O Βλαδίμηρος ήταν μεγάλο φτυάρι. Μετρ της πρόζας, μάστερ της μετα-αφήγησης είχε (σχεδόν) για όλους και μια «καλή» κουβέντα να πει – ορθότερα: να γράψει.
Μου φαίνεται ότι αντιμετώπιζε όλους τους άλλους συγγραφείς σα φοιτητές του: εσύ άριστα, αυτός πολύ καλά, ο άλλος βάση. Οι υπόλοιποι το Σεπτέμβριο.
Για τους συμπατριώτες του τα αποτελέσματα ήταν:
Προβιβάζονται κατά σειρά:
1. Τολστόι
2. Γκόγκολ
3. Τσέχωφ
4. Τουργκένιεφ
Επανεξέταση:
1. Ντοστογιέφσκι
2. Σαλτικόφ
Και επειδή θεωρούσε τον Ντοστογιέφσκι τρίτης σειράς συγγραφέα, δε νομίζω ότι θα περνούσε το μάθημα ούτε το Σεπτέμβριο.
Η λίστα συνεχίζεται με αμείωτο ενδιαφέρον:
«Ήδη από τις μέρες που εντυπωσιακές μετριότητες όπως ο Γκάλσγουορθι, ο Ντράιζερ, ο Γκόρκι, ο Ρομέν Ρολάν και ο Τόμας Μαν άρχισαν να θεωρούνται ιδιοφυίες, έχω σαστίσει αλλά και διασκεδάσει με κατασκευασμένες έννοιες όπως αυτή των αποκαλούμενων «μεγάλων βιβλίων». Ότι η ανοησία του Τόμας Μαν «Θάνατος στη Βενετία» ή ο μελοδραματικός, φριχτά γραμμένος «Δρ. Ζιβάγκο» ή τα αραβοσιτικά χρονικά του Φόκνερ θεωρούνται αριστουργήματα ή αυτό που οι δημοσιογράφοι λένε «μεγάλα βιβλία», είναι για μένα ισοδύναμο με την παραίσθηση ενός υπνωτισμένου προσώπου που κάνει έρωτα σε μια καρέκλα»
Ακόμη:
ΤΣ Ελιοτ - ένας απατεώνας και μια απομίμηση.
Α Μαλρώ, Χ Τζέιμς, Κολέτ – δευτεροκλασάτη επαγγελματική λογοτεχνία.
Ε Πάουντ – αηδιαστικός και εξ ολοκλήρου δευτεροκλασάτος.
Μ Μπρέχτ – μια ασημαντότητα, δε σημαίνει απολύτως τίποτε για μένα.
Ν Καζαντζάκης – δευτεροκλασάτος.
Ντ Χ Λόρενς - δευτεροκλασάτος.
Κ Μαρξ – απεχθής.
Α Καμύ – δευτεροκλασάτος, εφήμερος, ψωνισμένος. Μια ασημαντότητα, δε μου λέει τίποτα απολύτως, απεχθής.
Ζ Π Σαρτρ – Απεχθέστερος του Καμύ
Και τα λοιπά....(μια πλήρη λίστα με τις recommendations του Βλαδίμηρου εδώ).
Μα δεν δέχεται κανέναν αναρωτιέται ο αναγνώστης; Πως, δέχεται...
Με το στανιό ... 3,5 έργα:
1.Τζ Τζόις – Οδυσσέας
2.Φ Κάφκα – Μεταμόρφωση
3.Αντρέι Μπέλι - Αγ. Πετρούπολη
3.5 Μ Προυστ – το πρώτο μισό της νεραιδοϊστορίας «Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο»
Μα γιατί όλο αυτό το «μίσος», ξανα-αναρωτιέται ο αναγνώστης;
Μού φαίνεται ότι το κακο άρχισε με την κριτική που έγραψε ο Σαρτρ για την «Απόγνωση» του Ναμπόκοφ το 1939:
«Δεν έχει να προβάλλει κανείς ιδιαίτερες αντιρρήσεις στον Ροκαντέν όταν αποφασίζει ότι ο κόσμος υπάρχει. Αλλά το καθήκον να κάνεις το κόσμο να υπάρξει ως έργο τέχνης είναι πέρα από τις δυνατότητες του Σαρτρ».
Είναι σίγουρο ότι ο ξεπεσμένος αριστοκράτης ήταν μεγάλος τζαναπέτης. Κι ενώ ασκούσε ανελέητη και (άδικη) κριτική στους πάντες δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Η χρόνια φιλία του με τον κριτικό Έντμουντ Γουίλσον δέχτηκε το πρώτο πλήγμα από την ψυχρή αντιμετώπιση της «Λολίτας» εκ μέρους του τελευταίου και το τελικό χτύπημα με την αρνητική κριτική στη μετάφραση του «Ευγένιου Ονέγκιν» του Πούσκιν από τον Βλαδίμηρο.
Και δεν έδινε καμιά σημασία σε βαρύγδουπα μυνήματα περί του ρόλου της τέχνης:
«Το βιβλίο που έγραψα είναι ένα υποκειμενικό και ιδιαίτερο ζήτημα. Δεν έχω κανέναν ιδιαίτερο σκοπό όταν συνθέτω το υλικό που αναμένει να συντεθεί. Εργάζομαι σκληρά και για μεγάλο χρονικό διάστημα πάνω σε ένα σώμα από λέξεις, μέχρις ότου αυτό να μου προσφέρει απόλυτη ευχαρίστηση και κυριότητα».
Η άποψη του μεγάλου του αντιπάλου (Σαρτρ) ήταν τελείως διαφορετική:
«Η καθαρή λογοτεχνία σημαίνει πολύ λίγα συγκριτικά με το θάνατο αναρίθμητων παιδιών από πείνα».
Κι ο καθένας διαλέγει και παίρνει...
Πηγές
1.V. Nabokov, Strong Opinions, N. Y., McGraw-Hill, 19731.Τζ Τζόις – Οδυσσέας
2.Φ Κάφκα – Μεταμόρφωση
3.Αντρέι Μπέλι - Αγ. Πετρούπολη
3.5 Μ Προυστ – το πρώτο μισό της νεραιδοϊστορίας «Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο»
Μα γιατί όλο αυτό το «μίσος», ξανα-αναρωτιέται ο αναγνώστης;
Μού φαίνεται ότι το κακο άρχισε με την κριτική που έγραψε ο Σαρτρ για την «Απόγνωση» του Ναμπόκοφ το 1939:
«Μού φαίνεται ότι αυτή απελπισμένη επιθυμία να επιτεθεί και να καταστρέψει τον εαυτό του είναι χαρακτηριστική του κ. Ναμπόκοφ. Ο συγγραφέας αυτός έχει πολύ ταλέντο αλλά είναι της παλιάς σχολής. Σκέφτομαι τους πνευματικούς του μέντορες, ιδιαίτερα τον Ντοστογιέφσκι. Ο ήρωας αυτού του περίεργου μυθιστορήματος θυμίζει, περισσότερο και από το σωσία του Φέλιξ, τους ήρωες του «Εφήβου», του «Αιώνιου Συζύγου» και των «Σημειώσειων από το υπόγειο». ....Αλλά ο Ντοστογιέφσκι πίστευε τους χαρακτήρες του. Ο κ Ναμπόκοφ δεν τους πιστεύει πια, όπως δεν πιστεύει στην τέχνη του μυθιστορήματος»
10 χρόνια μετά, παίρνει την εκδίκησή του: το 1949 δημοσιεύει την κριτική του στους New York Times όπου περίτεχνα, μέσα σε λίγες γραμμές, αποδομεί την «Ναυτία» που μόλις είχε μεταφραστεί στις ΗΠΑ (Sartre's First Try). Η τελευταία φράση της κριτικής:
10 χρόνια μετά, παίρνει την εκδίκησή του: το 1949 δημοσιεύει την κριτική του στους New York Times όπου περίτεχνα, μέσα σε λίγες γραμμές, αποδομεί την «Ναυτία» που μόλις είχε μεταφραστεί στις ΗΠΑ (Sartre's First Try). Η τελευταία φράση της κριτικής:
«Δεν έχει να προβάλλει κανείς ιδιαίτερες αντιρρήσεις στον Ροκαντέν όταν αποφασίζει ότι ο κόσμος υπάρχει. Αλλά το καθήκον να κάνεις το κόσμο να υπάρξει ως έργο τέχνης είναι πέρα από τις δυνατότητες του Σαρτρ».
Είναι σίγουρο ότι ο ξεπεσμένος αριστοκράτης ήταν μεγάλος τζαναπέτης. Κι ενώ ασκούσε ανελέητη και (άδικη) κριτική στους πάντες δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Η χρόνια φιλία του με τον κριτικό Έντμουντ Γουίλσον δέχτηκε το πρώτο πλήγμα από την ψυχρή αντιμετώπιση της «Λολίτας» εκ μέρους του τελευταίου και το τελικό χτύπημα με την αρνητική κριτική στη μετάφραση του «Ευγένιου Ονέγκιν» του Πούσκιν από τον Βλαδίμηρο.
Και δεν έδινε καμιά σημασία σε βαρύγδουπα μυνήματα περί του ρόλου της τέχνης:
«Το βιβλίο που έγραψα είναι ένα υποκειμενικό και ιδιαίτερο ζήτημα. Δεν έχω κανέναν ιδιαίτερο σκοπό όταν συνθέτω το υλικό που αναμένει να συντεθεί. Εργάζομαι σκληρά και για μεγάλο χρονικό διάστημα πάνω σε ένα σώμα από λέξεις, μέχρις ότου αυτό να μου προσφέρει απόλυτη ευχαρίστηση και κυριότητα».
Η άποψη του μεγάλου του αντιπάλου (Σαρτρ) ήταν τελείως διαφορετική:
«Η καθαρή λογοτεχνία σημαίνει πολύ λίγα συγκριτικά με το θάνατο αναρίθμητων παιδιών από πείνα».
Κι ο καθένας διαλέγει και παίρνει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου