https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Γιατί η ποίηση έχει (ή δεν έχει) νόημα (4) - Μέσα στην υποκουλτούρα (2)


Ντέηνα Τζόια (μτφρ. Crying Wolf)

Στην τέχνη, όλοι συμφωνούν σ’ αυτό, σημασία έχει η ποιότητα κι όχι η ποσότητα. Μερικοί συγγραφείς επιβίωσαν με μόνο ένα αξέχαστο ποίημα – για παράδειγμα, το "Go, Lovely Rose," του Εντμουντ Γουόλερ ή το "The Man With the Hoe" του  Έντουιν Μάρκχαμ που έγιναν διάσημα με τη δημοσίευση τους σε εκατοντάδες εφημερίδες – κάτι που σήμερα είναι αδιανόητο.



Αλλά οι γραφειοκρατίες, από την ίδια τους τη φύση, έχουν δυσκολίες με κάτι τόσο ακαθόριστο όσο η λογοτεχνική ποιότητα. Όταν διάφοροι θεσμοί αξιολογούν δημιουργικούς καλλιτέχνες για απασχόληση ή προώθηση τους, πρέπει, προφανώς, να το κάνουν με κάποιον αντικειμενικό τρόπο. Όπως το θέτει ο κριτικός Μπρους Μπάουερ :

Σε τελική ανάλυση, ένα ποίημα είναι κάτι πολύ εύθραυστο και η εγγενής του αξία ή η έλλειψη αυτής, εξαιρετικά υποκειμενική υπόθεση. Αλλά οι υποτροφίες, τα πτυχία, οι ακαδημαϊκές θέσεις και οι δημοσιεύσεις είναι αντικειμενικά γεγονότα. Και ποσοτικοποιήσιμα. Μπορούν εύκολα να παρουσιαστούν σε ένα βιογραφικό.


Οι ποιητές που είναι αποφασισμένοι να κάνουν καριέρα μέσα σε κάποιον θεσμό ή ίδρυμα γνωρίζουν ότι τα κριτήρια επιτυχίας είναι κατά βάση ποσοτικά. Πρέπει να δημοσιεύουν όσο περισσότερο γίνεται και όσο πιο γρήγορα γίνεται. Η αργή ωρίμανση της αυθεντικής δημιουργικότητας προσλαμβάνεται ως τεμπελιά από τις επιτροπές κρίσης. Ο Γουάλλας Στίβενς ήταν 43 ετών όταν δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο ενώ ο Ρόμπερτ Φροστ ήταν 39 ετών. Σήμερα αυτοί οι δυο τεμπέληδες θα ήταν άνεργοι.


Ο πληθωρισμός των λογοτεχνικών περιοδικών και η γενικότερη εξάπλωση του λογοτεχνικού τύπου κατά τα τελευταία 30 χρόνια (στμ., δηλ., 1960-1990) ήταν η αντίδραση όχι τόσο σε μια αυξημένη όρεξη του κοινού για ποίηση όσο στην απεγνωσμένη ανάγκη των καθηγητών γραφής για επαγγελματική καταξίωση. Κι η βιομηχανία ποίησης που έχει δημιουργηθεί λειτουργεί όπως η επιδοτούμενη γεωργία που καλλιεργεί τροφή που κανείς δεν τρώει: ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα των παραγωγών κι όχι των καταναλωτών.


Και κατά τη διαδικασία αυτή, αναπόφευκτα, η ακεραιότητα της τέχνης προδίδεται. Εννοείται ότι κανείς ποιητής δεν το παραδέχεται δημοσίως. Η αξιοπιστία του κατεστημένου της επαγγελματικής ποίησης συντηρείται στη βάση ενός συστήματος ευγενικής υποκρισίας. Στην τελική, διακυβεύονται εκατομμύρια δολάρια δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης. Και κανείς έξω από την υποκουλτούρα-ποίηση δεν ενδιαφέρεται να ψάξει περισσότερο το θέμα. Κανείς Γούντγουορντ και Μπέρνσταϊν (στμ., οι δημοσιογράφοι του Watergate) δεν θα ερευνήσει το βιογραφικό των μελών των προγραμμάτων γραφής.


Ο/Η νέος/α ποιητής/ποιήτρια βγάζει το ψωμί του, όχι από τη δημοσίευση λογοτεχνικού έργου, αλλά από την παροχή εξειδικευμένων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Το πιθανότερο είναι να εργάζεται ή να φιλοδοξεί να εργαστεί σε κάποιον εκπαιδευτικό θεσμό – συνήθως επιχορηγούμενο από το κράτος (πανεπιστήμια, κολέγια, δευτεροβάθμια και πρωτοβάθμια εκπαίδευση και, πιο πρόσφατα, νοσοκομεία και φυλακές) – διδάσκοντας σε άλλους πώς να γράψουν ποίηση ή, στα πιο χάι επίπεδα, πώς να διδάξουν σε άλλους να διδάσκουν κάποιους άλλους να γράφουν ποίηση.


Αν το δούμε με αυστηρά οικονομικούς όρους, οι περισσότεροι από τους σύγχρονους ποιητές έχουν αποξενωθεί από τη γνήσια πολιτισμική τους  θέση και λειτουργία. Όπως επέμενε ο Μάρξ και λίγοι οικονομολόγοι έχουν καταφέρει να του αντιπαρατεθούν πειστικά, οι αλλαγές σε μια ταξική οικονομική θέση/λειτουργία επιφέρουν και αλλαγές στις αξίες της και τη συμπεριφορά της. Στην περίπτωση της ποίησης, οι κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές έχουν οδηγήσει στη δημιουργία μιας διαιρεμένης λογοτεχνικής κουλτούρας: από τη μια μεριά έχουμε ποίηση σε υπεραφθονία εντός μιας μικρής ομάδας ανθρώπων και από την άλλη, και εκτός αυτής της μικρής ομάδας ανθρώπων, απόλυτη φτωχοποίηση. Κι ακόμη παραπάνω, θα μπορούσε κανείς να πεί, εκτός της αίθουσας – δηλαδή εκεί που η κοινωνία περιμένει την αλληλεπίδραση των δύο αυτών ομάδων -  ποιητές και μέσος αναγνώστης, έχουν χάσει κάθε επαφή.


Το διαζύγιο της ποίησης από τον παιδευμένο αναγνώστη έχει ένα ακόμη, πιο καταστροφικό, αποτέλεσμα. Βλέποντας τόσο μέτρια ποίηση, όχι μόνο να δημοσιεύεται αλλά και να εγκωμιάζεται, χαμένοι μέσα σε έναν κυκεώνα ανιαρών ανθολογιών και μιας πληθώρας μικρών περιοδικών, οι περισσότεροι αναγνώστες – μεταξύ αυτών κι οι πιο σοφιστικέ όπως ο Τζόζεφ Έπστάιν – θεωρούν ότι, πλέον, δεν γράφεται σημαντική καινούργια ποίηση. Αυτός ο δημόσιος σκεπτικισμός δείχνει την ολοκληρωτική αποξένωση της ποιητικής τέχνης από τη σύγχρονη κοινωνία.


Πάντως, είναι ειρωνικό που αυτός ο σκεπτικισμός έρχεται σε μια περίοδο αυθεντικών ποιητικών επιτευγμάτων. O Νόμος του Γκρέσαμ, ότι «το κακό χρήμα, εκτοπίζει το καλό» (στμ. τα κακά νομίσματα εκτοπίζουν τα καλά, επειδή τα πρώτα διατηρούνται στην κυκλοφορία, αφού η πραγματική τους αξία είναι χαμηλότερη από την ονομαστική, ενώ τα καλά αποσύρονται για να μετατραπούν σε πολύτιμα μέταλλα), στην περίπτωση της σύγχρονης ποίησης ισχύει κατά το ήμισυ. Η μαζική επικράτηση της μετριότητας έχει τρομάξει τους περισσοτέρους αναγνώστες αλλά δεν έχει διώξει (τουλάχιστον ακόμα) όλους τους ταλαντούχους συγγραφείς. Όποιος αντέχει το ξεχορτάριασμα του χωραφιού της σύγχρονης ποίησης, μπορεί να βρει εντυπωσιακή και μεγάλης ποικιλίας καινούργια ποίηση (στμ., υποθέτω ότι εδώ ο ΝτΤζ μιλάει για τον εαυτό του και τους δικούς του φίλους).

Η Αντριέν Ριτς, για παράδειγμα, πέρα από τη δεσποτική συμπεριφορά της και τις αυταρχικές πολεμικές που εξαπολύει, είναι, με κάθε μέτρο, μια σημαντική ποιήτρια. Τα καλύτερα έργα των Ντόναλντ Τζάστις, Άντονι Χεχτ, Ντόναλντ Χαλ, Τζέιμς Μέριλ, Λούις Σίμπσον, Γουίλιαμ Στάτφορντ και Ρίτσαρντ Γουίλμπερ - για να μείνω μόνο σε συγγραφείς της παλιότερης γενιάς  - 
μπορούν να σταθούν άνετα απέναντι σε οποιοδήποτε έργο της εθνικής μας λογοτεχνίας.
Και θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος τη Σίλβια Πλαθ και τον Τζέιμς Ράιτ, δυο δυνατούς ποιητές της ίδιας γενιάς που πέθαναν νέοι. Ακόμη, η Αμερική είναι μια χώρα με πλούσια εμιγκρέδικη ποίηση όπως δείχνει το έργο ποιητών σαν τον Tσέσβαφ Μίλος, την Νίνα Κασιάν, τον Ντέρεκ Γουόλκοτ, τον Γιόζεφ Μπρόντσκι και τον Τομ Γκαν.


Ωστόσο, χωρίς ρόλο στην ευρύτερη κουλτούρα, οι ταλαντούχοι ποιητές χάνουν την αυτοπεποίθηση τους και δυσκολεύονται να παράγουν δημόσιο λόγο. Ορισμένοι συγγραφείς σχετίζονται περιστασιακά με κάποιο κοινωνικό ή πολιτικό κίνημα και, μέσω αυτών, κερδίζουν μια σχετική δημόσια αναγνώριση. Η Ριτς, για παράδειγμα, χρησιμοποίησε τον φεμινισμό για προωθήσει το όραμα του ποιητικού της έργου. Ο Ρόμπερτ Μπλάι  έγραψε το καλύτερό του ποίημα διαμαρτυρόμενος για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Στοχεύοντας σε ένα ευρύτερο κοινό, πρόσθεσε στο μινιμαλιστικό του ως τότε στίχο, χιούμορ, ευρύτητα και ανθρωπιά. Αλλά η παντρειά της Μούσας με την Πολιτική είναι δύσκολη υπόθεση. Κατά συνέπεια, οι περισσότεροι σύγχρονοι ποιητές, γνωρίζοντας ότι είναι ουσιαστικά αόρατοι στο χώρο της γενικότερης κουλτούρας, εστιάζουν στις πιο οικείες μορφές του λυρικού και στοχαστικού στίχου (και λίγοι μοναχικοί ποιητές όπως ο Ξ. Τζ. Κένεντι  και ο Τζον Άπνταϊκ, το έχουν γυρίζει στην, κριτικά απαξιωμένη, ελαφρά ποίηση και στην παιδική ποίηση).


Έτσι, αν κι η σύγχρονη αμερικάνικη ποίηση δεν τα πάει και πολύ καλά με πιο δημόσιες μορφές του στίχου, όπως ο πολιτικός ή ο σατιρικός, παράγει προσωπικά ποιήματα ανυπέρβλητης ομορφιάς και δύναμης. Αλλά παρά αυτά τα κατορθώματα, η καινούργια ποίηση δεν μπορεί να συναντηθεί με ένα ευρύτερο κοινό πέρα από αυτό της υποκουλτούρας – ποίηση. Κι αυτό γίνεται εξαιτίας της κατάρρευσης του παραδοσιακού μηχανισμού μετάδοσης της ποίησης – των αξιόπιστων και τίμιων κριτικών και των επιλεκτικών ανθολογήσεων. Το κοινό που κάποτε έκανε τον Ρόμπερτ Φροστ, τον Έλιοτ, τον Κάμινγκς  και  την Έντνα Βίνσεντ Μιλέι, μέρος του πολιτιστικού του οράματος, παραμένει εκτός στόχου. Σήμερα η φράση του Γουόλτ Γουίτμαν,


«για να υπάρξουν μεγάλοι ποιητές πρέπει να υπάρχει και ένα μεγάλο κοινό»,

ακούγεται σαν κατηγορητήριο εναντίον της ποίησης.

(συνεχίζεται)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου