Κάποτε, σ’ έναν κόσμο όπου τα τανκς ονομάζονταν «μέσα πίεσης» και οι βόμβες «διαπραγματευτικά χαρτιά», ξέσπασε μια τιτανομαχία. Οι Τιτάνες είχαν χωριστεί σε δυο στρατόπεδα ιδεολογίας/πολιτισμού: τους Νατοτσολιάδες και τους Ρωσοτσολιάδες.
Οι πρώτοι φορούσαν κοστούμια Armani, κρατούσαν χαρτοφύλακες γεμάτους «στρατηγικές αναλύσεις», έβγαζαν selfies με φόντο το κτίριο της Κομισιόν και έπιναν flat white με γάλα πουλιού, ορκιζόμενοι ότι «η Ουκρανία είναι το νέο φρούριο της ελευθερίας».
Με κάθε γουλιά καφέ κάτι ανακάλυπταν κι ένα καινούριο σύνθημα· έβγαινε από τα χείλη τους σαν από δελτίο τύπου: «#StandWithUkraine», «#EnergySecurityNow», «#DemocracyIsSexy».
Κι όταν έφτανε ο λογαριασμός, στη φάση που ο σερβιτόρος ακουμπούσε με διακριτικότητα το χαρτάκι στο τραπέζι, οι Νατοτσολιάδες ένιωθαν ένα γλυκό ρίγος. Γιατί ήξεραν –και το απολάμβαναν σαν μυστική ανάμνηση– ότι αυτός ο λογαριασμός θα σταλεί με ταχυδρομική ταχύτητα στον ευρωπαίο φορολογούμενο. Έτσι, κάθε flat white δεν ήταν απλώς ρόφημα, αλλά ιεροτελεστία: μια στιγμή προυστικής ανάκλησης, όπου η γεύση του αφρού έφερνε στον νου όχι παιδικά καλοκαίρια, αλλά επιδοτήσεις, ενεργειακά πακέτα και χρέη που πληρώνονταν πάντα από κάποιον άλλον.
Οι δεύτεροι, πιο παραδοσιακοί και γειωμένοι, έμοιαζαν βγαλμένοι από ζωγραφιά του Ίλια Γεφίμοβιτς Ρέπιν. Με καπέλα ουσάρων που είχαν κληρονομήσει από προπαππούδες που πολέμησαν τον Ναπολέοντα, και πιλότκες που κληρονόμησαν από παππούδες που πολέμησαν τον Χίτλερ, έμπαιναν στις ταβέρνες με ύφος ότι κουβαλούν την ίδια τη Ρωσία στους ώμους τους. Στο τραπέζι μπροστά τους, μπουκάλια βότκας στοιχισμένα σαν τάγμα πεζικού, έτοιμο να δώσει τη μάχη της μέθης.
Τσούγκριζαν ποτήρια πιο δυνατά κι από κανονιές και κάθε γουλιά συνοδευόταν από βαρύγδουπες φράσεις:
— «Τι Κίεβο, τι Μόσχα – όλα είναι ρωσικά χωράφια, αρκεί να το λέει η ιστορία!»
Και η «ιστορία» τους ήταν πάντα ένα μυστήριο μείγμα μισών γεγονότων, λαϊκών παραδόσεων και καφενόβιας σοφίας. Γιατί οι Ρωσοτσολιάδες δεν χρειάζονταν έρευνες και στατιστικές∙ αρκούσε ένα παλιό τοστ με βότκα, μια φράση του Ντοστογιέφσκι πεταμένη στην τύχη και μια μπαλαλάικα που έπαιζε κάπου στο βάθος.
Και όσο η βότκα κατέβαινε, τόσο οι χάρτες μεταμορφώνονταν. Κι όταν πια το μπουκάλι άδειαζε, έλεγαν όλοι μαζί:
— «Να ποια είναι η γεωπολιτική, σύντροφοι: το ποτήρι πάντα γεμάτο, η ιστορία πάντα δική μας!»
Το συνέδριο των Νατοτσολιάδων
Στην αίθουσα τύπου των Βρυξελλών, τα μικρόφωνα έτριζαν από τα μεγάλα λόγια. «Θα νικήσουμε!», έλεγαν οι Νατοτσολιάδες με τόνο που θύμιζε χορωδία σχολικής εορτής. Έδειχναν χάρτες με βελάκια, PowerPoint με μπλε φόντο και καταλόγιζαν πακέτα όπλων σαν να μοίραζαν παιδικά σετ Playmobil, όπου κάθε κουτί είχε έναν τίτλο: “Στρατηγός με τανκ”, “Στρατιώτης με μπαζούκα”, “Δημοσιογράφος με μικρόφωνο”.
Όμως στα διαλείμματα, ανάμεσα σε καπουτσίνο και κρουασάν, άρχιζαν οι αμφιβολίες:
— «Μα καλά, πόσα Leopard ακόμα έχουμε να στείλουμε;»
— «Α, μην ανησυχείς. Στο Excel φαίνεται ότι η νίκη είναι κοντά».
Κι εκεί, επάνω στο τραπεζάκι με τα σνακ, έβγαιναν οι πιο μεγάλες ιδέες:
— «Τι θα λέγατε αν οργανώναμε μια Σύνοδο Αλληλεγγύης με θεματικό πρόγευμα; Να βάλουμε και γλυκίσματα στα χρώματα της ουκρανικής σημαίας;»
— «Και να φτιάξουμε συνθήματα που θα επαναλαμβάνονται παντού. Ο κόσμος θέλει συνθήματα· να τα γράφουμε με ωραία καλλιγραφικά γράμματα πάνω στα κεράσματα: Ελευθερία – Ασφάλεια – Νίκη.
Το πανηγύρι των Ρωσοτσολιάδων
Στη Μόσχα, οι Ρωσοτσολιάδες έστηναν σκηνικό θεάτρου λαϊκής όπερας. «Εμείς δεν πολεμάμε την Ουκρανία, πολεμάμε τη Δύση!», βροντοφώναζαν, ενώ πίσω τους γιγαντοοθόνες έπαιζαν εναλλάξ χορωδίες μαθητών με άσπρες κορδέλες, μπαλαλάικες που έπαιζαν τον ύμνο της Παναγίας, και πυραύλους που εκτοξεύονταν στον ουρανό σαν πυροτεχνήματα σε γάμο χωριάτικο. Κάθε έκρηξη παρουσιαζόταν ως «βαλς για την ελευθερία», με τον παρουσιαστή να τονίζει: «Βλέπετε; Οι φλόγες σχηματίζουν την τριχρωμία μας στον ουρανό!»
Στις πλατείες οι γιαγιάδες κρατούσαν εικόνες αγίων δίπλα σε φωτογραφίες στρατηγών, ενώ τα κανάλια έδειχναν παιδιά να ζωγραφίζουν τανκς με νερομπογιές· «έτσι διδάσκεται η πατρίδα», έλεγαν οι εκφωνητές με φωνή που έσταζε πατριωτική μελάσα.
Κι όταν ερχόταν η ερώτηση για τις απώλειες, το σενάριο ήταν έτοιμο:
— «Αυτά είναι λεπτομέρειες· η Ρωσία στέκεται όρθια».
— «Και λίγο ζαλισμένη», τόλμησε να ψιθυρίσει ένας κακομοίρης δημοσιογράφος. Μα το σχόλιο χάθηκε αμέσως κάτω από τις τυμπανοκρουσίες της εθνικής ορχήστρας και τον τηλεσκηνοθέτη που άλλαξε γρήγορα πλάνο: από τα φέρετρα στο πεδίο μάχης, σε καλλιστεία κοριτσιών με στολές παραδοσιακές.
Έτσι ο πόλεμος μεταμορφωνόταν σε πανηγύρι, με σουβλάκια να καπνίζουν δίπλα σε μακέτες πυραύλων και με τον λαό να φωνάζει συνθήματα ανάμεσα σε γουλιές βότκας. Η τραγωδία παρουσιαζόταν σαν πανηγυρική τελετή — σαν να έγραφε ο Γκόγκολ δελτίο ειδήσεων.
Το κοινό θέατρο
Κι ενώ οι δύο στρατοί των αναλυτών έδιναν την παράστασή τους με τυμπανοκρουσίες και φωτεινά σλόγκαν, οι θεατές –δηλαδή οι λαοί– πλήρωναν το εισιτήριο. Και το εισιτήριο δεν ήταν φθηνό: αίμα στο μέτωπο, φόροι στην τσέπη, πληθωρισμός στο τραπέζι.
Οι Νατοτσολιάδες, με ύφος καθηγητή που μοιράζει μηδέν, διακήρυσσαν:
— «Αντέχουμε! Η δημοκρατία είναι ακριβή, αλλά αξίζει κάθε σεντ από το πορτοφόλι σας».
Οι Ρωσοτσολιάδες, με παλαιορωμαϊκό στόμφο, αντέτειναν:
— «Τι σημασία έχουν οι ζωές; Σημασία έχει η Ιστορία — κι αυτή πεινάει».
Κι ο απλός πολίτης, κουρασμένος, έβλεπε τους νεκρούς να αυξάνονται, τον λογαριασμό του ρεύματος να σκαρφαλώνει στο Έβερεστ και να του κουνάει το δάχτυλο από τα σύννεφα: «Ανέβα, αν μπορείς», το νοίκι να εκτοξευέται πιο γρήγορα κι από πύραυλο «Vanguard», κι εκείνος, σαν άλλος τραγικός ήρωας ψιθύριζε με το στόμα ξερό:
— «Μα γιατί πρέπει εγώ να πληρώνω το φυσικό αέριο διπλάσιο, ενώ αυτοί πίνουν σαμπάνια τριπλή και τσουγκρίζουν ποτήρια στις Βρυξέλλες, στην Ουάσιγκτον και στη Μόσχα;»
Στο θέατρο της ιστορίας οι πρωταγωνιστές φορούσαν τα κοστούμια τους. Έβγαιναν στη σκηνή με θράσος, διακήρυσσαν συνθήματα με στόμφο, υποκλίνονταν μπροστά στις κάμερες, κι έπειτα επέστρεφαν στα παρασκήνια να δειπνήσουν με φουα-γκρά και χαβιάρι.
Κι ο λαός, αντίθετα, στριμωχνόταν στην πλατεία σαν φθηνός κομπάρσος, με εισιτήριο που δεν είχε αγοράσει αλλά του το είχαν χρεώσει: αίμα, φόροι, πληθωρισμός.
Κι όταν έπεσε η αυλαία, δεν ακούστηκε χειροκρότημα∙ μόνο ένας βουβός αναστεναγμός που έσμιξε με τον καπνό των πυρών και το βουητό των δελτίων ειδήσεων. Οι πρωταγωνιστές, χορτασμένοι από τις δικές τους κορώνες, έφυγαν στα πολυτελή τους οχήματα, αφήνοντας πίσω τη σκηνή άδεια, γεμάτη στάχτες και ξεχασμένα συνθήματα.
Ο λαός παρέμεινε εκεί, καθισμένος σε ξύλινα καθίσματα που έτριζαν, με βλέμματα παγωμένα και τσέπες αδειανές. Είχε πληρώσει το ακριβότερο εισιτήριο χωρίς να το ζητήσει ποτέ, κι όμως η έξοδος ήταν κλειδωμένη.
Σιωπηλά, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, οι άνθρωποι κοιτάζονταν μεταξύ τους: ποιος θα μιλήσει, ποιος θα βγει μπροστά, ποιος θα σκίσει το σενάριο που γράφτηκε γι’ αυτούς χωρίς αυτούς. Και τότε, με μια φωνή που έμοιαζε περισσότερο με λυγμό παρά με κραυγή, ακούστηκε το ερώτημα που έσπασε την πλατεία στα δύο:
— «Ως πότε θα παίζουμε σε ξένο έργο;»
Κι η απάντηση έμεινε να αιωρείται, βαριά και αόρατη, πάνω από ένα θέατρο που είχε πάψει προ πολλού να είναι παράσταση και είχε γίνει η ίδια η ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου