https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Γιατί η ποίηση έχει (ή δεν έχει) νόημα (3): Μέσα στην υποκουλτούρα (1)


Ντέηνα Τζόια (μτφρ. Crying Wolf)

Ακόμη και μέσα στην ταχέως αναπτυσσόμενη υποκουλτούρα – ποίηση διακρίνονται στοιχεία που δείχνουν το συρρικνούμενο εκτόπισμα τής ποίησης. Όλο το τελετουργικό του κόσμου της – αναγνώσεις, μικρά περιοδικά, σεμινάρια και συνέδρια – έχει έναν απροσδόκητα μεγάλο αριθμό αυτό-επιβαλλόμενων περιορισμών. Γιατί, για παράδειγμα, είναι τόσο σπάνια η ανάμειξη της ποίησης με τη μουσική, τον χορό ή το θέατρο; Στις περισσότερες αναγνώσεις το πρόγραμμα περιλαμβάνει μόνο την ανάγνωση στίχων – και συνήθως μόνο στίχων του εκάστοτε ποιητή της βραδιάς.


Όταν, 40 χρόνια πριν, ο Ντίλαν Τόμας διάβαζε ποιήματα, αφιέρωνε το μισό χρόνο της ανάγνωσης αναφερόμενος στο έργο άλλων ποιητών. Ένας όχι ιδιαίτερα χαμηλών τόνων άνθρωπος, ιδιαίτερα ταπεινός όμως με την τέχνη του. Σήμερα οι περισσότερες ποιητικές αναγνώσεις είναι γιορτές, λιγότερο της ποίησης και περισσότερο του εγώ των ποιητών. Και το κοινό τους αποτελείται συνήθως εξολοκλήρου, από ποιητές (καταξιωμένους και επίδοξους) και φίλους του συγγραφέα. Υπάρχουν δεκάδες περιοδικά που δημοσιεύουν αποκλειστικά ποίηση και καθόλου κριτική. Μόνο μια ατελείωτη σειρά άψογα τυπωμένων καινούργιων ποιημάτων. Και είναι απογοητευτικό να βλέπει κανείς τόσα ποιήματα να στριμώχνονται σαν καταθλιπτικοί μετανάστες στο κατάστρωμα. Όπως είναι και πολύ εύκολο να χάσεις ένα ποίημα που αξίζει μέσα σε τόσα μέτρια ή κακά ποιήματα. Το να διαβάσεις όλα αυτά τα περιοδικά με ανοιχτότητα και προσοχή χρειάζεται τεράστια προσπάθεια. Προσπάθεια που λίγοι είναι διαθέσιμοι να καταβάλλουν, ακόμα κι από αυτούς που συνεισφέρουν στην όλη παραγωγή. Η αδιαφορία που δείχνουν για την ποίηση τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχει δημιουργήσει ένα τέρας της αντίπερα όχθης – περιοδικά που δεν αγαπούν με σύνεση την ποίηση αλλά την αγαπούν υπερβολικά πολύ. Μέχρι και 30 χρόνια πριν η περισσότερη ποίηση εμφανιζόταν σε περιοδικά με μη εξειδικευμένο κοινό και μεγάλη ποικιλία ενδιαφερόντων. Η ποίηση είχε να ανταγωνιστεί για το ενδιαφέρον του αναγνώστη με θέματα πολιτικής, με θέματα χιουμοριστικά, με μυθοπλασία και κριτική – ένας ανταγωνισμός που ωφελούσε όλα τα είδη. Ένα ποίημα που δεν τραβούσε την προσοχή του αναγνώστη δεν θεωρούνταν και τόσο ποίημα. Οι επιμελητές των περιοδικών διάλεγαν τους στίχους που αισθάνονταν ότι θα τραβούσαν το ενδιαφέρον των αναγνωστών τους και η ποικιλομορφία των θεμάτων εξασφάλιζε και αντίστοιχη ποικιλία στην ποίηση που δημοσιευόταν.

Το Kenyon Review στο ξεκίνημά του δημοσίευε ποιήματα του Ρόμπερτ Λόουελ

μαζί με κριτικά δοκίμια και βιβλιοκριτική. Ο παλιός New Yorker τιμούσε τον Όγκντεν Νας

ανάμεσα σε καρτούνς και διηγήματα. Πολύ λίγα περιοδικά γενικού ενδιαφέροντος δημοσιεύουν σήμερα ποίηση σε κάθε τους τεύχος (π.χ., The New Republic, The New Yorker) και κανένα εκτός του The Nation δεν δημοσιεύει συστηματικά κριτικές.


Λίγη ποίηση εμφανίζεται και σε μικρά περιοδικά και τριμηνιαίες επιθεωρήσεις, όπως τα The Threepenny Review, The New Criterion και The Hudson Review, που έχουν μια ευρύτερη πολιτιστική ατζέντα και μη εξειδικευμένους αναγνώστες. Αλλά η περισσότερη ποίηση δημοσιεύεται σε περιοδικά που απευθύνονται σε ένα απομονωμένο κοινό επαγγελματιών της λογοτεχνίας, κυρίως τους δασκάλους της δημιουργικής γραφής και τους μαθητές τους. Λίγα απ’ αυτά, όπως το American Poetry Review και το AWP Chronicle, έχουν σχετικά μεγάλη κυκλοφορία. Τα περισσότερα έχουν αμελητέο αναγνωστικό κοινό. Αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι η αυταρέσκεια για ή η παραίτηση από το γεγονός ότι η ποίηση υπάρχει μόνο εντός της ίδιας της υποκουλτούρας και για την ίδια την υποκουλτούρα.


Ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας δημοσίευσης της υποκουλτούρας - ποίηση; Πρώτον, το βασικό της θέμα είναι η αμερικάνικη ποίηση συμπληρωμένο με λίγες μεταφράσεις ποιητών που έχουν ήδη ευρέως μεταφραστεί). Δεύτερο, αν δημοσιεύεται κάτι άλλο πέρα από ποίηση, αυτό είναι συνήθως  διήγημα. Τρίτον, όταν δημοσιεύονται κριτική και δοκίμια είναι σχεδόν πάντα εγκωμιαστικά. Όταν δημοσιεύονται συνεντεύξεις, ο τόνος και το ύφος είναι απροκάλυπτα εγκωμιαστικά για τον συγγραφέα. Για τα περιοδικά αυτά, η κριτική υπάρχει όχι για να δώσει μια αντικειμενική εικόνα των καινούργιων βιβλίων αλλά μόνο για να τα διαφημίσει. Πολύ συχνά υπάρχουν στενές σχέσεις μεταξύ κριτικών και ποιητών. Όταν περιστασιακά δημοσιεύεται κάποια αρνητική κριτική, τότε είναι ξεκάθαρα δογματική και απόλυτη απορρίπτοντας με μεγαλύτερη ένταση μια αισθητική που το περιοδικό έχει ήδη απορρίψει. Ο άγραφος νόμος των επιμελητών φαίνεται να είναι «Ποτέ μην ξαφνιάζεις ή ενοχλείς τους αναγνώστες. Σε τελική ανάλυση είναι κυρίως φίλοι μας και συνάδελφοι».


Εγκαταλείποντας την σκληρή δουλειά της αξιολόγησης, η υποκουλτούρα-ποίηση ευτελίζει την ίδια της την τέχνη. Και μιας και δημοσιεύονται τόσες καινούργιες συλλογές κάθε χρόνο και είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να τις αξιολογήσει, ο αναγνώστης βασίζεται εξ ολοκλήρου στην ευθυκρισία και την ειλικρίνεια του κριτικού. Αλλά οι εφημερίδες έχουν εγκαταλείψει αυτό το καθήκον ενώ ο εξειδικευμένος τύπος έχει γίνει τόσο υπερπροστατευτικός απέναντι στην ποίηση που είναι απρόθυμος στο να εκφέρει αυστηρές κρίσεις. Ο Ρόμπερτ Μπλάι, στο βιβλίο του «American Poetry: Wildness and Domesticity» περιγράφει με ακρίβεια τις διαβρωτικές επιδράσεις του κριτικού αβανταδορισμού:

Έχουμε μια περίεργη κατάσταση: αν κι η κακή ποίηση που δημοσιεύεται είναι περισσότερη από κάθε άλλη φορά στην αμερικάνικη ιστορία, οι περισσότερες κριτικές είναι θετικές. Οι κριτικοί λένε ότι, «ποτέ δεν επιτίθεμαι σε κάτι που είναι κακό, αφού αυτό το ίδιο θα φροντίσει από μόνο του», ….αλλά η χώρα είναι γεμάτη με νέους ποιητές και αναγνώστες που μπερδεύονται βλέποντας να εκθειάζεται μέτρια ποίηση και να μην επισημαίνεται η κακή ποίηση και καταλήγουν να αμφιβάλλουν για την προσωπική τους ικανότητα κριτικής πρόσληψης ενός ποιήματος.

Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των περισσότερων πρόσφατων ανθολογιών σύγχρονης ποίησης είναι το παρεΐστικο πνεύμα με το οποίο είναι φτιαγμένες. Αν κι οι ανθολογίες αυτές αυτοπροτείνονται ως αξιόπιστοι οδηγοί της νέας ποίησης, δεν φτιάχνονται έχοντας στο μυαλό αναγνώστες εκτός πανεπιστημίου. Όλο και περισσότεροι επιμελητές ανακαλύπτουν ότι ο καλύτερος τρόπος σύνθεσης μιας ανθολογίας ποίησης είναι η συμπερίληψη όλων των ποιητών που διδάσκουν ποίηση.

Συντεθειμένες με το πνεύμα ενός χαλαρού οπορτουνισμού, οι ανθολογίες αυτές δίνουν την εντύπωση ότι η λογοτεχνική ποιότητα είναι κάτι που ούτε ο επιμελητής ούτε ο αναγνώστης πρέπει να πάρουν πολύ σοβαρά. Για παράδειγμα, η Morrow Anthology of Younger American Poets του 1985 δεν είναι τόσο μια επιλεκτική λογοτεχνική συλλογή όσο ένας κατατοπιστικός κατάλογος δασκάλων δημιουργικής γραφής (με φωτογραφία του κάθε συγγραφέα). Κοντά στις 800 σελίδες, ο τόμος παρουσιάζει όχι λιγότερους από 100 (104 για την ακρίβεια) σημαντικούς νέους ποιητές, οι συντριπτική πλειοψηφία των οποίων διδάσκει δημιουργική γραφή. Η βασική επιλεκτική αρχή φαίνεται να είναι εκείνη που θεμελιώνεται πάνω στον φόβο μην τυχόν και μείνει απ’ έξω κάποιος συνάδελφος με επιρροή. Το βιβλίο δεν έχει λίγα, γνήσια και δυνατά ποιήματα από κάθε ποιητή αλλά σκόρπιες και αδιαχώριστες ασκήσεις γραφής και ύφους που κάνουν κάποιον να αναρωτιέται αν ποιητές και ποιήματα ανθολογήθηκαν με βάση κάποιο σχεδιασμό ή με τυχαία δειγματοληψία.

Και εδώ βρίσκεται το πραγματικό ζήτημα. Η υποκουλτούρα-ποίηση δεν θεωρεί πλέον ότι όλα τα δημοσιευμένα ποιήματα θα διαβαστούν. Όπως κι οι συνάδελφοί τους στα άλλα ακαδημαϊκά τμήματα, οι επαγγελματίες της ποίησης πρέπει να δημοσιεύουν τόσο για την εξασφάλιση της θέσης εργασίας τους όσο και για την προώθηση της καριέρας τους. Όσο περισσότερο δημοσιεύουν τόσο πιο γρήγορη θα είναι η εξέλιξή τους. Αν δεν δημοσιεύουν ή δημοσιεύουν σπάνια, το οικονομικό τους μέλλον βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο.

(συνεχίζεται)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου