Βυθισμένος και ζαλισμένος καθώς είμαι στα/από τα σενάρια της κλιματικής αλλαγής, είπα να γυρίσω για ένα review των fundamentals.
Ο πιο γνωστός κατακλυσμός είναι ο Κατακλυσμός του Νώε (ΚτΝ). Οι άνθρωποι πλήθυναν, μαζί τους πλήθυναν κι οι αμαρτίες, ο Θεός εἰπε στον εκλέκτό του Νώε να κατασκευάσει μια πλεούμενη κιβωτό μεγάλων διαστάσεων (μήκος από 144-173 μέτρα, πλάτος από 24-29 μέτρα και ύψος από 14-17 μέτρα), να μπεί μέσα μαζί με την οικογένειά του και με ένα ζεύγος από όλα τα ζωντανά της γής, κι έτσι, ενώ αυτός θα εξαπολύσει κατακλυσμό σ’ ολόκληρη την γη επί 40 μερόνυχτα και θα εξαφανίσει από το πρόσωπον της τους ανθρώπους και τα ζώα που είχε δημιουργήσει, η οικογένεια Νώε και τα ζεύγη των ζώων και των πτηνών να σωθούν για να συνεχίσουν τη ζωή πάνω στη γή από την αρχή.
Μέσω των αβρααμικών θρησκειών, o Κατακλυσμός του Νώε (ΚτΝ) αποτελεί μια αφήγηση που την υιοθετεί το 55% της ανθρωπότητας.
Τον ΚτΝ έχει κι ως μοντέλο της 2ας Παρουσίας ο ευαγγελιστής Ματθαίος (ώσπερ δε αι ημέραι τού Νώε, ούτως έσται και η παρουσία τού υιού τού ανθρώπου, ώσπερ γαρ ήσαν εν ταις ημέραις ταις προ του κατακλυσμού τρώγοντες και πίνοντες, γαμούντες και εκγαμίζοντες, άχρι ής ημέρας εισήλθε Νῶε εις την κιβωτόν, 24, 37-38)
Αντίθετα από την Ιουδαιο-χριστιανική αφήγηση του κατακλυσμού, η ελληνική αντίστοιχη με τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα είναι σχεδόν underground και, πέρα από τους ειδικούς, γνωστή σε βάθος μόνο σε κύκλους 12-θεϊστών. Και ήταν ένας 12-θεϊστής κομμουνιστής σύντροφος που μού τη θύμισε.
Μια βασική διαφορά των 2 αφηγήσεων είναι ότι ενώ ο Νώε είχε φροντίσει να πάρει μαζί του όλη την οικογένεια, ο Δευκαλίων κι η Πύρρα, μόνοι τους, άρχισαν να πετούν πέτρες. Πιο απλά και κατευθείαν: πέτρες/που έριξε µε τα χέρια του ο άνδρας πήραν τη µορφή ανδρών,/και οι γυναίκες ξαναφτιάχτηκαν από τις πέτρες που πέταξε η γυναίκα./Γι’ αυτό είµαστε γένος σκληρό και αντέχουµε σε µόχθους/και δίνουµε αποδείξεις από ποια πηγή είµαστε γεννηµένοι’’
(Γένεσις 8.1-9.4, μτφρ. Cryingwolf)
Και θυμήθηκε ο Θεός τον Νώε κι όλα τα θηρία και τα κτήνη, κι όλα τα πετεινά και τα ερπετά που σύρονται στη γη, όλα όσα ήταν μαζί του στην κιβωτό και έστειλε πνεύμα στη γή κι ελαττώθηκε το νερό. Και καλύφθηκαν οι πηγές της αβύσσου κι οι καταρράκτες του ουρανού και σταμάτησε η κατακλυσμιαία βροχή. Και το νερό υποχωρούσε κι έφυγε από τη γή μετά από 150 ημέρες.
Και κατά την 27η του 7ου μήνα, κάθισε η κιβωτός στα όρη Αραράτ. Το δε νερό ελαττώνονταν συνέχεια μέχρι τον 10ο μήνα και κατά την 1η ημέρα του 10ου μήνα, φάνηκαν οι κεφαλές των βουνών. Και μετά από 40 ημέρες, άνοιξε ο Νώε την πόρτα της κιβωτού που είχε φτιάξει κι έστειλε τον κόρακα να δει αν ελαττώθηκε το νερό. Κι ο κόρακας, έφυγε και δεν ξανάλθε ούτε κι όταν ξερἀθηκε όλο το νερό που απλωνόταν στην επιφάνεια της γης. Κι έπειτα έστειλε το περιστέρι να δει αν ελαττώθηκε το νερό.
Και μη δυνάμενο να βρεί στεριά για να πατήσει και ν’ αναπαυτεί, το περιστέρι γύρισε στην κιβωτό. Νερό πολύ ακόμα κάλυπτε της γης την επιφάνεια. Κι άπλωσε το χέρι του και το πήρε και τό ‘βαλε ξανά στην κιβωτό.
Κι αφού περίμενε για 7 ημέρες, ξανάστειλε το περιστέρι να δει. Και κατά την εσπέρα, επέστρεψε το περιστέρι, κι είχε φύλλο ελαίας στο στόμα του και κατάλαβε ο Νώε ότι τραβήχτηκαν τα νερά από τη γή.
Κι αφού περίμενε 7 ακόμη ημέρες, ξανάστειλε το περιστέρι να δει. Αλλά το περιστέρι δεν επέστεψε ποτέ ξανά.
Κι όταν ο Νώε έγινε 601 ετών, κατά την 1η μέρα του 1ου μήνα, το νερό χάθηκε τελείως από τη γη. Και τότε ο Νώε ξεσκέπασε την στέγη της κιβωτού που είχε φτιάξει και είδε ότι το νερό χάθηκε τελείως από τη γη.
Κι είπε ο Κύριος ο Θεός στον Νώε: έβγα από την κιβωτό μαζί με τη γυναίκα σου και τους γιούς σου και τις γυναίκες των γιών σου κι όλα τα ζώα που είχες μαζί σου, με κάθε σάρκα, από όλα τα πετεινά κι όλα τα κτήνη κι όλα ερπετά που σύρονται στη γή. Κι όλοι μαζί ν’ αυξάνεστε και να πληθύνεστε πάνω στη γη.
Κι έτσι, ο Νώε μαζί με τη γυναίκα του και τους γιούς του και τις γυναίκες των γιών του και πάντα τα κτήνη και πάντα τα πετεινά και πάντα τα ερπετά που (κατά γένος) σύρονται στη γή, βγήκαν από την κιβωτό.
Και έκτισε ο Νώε θυσιαστήριο για τον Κύριο και προσέφερε θυσίες προς το Θεό απ΄ όλα τα τα κτήνη τα καθαρά κι απ’ όλα τα πετεινά τα καθαρά.
Και μύρισε ο Κύριος το Θεός την ωραία μυρωδιά των θυσιαστηρίων και σκέφτηκε και είπε: δεν θα καταρασθώ πλέον την γη εξαιτίας των έργων των ανθρώπων, αν κι η διάνοια του ανθρώπου, από τα νιάτα της, είναι επιμελώς προσηλωμένη προς το πονηρό. Δεν θα πλήξω και δεν θα χαλάσω άλλη φορά καμιά σάρκα ζώσα, όπως μόλις έκανα.
Κι όλες τις ημέρες που θα υπάρχει η γη, δεν θα πάψουν η σπορά κι θερισμός, το ψύχος και το καύμα, το θέρος κι η άνοιξη, η ημέρα κι η νύχτα.
Κι ευλόγησε ο Θεός τον Νώε και τους γιους του και τους είπε: αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και απλωθήτε σ’ όλην την γη και γίνετε κύριοι αυτής. Κι ας είστε τρόμος και φόβος για όλα τα θηρία της γης, για όλα τα πτηνά του ουρανού, για κάθε τι που ζει και κινείται πάνω στη γη, και για όλα τα ψάρια της θαλάσσης. Τα πάντα είναι στην εξουσία σας.
Και κάθε τι που ζει στη γή θα είναι προς διατροφή σας, σας τά ‘δωσα όλα τα ζωντανἀ, όπως σάς έδωσα τα χόρτα και τα λαχανικά.
Αλλά κρέας ψυχής με αίμα, μην φάτε ποτέ.
(Οβίδιος Μεταµορφώσεις, Δευκαλίων και Πύρρα, μτφρ. Ανδρέας Ν. Μιχαλόπουλος & Χαρίλαος Ν. Μιχαλόπουλος).
‘’Η Φωκίδα, µια εύφορη περιοχή, όταν ήταν ακόµα στεριά,
χωρίζει την Αονία από την Οίτη, αν και εκείνο τον καιρό
ήταν κοµµάτι της θάλασσας, µια πλατιά έκταση νερού που δηµιουργήθηκε ξαφνικά.
Εκεί το ψηλό βουνό Παρνασσός υψώνει τις δίδυµες κορφές του στ’ αστέρια
και οι κορφές του ξεπερνούν τα σύννεφα.
Όταν ο Δευκαλίων και η γυναίκα του σταµάτησαν εκεί µε τη µικρή τους βάρκα,
καθώς όλες τις άλλες περιοχές τις είχαν καλύψει τα νερά,
λάτρεψαν τις Κορύκειες νύµφες και τις θεότητες του βουνού
και τη θεά των χρησµών, τη Θέµιδα που τότε έδινε προφητείες.
Κανείς δεν ήταν πιο ενάρετος ή δεν αγαπούσε τη δικαιοσύνη περισσότερο από εκείνον,
και καµία γυναίκα δεν φοβόταν περισσότερο τους θεούς.
Όταν ο Δίας είδε τη γη καλυµµένη µε τα καθάρια νερά
και ότι µόνο ένας άνδρας είχε αποµείνει απ’ όλες τις χιλιάδες των ανδρών,
µόνο µία γυναίκα απ’ όλες τις χιλιάδες των γυναικών,
και οι δύο αθώοι, και οι δύο λάτρεις των θεών,
διασκόρπισε τα σύννεφα και την οµίχλη µε τον βόρειο άνεµο
και αποκάλυψε τον ουρανό στη γη και τη γη στον ουρανό.
Δεν παρέµενε πια η οργή της θάλασσας, αφού ο βασιλιάς των ωκεανών,
βάζοντας στην άκρη το δόρυ µε τις τρεις αιχµές, ηρέµησε τα νερά
και κάλεσε τον κυανόχρωµο Τρίτωνα,
δείχνοντας από τα βάθη τους ώµους του γεµάτους µε κοχύλια,
να φυσήξει το κοχύλι του που αντηχεί και να δώσει στους ποταµούς και στα ρεύµατα
το σύνθηµα να γυρίσουν πίσω. Εκείνος πήρε το κοίλο κοχύλι
που ξετυλίγεται από τη βάση του σε πλατιές σπείρες,
εκείνο το κοχύλι που, όταν γεµίζει µε την ανάσα του στη µέση του ωκεανού,
κάνει τις ανατολικές και τις δυτικές ακτές να αντηχούν.
Έτσι και τώρα, όταν ακούµπησε το στόµα του θεού και το γένι του που έσταζε
και αντήχησε τη διαταγή για υποχώρηση,
ακούστηκε από όλα τα νερά πάνω στη γη και στον ωκεανό,
και όλα τα νερά ακούγοντάς το σταµάτησαν.
Η θάλασσα πια έχει ακτογραµµές, τα γεµάτα ποτάµια παραµένουν στις κοίτες τους,
οι πληµµύρες υποχωρούν και εµφανίζονται οι λόφοι.
Η γη ανεβαίνει, το χώµα αυξάνεται, καθώς το νερό αποσύρεται,
και επιτέλους τα δέντρα δείχνουν τις γυµνές τους κορφές,
ενώ η λάσπη ακόµα κολλάει στα φύλλα τους.
Ο κόσµος αποκαταστάθηκε. Όταν όµως ο Δευκαλίων είδε ότι ήταν άδειος
και ότι οι ερηµωµένες περιοχές ήταν εντελώς σιωπηλές,
έτσι µίλησε στην Πύρρα ξεσπώντας σε δάκρυα:
«Ξαδέρφη, σύζυγε, µοναδική επιζώσα γυναίκα,
που ενώθηκες µαζί µου µέσω του κοινού µας γένους και της οικογενειακής καταγωγής
και στη συνέχεια µε το νυφιάτικο κρεβάτι, και τώρα µας ενώνουν οι ίδιοι κίνδυνοι,
εµείς οι δύο είµαστε το πλήθος όλων των περιοχών
που βλέπουν η δύση και η ανατολή. Η θάλασσα πήρε όλους τους άλλους.
Ακόµη και τώρα οι ζωές µας δεν είναι εγγυηµένες
µε σιγουριά: τα σύννεφα τροµάζουν ακόµη το µυαλό µου.
Πώς θα ένιωθες τώρα, δύστυχη, αν γλύτωνες από τον θάνατο µόνη σου,
χωρίς εµένα; Πώς θα µπορούσες
ν’ αντέξεις µόνη σου τον φόβο; Ποιος θα παρηγορούσε τον πόνο σου;
Πίστεψέ µε, γυναίκα µου, αν η θάλασσα σε έπαιρνε,
θα σε ακολουθούσα και η θάλασσα θα έπαιρνε και µένα.
Ω, µακάρι να µπορούσα µε τα τεχνάσµατα του πατέρα µου να αναγεννήσω τους ανθρώπους της γης
και να εµφυσήσω ζωή στον σχηµατισµένο πηλό!
Τώρα το είδος των θνητών αποµένει σε µας τους δύο.
Έτσι το θέλησαν οι θεοί: είµαστε τα µοναδικά δείγµατα ανθρωπότητας που έχουν αποµείνει.»
Μίλησε και έκλαιγαν. Αποφάσισαν να παρακαλέσουν την επουράνια θεότητα
και να ζητήσουν τη βοήθειά της µε ιερούς χρησµούς.
Χωρίς καθυστέρηση πηγαίνουν µαζί στα νερά του Κηφισού
που κυλούσαν στη συνηθισµένη τους κοίτη, αν και όχι ακόµα καθάρια.
Αφού ράντισαν τα κεφάλια και τα ρούχα τους µε τις υδάτινες σπονδές του,
οδήγησαν τα βήµατά τους προς τον ναό της ιερής θεάς,
του οποίου τα αετώµατα ήταν πράσινα
µε άσχηµα βρύα και οι βωµοί στέκονταν χωρίς φωτιά.
Όταν έφτασαν στα σκαλοπάτια του ιερού, έπεσαν µαζί προς τα µπροστά
κι έµειναν ξαπλωµένοι στο έδαφος και φιλώντας την κρύα πέτρα µε φοβισµένα χείλη
είπαν: «Αν οι θεοί µαλακώνουν, νικηµένοι από τις προσευχές των δικαίων,
αν λυγίζει η οργή των θεών, πες µας, Θέµις,
µε ποια τέχνη µπορεί να επανορθωθεί η ζηµιά στο είδος µας
και δώσε βοήθεια, ευµενεστάτη, στον βυθισµένο κόσµο!»
Η θεά συγκινήθηκε και έδωσε χρησµό: «Αποχωρήστε από τον ναό
και καλύψτε το κεφάλι σας και λύστε τους χιτώνες σας
και ρίξτε πίσω από την πλάτη σας τα κόκκαλα της µεγάλης σας µητέρας!»
Για ώρα απέµειναν έκθαµβοι. Η Πύρρα πρώτη έσπασε τη σιωπή
και αρνείται να υπακούσει τη διαταγή της θεάς.
Με τρεµάµενα χείλη ζητάει συγχώρεση, φοβούµενη
να προσβάλει το πνεύµα της µητέρας της σκορπίζοντας τα κόκκαλά της.
Στο µεταξύ αναλογίζονται τα σκοτεινά λόγια που έδωσε το µαντείο
και τα σκοτεινά απόκρυφα και τα ξαναφέρνουν διαρκώς στο µυαλό τους.
Τότε ο γιος του Προµηθέα παρηγόρησε την κόρη του Επιµηθέα
µε ήρεµα λόγια: «Είτε αυτή η ιδέα είναι απατηλή
είτε (αφού οι χρησµοί είναι θεϊκοί και ποτέ δεν προτρέπουν για κακό!)
η µεγάλη µας µητέρα είναι η γη: νοµίζω ότι τα κόκκαλα
για τα οποία µίλησε είναι οι πέτρες στο κορµί της γης. Αυτές µας διατάζει να ρίξουµε πίσω µας.»
Μολονότι η κόρη του Τιτάνα παρακινείται από την ερµηνεία του συζύγου της,
η ελπίδα είναι ακόµα αβέβαιη. Και οι δύο δεν είναι σίγουροι
για τα θεϊκά κελεύσµατα. Όµως τι κακό θα κάνει µια δοκιµή;
Κατεβαίνουν από τον ναό, σκεπάζουν τα κεφάλια τους και λύνουν τους χιτώνες τους
και πετάνε πίσω τους τις πέτρες που τους διέταξε η θεά.
Οι πέτρες (ποιος θα µπορούσε να το πιστέψει, αν δεν ήταν µάρτυρας η αρχαία παράδοση;)
άρχισαν να χάνουν τη σκληρότητα και την ακαµψία τους
και µετά από λίγο άρχισαν να µαλακώνουν και, αφού µαλάκωσαν, ν’ αποκτούν καινούργια
µορφή.
Έπειτα, αφού µεγάλωσαν και ωρίµασαν σε φύση,
µπορούσε να είναι ορατή απροσδιόριστα
µια κάποια οµοιότητα µε ανθρώπινη µορφή, σαν τα µαρµάρινα αγάλµατα που στην αρχή
δεν είναι αρκετά ακριβή και είναι αδροµερώς σκαλισµένα.
Το µέρος τους που ήταν νωπό και χωµάτινο,
µεταµορφώθηκε σε σάρκα.
Ό,τι ήταν συµπαγές και άκαµπτο άλλαξε σε κόκκαλα.
Αυτό που ήταν φλέβες παρέµεινε φλέβες µε το ίδιο όνοµα
και γρήγορα, µε τη δύναµη των θεών, οι πέτρες
που έριξε µε τα χέρια του ο άνδρας πήραν τη µορφή ανδρών,
και οι γυναίκες ξαναφτιάχτηκαν από τις πέτρες που πέταξε η γυναίκα.
Γι’ αυτό είµαστε γένος σκληρό και αντέχουµε σε µόχθους
και δίνουµε αποδείξεις από ποια πηγή είµαστε γεννηµένοι’’