https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Ως πότε θα παίζουμε σε ξένο έργο;

 Κάποτε, σ’ έναν κόσμο όπου τα τανκς ονομάζονταν «μέσα πίεσης» και οι βόμβες «διαπραγματευτικά χαρτιά», ξέσπασε μια τιτανομαχία. Οι Τιτάνες είχαν χωριστεί σε δυο στρατόπεδα ιδεολογίας/πολιτισμού: τους Νατοτσολιάδες και τους Ρωσοτσολιάδες.

Οι πρώτοι φορούσαν κοστούμια Armani, κρατούσαν χαρτοφύλακες γεμάτους «στρατηγικές αναλύσεις», έβγαζαν selfies με φόντο το κτίριο της Κομισιόν και έπιναν flat white με γάλα πουλιού, ορκιζόμενοι ότι «η Ουκρανία είναι το νέο φρούριο της ελευθερίας».
Με κάθε γουλιά καφέ κάτι ανακάλυπταν κι ένα καινούριο σύνθημα· έβγαινε από τα χείλη τους σαν από δελτίο τύπου: «#StandWithUkraine», «#EnergySecurityNow», «#DemocracyIsSexy».
Κι όταν έφτανε ο λογαριασμός, στη φάση που ο σερβιτόρος ακουμπούσε με διακριτικότητα το χαρτάκι στο τραπέζι, οι Νατοτσολιάδες ένιωθαν ένα γλυκό ρίγος. Γιατί ήξεραν –και το απολάμβαναν σαν μυστική ανάμνηση– ότι αυτός ο λογαριασμός θα σταλεί με ταχυδρομική ταχύτητα στον ευρωπαίο φορολογούμενο. Έτσι, κάθε flat white δεν ήταν απλώς ρόφημα, αλλά ιεροτελεστία: μια στιγμή προυστικής ανάκλησης, όπου η γεύση του αφρού έφερνε στον νου όχι παιδικά καλοκαίρια, αλλά επιδοτήσεις, ενεργειακά πακέτα και χρέη που πληρώνονταν πάντα από κάποιον άλλον.

Οι δεύτεροι, πιο παραδοσιακοί και γειωμένοι, έμοιαζαν βγαλμένοι από ζωγραφιά του Ίλια Γεφίμοβιτς Ρέπιν. Με καπέλα ουσάρων που είχαν κληρονομήσει από προπαππούδες που πολέμησαν τον Ναπολέοντα, και πιλότκες που κληρονόμησαν από παππούδες που πολέμησαν τον Χίτλερ, έμπαιναν στις ταβέρνες με ύφος ότι κουβαλούν την ίδια τη Ρωσία στους ώμους τους. Στο τραπέζι μπροστά τους, μπουκάλια βότκας στοιχισμένα σαν τάγμα πεζικού, έτοιμο να δώσει τη μάχη της μέθης.

Τσούγκριζαν ποτήρια πιο δυνατά κι από κανονιές και κάθε γουλιά συνοδευόταν από βαρύγδουπες φράσεις:

— «Τι Κίεβο, τι Μόσχα – όλα είναι ρωσικά χωράφια, αρκεί να το λέει η ιστορία!»

Και η «ιστορία» τους ήταν πάντα ένα μυστήριο μείγμα μισών γεγονότων, λαϊκών παραδόσεων και καφενόβιας σοφίας. Γιατί οι Ρωσοτσολιάδες δεν χρειάζονταν έρευνες και στατιστικές∙ αρκούσε ένα παλιό τοστ με βότκα, μια φράση του Ντοστογιέφσκι πεταμένη στην τύχη και μια μπαλαλάικα που έπαιζε κάπου στο βάθος.
Και όσο η βότκα κατέβαινε, τόσο οι χάρτες μεταμορφώνονταν. Κι όταν πια το μπουκάλι άδειαζε, έλεγαν όλοι μαζί:

— «Να ποια είναι η γεωπολιτική, σύντροφοι: το ποτήρι πάντα γεμάτο, η ιστορία πάντα δική μας!»

Το συνέδριο των Νατοτσολιάδων

Στην αίθουσα τύπου των Βρυξελλών, τα μικρόφωνα έτριζαν από τα μεγάλα λόγια. «Θα νικήσουμε!», έλεγαν οι Νατοτσολιάδες με τόνο που θύμιζε χορωδία σχολικής εορτής. Έδειχναν χάρτες με βελάκια, PowerPoint με μπλε φόντο και καταλόγιζαν πακέτα όπλων σαν να μοίραζαν παιδικά σετ Playmobil, όπου κάθε κουτί είχε έναν τίτλο: “Στρατηγός με τανκ”, “Στρατιώτης με μπαζούκα”, “Δημοσιογράφος με μικρόφωνο”.

Όμως στα διαλείμματα, ανάμεσα σε καπουτσίνο και κρουασάν, άρχιζαν οι αμφιβολίες:

— «Μα καλά, πόσα Leopard ακόμα έχουμε να στείλουμε;»

— «Α, μην ανησυχείς. Στο Excel φαίνεται ότι η νίκη είναι κοντά».

Κι εκεί, επάνω στο τραπεζάκι με τα σνακ, έβγαιναν οι πιο μεγάλες ιδέες:

— «Τι θα λέγατε αν οργανώναμε μια Σύνοδο Αλληλεγγύης με θεματικό πρόγευμα; Να βάλουμε και γλυκίσματα στα χρώματα της ουκρανικής σημαίας;»

— «Και να φτιάξουμε συνθήματα που θα επαναλαμβάνονται παντού. Ο κόσμος θέλει συνθήματα· να τα γράφουμε με ωραία καλλιγραφικά γράμματα πάνω στα κεράσματα: Ελευθερία – Ασφάλεια – Νίκη.

Το πανηγύρι των Ρωσοτσολιάδων

Στη Μόσχα, οι Ρωσοτσολιάδες έστηναν σκηνικό θεάτρου λαϊκής όπερας. «Εμείς δεν πολεμάμε την Ουκρανία, πολεμάμε τη Δύση!», βροντοφώναζαν, ενώ πίσω τους γιγαντοοθόνες έπαιζαν εναλλάξ χορωδίες μαθητών με άσπρες κορδέλες, μπαλαλάικες που έπαιζαν τον ύμνο της Παναγίας, και πυραύλους που εκτοξεύονταν στον ουρανό σαν πυροτεχνήματα σε γάμο χωριάτικο. Κάθε έκρηξη παρουσιαζόταν ως «βαλς για την ελευθερία», με τον παρουσιαστή να τονίζει: «Βλέπετε; Οι φλόγες σχηματίζουν την τριχρωμία μας στον ουρανό!»

Στις πλατείες οι γιαγιάδες κρατούσαν εικόνες αγίων δίπλα σε φωτογραφίες στρατηγών, ενώ τα κανάλια έδειχναν παιδιά να ζωγραφίζουν τανκς με νερομπογιές· «έτσι διδάσκεται η πατρίδα», έλεγαν οι εκφωνητές με φωνή που έσταζε πατριωτική μελάσα.

Κι όταν ερχόταν η ερώτηση για τις απώλειες, το σενάριο ήταν έτοιμο:

— «Αυτά είναι λεπτομέρειες· η Ρωσία στέκεται όρθια».

— «Και λίγο ζαλισμένη», τόλμησε να ψιθυρίσει ένας κακομοίρης δημοσιογράφος. Μα το σχόλιο χάθηκε αμέσως κάτω από τις τυμπανοκρουσίες της εθνικής ορχήστρας και τον τηλεσκηνοθέτη που άλλαξε γρήγορα πλάνο: από τα φέρετρα στο πεδίο μάχης, σε καλλιστεία κοριτσιών με στολές παραδοσιακές.

Έτσι ο πόλεμος μεταμορφωνόταν σε πανηγύρι, με σουβλάκια να καπνίζουν δίπλα σε μακέτες πυραύλων και με τον λαό να φωνάζει συνθήματα ανάμεσα σε γουλιές βότκας. Η τραγωδία παρουσιαζόταν σαν πανηγυρική τελετή — σαν να έγραφε ο Γκόγκολ δελτίο ειδήσεων.

Το κοινό θέατρο

Κι ενώ οι δύο στρατοί των αναλυτών έδιναν την παράστασή τους με τυμπανοκρουσίες και φωτεινά σλόγκαν, οι θεατές –δηλαδή οι λαοί– πλήρωναν το εισιτήριο. Και το εισιτήριο δεν ήταν φθηνό: αίμα στο μέτωπο, φόροι στην τσέπη, πληθωρισμός στο τραπέζι.

Οι Νατοτσολιάδες, με ύφος καθηγητή που μοιράζει μηδέν, διακήρυσσαν:

— «Αντέχουμε! Η δημοκρατία είναι ακριβή, αλλά αξίζει κάθε σεντ από το πορτοφόλι σας».

Οι Ρωσοτσολιάδες, με παλαιορωμαϊκό στόμφο, αντέτειναν:

— «Τι σημασία έχουν οι ζωές; Σημασία έχει η Ιστορία — κι αυτή πεινάει».

Κι ο απλός πολίτης, κουρασμένος, έβλεπε τους νεκρούς να αυξάνονται, τον λογαριασμό του ρεύματος να σκαρφαλώνει στο Έβερεστ και να του κουνάει το δάχτυλο από τα σύννεφα: «Ανέβα, αν μπορείς», το νοίκι να εκτοξευέται πιο γρήγορα κι από πύραυλο «Vanguard», κι εκείνος, σαν άλλος τραγικός ήρωας ψιθύριζε με το στόμα ξερό:

— «Μα γιατί πρέπει εγώ να πληρώνω το φυσικό αέριο διπλάσιο, ενώ αυτοί πίνουν σαμπάνια τριπλή και τσουγκρίζουν ποτήρια στις Βρυξέλλες, στην Ουάσιγκτον και στη Μόσχα;»

Στο θέατρο της ιστορίας οι πρωταγωνιστές φορούσαν τα κοστούμια τους. Έβγαιναν στη σκηνή με θράσος, διακήρυσσαν συνθήματα με στόμφο, υποκλίνονταν μπροστά στις κάμερες, κι έπειτα επέστρεφαν στα παρασκήνια να δειπνήσουν με φουα-γκρά και χαβιάρι.

Κι ο λαός, αντίθετα, στριμωχνόταν στην πλατεία σαν φθηνός κομπάρσος, με εισιτήριο που δεν είχε αγοράσει αλλά του το είχαν χρεώσει: αίμα, φόροι, πληθωρισμός.

Κι όταν έπεσε η αυλαία, δεν ακούστηκε χειροκρότημα∙ μόνο ένας βουβός αναστεναγμός που έσμιξε με τον καπνό των πυρών και το βουητό των δελτίων ειδήσεων. Οι πρωταγωνιστές, χορτασμένοι από τις δικές τους κορώνες, έφυγαν στα πολυτελή τους οχήματα, αφήνοντας πίσω τη σκηνή άδεια, γεμάτη στάχτες και ξεχασμένα συνθήματα.

Ο λαός παρέμεινε εκεί, καθισμένος σε ξύλινα καθίσματα που έτριζαν, με βλέμματα παγωμένα και τσέπες αδειανές. Είχε πληρώσει το ακριβότερο εισιτήριο χωρίς να το ζητήσει ποτέ, κι όμως η έξοδος ήταν κλειδωμένη.

Σιωπηλά, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, οι άνθρωποι κοιτάζονταν μεταξύ τους: ποιος θα μιλήσει, ποιος θα βγει μπροστά, ποιος θα σκίσει το σενάριο που γράφτηκε γι’ αυτούς χωρίς αυτούς. Και τότε, με μια φωνή που έμοιαζε περισσότερο με λυγμό παρά με κραυγή, ακούστηκε το ερώτημα που έσπασε την πλατεία στα δύο:

— «Ως πότε θα παίζουμε σε ξένο έργο;»

Κι η απάντηση έμεινε να αιωρείται, βαριά και αόρατη, πάνω από ένα θέατρο που είχε πάψει προ πολλού να είναι παράσταση και είχε γίνει η ίδια η ζωή.


Σάββατο 16 Αυγούστου 2025

Η εξαετία 2019–2025: Χρονικό μιας τίμιας ταξικής διακυβέρνησης

Έχουν περάσει 6 χρόνια (πιο βασανιστικά: 2232 μερόνυχτα) από το καλοκαίρι του ‘19 που ο Ανέμελος υποσχόταν «ανάπτυξη για όλους» κάτω από το φωτεινό γαλάζιο της ΝΔ. Η χώρα, κουρασμένη από τα μνημόνια και την επιτήρηση, άκουγε τη λέξη «κανονικότητα» σαν να ήταν ξανά δυνατό να ζήσεις χωρίς να μετράς τα χρήματα στο πορτοφόλι κάθε βδομάδα. Και για ένα σημαντικό τμήμα των μεσοαστικών στρωμάτων —εκείνων που είδαν τα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ ως περίοδο πολιτικής αστάθειας, διεθνούς απαξίωσης και φορολογικής πίεσης— η αλλαγή ηγεσίας ήταν σχεδόν πράξη λύτρωσης. Γι’ αυτούς, ο Αλέξης Τσίπρας προσωποποιούσε την «αριστερή» απειλή: τον κίνδυνο να χαθεί η κοινωνική τους θέση, να απαξιωθούν τα σύμβολα και τα ήθη της μικροϊδιοκτητικής τους ταυτότητας.

Όμως, από την πρώτη στιγμή, οι γραμμές του έργου είχαν ήδη χαραχτεί. Η πολιτική αλλαγή δεν είναι παρά η εναλλαγή των διαχειριστών της ίδιας μηχανής: του κράτους-επιτροπής που φροντίζει τις κοινές υποθέσεις της κυρίαρχης τάξης. Και η εξαετία που ακολούθησε, δεν έκανε τίποτα για να διαψεύσει αυτή τη θέση. Το αντίθετο. 

Επιστροφή στην κανονικότητα
Η ΝΔ ήρθε στην εξουσία με κληρονομιά μια οικονομία που είχε βγει τυπικά από τα μνημόνια, αλλά όχι από τις δομικές δεσμεύσεις τους. Οι δημοσιονομικοί στόχοι, η περιοριστική πολιτική δαπανών και η εξάρτηση από τον τουρισμό έμεναν αλώβητα. Στο πρώτο της διάστημα, η κυβέρνηση κέρδισε χρόνο με φορολογικές ελαφρύνσεις στο κεφάλαιο και με το αφήγημα του «επιτελικού κράτους» — ένα κράτος που θα λειτουργεί με κανόνες εταιρείας, με σχέδιο και αποτελεσματικότητα.
Στην πράξη, αυτό το «επιτελικό κράτος» σήμαινε: μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσίας στο Μαξίμου, ενίσχυση των σχέσεων με επιχειρηματικούς ομίλους, επιτάχυνση ιδιωτικοποιήσεων. Το κράτος έγινε εργολάβος και μεσολαβητής, όχι προστάτης.

Η πανδημία ως καθρέφτης
Ο Μάρτιος του 2020 έφερε την πανδημία και μαζί της το φόβο και την αβεβαιότητα. Η ΝΔ βρήκε την ευκαιρία να παρουσιάσει τον εαυτό της ως σταθερό τιμονιέρη στην καταιγίδα. Τα μέτρα περιορισμού ήρθαν γρήγορα, αλλά και με ταξική ανισότητα: οι εργαζόμενοι πρώτης γραμμής, χαμηλόμισθοι και συχνά ανασφάλιστοι, έμειναν εκτεθειμένοι.
Η ενίσχυση του ΕΣΥ ήταν αποσπασματική. Αντί να οικοδομηθεί μια μόνιμη θωράκιση, δόθηκαν προσωρινά μπόνους και προσλήψεις ορισμένου χρόνου. Ο επιστημονικός λόγος χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει πολιτικές αποφάσεις, ενώ οι ΜΚΟ και οι ιδιωτικές κλινικές επωφελήθηκαν από απευθείας αναθέσεις και κρατικές αποζημιώσεις.
Στη λογική του κεφαλαίου, η πανδημία δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα στον ρυθμό της συσσώρευσης — μια περίοδος που μπορούσε να γίνει εργαλείο αναδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας, με τηλεργασία χωρίς δικλίδες και περισσότερη «ευελιξία» στον χρόνο εργασίας.

Ανάπτυξη χωρίς ανάσα
Μετά το 2022, η οικονομία πέρασε σε ρυθμούς ανάκαμψης, τροφοδοτημένη από τον τουρισμό, τα έργα υποδομής και τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι αριθμοί έλαμπαν: ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, πτώση της ανεργίας στο ιστορικό 7,9% την άνοιξη του 2025, επαναφορά στην επενδυτική βαθμίδα.
Μα πίσω από το χαρτί των στατιστικών, η πραγματική ζωή ήταν άλλη. Ο κατώτατος μισθός ανέβηκε, αλλά οι αυξήσεις εξανεμίζονταν από τον πληθωρισμό στα τρόφιμα και τις τιμές της στέγης. Στην Αθήνα, τα ενοίκια και οι τιμές των κατοικιών ανέβαιναν με ρυθμούς διψήφιους, πιέζοντας εργαζόμενους και νέες οικογένειες στα όρια της διαβίωσης.

Το κόστος της ενέργειας και η διαχείριση της κρίσης
Η ενεργειακή κρίση του 2022–2023, πυροδοτημένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία, εκτόξευσε τους λογαριασμούς. Η κυβέρνηση αντέδρασε με μαζικές επιδοτήσεις που ξεπέρασαν τα 10 δισ. ευρώ. Επικοινωνιακά, παρουσιάστηκαν ως μέτρα ανακούφισης για όλους.

Μα η ουσία ήταν ότι οι επιδοτήσεις αυτές κοινωνικοποίησαν το κόστος και διασφάλισαν την κερδοφορία των παρόχων. Τέτοιες πολιτικές δεν αλλάζουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας ή τον τρόπο παραγωγής· απλώς μεταφέρουν μέρος της ζημιάς στους φορολογούμενους, αφήνοντας άθικτο το πλαίσιο που γεννά την κρίση.

Οι αθέατες πληγές
Η εξαετία δεν ήταν μόνο οικονομικοί δείκτες και επενδυτικές βαθμίδες. Ήταν και οι καλοκαιρινές φωτιές που έκαψαν την Εύβοια, τον Έβρο — η μεγαλύτερη πυρκαγιά που κατέγραψε ποτέ η Ευρώπη. Ήταν οι πλημμύρες της Θεσσαλίας το 2023 που άφησαν πίσω τους κατεστραμμένα χωριά και χωράφια, και έδειξαν ότι η «ανθεκτικότητα» μένει συχνά στα χαρτιά.

Αυτές οι καταστροφές δεν είναι «ατυχίες»· είναι συνέπειες ενός μοντέλου ανάπτυξης που θυσιάζει την πρόληψη και τις υποδομές στον βωμό της κερδοφορίας. Το κεφάλαιο επενδύει εκεί που αποδίδει — και η προστασία του περιβάλλοντος σπάνια αποδίδει άμεσα.

Η αγορά εργασίας ως πεδίο πειθάρχησης
Αν υπάρχει μια σκηνή που συμπυκνώνει την εξαετία, είναι αυτή: ένας εργαζόμενος σκανάρει την «ψηφιακή κάρτα» εισόδου-εξόδου, σε ένα σύστημα που υπόσχεται διαφάνεια αλλά λειτουργεί και ως εργαλείο ελέγχου.
Ο Νόμος Χατζηδάκη (2021) και οι ρυθμίσεις του 2023 για την 6ήμερη εργασία διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο μεγαλύτερης ευελιξίας υπέρ των εργοδοτών. Οι αυξήσεις μισθών έγιναν με κυβερνητική απόφαση, όχι μέσα από συλλογικές συμβάσεις. Η συνδικαλιστική κάλυψη παρέμεινε από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, αποτέλεσμα ετών αποδυνάμωσης.
Μπορεί κανείς να μιλήσει για αροστούργημα  πειθάρχησης της εργασίας: ο έλεγχος του χρόνου, η αποσύνδεση του μισθού από συλλογικές διεκδικήσεις, η ατομικοποίηση των κινδύνων. Όσο η αγορά εργασίας παραμένει κατακερματισμένη, τόσο ευκολότερα ελέγχεται.

Ηγεμονία και αφήγημα
Η ΝΔ δεν κυβέρνησε μόνο με μέτρα· κυβέρνησε με αφήγημα. Η εικόνα μιας Ελλάδας που «επέστρεψε» στην επενδυτική βαθμίδα, που «πρωταγωνιστεί» σε γεωπολιτικές συμφωνίες, που είναι «πυλώνας σταθερότητας» στην Ανατολική Μεσόγειο, κυριάρχησε στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης.
Με κρατική διαφήμιση και στενές σχέσεις με ιδιοκτησίες ΜΜΕ, το μήνυμα έφτανε καθαρό: η χώρα πάει καλά, και αν δεν το νιώθεις στην τσέπη σου, πρέπει να κάνεις υπομονή. Αυτό είναι το ιδεολογικό εποικοδόμημα στην πράξη: η διαμόρφωση συναίνεσης, ακόμη κι όταν η υλική βάση δεν την δικαιολογεί.

Ρωγμές στη βιτρίνα
Παρά την κυριαρχία της, η κυβέρνηση αντιμετώπισε αντιστάσεις: απεργίες για μισθούς και συμβάσεις, φοιτητικές κινητοποιήσεις για την πανεπιστημιακή αστυνομία, τοπικά κινήματα για το περιβάλλον. Καμία δεν ανέτρεψε τον συσχετισμό δύναμης, αλλά όλες έδειξαν ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια υποβόσκει.

Ο λογαριασμός
Στο τέλος της εξαετίας, η κυβέρνηση μπορεί να επιδείξει εντυπωσιακούς μακροοικονομικούς δείκτες: χαμηλή ανεργία, ανάπτυξη, χρέος σε πτωτική τροχιά, επενδυτική βαθμίδα.
 Όμως, ο λογαριασμός για την κοινωνία ήταν βαρύς:

  • Εξάρτηση από το διεθνές κεφάλαιο και τον τουρισμό.
  • Ακρίβεια σε τρόφιμα και στέγη.
  • Υποβάθμιση δημόσιων υποδομών.

Το μέλλον της αντίφασης 
Η εξαετία 2019–2025 θα μείνει στην πολιτική μνήμη ως παράδειγμα μιας κυβέρνησης που κατόρθωσε να διατηρήσει την πολιτική της ηγεμονία όχι παρά τις κρίσεις, αλλά μέσα από αυτές. Η πανδημία, η ενεργειακή κρίση, οι αλλεπάλληλες φυσικές καταστροφές, η διεθνής αστάθεια — όλα λειτούργησαν ως σκηνικό για να προβληθεί το αφήγημα της «υπεύθυνης διαχείρισης». Δεν επρόκειτο μόνο για επιδέξιο επικοινωνιακό χειρισμό. Ήταν και η αξιοποίηση της ίδιας της κρίσης ως μηχανισμού ενίσχυσης της κρατικής εξουσίας και της κοινωνικής πειθάρχησης.
Κι αυτό γιατί οι κρίσεις δεν είναι παρεκκλίσεις από την «κανονικότητα» του καπιταλισμού· είναι οργανικό κομμάτι της. Η κρίση λειτουργεί ως μέσο αναδιάρθρωσης των ταξικών συσχετισμών: καταστρέφει κεφάλαιο που δεν είναι πια κερδοφόρο, συμπιέζει τα εργασιακά δικαιώματα, συγκεντρώνει την ιδιοκτησία σε λιγότερα χέρια και δημιουργεί νέους όρους κερδοφορίας. Αυτό συνέβη, με διαφορετική ένταση, σε όλα τα επιμέρους επεισόδια της εξαετίας.
Η πανδημία επέβαλε μια πρωτοφανή κατάσταση «κατάστασης εξαίρεσης», όπου το κράτος μπορούσε να αναστείλει δικαιώματα, να επιβάλει νέους κανόνες εργασίας (τηλεργασία χωρίς διαπραγμάτευση, αλλαγές σε ωράρια), να διοχετεύσει δημόσιο χρήμα προς στρατηγικούς τομείς χωρίς διαφάνεια. Η ενεργειακή κρίση λειτούργησε ως εργαλείο μεταφοράς τεράστιων δημόσιων πόρων στις ενεργειακές εταιρείες, με πρόσχημα την ανάγκη «προστασίας των καταναλωτών». Οι φυσικές καταστροφές αποκάλυψαν το χάσμα μεταξύ του λόγου περί «ανθεκτικότητας» και της πραγματικής υποχρηματοδότησης των υποδομών — αλλά και εδώ, η καταστροφή έγινε πεδίο για νέες εργολαβίες, αναθέσεις, και κύκλους κερδοφορίας γύρω από την «ανοικοδόμηση».
Η αντίφαση που συσσωρεύτηκε δεν είναι αφηρημένη: από τη μια πλευρά, μακροοικονομικοί δείκτες που βελτιώνονται (χαμηλή ανεργία, επενδυτική βαθμίδα, ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ), και από την άλλη, η μικροοικονομική ασφυξία εκατομμυρίων νοικοκυριών. Οι αριθμοί που πανηγυρίζονται στα δελτία Τύπου δεν μεταφράζονται σε καλύτερη καθημερινότητα: η στέγη γίνεται απλησίαστη, το κόστος ζωής απορροφά τις μισθολογικές αυξήσεις, οι εργασιακές σχέσεις παραμένουν ελαστικές και αβέβαιες.

Αυτό το χάσμα —ανάμεσα στην «υγεία» του συστήματος και την «υγεία» της κοινωνίας— είναι το πεδίο στο οποίο θα εγγραφούν οι επόμενες συγκρούσεις. Η ιστορία δείχνει ότι τέτοια χάσματα, όσο κι αν καλύπτονται από επικοινωνιακή ηγεμονία, δεν εξαφανίζονται. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 2020, όπως και σε άλλες χώρες του ύστερου καπιταλισμού, η σταθερότητα είναι περισσότερο μια ισορροπία τρόμου παρά μια ισορροπία κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η εξαετία της ΝΔ δεν έγραψε το τέλος μιας διαδρομής· έθεσε τις βάσεις για το επόμενο κεφάλαιο. Και το επόμενο κεφάλαιο δεν θα κριθεί μόνο στις κάλπες, αλλά στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές τάξεις θα συγκροτήσουν ξανά τη στρατηγική τους: αν η αστική τάξη θα συνεχίσει να αναπαράγει την ηγεμονία της μέσω των ίδιων μηχανισμών, και αν η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της θα βρουν τον τρόπο να μετατρέψουν τη διάχυτη δυσαρέσκεια σε συγκροτημένη δύναμη.




Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Ο χορός των καταστροφών και η μάσκα της δημοκρατίας

Από τις φονικές φωτιές του 2007 στην Πελοπόννησο, που άφησαν πίσω τους δεκάδες νεκρούς και κατεστραμμένες κοινότητες, στις πλημμύρες της Μάνδρας το 2017 με 24 θύματα, και από το Μάτι το 2018, όπου η τραγωδία πήρε διαστάσεις εθνικού σοκ, έως τις επαναλαμβανόμενες θερινές πυρκαγιές και τις καταρρακτώδεις βροχές των τελευταίων ετών, η Ελλάδα του 21ου αιώνα γνώρισε μια αλυσίδα φυσικών – και συχνά ανθρωπογενών – καταστροφών. Κοινός παρονομαστής: ο ελλιπής σχεδιασμός, η προχειρότητα στην πρόληψη, η εμπορευματοποίηση της γης και η υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών. Και η απληστία για περισσότερα κέρδη-το βασικό συστατικό του καπιταλισμού.

Αναρωτιέμαι πόσοι και πόσες, αν το καλοσκεφτούν, θα πιστέψουν ότι ένας/μία πολιτικός θα έδινε –έστω και ένα– φράγκο για φωτιές, πλημμύρες και καταστροφές, αν δεν υπήρχαν εκλογές. Στην πράξη, η πολιτική βούληση ενεργοποιείται όταν η αδράνεια απειλεί να διαβρώσει την εικόνα και να κοστίσει ψήφους. Η λεγόμενη «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» δομείται πάνω στην υπόσχεση ότι οι εκλεγμένοι υπηρετούν τη λαϊκή βούληση, αλλά η δομή της εξασφαλίζει πως η πραγματική εξουσία μένει στα χέρια εκείνων που ελέγχουν την οικονομία.

Στην ουσία, πρόκειται για ένα σύστημα «εκλόγιμης απολυταρχίας»: οι πολίτες επικυρώνουν ανά τετραετία μια συγκεντρωμένη εξουσία επαγγελματιών πολιτικών, ενώ τα ΜΜΕ – ελεγχόμενα ή επηρεασμένα από τα ίδια οικονομικά συμφέροντα – διαμορφώνουν τα όρια του δημόσιου λόγου. Η πολιτική και η οικονομική εξουσία δεν είναι απλώς διαπλεκόμενες· είναι οργανικά ενωμένες. Με λόμπινγκ, χρηματοδότηση κομμάτων, εναλλαγές στελεχών μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρήσεων, οι μεγάλοι όμιλοι καθορίζουν πολιτικές.

Όταν χτυπήσει μια καταστροφή, η πρώτη μέριμνα είναι η διαχείριση του πολιτικού κόστους: εξαγγελίες «αποζημιώσεων», φωτογραφίες σε καμένα τοπία, δηλώσεις ευαισθησίας. Οι πραγματικές αιτίες – ανεξέλεγκτη δόμηση, επενδυτικά σχέδια σε φυσικές περιοχές, αποδυνάμωση της πολιτικής προστασίας – μένουν ανέγγιχτες. Η έννοια της «λαϊκής εντολής» μετατρέπεται σε λευκή επιταγή: κυβερνήσεις εφαρμόζουν πολιτικές που δεν είχαν εξαγγελθεί και συχνά έρχονται σε αντίθεση με τη βούληση της πλειοψηφίας. Έτσι, η αντιπροσώπευση γίνεται κηδεμονία και η κυριαρχία του λαού περιορίζεται σε μια τελετουργία κάθε τέσσερα χρόνια.

Στις φυσικές καταστροφές αυτός ο μηχανισμός παράγει έναν επαναλαμβανόμενο κύκλο:

1. Υποχρηματοδότηση πρόληψης και προστασίας.
2. Επανάληψη τραγωδιών.
3. Πολιτική πελατεία μέσω αποζημιώσεων.
4. Καμία δομική αλλαγή.

Η «ελευθερία» σε αυτό το πλαίσιο ισχύει κυρίως για τους κατόχους κεφαλαίου και για όσους έχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων. Η πλειοψηφία των πολιτών, εξαρτημένη από την εργασία για την επιβίωση, περιορίζεται στην επιλογή ποιος θα τη διοικεί, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα καθορισμού των όρων.

Η κατανόηση αυτού του μηχανισμού δεν οδηγεί στη μοιρολατρία, αλλά στην ανάγκη ριζικής αλλαγής: άμεση, συμμετοχική δημοκρατία, κοινωνικός έλεγχος της παραγωγής και του πλούτου, προτεραιότητα στην προστασία του συλλογικού αγαθού έναντι του ιδιωτικού κέρδους. Χωρίς αυτήν την αλλαγή, οι εκλογές θα συνεχίσουν να είναι θέατρο, οι πολιτικοί θα φωτογραφίζονται σε πλημμυρισμένα χωριά, και η ίδια οικονομική αριστοκρατία θα γράφει το σενάριο πίσω από τις κουρτίνες, ενώ η φωτιά και το νερό θα επιστρέφουν κάθε τόσο σαν επαναλαμβανόμενος εφιάλτης.


Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

Ληστονοικοκύρηδες και ληστονοικοκυρές (αφιερωμένο σε όλους / όλες τους/τις πολιτευθέντες / πολιτευθείσες της ΝΔ - πρώην, νυν και μελλοντικούς/κές)

Ποια μπορεί να είναι η εξήγηση για την ύπαρξη τόσων απατεώνων, ληστών και κρατικοδίαιτων «νοικοκυραίων» στο κόμμα της ΝΔ υπό τον Μητσοτάκη (2019–2025);

Είναι απλά θέμα «ηθικής παρέκκλισης» ή «κακών προσώπων»;
Ή είναι δομική — αφορά το ίδιο το κοινωνικοπολιτικό οικοδόμημα που η ΝΔ εξέφρασε και εδραίωσε;
Ας δούμε.


Η ΝΔ υπό τον Ανέμελο δε συντήρησε απλώς τον παραδοσιακό ελληνικό πελατειακό καπιταλισμό: τον  τελειοποίησε (αριστείς γαρ).  Το κράτος λειτούργησε ως μηχανή νόμιμης λεηλασίας, όπου «τα δικά μας παιδιά» αποκτούν προνομιακή πρόσβαση σε:

  • Δημόσιο χρήμα (μέσω αναθέσεων, ΟΠΕΚΕΠΕ, Ταμείο Ανάκαμψης)
  • Θεσμική κάλυψη (δικαστική ατιμωρησία)
  • Προπαγανδιστική προστασία (μέσα ενημέρωσης)

Έτσι δημιουργήθηκε μια ολιγαρχική τάξη πολιτικής αρπαχτής, η οποία δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά δομικό πυλώνα της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκρυψε την απάτη πίσω από τεχνοκρατική ρητορεία και μια ψευδοφιλελεύθερη «κανονικότητα». Η ρητορική περί "εκσυγχρονισμού", "επενδύσεων", "ψηφιακού κράτους", λειτούργησε σαν λεξιλογικό καμουφλάζ για τις κλασικές μεθόδους της ρεμούλας:

  • Το «επιτελικό κράτος» έγινε κράτος της παρέας
  • Η «ανάπτυξη» έγινε ανάπτυξη της διαπλοκής
  • Η «καινοτομία» έγινε καινοτομία στον τρόπο αρπαγής

Έτσι, ο λήσταρχος απέκτησε MBA, κοστούμι και συμμετοχή σε πάνελ. Και στην κορυφή της πυραμίδας (Μητσοτάκης, ο φιλέλλην Γεραπετρίτης, Σκέρτσος κ.ά.) κυριαρχεί ένας ηθικός μηδενισμός: δεν υπάρχει αλήθεια, μόνο επικοινωνία. Δεν υπάρχει Δίκαιο, μόνο διαχείριση κρίσης. Ο αρχηγός δεν κυβερνά· μάρκετινγκ κάνει. Όταν ο ηγέτης είναι ανέμελος, ο απατεώνας είναι θεσμικός ρόλος

Παράλληλα, τα ΜΜΕ, πλήρως εξαρτημένα από κρατική χρηματοδότηση και διαφημίσεις (π.χ. λίστα Πέτσα), δεν αποκάλυπταν σκάνδαλα — τα κανονικοποιούσαν. Η συνεχής προβολή προσώπων με επιδοτούμενες φεράρι ως «επιτυχημένων», ενίσχυσε την αντίληψη ότι η απατεωνιά είναι εργαλείο κοινωνικής ανόδου.

 Κι η ΝΔ μεταλλάχθηκε σε οργανωμένο δίκτυο διανομής πλούτου προς τα πάνω. Δεν έχουμε κόμμα, αλλά δομημένη συμμορία διακυβέρνησης, όπου:

  • Οι νόμοι ψηφίζονται κατά παραγγελία
  • Οι θεσμοί παρακάμπτονται 
  • Η κοινωνική δικαιοσύνη γίνεται ανέκδοτο

Η ύπαρξη απατεώνων είναι λοιπόν προϋπόθεση ύπαρξης του κόμματος, όχι παρενέργεια.

Η πολιτική της ΝΔ διέχυσε την ηθική του αρμέγματος (του κράτους, του ΕΣΠΑ, του ΟΠΕΚΕΠΕ) στους μικροαστούς. Πολλοί από αυτούς, θεώρησαν θεμιτή την κομπίνα, ταύτισαν την απάτη με εξυπνάδα, προτίμησαν το «δικό τους»  κλέφτη παρά τον «αριστερό άπατρι(ν)». Έτσι, από την κορυφή ως τη βάση, το κόμμα ομογενοποιήθηκε γύρω από την επιθυμία για νομιμοποιημένη λεηλασία. 

Πλέον, η ΝΔ 2019–2025 είναι το κόμμα του αρμέγματος, και ο απατεώνας είναι το μοντέλο του επιτυχημένου μέλους. Ο «νοικοκυραίος» έσμιξε με τον «κατσαπλιά» και το υβρίδιο που προέκυψε, ο/η  ληστονοικοκύρης/ληστονοικοκυρά , είναι το νέο μοντέλο πολίτη που δημιούργησε ο Ανέμελος. Ο κρατισμός έγινε ιδιωτικοποιημένη λεηλασία και η πολιτική έγινε στάνη με προσεκτικά διαλεγμένους λύκους.

Το ερώτημα δεν είναι: «Γιατί έχει απατεώνες η ΝΔ;» Αλλά: Πώς θα λειτουργούσε χωρίς αυτούς;

 











Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Θεοκρατίες σε πόλεμο

 Ένα από τα πιο ''ωραία'' που ακούγονται, και όχι μόνο τώρα που υπάρχει ανοιχτή σύγκρουση Ιράν με Ισραήλ / ΗΠΑ, αλλά σε συνεχή ροή, είναι και το ‘’αφήγημα’’ περί δημοκρατικών/ελευθέρων κοινωνιών έναντι ενός θεοκρατικού καθεστώτος.

Δεν νομίζω να το παίρνεις κανείς στα σοβαρά, αλλά ας κάνουμε ένα ριβιού του όλου ‘’αφηγήματος.’’



Ο πυρηνικός μύθος: Δημοκρατία vs. Θεοκρατία

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Η Chat GPT και ο οπορτουνισμός

 




Κοιτώντας για επαγγελματικούς λόγους για τις πιθανές οικονομικοκοινωνικές επιπτώσεις της Οικονομίας Power-to-X (ένας όρος ΄΄ομπρέλα’’ που περιγράφει τεχνολογίες οι οποίες μετατρέπουν ηλεκτρική ενέργεια—συνήθως από ανανεώσιμες πηγές όπως ο άνεμος ή ο ήλιος—σε διάφορες μορφές φορέων ενέργειας ή χημικών προϊόντων. Το «X» αντιπροσωπεύει το τελικό προϊόν ή τη χρήση, όπως καύσιμα, χημικά, θερμότητα ή υλικά.), βρήκα ένα paper με τον τίτλο:

‘’ Οικονομία Power-to-X: Ευκαιρίες για πράσινοηλεκτροϋδρογόνο, ηλεκτροκαύσιμα, ηλεκτροχημικά και ηλεκτροϋλικά στην Αφρική’’

Και, καθώς είμαι φονταμενταλιστής ανθρωπιστής, και η Αφρική είναι μάλλον η βιολογική γενέτειρα του είδους μας, το ενδιαφέρον μου κτύπησε κόκκινο. Είναι μια κλασική μορφή ‘’πράσινου ιμπεριαλισμού’’ ή /και ‘’πράσινης αποικιοκρατίας’’

Έτσι, αφού διάβασα την εργασία και σχημάτισα τις όποιες απόψεις μου, ζήτησα κι από την Τ.Ν. (Chat GPT 4.5) να το διαβάσει και να μου  πεί  για την  κριτική μπορεί να ασκηθεί στο άρθρο και στις απόψεις των συγγραφέων από:

α. νεοφιλελεύθερη, β μαρξιστική και γ. σοσιαλδημοκρατική προοπτική

Οι απαντήσεις της Τ.Ν.:


α. νεοφιλελεύθερη προοπτική (εν συντομία γιατί μού προκαλεί έμετο)


  • Υπερβολική έμφαση στον κεντρικό τεχνοοικονομικό σχεδιασμό, 
  • Στρατηγικές επενδύσεων υπό κρατικό συντονισμό, 
  • Παραμερισμός του ρόλου του «αόρατου χεριού»  της αγοράς και της αυθόρμητης  καινοτομία - υποτίμηση λύσεων βασισμένων στην αγορά,
  • Κίνδυνος προστατευτισμού ή εξάρτησης από την αναπτυξιακή βοήθεια,
  • Έλλειψη θεσμικών μεταρρυθμίσεων (οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να απουσιάζουν από τα επιχειρήματα (περί παντού επιστητού και εμπειρικού γεγονότος) ενός καλού  νεοφιλελέ. Θυμάμαι που ένας κάποτε, όταν τον είπα για τις αϋπνίες μου μου απάντησε ότι χρειάζονται κομβικές μεταρρυθμίσεις στη ζωή μου) 

β μαρξιστική προοπτική 



  • Νεοαποικιοκρατία μέσω ενεργειακού ιμπεριαλισμού - η Αφρική ως εξαγωγέα ακατέργαστης ενέργειας, αναπαραγωγή ιστορικών προτύπων εξαγωγικού εμπορίου εκμετάλλευσης, όπου ο Παγκόσμιος Νότος εξάγει αξία προς όφελος του ΠΈτσι, αναπαράγονται οι άνισες σχέσεις μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.
  • Ανάπτυξη εντάσεως κεφαλαίου, όχι εντάσεως εργασίας -Η έμφαση στο πράσινο υδρογόνο και την ηλεκτρόλυση μεγάλης κλίμακας απαιτεί τεράστια κεφαλαιακή επένδυση, αλλά ελάχιστο εργατικό δυναμικό, αποτυγχάνοντας να αντιμετωπίσει τη μαζική ανεργία ή υποαπασχόληση στις αφρικανικές χώρες.
  • Αγνόηση του ζητήματος της ιδιοκτησίας και της αφαίρεσης υπεραξίας: Προϋπόθεση τεχνολογικής ουδετερότητας και απουσία αναφοράς στο ιδιοκτησιακό  καθεστώς.  Ποιοί θα ελέγχουν τις αλυσίδες αξίας και ς θα αποσπούν την υπεραξία;
  • Απουσία ταξικής ανάλυσης -Δεν γίνεται καμία αναφορά στο πώς επηρεάζονται οι διαφορετικές κοινωνικές τάξεις της Αφρικής (π.χ. εργάτες, αγρότες, βιομηχανικές ελίτ). Η ρητορική περί «ενεργειακής οικονομίας με επίκεντρο τους λαούς» ενδέχεται να συγκαλύπτει μια πολιτική βιομηχανικής ανάπτυξης με επίκεντρο τις ελίτ και σε βάρος των εργαζομένων.



γ. σοσιαλδημοκρατική προοπτική



  • Υπερβολικά τεχνοοικονομική προσέγγιση, ανεπαρκής κοινωνική ανάλυση: -ν και το άρθρο προβάλλει πειστικά την ανάγκη για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και εξαγωγική ανταγωνιστικότητα, δεν εξετάζει κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα όπως η αναδιανομή, η ποιότητα της απασχόλησης, η πρόσβαση στην εκπαίδευση και στην υγειονομική περίθαλψη — ζητήματα που αποτελούν θεμέλια μιας δίκαιης μετάβασης.
  • Έλλειψη εστίασης στους θεσμούς και στη διακυβέρνηση -Οι συγγραφείς δεν αναλύουν πώς οι θεσμοί και η δημοκρατική συμμετοχή μπορούν να διαμορφώσουν τη μετάβαση στο Power-to-X. Από σοσιαλδημοκρατική σκοπιά, προκαλεί ανησυχία η απουσία αναφοράς στη δημόσια ιδιοκτησία και στη διαφάνεια.
  • Κίνδυνος άνισης περιφερειακής ανάπτυξης- Αν οι επενδύσεις συγκεντρωθούν σε λίγες «υψηλού δυναμικού» χώρες, όπως η Αίγυπτος, το Μαρόκο ή η Νιγηρία, άλλες περιοχές της Αφρικής ενδέχεται να μείνουν πίσω. Μια σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση θα πρότεινε παν-αφρικανική αλληλεγγύη και ανακατανομή των επενδύσεων σε περιφερειακό επίπεδο.
  • Απουσία κοινωνικού διαλόγου -Δεν αποσαφηνίζεται ο ρόλος των συνδικάτων, της κοινωνίας των πολιτών ή των τοπικών κοινοτήτων στη διαμόρφωση της ενεργειακής μετάβασης. Οι σοσιαλδημοκράτες θα υποστήριζαν την ανάγκη για τριμερή διακυβέρνηση (κράτος–κεφάλαιο–εργασία) ώστε να διασφαλιστεί η δικαιοσύνη.

Στην κόκκινη ερώτηση, ''ποιά προτιμάει'', έπεσε ο οπορτουνιστικός κεραυνός

Η σοσιαλδημοκρατική Κριτική είναι η πιο πειστική, γιατί:

Υπάρχει υσορροπία φιλοδοξίας και δικαιοσύνης
Το όραμα του άρθρου για την Αφρική ως εξαγωγέα πράσινης ενέργειας είναι εμπνευσμένο, αλλά εστιάζει κυρίως σε καμπύλες κόστους, ροές ενέργειας και τεχνοοικονομική εφικτότητα. Η σοσιαλδημοκρατική οπτική εύστοχα ρωτά: «Εντάξει, αλλά ποιος ωφελείται; Ποιος αποφασίζει; Ποιος μένει πίσω;»

Η δίκαιη μετάβαση έχει σημασία
Οι ενεργειακές μεταβάσεις δεν αφορούν μόνο την αποδοτικότητα ή τις επενδύσεις κεφαλαίου—αφορούν τις ζωές των ανθρώπων, τις θέσεις εργασίας, τις τοπικές οικονομίες και τους θεσμούς. Η σοσιαλδημοκρατία επιμένει πως η μετάβαση πρέπει να είναι χωρίς αποκλεισμούς, όχι απλώς «πράσινη».

Ισχυροί αλλά υπόλογοι θεσμοί
Σε αντίθεση με τη μαρξιστική προσέγγιση που μπορεί να απορρίψει πλήρως τις καπιταλιστικές αγορές, η σοσιαλδημοκρατική προοπτική αποδέχεται την ύπαρξή τους—αλλά απαιτεί να είναι ρυθμισμένες, δίκαιες και δημοκρατικά ελεγχόμενες.

Διεθνής αλληλεγγύη χωρίς νέο-ιμπεριαλισμό
Η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να στηρίξει τη διεθνή συνεργασία (όπως το πράσινο εμπόριο μεταξύ ΕΕ και Αφρικής), αλλά με μηχανισμούς που αποτρέπουν την εκμετάλλευση, προωθούν την τοπική ιδιοκτησία και διασφαλίζουν δίκαιες αποδόσεις για τις αφρικανικές κοινωνίες—όχι μόνο για το παγκόσμιο κεφάλαιο.

Και προσθέτει:

Η μαρξιστική κριτική είναι ισχυρή όταν πρόκειται για τις παγκόσμιες ανισορροπίες ισχύος και το ποιος ελέγχει τα μέσα παραγωγής—η ανησυχία αυτή είναι απολύτως πραγματική.

Η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, παρότι χρήσιμη ως προειδοποίηση ενάντια στην αναποτελεσματικότητα ή στην υπερβολική παρέμβαση του κράτους, τείνει να υποβαθμίζει τη σημασία της ανισότητας και να υποθέτει ότι οι αγορές μπορούν να λύσουν τα πάντα—κάτι που η ιστορία έχει αποδείξει ότι δεν ισχύει, ιδίως στα περισσότερα αφρικανικά συμφραζόμενα.

Ευτυχώς στο τέλος τό ‘σωσε κάπως και δεν θα σταματήσω τη συνδρομή μου.

Τώρα ετοιμάζομαι να κάνω το ίδιο και  με την συντρόφισσα Deepseek αλλά προς το παρόν λέει ότι είναι πολύ απασχολημένη για να απαντήσει.