του Wolfgang Streeck
Υπάρχει μια γενικότερη αίσθηση ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση, περισσότερο από κάθε άλλη φορά από το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Η κατάρρευση του 2008 ήταν η τελευταία μιας μακράς σειράς πολιτικών και οικονομικών κρίσεων που ακολούθησαν το τέλος της οικονομικής ευεξίας στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Οι διαδοχικές κρίσεις γίνονται ολοένα και πιο εκτεταμένες και διαχέονται πολύ πιο γρήγορα και έντονα λόγω της αυξημένης διασύνδεσης της οικονομίας. Τον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 ακολούθησε η αύξηση του δημοσίου χρέους κατά τη δεκαετία του 1980 και την δημοσιονομική εξυγίανση της δεκαετίας του 1990 η ραγδαία άνοδος του ιδιωτικού χρέους. Εδώ και 4 δεκαετίες, η ανισορροπία είναι η συνήθης κατάσταση του ανεπτυγμένου βιομηχανικού κόσμου, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην πραγματικότητα, οι κρίσεις του μεταπολεμικού καπιταλισμού έχουν γίνει τόσο διαβρωτικές που προσλαμβάνονται πλέον ως κάτι περισσότερο από τυπικές, οικονομικής φύσεως, αστάθειες. Έχουν οδηγήσει σε αναβίωση μιας παλιότερης αντίληψης για την καπιταλιστική κοινωνία – την πρόσληψη του καπιταλισμού ως μιας κοινωνικής ιεραρχίας και ενός τρόπου ζωής που εξαρτάται ζωτικά από τη απρόσκοπτη συσσώρευση ιδιωτικού κεφαλαίου.
Τα συμπτώματα της κρίσης είναι πολλά αλλά τα σημαντικότερα εξ αυτών είναι οι τρεις μακροπρόθεσμες τάσεις που καταγράφονται στην πορεία των πλούσιων, βιομηχανοποιημένων – ή, ορθότερα, αποβιομηχανοποιημένων – καπιταλιστικών χωρών.
Η πρώτη τάση είναι η συνεχής μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, μείωση που έγινε πιο έντονη με τα γεγονότα του 2008:
Η δεύτερη, που σχετίζεται με την προηγούμενη, είναι μια εξίσου συνεχής αύξηση του συνολικού χρέους:
H τρίτη τάση είναι η συνεχιζόμενη εδώ και δεκαετίες αύξηση στην ανισότητα πλούτου και εισοδημάτων:
Η σταθερή ανάπτυξη, οι ικανοποιητικές απολαβές και ένα ελάχιστο κοινωνικής δικαιοσύνης, που έκαναν δυνατή τη διάχυση ενός μέρους των καπιταλιστικών κερδών προς τους μη κατέχοντες κεφάλαιο, θεωρούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ως τα προαπαιτούμενα μέσω των οποίων η καπιταλιστική πολιτική οικονομία αντλούσε νομιμοποίηση.
Από την άποψη αυτή, το πιο ανησυχητικό γεγονός είναι ότι οι τρεις αυτές τάσεις μπορεί να ενταθούν. Όλο και περισσότερα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η αυξανόμενη ανισότητα είναι μια από τις αιτίες της μειωμένης ανάπτυξης, καθώς εμποδίζει τις απαιτούμενες βελτιώσεις στην παραγωγικότητα και αδυνατίζει τη ζήτηση. Η χαμηλή ανάπτυξη, με τη σειρά της, ενισχύει την ανισότητα επιτείνοντας την ανισοκατανομή πλούτου, αυξάνοντας το κόστος παροχής προνομίων από τους πλούσιους στους φτωχούς και κάνοντας τους πλούσιους να ζητούν πιο αυστηρή εφαρμογή του «νόμου του Ματθαίου» που διέπει τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς [1]:
«Γιατί σε καθέναν που έχει, θα του δοθεί και θα του περισσέψει. Αλλά σε όποιον δεν έχει, και αυτό που έχει θα αφαιρεθεί από αυτόν» (Κατά Ματθαίον, 25:29).
Στην πραγματικότητα, οι κρίσεις του μεταπολεμικού καπιταλισμού έχουν γίνει τόσο διαβρωτικές που προσλαμβάνονται πλέον ως κάτι περισσότερο από τυπικές, οικονομικής φύσεως, αστάθειες. Έχουν οδηγήσει σε αναβίωση μιας παλιότερης αντίληψης για την καπιταλιστική κοινωνία – την πρόσληψη του καπιταλισμού ως μιας κοινωνικής ιεραρχίας και ενός τρόπου ζωής που εξαρτάται ζωτικά από τη απρόσκοπτη συσσώρευση ιδιωτικού κεφαλαίου.
Τα συμπτώματα της κρίσης είναι πολλά αλλά τα σημαντικότερα εξ αυτών είναι οι τρεις μακροπρόθεσμες τάσεις που καταγράφονται στην πορεία των πλούσιων, βιομηχανοποιημένων – ή, ορθότερα, αποβιομηχανοποιημένων – καπιταλιστικών χωρών.
Η πρώτη τάση είναι η συνεχής μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, μείωση που έγινε πιο έντονη με τα γεγονότα του 2008:
Η δεύτερη, που σχετίζεται με την προηγούμενη, είναι μια εξίσου συνεχής αύξηση του συνολικού χρέους:
H τρίτη τάση είναι η συνεχιζόμενη εδώ και δεκαετίες αύξηση στην ανισότητα πλούτου και εισοδημάτων:
Η σταθερή ανάπτυξη, οι ικανοποιητικές απολαβές και ένα ελάχιστο κοινωνικής δικαιοσύνης, που έκαναν δυνατή τη διάχυση ενός μέρους των καπιταλιστικών κερδών προς τους μη κατέχοντες κεφάλαιο, θεωρούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ως τα προαπαιτούμενα μέσω των οποίων η καπιταλιστική πολιτική οικονομία αντλούσε νομιμοποίηση.
Από την άποψη αυτή, το πιο ανησυχητικό γεγονός είναι ότι οι τρεις αυτές τάσεις μπορεί να ενταθούν. Όλο και περισσότερα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η αυξανόμενη ανισότητα είναι μια από τις αιτίες της μειωμένης ανάπτυξης, καθώς εμποδίζει τις απαιτούμενες βελτιώσεις στην παραγωγικότητα και αδυνατίζει τη ζήτηση. Η χαμηλή ανάπτυξη, με τη σειρά της, ενισχύει την ανισότητα επιτείνοντας την ανισοκατανομή πλούτου, αυξάνοντας το κόστος παροχής προνομίων από τους πλούσιους στους φτωχούς και κάνοντας τους πλούσιους να ζητούν πιο αυστηρή εφαρμογή του «νόμου του Ματθαίου» που διέπει τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς [1]:
«Γιατί σε καθέναν που έχει, θα του δοθεί και θα του περισσέψει. Αλλά σε όποιον δεν έχει, και αυτό που έχει θα αφαιρεθεί από αυτόν» (Κατά Ματθαίον, 25:29).
Περαιτέρω, η αύξηση του χρέους, ενώ αποτυγχάνει να σταματήσει τη μείωση της ανάπτυξης, αυξάνει την ανισότητα μέσω δομικών μεταβολών που σχετίζονται με την χρηματιστικοποίηση της οικονομίας.
Μπορεί αυτός ο φαύλος κύκλος να συνεχιστεί για πάντα; Υπάρχουν δυνάμεις που θα τον σπάσουν; Και τι θα γίνει αν αποτύχουν όπως και γίνεται επί τέσσερεις δεκαετίες; Οι ιστορικοί μας λένε ότι οι κρίσεις δεν είναι κάτι καινούργιο για τον καπιταλισμό και ότι ίσως είναι αναγκαίες για την υγεία του μακροπρόθεσμα. Αλλά αυτό για το οποίο μιλάνε οι ιστορικοί είναι κυκλικές μεταβολές και τυχαία σοκ, μετά από τα οποία οι καπιταλιστικές οικονομίες κινούνται προς μια καινούργια ισορροπία, τουλάχιστον προσωρινά. Αλλά αυτό που βλέπουμε σήμερα δείχνει να είναι μια συνεχής και αμείλικτη διαδικασία σταδιακής εξασθένησης. Η ανάκαμψη από περιστασιακές κρίσεις εκκαθάρισης είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από το σπάσιμο μιας αλληλουχίας αλληλοσχετιζόμενων μακροπρόθεσμων τάσεων. Αν υποθέσουμε ότι η μονίμως χαμηλή ανάπτυξη, η μονίμως αυξανόμενη ανισότητα και το μονίμως αυξανόμενο χρέος δεν είναι διατηρήσιμα επ’ αόριστο και ότι μπορούν να προκαλέσουν συστημική κρίση – την οποία δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε – το ερώτημα είναι: μπορούμε να δούμε σημάδια αντιστροφής της κατάστασης;
Σημειώσεις
[1] O «νόμος του Ματθαίου» διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Robert Merton in ‘TheMatthew Effect in Science’, Science, vol. 159, no. 3810, pp. 56–63.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου