πως είναι αναγκαία.
Κοντά στο φινάλε της ζωής της, η Μάριαν Μουρ έγραψε ένα σύντομο ποίημα με τίτλο «Άχ! Να ήμουν Δράκος». Το ποίημα ανακαλεί το βιβλικό όνειρο στο οποίο ο Θεός εμφανίζεται στον Βασιλιά Σολομώντα και του λέει: αίτησαι τί σοι δω= Ζήτησέ μου τί να σου δώσω (ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β', 1.7-1.10).
Σολομώντας: 'νυν σοφίαν και σύνεσιν δος μοι, και εξελεύσομαι ενώπιον τού λαού τούτου και εισελεύσομαι, ότι τίς κρινεί τον λαόν σου τον μέγαν τούτον; (=Δος μου, λοιπόν, σοφία και σύνεση για βγαίνω μπροστά σ' αυτόν τον λαό·και για να μπαίνω μέσα του, γιατί πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να αποφασίσει για τον λαό σου τον μέγα)'
Σε αντίθεση με τον Σολομώντα που ζήτησε σοφία και έμεινε στην ιστορία γι' αυτήν, η Μουρ γράφει:
Αν σαν τον Σολομώντα
Μπορούσα να ευχηθώ—
Η ευχή μου … Αχ! Να ήμουν δράκος,
ένα σύμβολο της δύναμης του Ουρανού – του σκουληκιού που δίνει το μετάξι
μετρήσιμο κι αμέτρητο. Κάποιες φορές αόρατο.
Ευτυχές φαινόμενο!
Η ευχή της Μουρ έγινε πραγματικότητα. Όπως όλοι οι αυθεντικοί (!) ποιητές, έγινε κι αυτή «σύμβολο της δύναμης του Ουρανού». Κατάφερε να πραγματοποιήσει αυτό που ο (στμ. ολίγον τι πυροβολημένος) Ρόμπερτ Φροστ αποκαλούσε «απόλυτη φιλοδοξία» - δηλαδή «να βάλει λίγα ποιήματα εκεί όπου θα είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να τα ξεφορτωθεί». Είναι μέρος του «ευτυχούς φαινομένου» της αμερικάνικης λογοτεχνίας.
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι οι ευχές μπορούν να πραγματοποιηθούν. Κι αν μπορούσα κι εγώ σαν την Μάριαν Μουρ να κάνω μια ευχή και είχα τον αυτοέλεγχο του Σολομώντα να μην ευχηθώ κάτι για την πάρτη μου, θα ευχόμουν η ποίηση να γίνει ξανά μέρος της αμερικάνικης δημόσιας κουλτούρας. Δεν νομίζω ότι είναι αδύνατο. Αυτό που χρειάζεται είναι ποιητές και δάσκαλοι της ποίησης να φερθούν πιο υπεύθυνα προς αυτήν την κατεύθυνση.
[Σημείωση της ΟΔΝΠ: για να είμαστε δίκαιοι πρέπει να πούμε και την άποψη των νεοπαγανιστών και των παρόμοιων, σύμφωνα με την οποία, ο σοφός βασιλιάς ήταν ένας έκφυλος και σκληρός ηγεμόνας που μετέτρεψε το παλάτι του σε χαρέμι. Πάντως πρέπει να του άρεζαν πολύ οι γυναίκες: έχει ένα καταπληκτικό σκορ 700 συζύγων και 300 παλλακίδων, ένα ρεκόρ που η ΟΔΝΠ διερευνά αν τό ΄χει σπάσει κανείς]
Κλείνω με 6 προτάσεις πάνω στο πώς μπορεί το όνειρο να γίνει πραγματικότητα:
1.Κατά τις δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων τους, θα πρέπει οι ποιητές να ξοδεύουν μέρος του χρόνου του όλου προγράμματος αναφερόμενοι στη δουλειά άλλων ανθρώπων - κατά προτίμηση σε ποιήματα που θαυμάζουν κι αγαπούν αλλά είναι γραμμένα από ποιητές του οποίους δεν γνωρίζουν προσωπικά. Οι αναγνώσεις ποιημάτων πρέπει να είναι γιορτές της ποίησης γενικά κι όχι του έργου ενός συγγραφέα.
2.Οι οργανωτές των ποιητικών αναγνώσεων πρέπει να αποφεύγουν το εθιμοτυπικό που περιλαμβάνει μόνο την υποκουλτούρα ποίηση. Χρειάζεται ανάμειξη με άλλες τέχνες και ειδικά με τη μουσική. Διοργάνωση αφιερωμάτων σε νεκρούς και ξένους συγγραφείς. Συνδυασμό σύντομων μαθημάτων στην κριτική ανάγνωση ποιημάτων με ποιητικές απαγγελίες ή/και παραστάσεις. Τέτοιοι συνδυασμοί μπορούν να προσελκύσουν ευρύτερο κοινό χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα.
4. Οι ποιητές που κάνουν ανθολογήσεις - ή, έστω, λίστες ανάγνωσης – πρέπει να είναι τίμιοι και ειλικρινείς και να περιλαμβάνουν μόνο τα ποιήματα που πραγματικά θαυμάζουν κι αγαπούν. Οι ανθολογίες είναι η έξοδος της ποίησης προς το γενικό κοινό και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σαν διαφημιστικά της βιομηχανίας της δημιουργικής γραφής. Μια τέχνη διευρύνει το κοινό της παρουσιάζοντας αριστουργήματα κι όχι ό,τι προλαβαίνει. Οι ανθολογίες πρέπει να φτιάχνονται έτσι, ώστε να προκαλούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να τον ευχαριστούν και να τον καθοδηγούν, κι όχι να κολακεύουν τους καθηγητές δημιουργικής γραφής που τα υπογράφουν. Οι ανθολόγοι δεν πρέπει να διαπραγματεύονται ποτέ τις ιδιότητες της Μούσας για επαγγελματικούς λόγους και ευκολίες.
5.Οι δάσκαλοι της ποίησης, τόσο στο γυμνάσιο/λύκειο όσο και στα προπτυχιακά μαθήματα στο πανεπιστήμιο, πρέπει να ρίξουν μεγαλύτερο βάρος στην απαγγελία/ανάγνωση και γενικότερα στην επιτελεστική (performative) διάσταση και στη μέσω αυτής ερμηνεία του ποιήματος και λιγότερο στην κριτική ανάλυση. Η ποίηση πρέπει να απελευθερωθεί από την λογοτεχνική κριτική. Τα ποιήματα οφείλουν να είναι ευκολομνημόνευτα, «απαγγέλσιμα» και «παρουσιάσιμα». Πρέπει να δίνεται έμφαση στην καθαρή χαρά της τέχνης. Η απόλαυση της απαγγελίας είναι το πρώτο πράγμα που έλκει τα παιδιά προς την ποίηση, η αισθητική απόλαυση του να απαγγέλλεις και να ακούς τις λέξεις του ποιήματος. Η απαγγελία/παράσταση ήταν η τεχνική που κράτησε για αιώνες την ποίηση ζωντανή. Και μπορεί να είναι το κλειδί καιο για το μέλλον της ποίησης.
6.Τέλος, οι ποιητές και οι οργανωτές ποιητικών χάπενινγκς πρέπει να κάνουν χρήση του ραδιοφώνου. Η ποίηση είναι μια τέχνη που απευθύνεται στ’ αυτί και είναι ιδανική για το ραδιόφωνο. Λίγη ποίηση στους εκατοντάδες κολεγιακούς, δημοτικούς κλπ ραδιοφωνικούς σταθμούς μέσω ευφάνταστων προγραμμάτων, θα μπορούσε να την φέρει σε επαφή με εκατομμύρια ακροατές. Τα λίγα προγράμματα που υπάρχουν απευθύνονται μονότονα στην υποκουλτούρα της ποίησης, με ζώντες ποιητές να διαβάζουν έργα τους. Η ανάμειξη της ποίησης με μουσική, κλασική ή τζαζ , μπορεί να φέρει τον κόσμο πιο κοντά της (στμ. σαν τις περίφημες χρυσές καδένες FaCad'oro. Όπως κατανοεί ο αναγνώστης, κι ο Ντέηνα Τζόια ψιλοκολλημένος είναι και ψιλοαφεής, αφού θέλοντας να διευρύνει έτσι το κοινό θα καταφέρει να κάνει τους 20 ανθρώπους 40 και να αλλάξει μόνο το υπόρρητο σύνθημα των ποιητικών χάπενινγκς: από αριά αριά να φαινόμαστε κανά εικοσαριά σε ……σαρανταριά)
Η ιστορία της τέχνης μας λέει την ίδια πάντα ιστορία. Καθώς αναπτύσσονται οι διάφορες μορφές τέχνης, καθιερώνονται και συμβάσεις που καθοδηγούν τη δημιουργία, την παραστατικότητα και τους τρόπους με τους οποίους η τέχνη πραγματώνεται, προσλαμβάνεται, αναλύεται, κατανοείται και τα λοιπά.. Στο τέλος, οι συμβάσεις μπαγιατεύουν και στέκονται ανάμεσα στη τέχνη και το κοινό της. Η κατάσταση στην αμερικάνικη ποίηση είναι ακριβώς αυτή με αποτέλεσμα η ποίηση να είναι φυλακισμένη μέσα σε πνευματικό γκέτο
Είναι καιρός για πειραματισμό, καιρός να αφήσουμε την οργανωμένη αλλά ξενέρωτη αίθουσα διδασκαλίας, να επαναφέρουμε την αγοραία ζωτικότητα της ποίησης και να απελευθερώσουμε την ενέργεια που τώρα είναι εγκλωβισμένη στα όρια μιας υποκουλτούρας. Δεν έχουμε τίποτε να χάσουμε. Για την κοινωνία η ποίηση είναι, εδώ και καιρό, νεκρή. Ας στήσουμε την πυρά για την καύση της με τις ξεραμένες συμβάσεις για να δούμε τον φοίνικα να αναγεννιέται από τις στάχτες
[Σημείωση της ΟΔΝΠ: Έτσι κλεινει το άρθρο του ο Ντέηνα Τζόια. Από τότε έχουν περάσει 25+1 χρόνια. Ο Τζόια ήταν 40άρης και τώρα οδεύει προς τα 70. Κάνει ό,τι μπορεί και πέρυσι κυκλοφόρησε η τελευταία του συλλογή '99 Poems:New & Selected'. Είναι Καλιφορνέζος με καταγωγή από Μεξικό και Ιταλία, δηλαδή καλά δεμένο γλυκό. Πάντως, όταν έγραφε αυτά που έγραφε ο κόσμος ήταν αλλιώς: η (αγγλοσαξονική περισσσότερο) Δύση φαντασιωνόταν το τέλος της ιστορίας, στη συνέχεια ήρθε ο Σεπτέμβρης του 2001, η οικονομική κρίση και τα λοιπά. Οι ποιητές έχουν τεράστια ποσότητα πρωτογενούς υλικού που περιμένει την ποιητική του ανάπλαση, μετουσιώση, μεταστοιχείωση, εκφορά και τα παρόμοια, Και το ερώτημα ξανατίθεται, ακριβώς όπως και τις άλλες φορές (πόσες, αλήθεια, από τότε που ο, σύμφωνα με ένα καινούργιο κοσμητικό επίθετο της γλώσσας μας, τεραστιοτεράστιος Φρειδερίκος Χέλντερλιν, γράφοντας για τα βασικά συστατικά της θρησκείας μας ("Το Ψωµί και το Κρασί" ), έψαλλε:
Και τι να κάνεις μέσα στην αναμονή, και τι να πεις;
Δεν ξέρω
Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ' ένα μικρόψυχο καιρό;
Με οδηγούς το'Βλέμμα του Ορφέα' και την Ευρυδίκη που θέλει να ειδωθεί, και την 'Εμπειρία του Μαλαρμέ' που λέει ότι"...έχοντας σκάψει τον στίχο ως αυτό το σημείο, βρήκα στον δρόμο μου δυο αβύσσους που μ' απελπίζουν . Η μία είναι το Μηδεν...", προχωρούμε....μπάς και βρούμε άλλους δρόμους]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου