Την Κυριακή 16 Απριλίου κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι Στόουνς αναμένονται στην Αθήνα. Εκατοντάδες νεαροί πολιόρκησαν το αεροδρόμιο του Ελληνικού για να τους υποδεχθούν και να τους δουν από κοντά. Σημειώθηκαν μικροσυγκρούσεις με την αστυνομία, η οποία έκανε χρήση γκλομπ για να τους απομακρύνει. Αντί για τα μέλη του συγκροτήματος, είχαν έλθει οι τεχνικοί, οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία να μοιράσουν αυτόγραφα σε κάποιους αδαείς συγκεντρωμένους, που τους πέρασαν για τους Στόουνς.
Οι οποίοι φθάσανε στο Ελληνικο το μεσημέρι της επομένης. Στη συνέντευξη τύπου ο Τζάγκερ έδωσε ένα ρεσιτάλ εξυπνάδας (Ερώτηση δημοσιογράφου: «Τι γνωρίζετε για το Σαίξπηρ;», απάντηση Τζάγκερ: «Και σεις τι γνωρίζετε για τον Όμηρο;») και αποσύρθηκε στη σουίτα του Χίλτον.
Κοντά στις 10000 άνθρωποι μαζεύτηκαν στην «Λεωφόρο». Η εξέδρα είχε στηθεί στη σέντρα του γηπέδου και στον αγωνιστικό χώρο κυκλοφορούσαν οι λίγοι που είχαν τις 500 δραχμές για το σχετικό εισητήριο. Οι υπόλοιποι που είχαν να πληρώσουν από 60-120 δραχμές συνωστίζονταν στις εξέδρες (για την ιστορία, το μεροκάματο ήταν το 1967 90 δρχ για τους άνδρες και 75 δρχ για τις γυναίκες). Τις υπόλοιπες θέσεις του γηπέδου, τις κάλυπταν αστυνομικοί.
Η συναυλία άρχισε με Loubogg, MGC, Idols, Τάσος Παπασταμάτης, Δάκης και We Five. Στις 9:30 βγήκαν οι Στόουνς με το Last Time κι η φάση άναψε για τα καλά.
Καλύτερα, ας ακούσουμε τον παρόντα φαν Τάκη Κάκο:
«Στο «Lady Jane», ο Jagger κρατούσε ένα τριαντάφυλλο και χόρευε εκπληκτικά ... τα κορίτσια είχαν εκστασιαστεί. Στο «Ruby Tuesday», βλέπω τον Brian Jones να αρπάζει ένα όργανο και εκείνη τη στιγμή αρπάζω κι εγώ τα κιάλια ενός τύπου που καθόταν δίπλα μου. Ο τύπος φώναζε αλλά εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω. Όταν ο Jones έπαιξε φυσαρμόνικα, όλο το γήπεδο σώπασε μόνο για να ακούσει αυτό. Ξαφνικά, όλοι έμειναν άφωνοι. Έπαιξαν επίσης το «Let’s Spend the Night Together». Είχα τρελαθεί απλά κοιτάζοντας τον Richards. Μπροστά μου υπήρχε ένας αστυνομικός, που στεκόταν με την πλάτη του στο συγκρότημα. Του φώναξα: «Μην μας κοιτάτε που ουρλιάζουμε. Κοιτάξτε αυτούς, γιατί δεν θα τους ξαναδείτε».
Τα άσχημα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του «Satisfaction». Ένας τύπος που είχε σταλεί από το δήμαρχο έδωσε δύο καλάθια με γαρύφαλλα στον Jagger. Ο λόγος ήταν ότι όλα τα έσοδα από τη συναυλία θα πήγαιναν για τις κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων.
Υπήρχαν δύο μπουκέτα, ένα με κόκκινα και ένα με λευκά γαρύφαλλα. Ο Jagger μάζεψε τα κόκκινα λουλούδια, τα φίλησε και τα έδωσε σε έναν Άγγλο από τους ανθρώπους της σκηνής για να μας πετάξει. Η αστυνομία επιτέθηκε στον τύπο και άρχισε να τον δέρνει. Ο Wyman ήταν η πρώτος που κατάλαβε τι συνέβαινε. Οι Stones εξαγριώθηκαν και δεν δίστασαν να κατεβούν από τη σκηνή για να βοηθήσουν το δικό τους. Ο Μαστοράκης ανέβηκε τότε στη σκηνή και άρχισε να φωνάζει: «Κύριοι, είναι ντροπή». Μετά από λίγο, οι Stones τελείωσαν τον καυγά, ανέβηκαν πίσω στη σκηνή, τελείωσαν το «Satisfaction», αποσύνδεσαν τα όργανά τους και έφυγαν. Το πλήθος αρνήθηκε να φύγει. Στη συνέχεια, έσβησαν τα φώτα και ακολούθησε πανδαιμόνιο. Τα κορίτσια ούρλιαζαν, τα αγόρια τις πείραζαν. Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε. Φεύγαμε από το γήπεδο και ακόμα οι αστυνομικοί χτυπούσαν τους ανθρώπους. Ψάχναμε για μια διέξοδο από το χάος.»
3 μήνες μετά το πραξικόπημα (22/07/1967), ένα άλλο μεγάλο συγκρότημα από τη χώρα του Σαίξπηρ, μέ όλα τα μέλη του και επίσημα μέλη του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. έφθανε στη χώρα του Ομήρου. Οι αφηγήσεις μιλάνε για 2 εκναυλώσεις. Η πρώτη εκναύλωση ήταν ενός γιοτ με το οποίο το συγκρότημα βόλταρε κατά μήκος της ακτής της ηπειρωτικής χώρας και επισκεπτόταν χωριά που έκαναν εντύπωση. Έτσι, στο δρόμο τους προς τους Δελφούς, είδαν την Αράχωβα και είπαν να ανηφορίσουν.
Από ό,τι λένε οι αφηγήσεις πρέπει να έγινε χαμός: οι Πολ Μακάρτνεϊ, Τζον Λένον, Τζόρτζ Χάρισον κι ο Μήτσος Μηλιώνης ή «Μηλιώνας» με τις κιθάρες τους συνόδεψαν στο κλαρίνο τον Γιώργη Παπαλεξανδρή ή «Μπεκάτσα» κι ο Λοχίας Πιπέρι συναντούσε τον Γιώργη Καραϊσκάκη.
Η 2η εκναύλωση ήταν αυτή ενός ελικοπτέρου με το οποίο το συγκρότημα πέταξε πάνω από τον Κορινθιακό, πάνω από Αιγαίο, έφτασε στη Θάσο και το μάτι του έπεσε σε μια βραχονησίδα. Εκεί προσγειώθηκε το ελικόπτερο.
Τί ήθελαν οι Μπιτλς; Να αγοράσουν ένα νησί, να την πέσουν εκεί και να ξεφύγουν από τη μανία των οπαδών τους, τους φωτορεπόρτερ και τα παρόμοια. Η δουλειά δεν προχώρησε γιατί η κυβέρνηση της χούντας έκρινε ως εθνικά επικίνδυνη την πώληση ενός ακριτικού νησιού σε κάποιους πλούσιους μαλλιάδες που μπορεί να ήταν και κομμουνιστές. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς τους σατανάδες.
Η αλήθεια μπορεί να είναι αυτή ή πιο απλά, οι Μπίτλς, που εκείνη την εποχή ήταν μέσα στην καλή μαστούρα, να το ξέχασαν όταν γύρισαν στο Λονδίνο.
30 χρόνια μετά, η Βασίλισσα Ελισάβετ έχρισε ιππότη έναν απο τους 4 του συγκροτήματος. Την ίδια χρονιά, ο ιππότης δημοσίευε την αυτοβιογραφία του και έλεγε για το ελληνικό νησί:
«Η βασική ιδέα ήταν να αγοράσουμε ένα νησί όπου θα μπορούσες να κάνεις ότι θέλεις, ένας είδος χίππικης κοινότητας [...]Υποθέτω ότι το κύριο κίνητρο ήταν ότι κανείς δεν θα μπορούσε να σας σταματήσει από το κάπνισμα. Τα ναρκωτικά ήταν ο βασικό λόγος που θέλαμε το νησί»
Η χούντα είχε σώσει την ελληνική κοινωνία, αν όχι από τον κομμουνισμό, σίγουρα από τα ναρκωτικά.
μόνο η προχώ Ελένη Βλάχου με την "Καθημερινή" εκδόθηκε στις 21/4/67 και είχε πρωτοσέλιδο για την δικτατορια...
ΑπάντησηΔιαγραφή