Το 1991 (δηλ., 26 χρόνια πριν), ο Ντέηνα Τζόια (ΝτΤζ) έγραψε ένα θηριώδες άρθρο (κοντά 8000 λέξεις) με τον τίτλο «Γιατί η ποίηση έχει νόημα (ή σημασία)». Μού το θύμισε ο ποιητής Κώστας Κουτσουρέλης (ΚΚ) που το αναφέρει στη σειρά των ενδιαφερόντων άρθρων που δημοσιεύει με γενικό τίτλο «Προβλήματα της σημερινής ποίησης» (το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ένα ακόμη πιο θηριώδες (μεγα)άρθρο με περισσότερες από 14000 λέξεις). Το άρθρο αυτό το είχα συμβουλευτεί από παλιά στη μακροχρόνια προσπάθεια μετάπεισης μιας ομάδας 25 εξαιρετικά ευφυών μηχανικών. οι οποίοι, αν και καθημερινά "κάνουν και γράφουν" ποίηση, είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντί της.
Στο τέλος της εισαγωγής του δοκιμίου του, ο ΚΚ γράφει:
«Ωστόσο το κύριο γνώρισμα της σημερινής conditio poetica είναι άλλο: η πλήρης σχεδόν απουσία ενός διαλόγου πάνω στα προβλήματα της σύγχρονης ποίησης».
Νομίζω ότι, πριν απ΄αυτό, δηλ τα προβλήματα της ποίησης (ή. πιθανόν, παράλληλα μ' αυτό). το βασικό πρόβλημα της σύγχρονης ποίησης είναι η απάντηση στο ερώτημα που πρέπει να κάνει στον εαυτό της:
«Έχω νόημα; Κι αν ναι, με ποιόν τρόπο; Και πώς μπορώ να το δείξω;». Φυσικά η ποίηση, τουλάχιστον στον κόσμο μας τον μικρό και τον μέγα, δεν μπορεί να κάνει αυτήν την ερώτηση και δίνει τη θέση της στους ιερουργούς της. Κάτι σαν τον Θεό και τους παπάδες.
Από την άλλη, ο παγκόσμιος πληθωρισμός των ποιητικών δημοσιεύσεων δείχνει ότι για πολλούς ανθρώπους υπάρχει η ανάγκη γι’ αυτού του είδους την έκφραση και οι σύγχρονες υλικές συνθήκες, τα μέσα παραγωγής, τα μέσα δικτύωσης και τα παρόμοια το κάνουν πιο εύκολο.
Το πόσοι, ποιοί και πώς το καταφέρνουν είναι άλλο ερώτημα. Η ποίηση ως μια κατάσταση που ανακατεύονται άνθρωποι για να μιλήσουν για τα ανθρώπινα, έχει μεν τη δυνατότητα να εκτυλίσσεται και να διαδραματίζεται στην ολότητά της, αλλά πάντα υπό τον μανδύα κανονιστικών πεποιθήσεων και ανεξάρτητα από την γνώση που έχουμε ότι οι πεποιθήσεις αυτές μπορεί να είναι σχετικές και παροδικές.
Επανέρχομαι έτσι στο άρθρο του ΝτΤζ για το νόημα της ποίησης σήμερα που αν και είναι λίγο παλιό και χάνει κάπως (θα προσπαθήσω να κάνω το σχετικό update) και αναφέρεται στην αμερικάνικη ποίηση, έχει ορισμένες ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις με αρκετές από τις οποίες, αν καταλαβαίνω καλά, συμφωνεί ο ΚΚ. Εξάλλου, όπως είπαμε παραπάνω, η ποίηση έχει τη δυνατότητα να εκτυλίσσεται και να διαδραματίζεται στην ολότητά της
Το άρθρο χωρίζεται σε 6 μέρη+εισαγωγή:
1. Πώς παρήκμασε η ποίηση
2. Μέσα στην υποκουλτούρα
3. Από την Βοημία στη Γραφειοκρατία
4. Όταν ο κόσμος έδινε σημασία
5. Η ανάγκη για ποίηση
6. Πώς μπορούν οι ποιητές να ακουστούν
Θα προσπαθήσω να τα αντιγράψω όλα σιγά σιγά αλλά ο αναγνώστης πρέπει να ξέρει ότι για την μετάφραση βασίζομαι ολοσχερώς στον Crying Wolf, o οποίος μου έχει από παλιά ξεκαθαρίσει ότι θα εργάζεται μόνο αν βρίσκει χρόνο ελεύθερο από το κλάμα του. Και μου έχει ξεκαθαρίσει ότι τη μετάφραση την κάνει παρέα με τρεις συνεργάτες του, δυο εκ των οποίων (ο Γάλλος οδηγός ράλι Ντενίζ Μαβρουά κι ο Πολωνός ηλεκτρολόγος Γκιόργκι Κασιδερέφσι) είναι λάτρεις της ποίησης ενώ ο ένας (ένας ανώνυμος Μαέστρος) ορκισμένος εχθρός της.
Θα αρχίσω με την εισαγωγή του ΝτΤζ.
Γιατί η ποίηση έχει νόημα – Εισαγωγή
Σήμερα η αμερικάνικη ποίηση είναι μια υποκουλτούρα. Εκτός του κυρίαρχου ρεύματος της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής, έχει γίνει η εξειδικευμένη απασχόληση μιας μικρής και απομονωμένης ομάδας. Και ελάχιστη από την φρενιτιώδη ενεργότητα που παράγει, διαπερνάει τα όρια αυτής της απομονωμένης ομάδας. Ως κοινωνική/επαγγελματική τάξη οι ποιητές δεν τα πάνε άσχημα με το πολιτιστικό κύρος και σαν ιερείς σε μια πόλη αγνωστικιστών, απολαμβάνουν κάποια υπολείμματα γενικότερου κύρους. Αλλά ως ατομικοί καλλιτέχνες είναι αόρατοι.
Αυτό που εκπλήσσει ιδιαίτερα με αυτήν την κατάσταση της σύγχρονης ποίησης είναι ότι προέκυψε σε μια στιγμή που η επέκταση της δεν έχει προηγούμενο. Ποτέ στο παρελθόν δεν εκδόθηκαν τόσο πολλά βιβλία ποίησης, ποιητικές ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά. Ποτέ δεν ήταν τόσο εύκολο να βγάζεις το ψωμί σου από την ποίηση. Υπάρχουν αρκετές χιλιάδες θέσεις σε κολέγια όπου μπορεί κανείς να διδάξει δημιουργική γραφή και ακόμη πιο πολλές χιλιάδες θέσεις στην πρωτοβάθμια και την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το Κογκρέσο έχει θεσμοθετήσει βραβείο ποίησης σε 25 πολιτείες ενώ υπάρχει και ένα περίπλοκο δίκτυο δημόσιας επιχορήγησης ποιητών που χρηματοδοτείται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τους τοπικούς οργανισμούς και ενισχύεται περαιτέρω από ιδιώτες με τη μορφή υποτροφιών, βραβείων και επιδοτήσεων. Είναι ακόμη η πρώτη φορά που δημοσιεύεται τόσο πολλή κριτική για τη σύγχρονη ποίηση σε ντουζίνες ενημερωτικών δελτίων και λόγιων περιοδικών.
Η εξάπλωση της σύγχρονης ποίησης και των προγραμμάτων ποίησης μπορούν να θεωρηθούν καταπληκτικά με κάθε ιστορικό μέτρο. Κάθε χρόνο δημοσιεύονται λίγο λιγότερες από 1000 ποιητικές συλλογές, παράλληλα με χιλιάδες ποιήματα που δημοσιεύονται σε περιοδικά, τόσο μεγάλα όσο και μικρότερα (στμ., σήμερα και στα social media). Κανείς δεν γνωρίζει πόσες ποιητικές αναγνώσεις γίνονται κάθε χρόνο αλλά σίγουρα είναι της τάξης των δεκάδων χιλιάδων. Και υπάρχουν και περί τα 200 μεταπτυχιακά προγράμματα δημιουργικής γραφής, για να μη μιλήσουμε για τα περισσότερα από 1000 προπτυχιακά. Με έναν μέσο όρο αποφοίτων κάθε μεταπτυχιακού προγράμματος περί το 10, σε μια δεκατία θα υπάρχουν γύρω στις 20000 διαπιστευμένοι ποιητές. Με τέτοια στατιστικά δεδομένα, πολύ εύκολα ένας παρατηρητής θα μπορούσε να υποθέσει ότι ζούμε στην χρυσή εποχή της αμερικάνικης ποίησης
Αλλά η έκρηξη αυτή είναι ένα ιδιαίτερα στενόχωρο φαινόμενο. Δεκάδες χρόνια δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης έχουν δημιουργήσει μια μεγάλη επαγγελματική τάξη που ασχολείται με την παραγωγή και την πρόσληψη της νέας ποίησης: Λεγεώνες δασκάλων, καθηγητών, αποφοίτων των Αγγλικών Σπουδών, επιμελητών, εκδοτών και διαχειριστών. Με βάση κυρίως τα πανεπιστήμια, οι ομάδες αυτές έγιναν βαθμιαία το βασικό κοινό της σύγχρονης ποίησης. Κατά συνέπεια, η ενέργεια της αμερικανικής ποίησης που κάποτε διοχετευόταν προς τον έξω κόσμο, ολοένα και περισσότερο δείχνει να κλείνεται στον εαυτό της. Οι φήμες και τα βραβεία κατανέμονται (στμ. και ανακυκλώνονται) εντός της ποιητικής υποκουλτούρας και μόνο. Και αν προσαρμόσουμε επί το ποιητικότερον τον ορισμό του Russell Jacoby στο βιβλίο του «The Last Intellectuals: American Culture In The Age Of Academe» για τη σύγχρονη ακαδημαϊκή φήμη, σήμερα «διάσημος» ποιητής είναι αυτός που είναι διάσημος στους άλλους ποιητές. Αλλά, επειδή ο αριθμός των ποιητών είναι μεγάλος, η τοπική (στμ. και παρεϊστικη) φήμη αποκτά κάποιο νόημα και αξία. Όχι πριν από πολύ καιρό, η φράση «μόνο οι ποιητές διαβάζουν ποίηση» ήταν μια απορριπτική κριτική. Σήμερα είναι μια αποδεκτή στρατηγική μάρκετινγκ.
Γιατί η ποίηση έχει νόημα – Εισαγωγή
Σήμερα η αμερικάνικη ποίηση είναι μια υποκουλτούρα. Εκτός του κυρίαρχου ρεύματος της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής, έχει γίνει η εξειδικευμένη απασχόληση μιας μικρής και απομονωμένης ομάδας. Και ελάχιστη από την φρενιτιώδη ενεργότητα που παράγει, διαπερνάει τα όρια αυτής της απομονωμένης ομάδας. Ως κοινωνική/επαγγελματική τάξη οι ποιητές δεν τα πάνε άσχημα με το πολιτιστικό κύρος και σαν ιερείς σε μια πόλη αγνωστικιστών, απολαμβάνουν κάποια υπολείμματα γενικότερου κύρους. Αλλά ως ατομικοί καλλιτέχνες είναι αόρατοι.
Αυτό που εκπλήσσει ιδιαίτερα με αυτήν την κατάσταση της σύγχρονης ποίησης είναι ότι προέκυψε σε μια στιγμή που η επέκταση της δεν έχει προηγούμενο. Ποτέ στο παρελθόν δεν εκδόθηκαν τόσο πολλά βιβλία ποίησης, ποιητικές ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά. Ποτέ δεν ήταν τόσο εύκολο να βγάζεις το ψωμί σου από την ποίηση. Υπάρχουν αρκετές χιλιάδες θέσεις σε κολέγια όπου μπορεί κανείς να διδάξει δημιουργική γραφή και ακόμη πιο πολλές χιλιάδες θέσεις στην πρωτοβάθμια και την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το Κογκρέσο έχει θεσμοθετήσει βραβείο ποίησης σε 25 πολιτείες ενώ υπάρχει και ένα περίπλοκο δίκτυο δημόσιας επιχορήγησης ποιητών που χρηματοδοτείται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τους τοπικούς οργανισμούς και ενισχύεται περαιτέρω από ιδιώτες με τη μορφή υποτροφιών, βραβείων και επιδοτήσεων. Είναι ακόμη η πρώτη φορά που δημοσιεύεται τόσο πολλή κριτική για τη σύγχρονη ποίηση σε ντουζίνες ενημερωτικών δελτίων και λόγιων περιοδικών.
Η εξάπλωση της σύγχρονης ποίησης και των προγραμμάτων ποίησης μπορούν να θεωρηθούν καταπληκτικά με κάθε ιστορικό μέτρο. Κάθε χρόνο δημοσιεύονται λίγο λιγότερες από 1000 ποιητικές συλλογές, παράλληλα με χιλιάδες ποιήματα που δημοσιεύονται σε περιοδικά, τόσο μεγάλα όσο και μικρότερα (στμ., σήμερα και στα social media). Κανείς δεν γνωρίζει πόσες ποιητικές αναγνώσεις γίνονται κάθε χρόνο αλλά σίγουρα είναι της τάξης των δεκάδων χιλιάδων. Και υπάρχουν και περί τα 200 μεταπτυχιακά προγράμματα δημιουργικής γραφής, για να μη μιλήσουμε για τα περισσότερα από 1000 προπτυχιακά. Με έναν μέσο όρο αποφοίτων κάθε μεταπτυχιακού προγράμματος περί το 10, σε μια δεκατία θα υπάρχουν γύρω στις 20000 διαπιστευμένοι ποιητές. Με τέτοια στατιστικά δεδομένα, πολύ εύκολα ένας παρατηρητής θα μπορούσε να υποθέσει ότι ζούμε στην χρυσή εποχή της αμερικάνικης ποίησης
Αλλά η έκρηξη αυτή είναι ένα ιδιαίτερα στενόχωρο φαινόμενο. Δεκάδες χρόνια δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης έχουν δημιουργήσει μια μεγάλη επαγγελματική τάξη που ασχολείται με την παραγωγή και την πρόσληψη της νέας ποίησης: Λεγεώνες δασκάλων, καθηγητών, αποφοίτων των Αγγλικών Σπουδών, επιμελητών, εκδοτών και διαχειριστών. Με βάση κυρίως τα πανεπιστήμια, οι ομάδες αυτές έγιναν βαθμιαία το βασικό κοινό της σύγχρονης ποίησης. Κατά συνέπεια, η ενέργεια της αμερικανικής ποίησης που κάποτε διοχετευόταν προς τον έξω κόσμο, ολοένα και περισσότερο δείχνει να κλείνεται στον εαυτό της. Οι φήμες και τα βραβεία κατανέμονται (στμ. και ανακυκλώνονται) εντός της ποιητικής υποκουλτούρας και μόνο. Και αν προσαρμόσουμε επί το ποιητικότερον τον ορισμό του Russell Jacoby στο βιβλίο του «The Last Intellectuals: American Culture In The Age Of Academe» για τη σύγχρονη ακαδημαϊκή φήμη, σήμερα «διάσημος» ποιητής είναι αυτός που είναι διάσημος στους άλλους ποιητές. Αλλά, επειδή ο αριθμός των ποιητών είναι μεγάλος, η τοπική (στμ. και παρεϊστικη) φήμη αποκτά κάποιο νόημα και αξία. Όχι πριν από πολύ καιρό, η φράση «μόνο οι ποιητές διαβάζουν ποίηση» ήταν μια απορριπτική κριτική. Σήμερα είναι μια αποδεκτή στρατηγική μάρκετινγκ.
Η κατάσταση αυτή είναι ένα παράδοξο, μια Ζεν σπαζοκεφαλιά της πολιτισμικής κοινωνιολογίας. Κατά τον περασμένο μισό αιώνα, και καθώς το εξειδικευμένο κοινό της ποίησης αυξανόταν συνεχώς, η γενικότερη αναγνωσιμότητά της μειωνόταν. Ακόμη περισσότερο, οι μηχανές που καθοδήγησαν τη θεσμική επιτυχία της ποίησης – η έκρηξη των ακαδημαϊκών προγραμμάτων γραφής, ο πολλαπλασιασμός των επιχορηγούμενων περιοδικών και γενικότερα του λογοτεχνικού τύπου, η δυνατότητα καριέρας στο πεδίο της δημιουργικής γραφής, η μετανάστευση της αμερικανικής λογοτεχνικής κουλτούρας στο πανεπιστήμιο – συνέβαλαν ακούσια στην εξαφάνιση της ποίησης από τη δημόσια θέα.
Για τον μέσο αναγνώστη, η παρατήρηση ότι το κοινό της ποίησης έχει μειωθεί μοιάζει αυτονόητη. Και είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα της απομόνωσης της σύγχρονης τέχνης ότι εντός της ίδιας της υποκουλτούρας τέτοιες απόψεις, πολύ συχνά, δεν γίνονται αποδεκτές. Σαν αντιπρόσωποι ενός εμπορικού σωματείου, οι υποστηρικτές της ποίησης κάνουν εντυπωσιακές ανακοινώσεις για την αριθμητική αύξηση των δημοσιεύσεων, των προγραμμάτων και των ακαδημαϊκών θέσεων. Δοθέντων αυτών των αισιόδοξων στατιστικών δεδομένων, πώς μπορεί κανείς να δείξει την έκπτωση της διανοητικής και πνευματικής επιρροής της ποίησης; Δεν μπορεί εύκολα κανείς να επιστρατεύσει αριθμούς στην περίπτωση αυτή, αλλά για κάθε ειλικρινή παρατηρή τα στοιχεία από τον κόσμο των ιδεών και των γραμμάτων δείχνουν αδιάσειστα. Οι καθημερινές εφημερίδες δεν έχουν κριτική ποίησης και, γενικότερα, η κάλυψη της ποίησης στον τύπο είναι ελάχιστη. Από το 1984 τα Εθνικά Βραβεία Βιβλίου έχουν αποσύρει την κατηφορία της ποίησης (στμ. η κατηγορία της ποίησης επανήλθε δριμύτερη τη χρονιά που ο Τζόια έγραφε το δοκίμιο του (1991), με 5 φιναλίστ κάθε χρονιά).
Σπάνια ασχολούνται μαζί της κορυφαίοι κριτικοί. Στην πραγματικότητα, πέρα από άλλους ποιητές, κανείς δεν τη διαβάζει. Δεν υπάρχει σχεδόν καμιά δημοφιλής ανθολογία σύγχρονης ποίησης πέρα από αυτές που απευθύνονται στο ακαδημαϊκό κοινό (π.χ., η Norton Anthology). Εν ολίγοις, φαίνεται ότι το μεγάλο κοινό που ακόμη ενδιαφέρεται για ποιοτική μυθοπλασία, ελάχιστη σημασία δίνει στην ποίηση. Ένας αναγνώστης που γνωρίζει τα μυθιστορήματα της Τζόις Κάρολ Όουτς, του Τζον Άπνταϊκ ή του Τζον Μπαρθ, δύσκολα θα αναγνωρίσει ονόματα όπως Γκουέντολιν Μπρουκς, Γκάρι Σνάιντερ ή Γ. Ντ. Σνόντγκρας.
και πάντα σε ομαδικές κριτικές όπου τρία βιβλία συζητούνται σύντομα και παράλληλα. Ενώ τα καινούργια μυθιστορήματα και βιογραφίες κριτικάρονται την ημερομηνία της έκδοσής τους πάνω κάτω, μια νέα ποιητική συλλογή ενός σημαντικού ποιητή όπως ο Ντόναλντ Χαλ
ή ο Ντέιβιντ Ιγκνάτoου μπορεί να περιμένει και ένα χρόνο μέχρις ότου ασχοληθεί κάποιος μαζί της. Ή μπορεί να μην ασχοληθεί και κανένας. Κριτική για το «The Flying Change» του Χένρι Τέιλορ δημοσιεύτηκε μόνο αφού η ποιητική συλλογή κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ. Και για τις «Transparent Gestures» του Ρόντνεϊ Τζόουνς, χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί μήνες από τη βράβευση τους με το Εθνικό Βραβείο του Κύκλου των Κριτικών για να γραφτεί η πρώτη κριτική. Ενώ οι NYT δεν ασχολήθηκαν καθόλου με τους βραβευμένους με Πούλιτζερ «Thomas and Beulah» της Ρίτα Νταβ
Η κριτική της ποίησης δεν τα πάει καλύτερα σε άλλα έντυπα, το αντίθετο...Οι ΝΥΤ είναι μια μερική αντανάκλαση της γενικότερης άποψης που λέει ότι αν και υπάρχει μεγάλη ποσότητα ποίησης στην αγορά, ελάχιστο μέρος αυτής έχει κάποια σημασία για τους αναγνώστες, τους εκδότες ή τους διαφημιστές – για κανέναν άλλο εκτός από τους ίδιους τους ποιητές.
Για τις περισσότερες εφημερίδες και τα περισσότερα περιοδικά, η ποίηση έχει γίνει ένα λογοτεχνικό εμπόρευμα που διατίθεται όχι τόσο για να διαβαστεί όσο για να γίνει αποδεκτό. Οι περισσότεροι επιμελητές αντιμετωπίζουν τα ποιήματα και τις κριτικές ποίησης όπως ένας πλούσιος ράντσερ της Μοντάνα συντηρεί λίγους βούβαλους, όχι για να βοηθήσει στη διατήρηση του υπό εξαφάνιση είδους αλλά για να τους επιδεικνύει στο όνομα της παράδοσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου