https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (16): Η σκούπα και το σύστημα - μια outdated επικαιρότητα


"Γεννημένος στις 2 Φεβρουαρίου 1962, δυο χρόνια μετά τη δημοσίευση του «Βλακοχορτοφάγου» του John Barth, ο David Foster Wallace ήρθε στον κόσμο τη στιγμή που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, γεννιόταν και η αμερικανική μεταμοντέρνα μυθοπλασία. Πάντως, χρονολογικά το Infinite Jest (1996) απέχει από το ρηξικέλευθο μυθιστόρημα του Barth σχεδόν όσο το τελευταίο απέχει από τον «Οδυσσέα» του James Joyce (1922). Έτσι, αν κι ο Wallace χαρακτηρίζεται ως μεταμοντέρνος συγγραφέας, θα ήταν καλύτερο να θεωρηθεί ως το αγχωμένο μέλος ενός τρίτου κύματος του μοντερνισμού – ενός κύματος που ακόμα δεν έχει ονομαστεί και, πιθανώς, δεν είναι δυνατό να ονομαστεί. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του άμεσο κληρονόμο μιας αισθητικής παράδοσης που ξεκίνησε με τη μοντερνιστική ανατροπή του αστικού ρεαλισμού τον 19ο αιώνα και συνέχισε με τη μεταπολεμική κριτική του εαυτού της. Προχωράει αποφασιστικά προς τα μπρος με βάση την υπόθεση ότι τόσο ο μοντερνισμός όσο κι ο μεταμοντερνισμός έχουν «παρέλθει». Και το έργο του ξεδιπλώνεται σηκώνοντας με σεβασμό το βαρύ φορτίου του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού

Το 1980 ο Wallace άρχισε τις σπουδές του στο Amherst College – φιλοσοφία με ειδίκευση στα μαθηματικά και τη λογική. Πίστευε ότι μέσα στην τεχνική φιλοσοφία βρήκε τον εαυτό του. Κατά την περίοδο αυτή έρχεται σε επαφή με το έργο του Ludwig Wittgenstein, το οποίο θα έχει μεγάλη επίδραση στη μετέπειτα μυθοπλασία του. Γρήγορα όμως, ο ενθουσιασμός του για την επίλυση προβλημάτων μαθηματικών και λογικής εξατμίστηκε, μετά από μια «κρίση μέσης ηλικίας στα είκοσι», όπως έλεγε ο ίδιος. Μπερδεμένος και με κατάθλιψη, επέστρεψε στο σπίτι στο Illinois και άρχισε να γράφει μυθοπλασία. 


Κατά τη διαδικασία ανακαλύπτει ότι η μυθοπλασία το «φτιάχνει» όπως κάποτε τον «έφτιαχνε» η επίλυση προβλημάτων. Λίγο αργότερα, θα σημειώσει ότι «αυτό ππυ δεν ήξερα τότε ήταν ότι η μαθηματική εμπειρία ήταν αισθητικής φύσης, μια μορφή επιφανίων με την πρωταχική τζοϊσική σημασία (epiphany)

Την εποχή που αποφοιτούσε από το Amherst College (1985) είχε έτοιμο το προσχέδιο ενός μυθιστορήματος, το οποίο του έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα Μαθήματα Δημιουργικής Γραφής του University of Arizona. Εκεί γνώρισε τον Robert Boswellσυγγραφέα δυο βιβλίων (Mystery Ride και Crooked Hearts) που τράβηξαν την προσοχή των κριτικών, ο οποίος τον ενθάρρυνε να στείλει το προσχέδιο του σε λογοτεχνικούς ατζέντηδες και τού έμαθε να γράφει cover letters. Και ήταν ένα cover letter που τράβηξε την προσοχή του Bonnie Boswell, ο οποίος γρήγορα γρήγορα το πούλησε στους Penguin Books. Ο εκδοτικός οίκος έψαχνε απεγνωσμενα έναν ακόμη 20sthing συγγραφέα μετά την επιτυχία του Bret Easton Ellis . (M Boswell, “Understanding David Foster Wallace”

Εδώ, διαβάσαμε σχεδόν αμέσως τα βιβλία του Bret Easton Ellis και περιμέναμε 20+ χρόνια για του Wallace (και όχι τα μυθιστορήματά του). 30 χρόνια σχεδόν μετά την κυκλοφορία του στις ΗΠΑ, κυκλοφορεί στην Ελλάδα «Η σκούπα και το σύστημα» σε μετάφραση του Γ-Ι Μπαμπασάκη (Κριτική) (Γιατί όχι «Η σκούπα του συστήματος», Ίκαρε;). Αν και κάπως outdated, σίγουρα είναι το ανάγνωσμα του καλοκαριού. Θα το διαβάσουμε ξαπλωτά, μετά καθιστά και θα επανέλθουμε.



Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (15): Μια χαρτογράφηση του χώρου της λογοτεχνίας "από τα κάτω"

Στο σημείωμα αυτό συνοψίζω τα ευρήματα μιας ενδιαφέρουσας εργασίας που, όπως λέει, προσπαθεί να χαρτογραφήσει το χώρο της λογοτεχνίας «από τα κάτω» (C.A. Knoop et al. (2016), Mapping the aesthetic space of literature “from below”, Poetics 56, 35–49).

Οι συγγραφείς υιοθετούν την αρχή του πάπα της πειραματικής ψυχολογίας, της ψυχολογίας της αισθητικής και της ψυχοφυσικής Gustav Fechner για μια αισθητική «από τα κάτω», μια αισθητική που βασίζεται στο κοινό που προσλαμβάνει τις όποιες αισθητικές προτάσεις/παρεμβάσεις, δηλαδή σε δεδομένα.

Το ενδιαφέρον τους εντοπίζεται στη λογοτεχνία, στα τρία βασικά είδη (πρόζα, ποίηση, θέατρο) τα οποία διευρύνουν κάπως και το τελικό δείγμα περιλαμβάνει: λογοτεχνία, ποίηση, θεατρικά έργα, μυθιστορήματα, διηγήματα και κωμωδίες (η απουσία της τραγωδίας (που μαζί με την κωμωδία αποτελούν το πολωμένο ζεύγος κωμωδία/τραγωδία στο οποίο διαχωρίζουν τα θεατρικά έργα) οφείλεται σε ένα δειγματοληπτικό σφάλμα).

Το δείγμα του αποτελείται από 1544 φοιτητές διαφορετικών πεδίων – ως επί το πλείστον από τις κοινωνικές επιστήμες (βιολογία, οικονομικά, παιδαγωγική, ιστορία, γλωσσολογία, λογοτεχνικές σπουδές και ψυχολογία). 994 γυναίκες και 542 άνδρες με μέση ηλικία τα 23,5 χρόνια (min=17, max=84, τυπική απόκλιση=7,8 χρόνια). Πόλεις=Αμβούργο (872 άτομα), Βερολίνο (669).

Η παρακάτω εικόνα δείχνει τη σχετική συχνότητα των όρων που χρησιμοποιήθηκαν – ανοιχτό γκρί=κάτω από 5%, τυπικό γκρί (5-10%) και σκουρο γκρί>=10%. (Οι όροι είναι: σύντομο, περιεκτικό, τραγικό, δραματικό, πνευματώδες, ειρωνικό, χιουμοριστικό, δυνατό, ενδιαφέρον, βαρετό, συναρπαστικό, εξαπτικό, καθηλωτικό, λυπηρό, αστείο, διασκεδαστικό, ρομαντικό, όμορφο, ποιητικό, ρυθμικό,μελωδικό, αρμονικό).


Στη συνέχεια, θέλοντας να ανάγουν τα δεδομένα τους σε κλάσεις (σμήνη, clusters) μεταβλητών, έκαναν έναν μητρώο ανομοιότητας και βρήκαν 3 διακριτές κλάσεις:

1. Μιά που αποτελείται από τον όρο όμορφο, μαζί με όρους που σχετίζονται με τον ήχο και την προσωδία (μελωδικό, ρυθμικό, κλπ)
2. Μιά που αποτελείται μέ όρους που σχετίζονται με την πλοκή και το συναίσθημα (αγωνιώδες, τρομακτικό, λυπηρό, κλπ)
3. Μια πιο ετερογενή κλάση που μπορεί να υποδιαιρεθεί σε 3 υποκλάσεις (διήγημα, κωμωδία, θεατρικό)

Συγκρίνουν τα αποτελέσματά τους με αυτά άλλων, ανάλογων εργασιών με ευρύτερο/γενικότερο ή απλά διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο (αυτοκίνητο, τοπία, ντύσιμο, μουσική, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, κλπ).
Τα αποτελέσματα (4 clusters) στο παρακάτω δενδρόγραμμα:


Τελικά, αυτό που φαίνεται είναι ότι στους καλλιτεχνικούς τομείς (λογοτεχνία, οπτικές τέχνες, μουσική), οι παραλήπτες μοιράζονται πολλούς όρους για να σκεφτούν και να εκφράσουν την αισθητική έλξη. Διαφοροποίησεις παρατηρούνται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις: ο όρος άσχημο εμφανίζεται μόνο στις οπτικές τέχνες και τη μουσική, ενώ το βασικό αντώνυμο της κυρίαρχης ομορφιάς είναι ο όρος βαρετό (συνολικά ο όρος «όμορφο» έρχεται 1ος με σκορ 1,56, κατά 16% πάνω από το 2ο «δυνατό» (με σασπένς) και κατά 333% πάνω από το 3ο «ποιητικό».










Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Ιδεολογίες του πίνειν (11) - Η Αγγλία μαθαίνει το κρασί

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Το Τάγμα των Κιστερκιανών ήταν αυτό που ηγήθηκε στην εφαρμοσμένη επιστήμη. Έχοντας συλλέξει πολλές ποικιλίες αμπελιών στη διάρκεια του 12ου αιώνα, αφοσιώθηκαν στην παρατήρηση και τη μελέτη. Και σε κάποια φάση ανακάλυψαν τη σημασία του εδάφους και το ρόλο που έπαιζε ο «χαρακτήρας» του στο «χαρακτήρα» του θεϊκού αίματος. Και έτσι εγένοντο τα κρασιά της Βουργουνδίας.

Η μανία των Κιστερκιανών με την παρασκευή οίνου διαδόθηκε με τους ρυθμούς που διαδιδόταν και το Τάγμα (ο κανόνας έλεγε: από τη στιγμή που σε΄ένα μοναστήρι οι μοναχοί γίνουν 60, 12 απ’ αυτούς φεύγουν και ιδρύουν καινούργιο. Τη χρονιά του θανάτου του ιδρυτού του Τάγματος, Αγίου Βερνάρδου της Κλαιρβώ (1153), ο αριθμός των μοναστηριών είχε αυξηθεί στα 400 και έναν αιώνα αργότερα στα 2000). Αν και οι Κιστερκιανοί μοναχοί πέρασαν και τη Μάγχη και εγκαταστάθηκαν στο νησί, δεν κατάφεραν πολλά πράγματα. Το κρασί παρέμενε χαμηλής ποιότητας και πανάκριβο. Άρα πολύτιμο και ευγενές. Το πάθος, όμως, των ελίτ της Αγγλίας για καλό κρασί προκάλεσε μια αμπελουργική επανάσταση στο Μπορντό της Γαλλίας που το 1152 έγινε αγγλικό έδαφος (ως προίκα της Ελεονώρας της Ακουιτανίας γαι το γάμο της με το βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Β (Πλανταγενέτη)).

Ο συνδυασμός του πάθους της αγγλικής αριστοκρατίας για κρασί και του πάθους των κατοίκων του Μπορντό για καλλιέργεια αμπελιών και παρασκευή εκλεκτών οίνων, φιλελευθεροποίησε την οικονομία, φόροι και δασμοί έπεσαν σε μηδενικά επίπεδα και στις αρχές του 14ου αιώνα, το Μπορντό έφτασε να εξάγει περί τους 20.000 τόνους κρασί στην Αγγλία. Η ποσότητα αυτή δεν ξεπεράστηκε παρά το 1923. Και το 1307, με την ευκαιρία των γαμήλιων εορτών του σε μια εποχή που ο πληθυσμός του Λονδίνου ήταν λιγότερος από 800.000, ο Βασιλιάς Εδουάρδος ο Β παρήγγειλλε 1000 τόνους μπορντό, δηλ. πάνω από 1 εκατομμύριο μπουκάλια. Προφανώς, στο γλέντι έγινε της «πουτάνας».

Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα γούστα των φεουδαρχών και της αριστοκρατίας είχαν αλλάξει κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα και η προτίμηση ήταν στο φρέσκο κρασί. Η κλασική αρχή με βάση την οποία η παλαίωση βελτίωνε την ποιότητα ξεχάστηκε. Το κρασί αντί να σφραγίζεται σε αμφορείς, ζυμωνόταν και μεταφερόταν σε ξύλινα βαρέλια. Και μέσα σε δυο χρόνια γινόταν εξαιρετικό ξύδι.

Λόγω της αστάθειας του προϊόντος, η μεταφορά του οίνου από το Μπορντό στην Αγγλία γινόταν δυο φορές το χρόνο. Η πρώτη καραβιά, αργά το φθινόπωρο, μετέφερε το φρέσκο κρασί. Η δεύτερη, μέσα στο χειμώνα, μετέφερε το βρωμόκρασο, μια κατώτερη ποιότητα που προέκυπτε από τη ζύμωση των υπολειμμάτων της πρώτης συμπίεσης των σταφυλιών. Όταν έφθανε η πρώτη καραβιά, φορτωμένη με το κόκκινο νέκταρ, ο πανικός στην κρασαγορά του Λονδίνου ήταν άνευ προηγουμένου: όλοι πουλούσαν το περσινό κρασί και αγόραζαν σε τρελές τιμές το φρέσκο. Όταν έφτανε η δεύτερη καραβιά, βολεύονταν και οι φτωχότεροι.

Πάντως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, το ξύδιασμα μπορούσε να προκύψει οποιαδήποτε στιγμή.

(συνεχίζεται)