Λέγεται ότι ο Αισχύλος (525-456 πΧ) ανέφερε με περηφάνια ένα περιστατικό που του συνέβη όταν ήταν νέος (λέγεται, επίσης, ότι ο μέγιστος τραγωδός είχε και τον πιο τραγικό θάνατο, αφού σκοτώθηκε όταν δέχτηκε στο κεφάλι του μία χελώνα, την οποία είχε ρίξει από ψηλά ένας αετός, προκειμένου να σπάσει το καβούκι της και μετά να τη φάει).
Είχε ξαπλώσει, λοιπόν, ο Αισχύλος και θαύμαζε έναν αμπελώνα και τον πήρε ο ύπνος και, σε λίγο, εμφανίστηκε ο Διόνυσος ο οποίος του παρήγγειλλε μια τραγωδία. Ο ποιητής άκουσε τον θεό και έγραψε την τραγωδία με μεγάλη έμπνευση και ευκολία. Αρκετοί μάλιστα λένε ότι γενικά έγραφε πιωμένος. Εννοείται, το ποτό του ήταν το κρασί.
Το ερώτημα είναι: γνώριζε ο Αισχύλος την μπύρα. Κι αν ναι, γιατί προτιμούσε το κρασί;
Μάλλον τη γνώριζε λένε οι ειδικοί που παιδεύονται με τα σπαράγματα της Λυκούργειας τετραλογίας (3 τραγωδίες: Ηδωνοί, Βασσαρίδες και Νεανίσκοι και το σατυρικό δράμα Λυκούργος)
Οι Ηδωνοί (θρακικό φύλο) κατοικούσαν στις όχθες του Στρυμόνα (κάπου στο νομό Καβάλας) μέχρι που εκτοπίστηκαν από τους Μακεδόνες. Ο μύθος του Ηδωνού Λυκούργου είναι γνωστός από τα χρόνια του Ομήρου, Ιλιάδα (Ζ, 130-40). Η όλη φάση πιθανώς να εκμυθεύεται στον Απολλόδωρο, (Βιβλιοθήκη, Γ.5.1):
Ο Λυκούργος, βασιλιάς των Ηδωνών, αρνήθηκε και εξέβρισε τον Διόνυσο, έπιασε αιχμάλωτες τις Βάκχες και το πλήθος των Σατύρων, ο Διόνυσος του προκάλεσε μανίας. Σε κατάσταση μανίας πρώτα κτυπά και σκοτώνει με πέλεκυ τον γιο του Δρύαντα, νομίζοντας ότι κόβει κλήμα αμπέλου, και μετά αυτοακρωτηριάζειται. Μνημονεύεται ακρωτηριασμός μιας κνήμης που πιθανότατα έχει ιδιαίτερο νοηματικό ενδιαφέρον λόγω της συμβολικής ταύτισης «ποδός» και «πέους» (πέος=πους), που υποδεικνύει τις αποτομές του Άττι και των ιερέων του στα Μυστήρια της Φρύγιας Μεγάλης Θεάς, Κυβέλης. Οι συμφορές αυτές δεν ικανοποίησαν τον Θεό και η γη παρέμενε άκαρπη και ο Απόλλων των Δελφών έδωσε χρησμό ότι θα καρποφορήσει πάλι αν θανατωθεί ο Λυκούργος. Οι Ηδωνοί πήγαν τότε το βασιλιά τους στο Πάγγαιο και τον εγκατέλειψαν δεμένο, όπως τον Προμηθέα στον Καύκασο. Κατά βούληση του Διονύσου ίπποι τον καταδιέφθειραν ενώ κατ’ άλλη εκδοχή, κατασπαράχθηκε από πάνθηρες (ιερό ζώο του Διονύσου).
Αναπαράγοντας το μύθο ο Αισχύλος βάζει τον Λυκούργο να πίνει ένα ποτό που το ονομάζει «βρύτο» (brytos). Κατά τον Αθήναιο, την ίδια λέξη είχε χρησιμοποιήσει ο Αρχίλοχος (680-630 πΧ) για ένα γοητευτικό ποτό, «λίαν δριμύ εκ κριθών, καρπών και ριζών» που έπιναν οι Θράκες. Επίσης, ο Αισχύλος, μάλλον αντιστρέφει το νόημα της ιστορίας αφού ο Λυκούργος αρνήθηκε τον Διόνυσο γιατί η μορφή του τελευταίου ήταν θηλυπρεπής ενώ στον Αισχύλο έχουμε ακριβώς το αντίθετο: ο Λυκούργος είναι η θηλυπρεπής μορφή. Στόχος του ποιητή είναι οτιδήποτε θρακικό και ο «βρύτος» είναι κάτι εξ ολοκλήρου θρακικό, δηλ., βάρβαρο.
Η προκατάληψη πήρε και την μπύρα και στην Αθήνα θεωρήθηκε κάτι το οποίο σε έκανε να είσαι αδύναμος και θηλυπρεπής. Η προκατάληψη στήθηκε πάνω στο διαχωρισμό σε θερμές και ψυχρές ουσίες από τον Ιπποκράτη και την προτεραιότητα που δόθηκε το θερμό/ξηρό (κρασί, άνδρας) σε σχέση με το ψυχρό/υγρό (μπύρα, γυναίκα).
Το σχίσμα είχε επέλθει. Ο Αριστοτέλης, κάποια χρόνια αργότερα, περιέγραφε στο Συμπόσιον ή Περί Μέθης μια κρίσιμη διαφορά:
«[...] Αλλά ένα περίεργο πράγμα συμβαίνει στην περίπτωση του ζύθου, του επονομαζόμενου και πίνον. Υπό την επήρρεια όλων των άλλων ποτών, αυτοί που μεθάνε γέρνουν προς όλες τις μεριές, άλλοι προς τα πίσω, άλλοι προς τα μπρος, άλλοι δεξιά κι άλλοι αριστερά. Αλλά αυτοί που μεθούν με πίνον γέρνουν πάντα προς τα πίσω και κοιμούνται ανάσκελα»
Και η ανθρωπότητα δεν μπορούσε να υπάρξει παρά μόνο ως διχασμένη.
Είχε ξαπλώσει, λοιπόν, ο Αισχύλος και θαύμαζε έναν αμπελώνα και τον πήρε ο ύπνος και, σε λίγο, εμφανίστηκε ο Διόνυσος ο οποίος του παρήγγειλλε μια τραγωδία. Ο ποιητής άκουσε τον θεό και έγραψε την τραγωδία με μεγάλη έμπνευση και ευκολία. Αρκετοί μάλιστα λένε ότι γενικά έγραφε πιωμένος. Εννοείται, το ποτό του ήταν το κρασί.
Το ερώτημα είναι: γνώριζε ο Αισχύλος την μπύρα. Κι αν ναι, γιατί προτιμούσε το κρασί;
Μάλλον τη γνώριζε λένε οι ειδικοί που παιδεύονται με τα σπαράγματα της Λυκούργειας τετραλογίας (3 τραγωδίες: Ηδωνοί, Βασσαρίδες και Νεανίσκοι και το σατυρικό δράμα Λυκούργος)
Οι Ηδωνοί (θρακικό φύλο) κατοικούσαν στις όχθες του Στρυμόνα (κάπου στο νομό Καβάλας) μέχρι που εκτοπίστηκαν από τους Μακεδόνες. Ο μύθος του Ηδωνού Λυκούργου είναι γνωστός από τα χρόνια του Ομήρου, Ιλιάδα (Ζ, 130-40). Η όλη φάση πιθανώς να εκμυθεύεται στον Απολλόδωρο, (Βιβλιοθήκη, Γ.5.1):
Ο Λυκούργος, βασιλιάς των Ηδωνών, αρνήθηκε και εξέβρισε τον Διόνυσο, έπιασε αιχμάλωτες τις Βάκχες και το πλήθος των Σατύρων, ο Διόνυσος του προκάλεσε μανίας. Σε κατάσταση μανίας πρώτα κτυπά και σκοτώνει με πέλεκυ τον γιο του Δρύαντα, νομίζοντας ότι κόβει κλήμα αμπέλου, και μετά αυτοακρωτηριάζειται. Μνημονεύεται ακρωτηριασμός μιας κνήμης που πιθανότατα έχει ιδιαίτερο νοηματικό ενδιαφέρον λόγω της συμβολικής ταύτισης «ποδός» και «πέους» (πέος=πους), που υποδεικνύει τις αποτομές του Άττι και των ιερέων του στα Μυστήρια της Φρύγιας Μεγάλης Θεάς, Κυβέλης. Οι συμφορές αυτές δεν ικανοποίησαν τον Θεό και η γη παρέμενε άκαρπη και ο Απόλλων των Δελφών έδωσε χρησμό ότι θα καρποφορήσει πάλι αν θανατωθεί ο Λυκούργος. Οι Ηδωνοί πήγαν τότε το βασιλιά τους στο Πάγγαιο και τον εγκατέλειψαν δεμένο, όπως τον Προμηθέα στον Καύκασο. Κατά βούληση του Διονύσου ίπποι τον καταδιέφθειραν ενώ κατ’ άλλη εκδοχή, κατασπαράχθηκε από πάνθηρες (ιερό ζώο του Διονύσου).
Αναπαράγοντας το μύθο ο Αισχύλος βάζει τον Λυκούργο να πίνει ένα ποτό που το ονομάζει «βρύτο» (brytos). Κατά τον Αθήναιο, την ίδια λέξη είχε χρησιμοποιήσει ο Αρχίλοχος (680-630 πΧ) για ένα γοητευτικό ποτό, «λίαν δριμύ εκ κριθών, καρπών και ριζών» που έπιναν οι Θράκες. Επίσης, ο Αισχύλος, μάλλον αντιστρέφει το νόημα της ιστορίας αφού ο Λυκούργος αρνήθηκε τον Διόνυσο γιατί η μορφή του τελευταίου ήταν θηλυπρεπής ενώ στον Αισχύλο έχουμε ακριβώς το αντίθετο: ο Λυκούργος είναι η θηλυπρεπής μορφή. Στόχος του ποιητή είναι οτιδήποτε θρακικό και ο «βρύτος» είναι κάτι εξ ολοκλήρου θρακικό, δηλ., βάρβαρο.
Η προκατάληψη πήρε και την μπύρα και στην Αθήνα θεωρήθηκε κάτι το οποίο σε έκανε να είσαι αδύναμος και θηλυπρεπής. Η προκατάληψη στήθηκε πάνω στο διαχωρισμό σε θερμές και ψυχρές ουσίες από τον Ιπποκράτη και την προτεραιότητα που δόθηκε το θερμό/ξηρό (κρασί, άνδρας) σε σχέση με το ψυχρό/υγρό (μπύρα, γυναίκα).
Το σχίσμα είχε επέλθει. Ο Αριστοτέλης, κάποια χρόνια αργότερα, περιέγραφε στο Συμπόσιον ή Περί Μέθης μια κρίσιμη διαφορά:
«[...] Αλλά ένα περίεργο πράγμα συμβαίνει στην περίπτωση του ζύθου, του επονομαζόμενου και πίνον. Υπό την επήρρεια όλων των άλλων ποτών, αυτοί που μεθάνε γέρνουν προς όλες τις μεριές, άλλοι προς τα πίσω, άλλοι προς τα μπρος, άλλοι δεξιά κι άλλοι αριστερά. Αλλά αυτοί που μεθούν με πίνον γέρνουν πάντα προς τα πίσω και κοιμούνται ανάσκελα»
Και η ανθρωπότητα δεν μπορούσε να υπάρξει παρά μόνο ως διχασμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου