(συνέχεια από το προηγούμενο)
Αφού το ατομικό συμφέρον τείνει να επικεντρώνει σε βραχυπρόθεσμους στόχους εις βάρος της μακροπρόθεσμης υγείας των τοπικών κοινοτήτων, η κυριαρχία του καριερισμού που περιγράφηκε πιο πάνω έχει οδηγήσει σε υποβάθμιση και τις τοπικές ποιητικές κοινότητες. Μια από τις συχνότερες κατηγορίες που εγείρονται κατά των μεταπτυχιακών προγραμμάτων ποίησης είναι ότι είναι εγγενώς τοπικά, ότι αποτελούν επαρχιακά μοναστήρια όπου περισσότερο ή λιγότερο καθιερωμένοι ποιητές μπορούν να προωθούν την ποιητική τους ατζέντα έχοντας ως ακόλουθούς τους νεαρούς μοναχούς.
Η κατηγορία είναι κάπως παραπλανητική, αφού ο αριθμός των «βημάτων» είναι πολύ μικρός και ο αριθμός των «κηρύκων» πολύ μεγάλος – μια περιήγηση λίγων ωρών σε μια ντουζίνα περιοδικά ποίησης αρκεί για να πείσει και τον πιο απλό αναγνώστη ότι ο πολύ μικρός αριθμός αισθητικών αρχών που διέπουν τη σύγχρονη ποιητική έκφραση, οφείλεται στο κυρίαρχο μοντέλο που ο Τζόναθαν Χόλντεν περιέγραψε ως «καλλιεργημένη προσπάθεια να αποδοθεί το παρορμητικό όραμα, να παραχθεί μέσω μιας περίτεχνα χαμηλόφωνης τέχνης η αυταπάτη της σημαντικότητας», μια φόρμουλα η οποία από τότε που διατυπώθηκε μεταλλάχτηκε σαρδόνια (και έτσι έγινε πασίγνωστη) σε: «Να ‘μαι/μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας μου/Και είμαι σπουδαίος».
H Τζόρι Γκράχαμ, μεταξύ άλλων, απάντησε στην κατηγορία περί επαρχιωτισμού υποστηρίζοντας ότι «η λογική των αισθητικών κινημάτων έχει δώσει τη θέση της σε συγκεκριμένους θύλακες όπου, πλέον, η απαραίτητη δια-γονιμοποίηση γίνεται υπό την αιγίδα των πανεπιστημίων». Αλλά στην προσπάθεια της να δικαιολογήσει τον υποτιθέμενα περιφερειακό (αν και αρκούντως δια-γονιμοποιημένο) χαρακτήρα αυτών των ποιητικών θυλάκων, κάνει χρήση ενός από τα κεντρικά επιχειρήματα της ιδιωτικοποίησης: Η αποδέσμευση των τοπικών επιχειρήσεων από ρυθμιστικούς περιορισμούς επιτρέπει την πρόσβασή τους στην καινοτομία και τη δημιουργικότητα, οι οποίες τις κάνουν πιο ικανές, ώστε να μπορούν να ανταγωνιστούν μεγαλύτερα συμφέροντα και να βοηθήσουν τις τοπικές κοινότητες να διατηρήσουν τη φυσιογνωμία τους.
Φυσικά, οποιοσδήποτε έχει ζήσει σε μικρή πόλη γνωρίζει πόσο γελοίο ακούγεται αυτό το επιχείρημα καθώς περιμένεις στη σειρά στο σούπερ μάρκετ ή στο φαστ-φουντάδικο που σάρωσαν ότι μαγαζί και φαγάδικο υπήρχε στην πόλη, αφού λόγω μεγέθους μπορούσαν και πουλούσαν φτηνότερα με στόχο να στείλουν στον αγύριστο τον ανταγωνισμό. Έτσι, αυτό που προσφέρεται στα μεταπτυχιακά μαθήματα ποίησης είναι η αυταπάτη της επιλογής: είτε με τους νεο-φορμαλιστές συμμαχήσεις είτε με τη Σαμανιστική σχολή, η επιτυχία της καριέρας σου εξαρτάται από το αν ακολουθήσεις πιστά την ιδέα ότι το ποίημα είναι ένα τεχνούργημα, ένα καλλιτεχνικό αντικείμενο του οποίου ο ρόλος είναι να βρίσκεται σε διάλογο με άλλα ποιήματα και με την παράδοση – κατά τη διάσημη κωδικοποίηση του Έλιοτ.
Το ποιητικό περιβάλλον – δηλ., οι θεματικοί και ρητορικοί πόροι από τους οποίους αντλούμε για να δημιουργήσουμε αντικείμενα αξίας - έχει υποβαθμιστεί, ακριβώς λόγω του ότι τέτοιες πρακτικές έγιναν ο κανόνας. Λόγω του ότι το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου ποιητικού διαλόγου προσανατολίζεται προς τη δημιουργία ενός προϊόντος ή, ορθότερα, μιας σειράς προϊόντων, ενός «μπραντ», του εταιρικού ισοδύναμου της σύγχρονης ποιητικής «φωνής», που θα μας εξασφαλίσει μια θέση ανάμεσα στους ήρωες της Ποιητικής Βαλχάλα, που θα ανοίξει τις πόρτες, θα δημιουργήσει νέες αξίες και νέους ισχυρούς ποιητές ή, τουλάχιστον, ένα λήμμα στην ανθολογία του Νόρτον.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου