Ντέηνα Τζόια (μτφρ. Crying Wolf)
Κακοπληρωμένη, με υπερβολικό φόρτο εργασίας και υποεκτιμημένη, αυτή η ομάδα «πρακτικών» κριτικών, όλοι τους ποιητές, πέτυχε σημαντικά πράγματα. Όρισαν τον κανόνα της μοντερνιστικής ποίησης, καθόρισαν τις μεθόδους ανάλυσης στίχων ιδιαίτερης δυσκολίας και διαμόρφωσαν την ταυτότητα της νέας γενιάς Αμερικάνων ποιητών των μέσων του 20ου αιώνα (Ρόμπερτ Λόουελ, Τίοντορ Ρέτκι, Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, και άλλοι) που ακόμη κυριαρχούν στη λογοτεχνική μας συνείδηση.
Όποια άποψη και να έχει κανείς για τον λογοτεχνικό τους κανόνα και τις κριτικές τους αρχές, δεν μπορεί να μην θαυμάσει την πνευματική ενέργεια και την απόλυτη αφοσίωση αυτών των κριτικών που εξελίχτηκαν ως συγγραφείς χωρίς επιδοτήσεις ή μόνιμες ακαδημαϊκές θέσεις, δουλεύοντας μέσα στην αβεβαιότητα ως ελεύθεροι επαγγελματίες (στμ., δηλ. κριτικοί-ποιητές μπλοκάκηδες). Και αποτελούν μια από τις κορυφώσεις της αμερικάνικης πνευματικής ζωής. Ακόμη και 50 χρόνια μετά, τα ονόματα τους έχουν μεγαλύτερο κύρος από τους περισσότερους σύγχρονους κριτικούς. Ένας σύντομος κατάλογος θα συμπεριλάμβανε τους Τζoν Μπέριμαν, ΡΠ Μπλάκμουρ, Λουίζ Μπόγκαν, Τζον Τσάρντι, Χόρας Γκρέγκορι, Λάνγκστον Χιουζ, Ράνταλ Τζάρελ, Ουέλντον Κις, Κένεθ Ρέξροθ, Ντέλμορ Σουόρτζ, Καρλ Σαπίρο, Άλεν Τέιτ και Ιβόρ Γουίντερς.
Αν κι η σύγχρονη ποίηση έχει κι αυτήν τους υποστηρικτές της και τους δημοσιοσχεσίτες της, καμιά ομάδα δεν δείχνει συγκρίσιμη αφοσίωση και ταλέντο ώστε να μπορεί να απευθυνθεί στη γενικότερη λογοτεχνική κοινότητα. Όπως όλοι οι αυθεντικοί διανοούμενοι, οι κριτικοί αυτοί ήταν οραματιστές. Πίστευαν ότι αν οι σύγχρονοι ποιητές δεν είχαν κοινό μπορούσαν να αποκτήσουν. Και σιγά σιγά το κατάφεραν. Δεν ήταν κανένα μαζικό κοινό. Λίγοι ποιητές, σε όλη την ιστορία, είχαν απευθείας σχέση με το ευρύ κοινό. Ήταν μια ποικιλόμορφη ομάδα καλλιτεχνών και διανοουμένων, αποτελούμενη από επιστήμονες, ιερωμένους, παιδαγωγούς, δικηγόρους και, φυσικά, συγγραφείς. Μια λογοτεχνική ιντελιγκέντσια μη ειδικών που έπαιρναν την ποίηση στα σοβαρά, όπως τη μυθοπλασία και το θέατρο. Πρόσφατα, ο Ντόναλντ Χαλ και άλλοι κριτικοί, αμφισβήτησαν το μέγεθος αυτού του κοινού αναφερόμενοι στον μικρό όγκο πωλήσεων των βιβλίων που εξέδιδαν οι ποιητές εκείνης της περιόδου (συνήθως λιγότερα από 1000 αντίτυπα). Αλλά οι σκεπτικιστές αυτοί δεν καταλαβαίνουν τον τρόπο με τον οποίο διαβαζόταν τότε η ποίηση. Η Αμερική ήταν μικρότερη και λιγότερο πλούσια, με μισό σε σχέση με σήμερα πληθυσμό και εθνικό εισόδημα ίσο με το 1/6 του σημερινού (στμ., 132 εκατομμύρια πληθυσμό το 1940 vs. 250 εκατομμύρια το 1990 και 325 εκατομμύρια σήμερα και εθνικό εισόδημα $1,3 τρις το 1940, $9 τρις το 1990 και $17 τρις σήμερα. Δηλ., ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 90% από το 1940 στο 1990 ενώ ο παραγόμενος πλούτος αυξήθηκε κατά 585%). Στις ύστερες μέρες της Μεγάλης Ύφεσης, ούτε οι αναγνώστες ούτε οι βιβλιοθήκες μπορούσαν να αγοράσουν τον αριθμό των βιβλίων που αγοράζουν σήμερα. Ούτε υπήρχαν οι σπουδαστές δημιουργικής γραφής που αγοράζουν σύγχρονη ποίηση για χρήση στην αίθουσα διδασκαλίας. Οι αναγνώστες τότε αγόραζαν είτε συγκεντρωτικούς τόμους με τα ποιήματα ενός αναγνωρισμένου ποιητή είτε ανθολογίες.
Οι τόμοι με τα ποιήματα του Έλιοτ, του Φρόστ, του Όντεν, του Ρόμπινσον Τζέφερς, της Έλινορ Γουίλι και της Έντνα Βίνσεντ Μιλέυ πουλούσαν σχετικά καλά, ανατυπώνονταν και ήταν συνεχώς στα ράφια των βιβλιοπωλείων (σήμερα οι περισσότεροι τόμοι εξαφανίζονται μετά την πρώτη έκδοση). Αλλά ο περισσότερος κόσμος γνώριζε την ποίηση μέσα από τις ανθολογίες, οι οποίες όχι μόνο αγοράζονταν αλλά και διαβάζονταν με περιέργεια και προσοχή. Η "Modern American Poetry" του Λούις Άντερμάιερ κυκλοφόρησε το 1919, ανανεωνόταν τακτικά και ήταν μπεστ σέλερ για πολλά χρόνια. Τα ίδια και η ανθολογία του Όσκαρ Γουίλιαμς "A Pocket Book of Modern Poetry". Κι οι δυο τους ήταν περήφανοι για την ευρύτητα και τη συγχρονικότητα των ανθολογιών τους. Προσπαθούσαν να περιλάβουν την καλύτερη από τη δημοσιευμένη ποίηση. Σε κάθε νέα έκδοση προσέθεταν καινούργια ποιήματα και αφαιρούσαν παλιότερα. Και το κοινό επικροτούσε τις προσπάθειες τους. Οι ανθολογίες ποίησης υπήρχαν στη βιβλιοθήκη κάθε σοβαρού αναγνώστη και διαβάζονταν ξανά και ξανά από ένα ευρύ κοινό που απομνημόνευε τα αγαπημένα του ποιήματα. Δύσκολοι ποιητές όπως ο Έλιοτ και ο Έντουαρντ Τόμας συζητιόνταν ευρύτατα. Η ποίηση είχε σημασία και έξω από τη σχολική ή πανεπιστημιακή αίθουσα.
Σήμερα η ποίηση έχει χάσει τον γενικό αναγνώστη. Το ετερογενές αυτό υποκείμενο έχει διαπεράσει τα όρια που έθεταν η φυλή, η κοινωνική τάξη, η ηλικία και το επάγγελμα. Εκπροσωπώντας την πολιτιστική μας ιντελιγκέντσια, το υποκείμενο αυτό υποστηρίζει γενικά τις τέχνες – αγοράζει δίσκους κλασικής μουσικής και τζαζ, βλέπει ποιοτικά κινηματογραφικά έργα και σοβαρό θέατρο, όπερα και τα παρόμοια. Διαβάζει ποιοτική μυθοπλασία και βιογραφίες, ακούει δημόσιο ραδιόφωνο και είναι συνδρομητής των καλύτερων περιοδικών. Κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια το μέγεθος αυτού του συλλογικού υποκειμένου, αλλά ακόμη κι αν δεχτεί τις συντηρητικότερες εκτιμήσεις ότι αποτελεί λιγότερο από το 2% του πληθυσμού των ΗΠΑ, παραμένει ένα κοινό που αριθμεί σχεδόν 5 εκατομμύρια. Ωστόσο, όσο καλή ποίηση και να γράφεται εντός της ποιητικής επαγγελματικής υποκουλτούρας, η επαφή με το ευρύτερο κοινό έχει χαθεί. Κατά συνέπεια, έχει γκρεμιστεί και η γέφυρα που ενώνει την ποίηση με τη γενική κουλτούρα.
(συνεχίζεται)
Κακοπληρωμένη, με υπερβολικό φόρτο εργασίας και υποεκτιμημένη, αυτή η ομάδα «πρακτικών» κριτικών, όλοι τους ποιητές, πέτυχε σημαντικά πράγματα. Όρισαν τον κανόνα της μοντερνιστικής ποίησης, καθόρισαν τις μεθόδους ανάλυσης στίχων ιδιαίτερης δυσκολίας και διαμόρφωσαν την ταυτότητα της νέας γενιάς Αμερικάνων ποιητών των μέσων του 20ου αιώνα (Ρόμπερτ Λόουελ, Τίοντορ Ρέτκι, Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, και άλλοι) που ακόμη κυριαρχούν στη λογοτεχνική μας συνείδηση.
Όποια άποψη και να έχει κανείς για τον λογοτεχνικό τους κανόνα και τις κριτικές τους αρχές, δεν μπορεί να μην θαυμάσει την πνευματική ενέργεια και την απόλυτη αφοσίωση αυτών των κριτικών που εξελίχτηκαν ως συγγραφείς χωρίς επιδοτήσεις ή μόνιμες ακαδημαϊκές θέσεις, δουλεύοντας μέσα στην αβεβαιότητα ως ελεύθεροι επαγγελματίες (στμ., δηλ. κριτικοί-ποιητές μπλοκάκηδες). Και αποτελούν μια από τις κορυφώσεις της αμερικάνικης πνευματικής ζωής. Ακόμη και 50 χρόνια μετά, τα ονόματα τους έχουν μεγαλύτερο κύρος από τους περισσότερους σύγχρονους κριτικούς. Ένας σύντομος κατάλογος θα συμπεριλάμβανε τους Τζoν Μπέριμαν, ΡΠ Μπλάκμουρ, Λουίζ Μπόγκαν, Τζον Τσάρντι, Χόρας Γκρέγκορι, Λάνγκστον Χιουζ, Ράνταλ Τζάρελ, Ουέλντον Κις, Κένεθ Ρέξροθ, Ντέλμορ Σουόρτζ, Καρλ Σαπίρο, Άλεν Τέιτ και Ιβόρ Γουίντερς.
Αν κι η σύγχρονη ποίηση έχει κι αυτήν τους υποστηρικτές της και τους δημοσιοσχεσίτες της, καμιά ομάδα δεν δείχνει συγκρίσιμη αφοσίωση και ταλέντο ώστε να μπορεί να απευθυνθεί στη γενικότερη λογοτεχνική κοινότητα. Όπως όλοι οι αυθεντικοί διανοούμενοι, οι κριτικοί αυτοί ήταν οραματιστές. Πίστευαν ότι αν οι σύγχρονοι ποιητές δεν είχαν κοινό μπορούσαν να αποκτήσουν. Και σιγά σιγά το κατάφεραν. Δεν ήταν κανένα μαζικό κοινό. Λίγοι ποιητές, σε όλη την ιστορία, είχαν απευθείας σχέση με το ευρύ κοινό. Ήταν μια ποικιλόμορφη ομάδα καλλιτεχνών και διανοουμένων, αποτελούμενη από επιστήμονες, ιερωμένους, παιδαγωγούς, δικηγόρους και, φυσικά, συγγραφείς. Μια λογοτεχνική ιντελιγκέντσια μη ειδικών που έπαιρναν την ποίηση στα σοβαρά, όπως τη μυθοπλασία και το θέατρο. Πρόσφατα, ο Ντόναλντ Χαλ και άλλοι κριτικοί, αμφισβήτησαν το μέγεθος αυτού του κοινού αναφερόμενοι στον μικρό όγκο πωλήσεων των βιβλίων που εξέδιδαν οι ποιητές εκείνης της περιόδου (συνήθως λιγότερα από 1000 αντίτυπα). Αλλά οι σκεπτικιστές αυτοί δεν καταλαβαίνουν τον τρόπο με τον οποίο διαβαζόταν τότε η ποίηση. Η Αμερική ήταν μικρότερη και λιγότερο πλούσια, με μισό σε σχέση με σήμερα πληθυσμό και εθνικό εισόδημα ίσο με το 1/6 του σημερινού (στμ., 132 εκατομμύρια πληθυσμό το 1940 vs. 250 εκατομμύρια το 1990 και 325 εκατομμύρια σήμερα και εθνικό εισόδημα $1,3 τρις το 1940, $9 τρις το 1990 και $17 τρις σήμερα. Δηλ., ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 90% από το 1940 στο 1990 ενώ ο παραγόμενος πλούτος αυξήθηκε κατά 585%). Στις ύστερες μέρες της Μεγάλης Ύφεσης, ούτε οι αναγνώστες ούτε οι βιβλιοθήκες μπορούσαν να αγοράσουν τον αριθμό των βιβλίων που αγοράζουν σήμερα. Ούτε υπήρχαν οι σπουδαστές δημιουργικής γραφής που αγοράζουν σύγχρονη ποίηση για χρήση στην αίθουσα διδασκαλίας. Οι αναγνώστες τότε αγόραζαν είτε συγκεντρωτικούς τόμους με τα ποιήματα ενός αναγνωρισμένου ποιητή είτε ανθολογίες.
Οι τόμοι με τα ποιήματα του Έλιοτ, του Φρόστ, του Όντεν, του Ρόμπινσον Τζέφερς, της Έλινορ Γουίλι και της Έντνα Βίνσεντ Μιλέυ πουλούσαν σχετικά καλά, ανατυπώνονταν και ήταν συνεχώς στα ράφια των βιβλιοπωλείων (σήμερα οι περισσότεροι τόμοι εξαφανίζονται μετά την πρώτη έκδοση). Αλλά ο περισσότερος κόσμος γνώριζε την ποίηση μέσα από τις ανθολογίες, οι οποίες όχι μόνο αγοράζονταν αλλά και διαβάζονταν με περιέργεια και προσοχή. Η "Modern American Poetry" του Λούις Άντερμάιερ κυκλοφόρησε το 1919, ανανεωνόταν τακτικά και ήταν μπεστ σέλερ για πολλά χρόνια. Τα ίδια και η ανθολογία του Όσκαρ Γουίλιαμς "A Pocket Book of Modern Poetry". Κι οι δυο τους ήταν περήφανοι για την ευρύτητα και τη συγχρονικότητα των ανθολογιών τους. Προσπαθούσαν να περιλάβουν την καλύτερη από τη δημοσιευμένη ποίηση. Σε κάθε νέα έκδοση προσέθεταν καινούργια ποιήματα και αφαιρούσαν παλιότερα. Και το κοινό επικροτούσε τις προσπάθειες τους. Οι ανθολογίες ποίησης υπήρχαν στη βιβλιοθήκη κάθε σοβαρού αναγνώστη και διαβάζονταν ξανά και ξανά από ένα ευρύ κοινό που απομνημόνευε τα αγαπημένα του ποιήματα. Δύσκολοι ποιητές όπως ο Έλιοτ και ο Έντουαρντ Τόμας συζητιόνταν ευρύτατα. Η ποίηση είχε σημασία και έξω από τη σχολική ή πανεπιστημιακή αίθουσα.
Σήμερα η ποίηση έχει χάσει τον γενικό αναγνώστη. Το ετερογενές αυτό υποκείμενο έχει διαπεράσει τα όρια που έθεταν η φυλή, η κοινωνική τάξη, η ηλικία και το επάγγελμα. Εκπροσωπώντας την πολιτιστική μας ιντελιγκέντσια, το υποκείμενο αυτό υποστηρίζει γενικά τις τέχνες – αγοράζει δίσκους κλασικής μουσικής και τζαζ, βλέπει ποιοτικά κινηματογραφικά έργα και σοβαρό θέατρο, όπερα και τα παρόμοια. Διαβάζει ποιοτική μυθοπλασία και βιογραφίες, ακούει δημόσιο ραδιόφωνο και είναι συνδρομητής των καλύτερων περιοδικών. Κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια το μέγεθος αυτού του συλλογικού υποκειμένου, αλλά ακόμη κι αν δεχτεί τις συντηρητικότερες εκτιμήσεις ότι αποτελεί λιγότερο από το 2% του πληθυσμού των ΗΠΑ, παραμένει ένα κοινό που αριθμεί σχεδόν 5 εκατομμύρια. Ωστόσο, όσο καλή ποίηση και να γράφεται εντός της ποιητικής επαγγελματικής υποκουλτούρας, η επαφή με το ευρύτερο κοινό έχει χαθεί. Κατά συνέπεια, έχει γκρεμιστεί και η γέφυρα που ενώνει την ποίηση με τη γενική κουλτούρα.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου