Marc Pietrzykowski (μτφρ. Crying Wolf)
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Είναι σημαντικό να επαναλάβουμε ότι κανείς από τους τρέχοντες τύπους ποιητικής σύνθεσης δεν είναι καθεαυτού ασήμαντος. Είναι εργαλεία τα οποία ο κριτικός ποιητής πρέπει να γνωρίζει καλά, έτοιμος να επιστήσει την προσοχή στην αξία κάνοντας χρήση τόσο της έμμετρης σύνθεσης όσο και του έργου που παράγει η πολιτική ταυτοτήτων. Και αυτό είναι, μάλλον, το σημείο όπου η οικονομική μεταφορά κυριολεκτικά καταρρέει: δεν μπορεί κάποιος να αναγάγει τον κόσμο της σύγχρονης ποίησης σε ένα σύστημα ιδιοτελών συναλλαγών, γιατί οι μέθοδοι που έχουμε στη διάθεσή μας για τον προσδιορισμό της αξίαςενός ποιήματος εμφανίζουν μεγάλη πολυπλοκότητα και μεταβλητότητα που δεν επιτρέπουν μια τέτοια αναγωγή. Το όφελος από την επιβεβαίωση της αξίας του συστήματος του ενός ή του άλλου ποιητή ή/και αναγνώστη, μπορεί να είναι η επιβεβαίωση/διαιώνιση της προσωπικής του αισθητικής ατζέντας, αλλά με ποιο κόστος; Απλά, την περαιτέρω και μεγαλύτερη απομόνωση της σύγχρονης ποίησης από την ευρύτερη κουλτούρα.
Οι αναγνώστες που γνωρίζουν το άρθρο που έγραψε το 1991 ο Ντέηνα Τζόια («Γιατί η ποίηση έχει νόημα») αναγνωρίζουν ότι περιγράφουμε ένα παρόμοιο πρόβλημα – την απομόνωση της ποίησης από το ευρύτερο κοινό – αλλά οι εξηγήσεις μας για την αιτία του προβλήματος, όπως μάλλον και οι πιθανές θεραπείες, είναι πολύ διαφορετικές. Ο Τζόια πιστεύει, σωστά, ότι οι επιχορηγήσεις των ποιητών μέσω των μεταπτυχιακών προγραμμάτων έχουν απομονώσει ακόμη περισσότερο την ποίηση από την ευρύτερη κουλτούρα αλλά το παράπονό του ότι «ο χωρίς προηγούμενο κατακερματισμός της αμερικανικής υψηλής κουλτούρας κατά τά τελευταία 50 χρόνια έχει απομονώσει τις περισσότερες τέχνες, τόσο μεταξύ τους όσο και από το ευρύτερο κοινό», δεν προχωράει πέρα από το ακούγεται σαν ελπίδα ότι μια συλλογικότερη συμπεριφορά στα ζητήματα υψηλής τέχνης θα ανορθώσει την ποίηση. Ζούμε σε μια κουλτούρα περισπασμού και είναι προς όφελος του κατεστημένου το ότι όλες οι μορφές καλλιτεχνικού διαλόγου παραμένουν προσηλωμένες στην επιβεβαίωση των δικών τους προτύπων και αποφεύγουν να θίγουν κοινά προβλήματα της κουλτούρας μας όπως ο άκαμπτος ντετερμινισμός που διαπερνάει τις αξίες μας και κυριαρχεί στη γλώσσα μας.
Οι άλλες προτάσεις του Τζόια στο «Γιατί η ποίηση έχει νόημα») είναι αξιόπιστες: οι ποιητές πρέπει να ενθαρρύνονται να διαβάζουν τα έργα άλλων ποιητών που θαυμάζουν στις αναγνώσεις τους, πρέπει να γράφουν πιο κριτική και όχι νεποτιστική πρόζα για την ποίηση και να χρησιμοποιήσουν το ραδιόφωνο για να προωθήσουν την ποίηση. Το διαδίκτυο έχει βοηθήσει πολύ στο άνοιγμα της ποίησης προς ένα ευρύτερο κοινό αλλά το άνοιγμα αυτό θα μείνει σχετικά στενό αν οι ποιητές δεν αρχίζουν να γράφουν ποιήματα που ανοίγουν κουβέντα με τον κόσμο εκτός ποίησης.
(συνεχίζεται)
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Είναι σημαντικό να επαναλάβουμε ότι κανείς από τους τρέχοντες τύπους ποιητικής σύνθεσης δεν είναι καθεαυτού ασήμαντος. Είναι εργαλεία τα οποία ο κριτικός ποιητής πρέπει να γνωρίζει καλά, έτοιμος να επιστήσει την προσοχή στην αξία κάνοντας χρήση τόσο της έμμετρης σύνθεσης όσο και του έργου που παράγει η πολιτική ταυτοτήτων. Και αυτό είναι, μάλλον, το σημείο όπου η οικονομική μεταφορά κυριολεκτικά καταρρέει: δεν μπορεί κάποιος να αναγάγει τον κόσμο της σύγχρονης ποίησης σε ένα σύστημα ιδιοτελών συναλλαγών, γιατί οι μέθοδοι που έχουμε στη διάθεσή μας για τον προσδιορισμό της αξίαςενός ποιήματος εμφανίζουν μεγάλη πολυπλοκότητα και μεταβλητότητα που δεν επιτρέπουν μια τέτοια αναγωγή. Το όφελος από την επιβεβαίωση της αξίας του συστήματος του ενός ή του άλλου ποιητή ή/και αναγνώστη, μπορεί να είναι η επιβεβαίωση/διαιώνιση της προσωπικής του αισθητικής ατζέντας, αλλά με ποιο κόστος; Απλά, την περαιτέρω και μεγαλύτερη απομόνωση της σύγχρονης ποίησης από την ευρύτερη κουλτούρα.
Οι αναγνώστες που γνωρίζουν το άρθρο που έγραψε το 1991 ο Ντέηνα Τζόια («Γιατί η ποίηση έχει νόημα») αναγνωρίζουν ότι περιγράφουμε ένα παρόμοιο πρόβλημα – την απομόνωση της ποίησης από το ευρύτερο κοινό – αλλά οι εξηγήσεις μας για την αιτία του προβλήματος, όπως μάλλον και οι πιθανές θεραπείες, είναι πολύ διαφορετικές. Ο Τζόια πιστεύει, σωστά, ότι οι επιχορηγήσεις των ποιητών μέσω των μεταπτυχιακών προγραμμάτων έχουν απομονώσει ακόμη περισσότερο την ποίηση από την ευρύτερη κουλτούρα αλλά το παράπονό του ότι «ο χωρίς προηγούμενο κατακερματισμός της αμερικανικής υψηλής κουλτούρας κατά τά τελευταία 50 χρόνια έχει απομονώσει τις περισσότερες τέχνες, τόσο μεταξύ τους όσο και από το ευρύτερο κοινό», δεν προχωράει πέρα από το ακούγεται σαν ελπίδα ότι μια συλλογικότερη συμπεριφορά στα ζητήματα υψηλής τέχνης θα ανορθώσει την ποίηση. Ζούμε σε μια κουλτούρα περισπασμού και είναι προς όφελος του κατεστημένου το ότι όλες οι μορφές καλλιτεχνικού διαλόγου παραμένουν προσηλωμένες στην επιβεβαίωση των δικών τους προτύπων και αποφεύγουν να θίγουν κοινά προβλήματα της κουλτούρας μας όπως ο άκαμπτος ντετερμινισμός που διαπερνάει τις αξίες μας και κυριαρχεί στη γλώσσα μας.
Οι άλλες προτάσεις του Τζόια στο «Γιατί η ποίηση έχει νόημα») είναι αξιόπιστες: οι ποιητές πρέπει να ενθαρρύνονται να διαβάζουν τα έργα άλλων ποιητών που θαυμάζουν στις αναγνώσεις τους, πρέπει να γράφουν πιο κριτική και όχι νεποτιστική πρόζα για την ποίηση και να χρησιμοποιήσουν το ραδιόφωνο για να προωθήσουν την ποίηση. Το διαδίκτυο έχει βοηθήσει πολύ στο άνοιγμα της ποίησης προς ένα ευρύτερο κοινό αλλά το άνοιγμα αυτό θα μείνει σχετικά στενό αν οι ποιητές δεν αρχίζουν να γράφουν ποιήματα που ανοίγουν κουβέντα με τον κόσμο εκτός ποίησης.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου