του Wolfgang Streeck
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Άλλο ένα μπάλωμα
Μπορούμε να δούμε σημάδια αντιστροφής της κατάστασης;
Τα νέα δεν είναι και τόσο καλά. Έξι χρόνια μετά το 2008 (σ.τ.μ: το άρθρο γράφτηκε το 2014), οι μνήμες από την άβυσσο είναι ακόμη φρέσκες και τόσο οι απαιτήσεις όσο και τα σχέδια για αποφυγή μιας επανάληψης αφθονούν. Αλλεπάλληλα διεθνή συνέδρια και συναντήσεις κορυφής ΄δε φαίνεται να προτείνουν κάτι ουσιαστικό και χειροπιαστό. Εν τω μεταξύ, η χρηματιστική βιομηχανία από την οποία προήλθε το κακό, φαίνεται ότι έχει αναλάβει πλήρως: κέρδη, μερίσματα και μπόνους έχουν επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα ενώ η αναρρύθμιση έχει βαλτώσει σε διεθνείς διαπραγματεύσεις και εγχώριες παρασκηνιακές κινήσεις. Οι κυβερνήσεις, με πρώτη και καλύτερη αυτή των ΗΠΑ, παραμένουν υπό τον έλεγχο της χρηματιστικής βιομηχανίας. Η οποία, συνεχίζει να εισπράττει γενναιόδωρα πακέτα φτηνού ρευστού από τους φίλους της στις κεντρικές τράπεζες – με κορυφαίο ανάμεσά τους τον Μάριο Ντράγκι της Goldman Sachs στο τιμόνι της ΕΚΤ – το οποίο είτε το κρατούν στα συρτάρια τους είτε το επενδύουν στο χρέος της γενικής κυβέρνησης. Η ανάπτυξη παραμένει αναιμική, το ίδιο και η αγορά εργασίας. Μια χωρίς προηγούμενο ρευστότητα έχει αποτύχει να επανεκκινήσει την οικονομία και η ανισότητα έχει πιάσει νέα, ασύλληπτα ύψη, με το 1% να λαμβάνει τη μερίδα του λέοντος.
Και δεν είναι πολλοί οι λόγοι για να είναι κανείς αισιόδοξος. Εδώ και λίγο καιρό, ο καπιταλισμός επιβιώνει με ενέσεις ρευστότητας, υπό το καθεστώς μιας νομισματικής πολιτικής της οποίας οι αρχιτέκτονες γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα. Αλλά όταν οι προσπάθειες που έγιναν να σταματήσει αυτό το 2013, στην Ιαπωνία αλλά και στις ΗΠΑ, έφεραν ως αποτέλεσμα την πτώση των τιμών των μετοχών, η στρατηγική σταδιακής απόσυρσης από τους μηχανισμούς παροχής ρευστότητας (το αποκαλούμενο tapering) μπήκε στο ντουλάπι. Στα μέσα του Ιούνη του 2013, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) (Bank for International Settlements - BIS), η μητέρα όλων των κεντρικών τραπεζών που εδρεύει στη Βασιλεία, ανακοίνωσε ότι η «ποσοτική χαλάρωση» πρέπει να τελειώσει. Στην ετήσια έκθεση της επισήμανε ότι οι κεντρικές τράπεζες, αντιδρώντας στην κρίση και την αργή ανάκαμψη, είχαν επεκτείνει τους ισολογισμούς τους σε σημείο που να είναι, «αθροιστικά, τρεις φορές περίπου πάνω από τα προ κρίσης επίπεδα»[2] . Κι ενώ αυτό ήταν απαραίτητο για την αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης, τώρα ο στόχος είναι «η επιστροφή των αναμικών οικονομιών σε ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη». Όμως αυτό ήταν πέρα από τις δυνατότητες των κεντρικών τραπεζών οι οποίες:
«δεν μπορούν να κάνουν τις δομικές οικονομικές και χρηματιστικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να επανέλθουν οι οικονομίες στα μονοπάτια πραγματικής ανάπτυξης που θέλουν και περιμένουν οι αρχές και οι λαοί. Αυτό που έχουν κάνει οι κεντρικές τράπεζες κατά τη διάρκεια της ανάκαμψής ήταν να δανείσουν χρόνο. […] Αλλά ο δανεισμένος χρόνος δεν χρησιμοποιήθηκε σωστά, καθώς τα χαμηλά επιτόκια και οι αντισυμβατικές πολιτικές έκαναν πιο εύκολο για τον ιδιωτικό τομέα να καθυστερήσει την απομόχλευση και για τις κυβερνήσεις να χρηματοδοτήσουν ελλείμματα και να καθυστερήσουν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στην πραγματική οικονομία και το χρηματιστικό σύστημα. Ως εκ τούτου, το φτηνό χρήμα έκανε πιο εύκολο το δανεισμό παρά την αποταμίευση, πιο εύκολες τις δαπάνες παρά τη φορολογία, πιο εύκολο το να παραμείνεις ίδιος από το να αλλάξεις»
Προφανώς αυτή την άποψη την υιοθετούσε και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ υπό τη διεύθυνση του Μπερνάνκι. Στα τέλη του καλοκαιριού του 2013 φάνηκε για ακόμη μια φορά ότι η εποχή του εύκολου χρήματος είχε τελειώσει. Αλλά το Σεπτέμβριο η αναμενόμενη επιστροφή σε υψηλότερα επιτόκια αναβλήθηκε πάλι. O λόγος, μας είπαν, ήταν ότι η οικονομία δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο ήλπιζαν. Αμέσως, οι τιμές των μετοχών σε όλο τον κόσμο ανέβηκαν. O πραγματικός, ωστόσο, λόγος για τη δυσκολία επιστροφής σε πιο συμβατικές νομισματικές πολιτικές είναι κάτι που ένας διεθνής θεσμός όπως η ΤΔΔ είναι πιο ελεύθερος να πει συγκριτικά με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες που υπόκεινται σε πολιτικό έλεγχο. Ότι, έτσι πως έχουν τα πράγματα, ο μόνος τρόπος για να συντηρήσεις τον καπιταλισμό μέσω της απεριόριστης παροχής χρήματος, είναι η προσπάθεια αναβίωσής του μέσα από νεοφιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ή, όπως ξεκάθαρα συμπυκνώνεται στο δεύτερο υπότιτλο τα ετήσιας έκθεσης της ΤΔΔ για το 2012-13: «Επαύξηση της Ευελιξίας: Το Κλειδί για την Ανάπτυξη». Με άλλα λόγια: σκληρά μέτρα για τους πολλούς σε συνδυασμό με περισσότερα κίνητρα για τους λίγους.
(συνεχίζεται)
Άλλο ένα μπάλωμα
Μπορούμε να δούμε σημάδια αντιστροφής της κατάστασης;
Τα νέα δεν είναι και τόσο καλά. Έξι χρόνια μετά το 2008 (σ.τ.μ: το άρθρο γράφτηκε το 2014), οι μνήμες από την άβυσσο είναι ακόμη φρέσκες και τόσο οι απαιτήσεις όσο και τα σχέδια για αποφυγή μιας επανάληψης αφθονούν. Αλλεπάλληλα διεθνή συνέδρια και συναντήσεις κορυφής ΄δε φαίνεται να προτείνουν κάτι ουσιαστικό και χειροπιαστό. Εν τω μεταξύ, η χρηματιστική βιομηχανία από την οποία προήλθε το κακό, φαίνεται ότι έχει αναλάβει πλήρως: κέρδη, μερίσματα και μπόνους έχουν επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα ενώ η αναρρύθμιση έχει βαλτώσει σε διεθνείς διαπραγματεύσεις και εγχώριες παρασκηνιακές κινήσεις. Οι κυβερνήσεις, με πρώτη και καλύτερη αυτή των ΗΠΑ, παραμένουν υπό τον έλεγχο της χρηματιστικής βιομηχανίας. Η οποία, συνεχίζει να εισπράττει γενναιόδωρα πακέτα φτηνού ρευστού από τους φίλους της στις κεντρικές τράπεζες – με κορυφαίο ανάμεσά τους τον Μάριο Ντράγκι της Goldman Sachs στο τιμόνι της ΕΚΤ – το οποίο είτε το κρατούν στα συρτάρια τους είτε το επενδύουν στο χρέος της γενικής κυβέρνησης. Η ανάπτυξη παραμένει αναιμική, το ίδιο και η αγορά εργασίας. Μια χωρίς προηγούμενο ρευστότητα έχει αποτύχει να επανεκκινήσει την οικονομία και η ανισότητα έχει πιάσει νέα, ασύλληπτα ύψη, με το 1% να λαμβάνει τη μερίδα του λέοντος.
Και δεν είναι πολλοί οι λόγοι για να είναι κανείς αισιόδοξος. Εδώ και λίγο καιρό, ο καπιταλισμός επιβιώνει με ενέσεις ρευστότητας, υπό το καθεστώς μιας νομισματικής πολιτικής της οποίας οι αρχιτέκτονες γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα. Αλλά όταν οι προσπάθειες που έγιναν να σταματήσει αυτό το 2013, στην Ιαπωνία αλλά και στις ΗΠΑ, έφεραν ως αποτέλεσμα την πτώση των τιμών των μετοχών, η στρατηγική σταδιακής απόσυρσης από τους μηχανισμούς παροχής ρευστότητας (το αποκαλούμενο tapering) μπήκε στο ντουλάπι. Στα μέσα του Ιούνη του 2013, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) (Bank for International Settlements - BIS), η μητέρα όλων των κεντρικών τραπεζών που εδρεύει στη Βασιλεία, ανακοίνωσε ότι η «ποσοτική χαλάρωση» πρέπει να τελειώσει. Στην ετήσια έκθεση της επισήμανε ότι οι κεντρικές τράπεζες, αντιδρώντας στην κρίση και την αργή ανάκαμψη, είχαν επεκτείνει τους ισολογισμούς τους σε σημείο που να είναι, «αθροιστικά, τρεις φορές περίπου πάνω από τα προ κρίσης επίπεδα»[2] . Κι ενώ αυτό ήταν απαραίτητο για την αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης, τώρα ο στόχος είναι «η επιστροφή των αναμικών οικονομιών σε ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη». Όμως αυτό ήταν πέρα από τις δυνατότητες των κεντρικών τραπεζών οι οποίες:
«δεν μπορούν να κάνουν τις δομικές οικονομικές και χρηματιστικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να επανέλθουν οι οικονομίες στα μονοπάτια πραγματικής ανάπτυξης που θέλουν και περιμένουν οι αρχές και οι λαοί. Αυτό που έχουν κάνει οι κεντρικές τράπεζες κατά τη διάρκεια της ανάκαμψής ήταν να δανείσουν χρόνο. […] Αλλά ο δανεισμένος χρόνος δεν χρησιμοποιήθηκε σωστά, καθώς τα χαμηλά επιτόκια και οι αντισυμβατικές πολιτικές έκαναν πιο εύκολο για τον ιδιωτικό τομέα να καθυστερήσει την απομόχλευση και για τις κυβερνήσεις να χρηματοδοτήσουν ελλείμματα και να καθυστερήσουν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στην πραγματική οικονομία και το χρηματιστικό σύστημα. Ως εκ τούτου, το φτηνό χρήμα έκανε πιο εύκολο το δανεισμό παρά την αποταμίευση, πιο εύκολες τις δαπάνες παρά τη φορολογία, πιο εύκολο το να παραμείνεις ίδιος από το να αλλάξεις»
Προφανώς αυτή την άποψη την υιοθετούσε και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ υπό τη διεύθυνση του Μπερνάνκι. Στα τέλη του καλοκαιριού του 2013 φάνηκε για ακόμη μια φορά ότι η εποχή του εύκολου χρήματος είχε τελειώσει. Αλλά το Σεπτέμβριο η αναμενόμενη επιστροφή σε υψηλότερα επιτόκια αναβλήθηκε πάλι. O λόγος, μας είπαν, ήταν ότι η οικονομία δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο ήλπιζαν. Αμέσως, οι τιμές των μετοχών σε όλο τον κόσμο ανέβηκαν. O πραγματικός, ωστόσο, λόγος για τη δυσκολία επιστροφής σε πιο συμβατικές νομισματικές πολιτικές είναι κάτι που ένας διεθνής θεσμός όπως η ΤΔΔ είναι πιο ελεύθερος να πει συγκριτικά με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες που υπόκεινται σε πολιτικό έλεγχο. Ότι, έτσι πως έχουν τα πράγματα, ο μόνος τρόπος για να συντηρήσεις τον καπιταλισμό μέσω της απεριόριστης παροχής χρήματος, είναι η προσπάθεια αναβίωσής του μέσα από νεοφιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ή, όπως ξεκάθαρα συμπυκνώνεται στο δεύτερο υπότιτλο τα ετήσιας έκθεσης της ΤΔΔ για το 2012-13: «Επαύξηση της Ευελιξίας: Το Κλειδί για την Ανάπτυξη». Με άλλα λόγια: σκληρά μέτρα για τους πολλούς σε συνδυασμό με περισσότερα κίνητρα για τους λίγους.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου