Ο καπιταλισμός στο χείλος του γκρεμού;
του Wolfgang Streeck
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Μήπως ο καπιταλισμός πνέει τα λοίσθια;
Στη δεκαετία του 1980, η ιδέα ότι ο καπιταλισμός μπορεί να «τρέξει» ως «μεικτή οικονομία», τεχνοκρατικά διοικούμενη και δημοκρατικά ελεγχόμενη, εγκαταλείφθηκε.
Κατά την άποψη μου, μετά από δεκαετίες μειούμενης ανάπτυξης, αυξανόμενης ανισότητας και διογκούμενου χρέους – αλλά και συνεχούς αγωνίας, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, για τον πληθωρισμό, το δημόσιο χρέος και τη χρηματιστηριακή υπερχείλιση – έχει φτάσει ο καιρός να δούμε τον καπιταλισμό ως ένα ιστορικό φαινόμενο που ναι μεν κάποτε γεννήθηκε αλλά κάποτε θα πεθάνει.
Για το λόγο αυτό πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τα μοντέλα κοινωνικής και καθεστωτικής αλλαγής. Όσο φανταζόμαστε ότι το τέλος του καπιταλισμού θα έλθει μέσα από μια απόφαση-διάταγμα, μέσα από κάποια κυβέρνηση ή κάποια κεντρική επιτροπή, ουσιαστικά θεωρούμε τον καπιταλισμό αιώνιο (Η πλάκα είναι ότι ήταν ο κομμουνισμός, έτσι όπως σχεδιάστηκε στη Μόσχα και εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ένωση, που τελείωσε με ένα διάταγμα). Τα πράγματα διαφοροποιούνται αν, αντί να φανταζόμαστε την αντικατάσταση του καπιταλισμού με μια θεόσταλτη νέα τάξη πραγμάτων μέσω μιας συλλογικής απόφασης, αφήσουμε τον καπιταλισμό να καταρρεύσει από μόνος του.
Στην πραγματικότητα, όλοι οι βασικοί θεωρητικοί του καπιταλισμού έχουν προβλέψει το επικείμενο τέλος του, από τη εποχή ακόμη που ο όρος άρχισε να πρωτοχρησιμοποιείται στα μέσα του 19ου αιώνα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται όχι μόνο κριτικοί του όπως ο Μαρξ και ο Πολάνυι αλλά και αστοί θεωρητικοί όπως ο Βέμπερ, ο Σουμπέτερ, ο Σόμπαρτ και ο Κέυνς. Έτσι, αν η ιστορία αποδείξει ότι έχω λάθος, θα είμαι, τουλάχιστον, με καλή παρέα.
Το ότι κάτι δε συνέβη σε αντίθεση με αξιόπιστες προβλέψεις ότι θα συμβεί, δε σημαίνει ότι δε θα συμβεί ποτέ. Πιστεύω ότι αυτή η φορά είναι διαφορετική και σύμπτωμα αυτής της διαφοράς είναι ότι ακόμη και οι καλύτεροι τεχνικοί του καπιταλισμού δεν έχουν μια αξιόπιστη που θα επαναφέρει το σύστημα σε λειτουργία – δες, για παράδειγμα, τα πρόσφατα δημοσιευθέντα πρακτικά των απόψεων της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ το 2008 [6] ή την απόγνωση των κεντρικών τραπεζιτών για το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης.
Ωστόσο, αυτό είναι μόνο η επιφάνεια του προβλήματος. Από κάτω υπάρχει η σκληρή πραγματικότητα ότι η καπιταλιστική πρόοδος έχει, περισσότερο η λιγότερο, καταστρέψει κάθε μέσο που θα μπορούσε να την σταθεροποιήσει μέσω περιορισμών. Το θέμα είναι ότι η σταθερότητα του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού συστήματος εξαρτάται από την ιδιοδυναμική (Eigendynamik) του που ενέχει εξισορροπητικές δυνάμεις – τα συλλογικά συμφέροντα και τους θεσμούς που υποβάλλουν σε κοινωνικό έλεγχο την καπιταλιστική συσσώρευση. Αλλά η ανεξέλεγκτη επιτυχία του, μπορεί να υπονομεύσει το ίδιο το σύστημα. Για το πώς, θα επιχειρηματολογήσω παρακάτω.
του Wolfgang Streeck
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Μήπως ο καπιταλισμός πνέει τα λοίσθια;
Στη δεκαετία του 1980, η ιδέα ότι ο καπιταλισμός μπορεί να «τρέξει» ως «μεικτή οικονομία», τεχνοκρατικά διοικούμενη και δημοκρατικά ελεγχόμενη, εγκαταλείφθηκε.
Για τη νεοφιλελεύθερη επανάσταση, η κοινωνική και οικονομική αρμονία αναγεννούνται μέσω μιας «φιλανθρωπικής» ανάδρασης που προκύπτει από την «ελεύθερη δράση (ή ελεύθερο παιχνίδι) των δυνάμεων της αγοράς».
Η «κατάρρευση» του 2008 απαξίωσε την θεωρία των αυτορρυθμιζόμενων αγορών χωρίς όμως να φανεί στον ορίζοντα μια νέα μορφή πολιτικής διακυβέρνησης. Κι αυτό από μόνο του μπορεί να θεωρηθεί ως σύμπτωμα μιας κρίσης που έχει γίνει συστημική. Και που γίνεται πιο έντονη όσο περισσότερο διαρκεί.
Κατά την άποψη μου, μετά από δεκαετίες μειούμενης ανάπτυξης, αυξανόμενης ανισότητας και διογκούμενου χρέους – αλλά και συνεχούς αγωνίας, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, για τον πληθωρισμό, το δημόσιο χρέος και τη χρηματιστηριακή υπερχείλιση – έχει φτάσει ο καιρός να δούμε τον καπιταλισμό ως ένα ιστορικό φαινόμενο που ναι μεν κάποτε γεννήθηκε αλλά κάποτε θα πεθάνει.
Για το λόγο αυτό πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τα μοντέλα κοινωνικής και καθεστωτικής αλλαγής. Όσο φανταζόμαστε ότι το τέλος του καπιταλισμού θα έλθει μέσα από μια απόφαση-διάταγμα, μέσα από κάποια κυβέρνηση ή κάποια κεντρική επιτροπή, ουσιαστικά θεωρούμε τον καπιταλισμό αιώνιο (Η πλάκα είναι ότι ήταν ο κομμουνισμός, έτσι όπως σχεδιάστηκε στη Μόσχα και εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ένωση, που τελείωσε με ένα διάταγμα). Τα πράγματα διαφοροποιούνται αν, αντί να φανταζόμαστε την αντικατάσταση του καπιταλισμού με μια θεόσταλτη νέα τάξη πραγμάτων μέσω μιας συλλογικής απόφασης, αφήσουμε τον καπιταλισμό να καταρρεύσει από μόνος του.
Έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε πάνω στο τέλος του καπιταλισμού χωρίς να αναλαμβάνουμε την ευθύνη να απαντήσουμε στο ερώτημα του τι θα τον αντικαταστήσει. Είναι μια μαρξιστική – ή, καλύτερα, μια μοντέρνα – προκατάληψή ότι ο καπιταλισμός ως ιστορική εποχή θα τελειώσει όταν θα αρχίσει να προδιαγράφεται μια νέα και καλύτερη κοινωνία και όταν θα υπάρξει το επαναστατικό υποκείμενο που θα την πραγματώσει προς όφελος της ανθρωπότητας. Αυτό προϋποθέτει ένα βαθμό πολιτικού ελέγχου πάνω στην κοινή μας μοίρα, κάτι για το οποίο δεν μπορούμε πλέον ούτε να ονειρευόμαστε μετά την καταστροφή της συλλογικότητας, αλλά και κάθε ελπίδας για αυτήν, μέσα στη νεοφιλελεύθερη παγκόσμια επανάσταση. Για την επιβεβαίωση του ισχυρισμού ότι ο καπιταλισμός τελειώνει, δεν είναι η απαραίτητη η ύπαρξη ενός ουτοπικού οράματος για ένα εναλλακτικό μέλλον. Προτίθεμαι να εκφράσω έναν τέτοιον ισχυρισμό, γνωρίζοντας πόσες φορές έχει εκφραστεί και στο παρελθόν.
Στην πραγματικότητα, όλοι οι βασικοί θεωρητικοί του καπιταλισμού έχουν προβλέψει το επικείμενο τέλος του, από τη εποχή ακόμη που ο όρος άρχισε να πρωτοχρησιμοποιείται στα μέσα του 19ου αιώνα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται όχι μόνο κριτικοί του όπως ο Μαρξ και ο Πολάνυι αλλά και αστοί θεωρητικοί όπως ο Βέμπερ, ο Σουμπέτερ, ο Σόμπαρτ και ο Κέυνς. Έτσι, αν η ιστορία αποδείξει ότι έχω λάθος, θα είμαι, τουλάχιστον, με καλή παρέα.
Το ότι κάτι δε συνέβη σε αντίθεση με αξιόπιστες προβλέψεις ότι θα συμβεί, δε σημαίνει ότι δε θα συμβεί ποτέ. Πιστεύω ότι αυτή η φορά είναι διαφορετική και σύμπτωμα αυτής της διαφοράς είναι ότι ακόμη και οι καλύτεροι τεχνικοί του καπιταλισμού δεν έχουν μια αξιόπιστη που θα επαναφέρει το σύστημα σε λειτουργία – δες, για παράδειγμα, τα πρόσφατα δημοσιευθέντα πρακτικά των απόψεων της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ το 2008 [6] ή την απόγνωση των κεντρικών τραπεζιτών για το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης.
Ωστόσο, αυτό είναι μόνο η επιφάνεια του προβλήματος. Από κάτω υπάρχει η σκληρή πραγματικότητα ότι η καπιταλιστική πρόοδος έχει, περισσότερο η λιγότερο, καταστρέψει κάθε μέσο που θα μπορούσε να την σταθεροποιήσει μέσω περιορισμών. Το θέμα είναι ότι η σταθερότητα του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού συστήματος εξαρτάται από την ιδιοδυναμική (Eigendynamik) του που ενέχει εξισορροπητικές δυνάμεις – τα συλλογικά συμφέροντα και τους θεσμούς που υποβάλλουν σε κοινωνικό έλεγχο την καπιταλιστική συσσώρευση. Αλλά η ανεξέλεγκτη επιτυχία του, μπορεί να υπονομεύσει το ίδιο το σύστημα. Για το πώς, θα επιχειρηματολογήσω παρακάτω.
Η εικόνα που έχω για το τέλος του καπιταλισμού – ένα τέλος που πιστεύω ότι έχει δρομολογηθεί – είναι αυτή ενός συστήματος σε χρόνια δυσλειτουργία λόγω δικών του προβλημάτων και ανεξάρτητα από την απουσία ενός αξιόπιστου εναλλακτικού συστήματος. Ενώ δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε και πως ακριβώς θα εκλείψει και τι θα επακολουθήσει, αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν υπάρχουν δυνάμεις που θα μπορέσουν να αντιστρέψουν τις κατιούσες τάσεις στην οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ισότητα και την οικονομική σταθερότητα και να δώσουν τέλος στην αμοιβαία ενίσχυσή τους. Σε αντίθεση με το 1930 δεν υπάρχει στον ορίζοντα κάποια πολιτικοκοινομική φόρμουλα, αριστερή ή δεξιά, που θα προσφέρει στις καπιταλιστικές κοινωνίες μια νέα εποχή σταθερότητας. Η κοινωνική ολοκλήρωση όπως και η ολοκλήρωση του συστήματος έχουν λαβωθεί σε σημείο μη διορθώσιμο και τα πράγματα θα χειροτερέψουν κι άλλο [7].
Το πιθανότερο είναι με το πέρασμα του χρόνου να υπάρξει μια συνεχής συσσώρευση μικρών και λιγότερο μικρών δυσλειτουργιών. Οι δυσλειτουργίες αυτές δεν είναι τόσο θανατηφόρες καθεαυτές. Αλλά δεν είναι επισκευάσιμες, ειδικά όσο περισσότερο συσσωρεύονται και δεν είναι δυνατή η διαχείριση καθεμιάς ξεχωριστά. Κατά τη διαδικασία αυτή, τα μέρη του όλου θα εναρμονίζονται όλο και πιο δύσκολα, οι κάθε είδους τριβές και εντάσεις θα πολλαπλασιάζονται, οι συνέπειες θα διαχέονται και οι εξηγήσεις που θα δίνονται θα είναι ολοένα και πιο δυσνόητες και ασαφείς. Η αβεβαιότητα θα πολλαπλασιάζεται, θα ξεσπούν συνεχώς κρίσεις κάθε είδους – νομιμότητας, παραγωγικότητας ή και οι δυο μαζί – ενώ η προβλεψιμότητα και η κυβερνησιμότητα ολοένα και θα μειώνονται (όπως γίνεται επί δεκαετίες τώρα). Τελικά, οι μυριάδες προσωρινές λύσεις που επινοήθηκαν για τη διαχείριση βραχυπρόθεσμων κρίσεων θα καταρρεύσουν υπό το βάρος των καθημερινών καταστροφών που θα προκαλούνται από ένα σύστημα σε απόλυτη ανομία και αταξία.
Η πρόσληψη του τέλους καπιταλισμού ως διαδικασία παρά ως γεγονός εγείρει το ζήτημα του πως ορίζουμε τον καπιταλισμό. Οι κοινωνίες είναι σύνθετες οντότητες που δεν πεθαίνουν όπως πεθαίνουν οι οργανισμοί: με την σπάνια εξαίρεση της ολικής εξάλειψης, η ασυνέχεια ενσωματώνεται σε μια μορφή μερικής συνέχειας. Αν πούμε ότι μια κοινωνία πεθαίνει, εννοούμε ότι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του οργανισμού της που θεωρούμε βασικά έχουν εξαφανιστεί. Κάποια άλλα όμως μπορεί να επιζήσουν. Για να προσδιορίσουμε αν ο καπιταλισμός είναι ζωντανός, αν πεθαίνει ή αν είναι ήδη νεκρός, προτείνω να τον ορίσουμε ως μια σύγχρονη κοινωνία [8] που εξασφαλίζει τη συλλογική της αναπαραγωγή ως μια ακούσια συνέπεια ενός ατομικιστικού ορθολογισμού που έχει στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους και τη συσσώρευση κεφαλαίου, εφαρμόζοντας μια «εργασιακή διαδικασία» που συνδυάζει ιδιωτικό κεφάλαιο και εμπορευματοποιημένη «εργασιακή δύναμη» και εκπληρώνοντας τη μαντεβιλιανή υπόσχεση της μεταλλαγής των ατομικών μειονεκτημάτων σε κοινωνικά οφέλη [9]. Είναι αυτή η υπόσχεση που δεν μπορεί πλέον να κρατήσει ο καπιταλισμός. Και έτσι κλείνει την ιστορική του ύπαρξη ως αυτό-αναπαραγόμενο, διατηρήσιμο, προβλέψιμο και νόμιμο κοινωνικό σύστημα.
Με βάση αυτόν τον ορισμό, είναι απίθανο ο θάνατος του καπιταλισμού να ενσωματωθεί σε κάποιο πρόγραμμα δράσης. Καθώς προχωράει η σήψη θα προκαλέσει πολιτικές διαμαρτυρίες και προσπάθειες συλλογικής παρέμβασης. Αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτές θα παραμείνουν διαμαρτυρίες λουδιτικού τύπου: τοπικές, διασπαρμένες, χωρίς καθοδήγηση, με μια λέξη «πρωτόγονες». Και ανίκανες να δημιουργήσουν μια νέα κοινωνική τάξη.
Μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι τέτοιου είδους μακροχρόνιες κρίσεις μπορεί να δώσουν πολλές ευκαιρίες τόσο σε μεταρρυθμιστές όσο και σε επαναστάτες. Ωστόσο, φαίνεται ότι ο αποδιοργανωμένος καπιταλισμός αποδιοργανώνει και τους αντιπάλους του κι έτσι, όπως στερεί τη δυνατότητα από τους υποστηρικτές του να τον σώσουν, στερεί και τη δυνατότητα από τους αντιπάλους να τον νικήσουν. Επομένως, για να τελειώσει ο καπιταλισμός πρέπει να δώσει ο ίδιος τα μέσα για την καταστροφή του – κάτι που, όπως θα υποστηρίξω, βλέπουμε να γίνεται σήμερα.
(συνεχίζεται)
Σημειώσεις
[6] Gretchen Morgenson, ‘A New Light on Regulators in the Dark’, New York Times, 23 April 2014.
[7] David Lockwood, ‘Social Integration and System Integration’, in George Zollschan and Walter Hirsch, eds, Explorations in Social Change, London 1964, pp. 244–57.
[8] Ή, όπως το έθεσε ο Ανταμ Σμιθ «μια προοδευτική κοινωνία – μια κοινωνία που στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ευμάρειάς της, οι οποίες, έτσι όπως μετρούνται από το μέγεθος της χρηματικής οικονομίας είναι, κατ’ αρχήν, απεριόριστες.
[9] Άλλοι ορισμοί του καπιταλισμού δίνουν έμφαση, για παράδειγμα, στην ειρηνική φύση της καπιταλιστικής εμπορευματικής συναλλαγής, βλ Albert Hirschman, ‘Rival Interpretations of Market Society: Civilizing, Destructive or Feeble?’, Journal of Economic Literature, vol. 20, no. 4, 1982, pp. 1463–84. O ορισμός αυτός αγνοεί το ότι το μη βίαιο «ελεύθερο εμπόριο» περιορίζεται στο κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος ενώ στην ιστορική και χωρική περιφέρεια η βία είναι λυσσαλέα. Για παράδειγμα, το παράνομο εμπόριο (ναρκωτικών, πορνείας, όπλων), όπου η βία είναι το βασικό εργαλείο, συγκεντρώνει τεράστια ποσά χρήματος που επενδύονται νόμιμα – μια παραλλαγή της πρωταρχικής συσσώρευσης. Για να μην πούμε για τους τρόπους με τους οποίους διαπλέκονται η νόμιμη κρατική βία με την παράνομη ιδιωτική, όχι μόνο στην καπιταλιστική περιφέρεια αλλά και στο καπιταλιστικό κέντρο, όταν αυτό θέλει να προωθήσει τα συμφέροντα του και βοηθάει με κάθε τρόπο τους συνεργάτες του στην περιφέρεια. Αλλά και για την κρατική βία που ασκείται σε κάθε λογής αμφισβητίες και, όπου ακόμα υπάρχουν, στα εργατικά συνδικάτα.
Το πιθανότερο είναι με το πέρασμα του χρόνου να υπάρξει μια συνεχής συσσώρευση μικρών και λιγότερο μικρών δυσλειτουργιών. Οι δυσλειτουργίες αυτές δεν είναι τόσο θανατηφόρες καθεαυτές. Αλλά δεν είναι επισκευάσιμες, ειδικά όσο περισσότερο συσσωρεύονται και δεν είναι δυνατή η διαχείριση καθεμιάς ξεχωριστά. Κατά τη διαδικασία αυτή, τα μέρη του όλου θα εναρμονίζονται όλο και πιο δύσκολα, οι κάθε είδους τριβές και εντάσεις θα πολλαπλασιάζονται, οι συνέπειες θα διαχέονται και οι εξηγήσεις που θα δίνονται θα είναι ολοένα και πιο δυσνόητες και ασαφείς. Η αβεβαιότητα θα πολλαπλασιάζεται, θα ξεσπούν συνεχώς κρίσεις κάθε είδους – νομιμότητας, παραγωγικότητας ή και οι δυο μαζί – ενώ η προβλεψιμότητα και η κυβερνησιμότητα ολοένα και θα μειώνονται (όπως γίνεται επί δεκαετίες τώρα). Τελικά, οι μυριάδες προσωρινές λύσεις που επινοήθηκαν για τη διαχείριση βραχυπρόθεσμων κρίσεων θα καταρρεύσουν υπό το βάρος των καθημερινών καταστροφών που θα προκαλούνται από ένα σύστημα σε απόλυτη ανομία και αταξία.
Η πρόσληψη του τέλους καπιταλισμού ως διαδικασία παρά ως γεγονός εγείρει το ζήτημα του πως ορίζουμε τον καπιταλισμό. Οι κοινωνίες είναι σύνθετες οντότητες που δεν πεθαίνουν όπως πεθαίνουν οι οργανισμοί: με την σπάνια εξαίρεση της ολικής εξάλειψης, η ασυνέχεια ενσωματώνεται σε μια μορφή μερικής συνέχειας. Αν πούμε ότι μια κοινωνία πεθαίνει, εννοούμε ότι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του οργανισμού της που θεωρούμε βασικά έχουν εξαφανιστεί. Κάποια άλλα όμως μπορεί να επιζήσουν. Για να προσδιορίσουμε αν ο καπιταλισμός είναι ζωντανός, αν πεθαίνει ή αν είναι ήδη νεκρός, προτείνω να τον ορίσουμε ως μια σύγχρονη κοινωνία [8] που εξασφαλίζει τη συλλογική της αναπαραγωγή ως μια ακούσια συνέπεια ενός ατομικιστικού ορθολογισμού που έχει στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους και τη συσσώρευση κεφαλαίου, εφαρμόζοντας μια «εργασιακή διαδικασία» που συνδυάζει ιδιωτικό κεφάλαιο και εμπορευματοποιημένη «εργασιακή δύναμη» και εκπληρώνοντας τη μαντεβιλιανή υπόσχεση της μεταλλαγής των ατομικών μειονεκτημάτων σε κοινωνικά οφέλη [9]. Είναι αυτή η υπόσχεση που δεν μπορεί πλέον να κρατήσει ο καπιταλισμός. Και έτσι κλείνει την ιστορική του ύπαρξη ως αυτό-αναπαραγόμενο, διατηρήσιμο, προβλέψιμο και νόμιμο κοινωνικό σύστημα.
Με βάση αυτόν τον ορισμό, είναι απίθανο ο θάνατος του καπιταλισμού να ενσωματωθεί σε κάποιο πρόγραμμα δράσης. Καθώς προχωράει η σήψη θα προκαλέσει πολιτικές διαμαρτυρίες και προσπάθειες συλλογικής παρέμβασης. Αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτές θα παραμείνουν διαμαρτυρίες λουδιτικού τύπου: τοπικές, διασπαρμένες, χωρίς καθοδήγηση, με μια λέξη «πρωτόγονες». Και ανίκανες να δημιουργήσουν μια νέα κοινωνική τάξη.
Μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι τέτοιου είδους μακροχρόνιες κρίσεις μπορεί να δώσουν πολλές ευκαιρίες τόσο σε μεταρρυθμιστές όσο και σε επαναστάτες. Ωστόσο, φαίνεται ότι ο αποδιοργανωμένος καπιταλισμός αποδιοργανώνει και τους αντιπάλους του κι έτσι, όπως στερεί τη δυνατότητα από τους υποστηρικτές του να τον σώσουν, στερεί και τη δυνατότητα από τους αντιπάλους να τον νικήσουν. Επομένως, για να τελειώσει ο καπιταλισμός πρέπει να δώσει ο ίδιος τα μέσα για την καταστροφή του – κάτι που, όπως θα υποστηρίξω, βλέπουμε να γίνεται σήμερα.
(συνεχίζεται)
Σημειώσεις
[6] Gretchen Morgenson, ‘A New Light on Regulators in the Dark’, New York Times, 23 April 2014.
[7] David Lockwood, ‘Social Integration and System Integration’, in George Zollschan and Walter Hirsch, eds, Explorations in Social Change, London 1964, pp. 244–57.
[8] Ή, όπως το έθεσε ο Ανταμ Σμιθ «μια προοδευτική κοινωνία – μια κοινωνία που στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ευμάρειάς της, οι οποίες, έτσι όπως μετρούνται από το μέγεθος της χρηματικής οικονομίας είναι, κατ’ αρχήν, απεριόριστες.
[9] Άλλοι ορισμοί του καπιταλισμού δίνουν έμφαση, για παράδειγμα, στην ειρηνική φύση της καπιταλιστικής εμπορευματικής συναλλαγής, βλ Albert Hirschman, ‘Rival Interpretations of Market Society: Civilizing, Destructive or Feeble?’, Journal of Economic Literature, vol. 20, no. 4, 1982, pp. 1463–84. O ορισμός αυτός αγνοεί το ότι το μη βίαιο «ελεύθερο εμπόριο» περιορίζεται στο κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος ενώ στην ιστορική και χωρική περιφέρεια η βία είναι λυσσαλέα. Για παράδειγμα, το παράνομο εμπόριο (ναρκωτικών, πορνείας, όπλων), όπου η βία είναι το βασικό εργαλείο, συγκεντρώνει τεράστια ποσά χρήματος που επενδύονται νόμιμα – μια παραλλαγή της πρωταρχικής συσσώρευσης. Για να μην πούμε για τους τρόπους με τους οποίους διαπλέκονται η νόμιμη κρατική βία με την παράνομη ιδιωτική, όχι μόνο στην καπιταλιστική περιφέρεια αλλά και στο καπιταλιστικό κέντρο, όταν αυτό θέλει να προωθήσει τα συμφέροντα του και βοηθάει με κάθε τρόπο τους συνεργάτες του στην περιφέρεια. Αλλά και για την κρατική βία που ασκείται σε κάθε λογής αμφισβητίες και, όπου ακόμα υπάρχουν, στα εργατικά συνδικάτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου