https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Γιατί η ποίηση έχει (ή δεν έχει) νόημα (5) – Από τη Βοημία στη Γραφειοκρατεία


Ντέηνα Τζόια (μτφρ. Crying Wolf)


Για να κρατήσουν ενεργές τις δραστηριότητές τους οι υποκουλτούρες χρειάζονται υποστήριξη από διάφορους θεσμούς, αφού η ευρύτερη κοινωνία δεν συμμερίζεται τα ενδιαφέροντά τους. Έτσι οι γυμνιστές συγκεντρώνονται σε «φυσικές κατασκηνώσεις» όπου και εκφράζουν το απελευθερωμένο στιλ της ζωής τους. Κι οι μοναχοί κλείνονται σε μοναστήρια για να προστατεύσουν τα λιτά ιδανικά τους. Όσο οι ποιητές ανήκαν σε μια ευρύτερη τάξη καλλιτεχνών και διανοουμένων, οργάνωναν τη ζωή τους εντός του αστικού μποέμικου περιβάλλοντος, εξέφραζαν έντονη δυσπιστία προς κάθε είδους θεσμό και διακήρυτταν με έμφαση την ανεξαρτησία τους. Αλλά με το που άρχισαν να μετακινούνται προς τα πανεπιστήμια, εγκατέλειψαν την ετερογένεια της εργατικής τάξης του Greenwich Village και της North Beach και υιοθέτησαν της επαγγελματική ομογένεια της ακαδημαϊκής ζωής.




Αρχικά εγκαταστάθηκαν στις παρυφές των τμημάτων αγγλικής φιλολογίας, κάτι που, προφανώς, ήταν υγιές. Χωρίς δυνατά πτυχία ή προδιαγεγραμμένες καριέρες, οι ποιητές αναγνωρίζονταν ως ιδιαίτερες περιπτώσεις ανθρώπων. Τους επιτρεπόταν να συμπεριφέρονται με βάση τους δικούς τους νόμους και τις δικές τους συνήθειες– κάτι σαν αρχηγοί Αβοριγίνων που έχουν επισκεφτεί ένα τμήμα ανθρωπολογίας. Αλλά καθώς η ζήτηση για δημιουργική γραφή αυξανόταν, η δουλειά του ποιητή επεκτάθηκε, πέρα από τη λογοτεχνία, στην παροχή υπηρεσιών.


Με την παρότρυνση του πανεπιστημίου, οι αυτοδίδακτοι αυτοί συγγραφείς σχεδίασαν το πρώτο πρόγραμμα σπουδών για νέους ποιητές. Η δημιουργική γραφή εξελίχτηκε από περιστασιακό μάθημα της αγγλικής φιλολογίας σε αυτόνομο τμήμα με προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών. Οι καθηγητές-συγγραφείς έκαναν μόδα την ειδικότητά τους και καθώς τα τμήματα δημιουργικής γραφής πολλαπλασιάζονταν, οι νέοι αυτοί επαγγελματίες σχεδίαζαν τις υποδομές του επαγγέλματος – ακαδημαϊκοί τίτλοι, περιοδικά και επιθεωρήσεις, ετήσια συνέδρια, οργανισμοί και συνδικάτα – όχι με βάση τα πρότυπα του αστικού μποεμισμού αλλά τα πρότυπα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Από τα επαγγελματικά δίκτυα που δημιουργήθηκαν από αυτή την εκπαιδευτική επέκταση, γεννήθηκε και η υποκουλτούρα - ποίηση.


Αρχικά η πολλαπλότητα και ποικιλία των προγραμμάτων δημιουργικής γραφής πρέπει να δημιουργούσε μια ευτυχισμένη (και ζαλισμένη) κατάσταση. Ποιητές που είχαν διαμορφωθεί από την μποέμικη ζωή ή είχαν περάσει τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής τους πολεμώντας στον 2ο Παγκόμσιο Πόλεμο, βρέθηκαν ξαφνικά με ασφαλείς, σταθερές και καλοπληρωμένες δουλειές.


Συγγραφείς που δεν είχαν ποτέ τραβήξει την δημόσια προσοχή βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ενθουσιώδεις φοιτητές. Ποιητές που δεν είχαν χρήματα ούτε για ένα μικρό ταξίδι, άρχισαν να πετούν από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο κι από συνέδριο σε συνέδριο για να μιλήσουν σε κοινό ομοτέχνων. Κι όπως περιέγραψε κάποτε ο Γουίλφριντ Σίντ μια φάση στην καριέρα του Τζον Μπέριμαν:


«Με το ολοένα αναπτυσσόμενο πανεπιστημιακό/ποιητικό δίκτυο ήταν πολύ πιθανό να θεωρήσει κάποιος τον εαυτό του εθνικό ποιητή, ανεξάρτητα από το ότι το έθνος αυτό θα αποτελούνταν από τμήματα της αγγλικής φιλολογία και μόνο».


Ο θαυμαστός μεταπολεμικός κόσμος υποσχόταν μια αναγέννηση της αμερικάνικης ποίησης. Σε υλικούς όρους, η υπόσχεση αυτή εκπληρώθηκε πέρα από τα όνειρα της τσακισμένης από την Μεγάλη Ύφεση γενιάς του Μπέριμαν. Σήμερα οι ποιητές βρίσκονται παντού μέσα το πανεπιστήμιο, έχοντας θέσεις που αρχίζουν από την ολιγομελή αριστοκρατία και την πολυτέλεια των εξαψήφιων ετήσιων μισθών και φθάνουν στην πλέμπα των συμβάσεων μερικής απασχόλησης και μισθών ανάλογων των υπαλλήλων των ταχυφαγείων. Αλλά ακόμη και η διδασκαλία ποίησης με αμοιβή τον βασικό μισθό, επιφέρει περισσότερα χρήματα από όσα επέφερε ποτέ η συγγραφή ποιημάτων. Πριν την έκρηξη της δημιουργικής γραφής, το να είσαι ποιητής σήμαινε, στην καλύτερη περίπτωση, στιλάτη φτώχεια. Κι οι θυσίες που απαιτούσε η ποίηση (κι οι οποίες προκαλούσαν μεγάλες προσωπικές δυσκολίες στους ποιητές) μαζί με την αυστηρότητα που είχε το καθήκον του να υπηρετείς την «ανικανοποίητη Μούσα» του Μίλτον, κρατούσαν στο χώρο μόνο τους πραγματικά αφοσιωμένους ποιητές.

Σήμερα η ποίηση είναι ένα επάγγελμα της μεσαίας τάξης με φορά κοινωνικής κινητικότητας μάλλον προς τα πάνω – όχι τόσο επικερδές όσο η διαχείριση απορριμμάτων ή η δερματολογία αλλά πολύ πιο πάνω από την αθλιότητα της μποέμικης ζωής.

Αν και μόνος ένας ακαλλιέργητος θα ωραιοποιούσε την φτώχεια του καλλιτέχνη του παρελθόντος, ο αντικειμενικός παρατηρητής δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι διευρύνοντας τόσο πολύ την τέχνη του ποιητή και απασχολώντας τους συγγραφείς σε άλλες δραστηριότητες πέρα από το γράψιμο, οι θεσμοί έχουν αλλάξει την κοινωνική και οικονομική ταυτότητα του ποιητή από καλλιτέχνη σε εκπαιδευτή. Σε κοινωνικούς όρους, η ταυτοποίηση του ποιητή με τον δάσκαλο είναι πλέον απόλυτη. Η πρώτη ερώτηση που κάνει ένας ποιητής όταν του συστήνουν έναν άλλον ποιητή είναι: «Πού διδάσκεις;»

Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με το ότι οι ποιητές διδάσκουν ποίηση. Το πανεπιστήμιο δεν είναι και κακό μέρος για να εργάζεται εκεί ένας ποιητής. Είναι όμως κακό μέρος για εργάζονται εκεί όλοι οι ποιητές. Η κοινωνία χάνει από την απώλεια της φαντασίας και της ζωντάνιας με τις οποίες οι ποιητές συνεισφέρουν στη δημόσια κουλτούρα. Η ποίηση χάνει όταν τα λογοτεχνικά πρότυπα αναγκάζονται να συμμορφωθούν με τα αντίστοιχα θεσμικά

Ακόμη και μέσα στα πανεπιστήμια η σύγχρονη ποίηση υπάρχει μόνο ως υποκουλτούρα. Ο διδάσκων ποιητής βρίσκει ότι έχει ελάχιστα ή καθόλου κοινά με το υπόλοιπο ακαδημαϊκό προσωπικό. Η μελέτη της λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια κατά τα τελευταία 25 χρόνια (στμ., δηλ., 1965-1990) έχει αποκλίνει προς μια θεωρητική κατεύθυνση με την οποία πολλοί λίγοι ευρηματικοί συγγραφείς τα πάνε καλά ή είναι εξοικειωμένοι.

Οι επικριτές των προγραμμάτων δημιουργικής γραφής προέβλεψαν ότι οι ποιητές των πανεπιστημίων θα εμπλακούν στη λογοτεχνική κριτική και τη φιλολογία. Η πρόβλεψη αποδείχτηκε τελείως λανθασμένη. Οι ποιητές δημιούργησαν δικούς τους θύλακες μέσα στα πανεπιστήμια και είναι σχεδόν τελείως απομονωμένοι από τους συναδέλφους τους των τμημάτων λογοτεχνικής κριτικής. Γράφουν λιγότερη κριτική από όσο γράφανε πριν εγκατασταθούν στα πανεπιστήμια. Πιέζονται να συντηρούν την πληθώρα νέας ποίησης, τα μικρά περιοδικά, τις ειδικές επιθεωρήσεις και τις ανθολογίες ενώ οι ίδιοι είναι λιγότερο διαβασμένοι από τους ποιητές του παρελθόντος.

Οι συνάδελφοί τους στα τμήματα κριτικής διαβάζουν περισσότερο θεωρία της λογοτεχνίας και λιγότερο ποίηση. Σε πολλά πανεπιστήμια οι συγγραφείς βρίσκονται σε ανοιχτό πόλεμο με τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας. H συνύπαρξη των δυο ομάδων κάτω από την ίδια στέγη τις έκανε, κατά παράδοξο τρόπο, πιο κλειστές. Ο ποιητής, αντικείμενο του οποίου είναι η ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, απομονωμένος μέσα στο πανεπιστήμιο, κατέληξε απρόθυμα εξειδικευμένος εκπαιδευτικός.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου