O Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς αναγνώριζε την ανθρώπινη αξία της ποίησης αλλά δεν είχε αυταπάτες σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι σύγχρονοί του στην προσπάθειά τους να πείσουν το κοινό, και ειδικά αυτό που τη χρειαζόταν περισσότερο. Για να ξαναποκτήσει η ποίηση αναγνωσιμότητα πρέπει κανείς να ξεκινήσει από την πρόκληση που θέτει ο Γουίλιαμς, να βρεί δηλαδή αυτό που «νοιάζει κι άλλους ανθρώπους πολλούς», κι όχι μόνο αυτό που ενδιαφέρει τους ποιητές.
Υπάρχουν δυο, τουλάχιστον, λόγοι για τους οποίους η κατάσταση της ποίησης έχει σημασία για όλη την πνευματική κοινότητα. Ο πρώτος έχει να κάνει με τον ρόλο της γλώσσας σε μια ελεύθερη κοινωνία. Ποίηση είναι η τέχνη του να χρησιμοποιείς λέξεις φορτισμένες με το απόλυτο τους νόημα. Μια κοινωνία της οποίας οι πνευματικοί ηγέτες έχουν χάσει την ικανότητα να διαμορφώνουν, να εκτιμούν και να κατανοούν τη δύναμη της γλώσσας, θα καταλήξει σκλαβωμένη σ’ αυτούς που τη διαχειρίζονται – πολιτικούς, ιερωμένους, κειμενογράφους, παρουσιαστές ειδήσεων. Η δημόσια σημασία της ποίησης έχει υπογραμμιστεί επανειλημμένα από τους μοντέρνους συγγραφείς. Ακόμη κι ο συμβολιστής Στεφάν Μαλλαρμέ αναγνώριζε ότι κεντρική αποστολή του ποιητή είναι «να αποκαθάρει τις λέξεις από την πολυχρησία». Ενώ ο Έζρα Πάουντ σημείωνε ότι:
«…Καλοί συγγραφείς είναι αυτοί που κρατάνε τη γλώσσα αποδοτική. Δηλαδή αξιόπιστη και καθαρή. Δεν έχει σημασία αν ένας καλός συγγραφέας θέλει να είναι χρήσιμος ή αν ένας κακός συγγραφέας θέλει να κάνει κακό…
Αν η λογοτεχνία ενός έθνους παρακμάζει, το έθνος ατροφεί και αποσυντίθεται»
Ή, όπως έγραφε ο Τζορτζ .Όργουελ μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο: «Πρέπει κανείς να αναγνωρίσει ότι το σημερινό πολιτικό χάος συνδέεται με την αποσύνθεση της γλώσσας…»
Φυσικά η ποίηση δεν είναι η απόλυτη λύση στην προσπάθεια διατήρησης της καθαρότητας και της τιμιότητας της γλώσσας ενός έθνους. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς τους πολίτες μιας χώρας να βελτιώνουν την γλώσσα τους έχοντας εγκαταλείψει την ποίηση.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η κατάσταση της ποίησης αφορά όλους τους διανοούμενους έχει να κάνει με το ότι η ποίηση δεν η μόνη από τις τέχνες που έχει περιθωριοποιηθεί. Αν το κοινό της ποίησης έχει συρρικνωθεί σε μια υποκουλτούρα ειδικών, το ίδιο έχει συμβεί και με τις περισσότερες σύγχρονες μορφές τέχνης, από το σοβαρό θέατρο έως την τζαζ.
Ο χωρίς προηγούμενο κατακερματισμός της αμερικανικής υψηλής κουλτούρας κατά τά τελευταία 50 χρόνια έχει απομονώσει τις περισσότερες τέχνες, τόσο μεταξύ τους όσο και από το ευρύτερο κοινό. Η σύγχρονη κλασική μουσική, σπανίως υπάρχει ως ζωντανή τέχνη έξω από τα πανεπιστήμια και τα ωδεία. Η τζαζ, η οποία κάποτε είχε ένα μεγάλο λαϊκό κοινό, έχει γίνει ένας ημι-ιδιωτικός χώρος για μουσικούς και λάτρεις της. (Σήμερα, ακόμη και οι πιο επιδραστικοί καινοτόμοι της τζαζ δεν μπορούν να βρουν χώρους για να παίξουν τη μουσική τους – και για μια τέχνη που βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό, η αδυνατότητα αυτή οδηγεί σε παράλυση). Το περισσότερο από το σοβαρό θέατρο βρίσκεται κι αυτό στο περιθώριο, τα έργα τα βλέπουν μόνο ηθοποιοί ή επίδοξοι ηθοποιοί, θεατρικοί συγγραφείς και μερικοί φανατικοί θεατές που είναι πολύ σκληροί για να πεθάνουν. Μόνο οι εικαστικές τέχνες, μάλλον λόγω οικονομικών θέλγητρων αφού αποτελούν και επενδυτικές επιλογές της ανώτερης κοινωνικής τάξης και απολαμβάνουν την υποστήριξή της, έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από την παρακμή και τη δημόσια αδιαφορία.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου