https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Η Σύγκρουση των Καπιταλισμών (το 7άρι το καλό): ΠΛΟΥΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ

Τί επιφυλάσσει το μέλλον για τις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες; 



Η απάντηση βρίσκεται στο αν ο φιλελεύθερος αξιοκρατικός καπιταλισμός καταφέρει να κινηθεί προς ένα πιο προχωρημένο στάδιο, προς αυτό που μπορεί να ονομαστεί ‘’καπιταλισμός του λαού’’, καπιταλισμός στον οποίο και οι δυο συντελεστές της παραγωγής, κεφάλαιο και εργασία, κατανέμονται με πιο εξισωτικό τρόπο. Αυτό θα απαιτούσε διεύρυνση της ουσιαστικής κεφαλαιουχικής ιδιοκτησίας πέρα από το τρέχον 10% του πληθυσμού και πρόσβαση στην υψηλή εκπαίδευση και στις υψηλα αμοιβόμενες θέσεις εργασίας ανεξάρτητα από οικογενειακό υπόβαθρο.

Για να επιτευχθεί περισσότερη ισότητα πρέπει τα κράτη να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν πολιτικές που θα δώσουν κίνητρο στη μεσαία τάξη να επενδύσει περισσότερα σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, που θα υποχρεώσουν τις πλούσιες τάξεις να πληρώσουν μεγαλύτερους φόρους κληρονομιάς, που θα βελτιώσουν τη δημόσια παιδεία/εκπαίδευση και θεσπίσουν προεκλογικές εκστρατείες χρηματοδοτούμενες από το δημόσιο. Το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτών των μέτρων θα είναι η διάχυση της ιδιοκτησίας και των ικανοτήτων. Ο καπιταλισμός του λαού θα μοιάζει με τον δημοκρατικό σοσιαλισμό στην προτεραιότητα που θα δίνει στην ισότητα, αλλά η ισότητα αυτή θα είναι άλλου είδους. Αντί να επικεντρώνει στην αναδιανομή του εισοδήματος, το μοντέλο αυτό θα επιδιώκει μεγαλύτερη ισότητα στην κατοχή χρηματοοικονομικών τίτλων και στην απόκτηση δεξιοτήτων. Αντίθετα με τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, δεν θα επιδιώκει πιο ήπια αναδιανομή γιατί θα έχει εξασφαλίσει ήδη περισσότερη ισότητα.

Αν το φιλελεύθερο αξιοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα δεν καταφέρει να διαχειριστεί το πρόβλημα της αυξανόμενης ανισότητας, ρισκάρει την επιλογή ενός άλλου δρόμου: όχι αυτόν του σοσιαλισμού αλλά αυτόν της πλουτοκρατικής σύγκλισης. Η οικονομική ελίτ της Δύσης θα απομονωθεί ακόμα πιο πολύ, θα διαχειρίζεται ανεμπόδιστα την εξουσία σε φαινομενικά δημοκρατικές κοινωνίες και θα θυμίζει όλο και περισσότερο την ελίτ της Κίνας. Όσο περισσότερο συγκλίνουν πολιτική και οικονομική ισχύς, ο φιλελεύθερος καπιταλισμός θα γίνεται περισσότερο πλουτοκρατικός, δανειζόμενος στοιχεία από τον κινεζικό πολιτικό καπιταλισμό. Στον τελευταίο, η πολιτική είναι ο δρόμος προς τον πλούτο. Στον πλουτοκρατικό καπιταλισμό ο πλούτος θα έχει κατακτήσει την πολιτική. Ο τελικός στόχος και των δυο συστημάτων είναι ο ίδιος: η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ελίτ και η αέναη μελλοντική αναπαραγωγή της.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Η Σύγκρουση των Καπιταλισμών (6): ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

Ο John Rawls, ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος του σύγχρονου φιλελευθερισμού, υποστήριξε ότι μια καλή κοινωνία πρέπει να δίνει την απόλυτα προτεραιότητα στις βασικές ελευθερίες έναντι του πλούτου και του εισοδήματος. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι πολλοί άνθρωποι είναι διαθέσιμοι να διαπραγματευτούν τις δημοκρατικές ελευθερίες για μεγαλύτερο εισόδημα. Μπορεί, για παράδειγμα, να παρατηρήσει κανείς ότι στις εταιρίες η παραγωγή οργανώνεται με τον πιο ιεραρχικό τρόπο κι όχι με τον πιο δημοκρατικό τρόπο.


Οι εργάτες δεν έχουν γνώμη για αυτό που θα ήθελαν να παράγουν ούτε για το πόσο θα ήθελαν να παράγουν ούτε για το πώς θα ήθελαν να το παράγουν. Η ιεραρχία παράγει αποτελεσματικότερα και προσφέρει μεγαλύτερους μισθούς. ‘’Η Τεχνική είναι το όριο της Δημοκρατίας’’, έγραφε πριν μισό αιώνα και πάνω ο Γάλλος φιλόσοφος Jacques Ellul. '' Ό,τι κερδίζει η Τεχνική, το χάνει η Δημοκρατία. Αν είχαμε μηχανικούς που ήταν αρεστοί στους εργαζόμενους, θα ήμασταν αδαείς στα μηχανολογικά θέματα.’’ Το ίδιο φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί και στην κοινωνία: τα δημοκρατικά δικαιώματα εγκαταλείπονται πρόθυμα για μεγαλύτερες απολαβές.

Στον σημερινό εμπορευματοποιημένο και πυρετώδη κόσμο, οι πολίτες σπανίως έχουν τον χρόνο, τη γνώση ή την διάθεση να ασχοληθούν με πολιτικά θέματα, εκτός  αν τους αφορούν άμεσα. Στις ΗΠΑ, μια από τις παλαιότερες δημοκρατίες του κόσμου, η εκλογή του προέδρου, ο οποίος απολαμβάνει τα προνόμια ενός εκλεγμένου βασιλιά, δεν κρίνεται τόσο σημαντική ώστε να κινητοποιήσει περρισότερους από τους μισούς αμερικανούς πολίτες. Κι από αυτήν την άποψη, ο πολιτικός καπιταλισμός μπορεί να θεωρηθεί ανώτερος.

Το πρόβλημα είναι ότι για να αποδεικνύει την ανωτερότητά του, ο πολιτικός καπιταλισμός πρέπει να εξασφαλίζει σταθερά  υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Έτσι, ενὠ τα πλεονεκτήματα του φιλελεύθερου καπιταλισμού είναι φυσικά – με την έννοια ότι προέκυψαν άμεσα με την εγκαθίδρυση του συστήματος, τα πλεονεκτήματα του πολιτικού καπιταλισμού είναι οργανωτικά: πρέπει να επιδεικνύονται συνεχώς. Ο πολιτικός καπιταλισμός αντιμετωπίζει το πρόβλημα τού να αποδεικνύει την ανωτερότητα του εμπειρικά. Άλλα δυο προβήματά του είναι:

1. η τάση προς κακές πολιτικές με άσχημα κοινωνικά αποτελέσματα και η απροθυμία για διόρθωσή τους από τη μεριά του πολιτικού προσωπικού και
2. η πρόκληση λαϊκής δυσφορίας λόγω της συστημικής διαφθοράς και της επιλεκτικής εφαρμογής του νόμου.
Αντίθετα με τον φιλελεὐθερο καπιταλισμό, ο πολιτικός καπιταλισμός πρέπει να είναι πάντα ‘’στην πρίζα.’’ Όμως, το να είσαι συνεχώς ‘’στην πρίζα’’, μπορεί να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα από την άποψη του κοινωνικού δαρβινισμού: λόγω της συνεχούς πίεσης για περισσότερα αποτελέσματα, ο πολιτικός καπιταλισμός βελτιώνει συνεχώς τη διαχείριση της οικονομικής σφαίρας και προσφέρει συνεχὠς περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες από τον φιλελεύθερο αντίπαλό του. Ότι με την πρώτη ματιά φαίνεται ως μειονέκτημα, μπορεί να αποδειχθεί πλεονέκτημα.
Από την άλλη μεριά, προκύπτουν επιπλέον ερωτήματα: Για πόσο ακόμα  χρονικό διάστημα θα συναινεί η νέα καπιταλιστική τάξη της Κίνας σε ένα σύστημα που περιορίζει (και ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταργήσει) τα τυπικά της δικαιώματα; Ή, καθώς γίνεται ολοένα μεγαλύτερη και ισχυρότερη αυτή η τάξη, μήπως καταφέρει και πάρει την εξουσία στα χέρια της όπως έγινε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη; Το Δυτικό Μονοπάτι, όπως σκιαγραφήθηκε από τον Καρλ Μαρξ, φαίνεται να έχει σιδερένια λογική: η οικονομική ισχύς τείνει προς την αυτοχειραφέτηση και την ιδιαίτερη φροντίδα ή/και επιβολή των συμφερόντων της. Μια παράδοση σχεδόν 2000 χρόνων, όπου το κράτος υπερισχύει την επιχειρηματικής τάξης, είναι το βασικότερο εμπόδιο της Κίνας στην πορεία της πάνω στο ίδιο μονοπάτι με αυτό της Δύσης.

Έτσι, το βασικό ερώτημα είναι αν οι Κινέζοι καπιταλιστές καταφέρουν να πάρουν τον έλεγχο του κράτους και, αν το πετύχουν, αν θα εφαρμόσουν το σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Οι Αμερικανοί κι οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές χρησιμοποιούν αυτή τη θεραπεία με ιδιαίτερη προσοχή, εφαρμόζοντας της κατά το δοκούν: είτε προωθώντας την όταν η συμμετοχή στις εκλογές τείνει προς μείωση είτε περιορίζοντάς την όταν εμφανίζεται να απειλεί τα συμφερόντα της ιδιοκτήτριας τάξης (όπως στη Μ. Βρετανία αμέσως μετἀ τη Γαλλική Επανάσταση, όπου το δικαίωμα ψήφου περιορίστηκε σε μαγάλο βαθμό).

Η Κινεζική δημοκρατία, αν προκύψει, θα θυμίζει μάλλον αυτή της Δύσης με κάθε πολίτη να έχει δικαίωμα ψήφου. Αλλά το βάρος της ιστορίας και η περιορισμένη σε μέγεθος και ισχύ ιδιοκτήτρια τάξη της Κίνας, δεν προεξοφλούν κάτι τέτοιο. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία απέτυχε στο πρώτο μέρος του 20ου αιώνα, στην προσπάθεια που έγινε από την Δημοκρατία της Κίνας από το 1912 έως το 1949. Κι από ό,τι φαίνεται, με μεγάλη δυσκολία θα τα καταφέρει 100 χρόνια αργότερα.




Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Η Σύγκρουση των Καπιταλισμών (5): ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Καθώς η Κίνα διευρύνει τον ρόλο της στη διεθνή σκηνή, ο καπιταλισμός της έρχεται σε σύγκρουση με τον φιλελεύθερο αξιοκρατικό καπιταλισμό της Δύσης. Κι ο πολιτικός καπιταλισμός θα μπορούσε σχετικά εύκολα να αντικαταστήσει το δυτικό μοντέλο σε πολλές χώρες του κόσμου.

Το πλεονέκτημα του φιλελεύθερου καπιταλισμού βρίσκεται στο πολιτικό σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Φυσικά, η δημοκρατία είναι επιθυμητή καθαυτή αλλά αποτελεί και ένα εργαλειακό πλεονέκτημα. Με το να ζητά σε σχετικά σταθερή βάση τη γνώμη του κόσμου, μπορεί και διορθώνει οικονομικές και κοινωνικές τάσεις που θα μπορούσαν να είναι καταστρεπτικές. Ακόμη και αν οι αποφάσεις του λαού οδηγούν κάποιες φορες σε πολιτικές που καθυστερούν την οικονομική ανάπτυξη, αυξάνουν τη ρύπανση ή μειώνουν το προσδόκιμο ζωής, η δημοκρατική διακυβέρνηση οφείλει να διορθώσει αυτές τις καταστάσεις μέσα σε σχτικά περιορισμένο χρόνο.

Ο πολιτικός καπιταλισμός, από τη μεριά του, υπόσχεται πιο αποτελεσματική διαχείριση της οικονομίας και υψηλότερους ρυθμούς ανἀπτυξης. Το γεγονός ότι η Κίνα ήταν η χὠρα που πέτυχε τα περισσότερα πράγματα στην οικονομία μέσα στον τελευταίο μισό αιώνα, τη νομιμοποιεί να θέλει να εξάγει το οικονομικό και πολιτικό της σύστημα. Το βασικό της εργαλείο γα την επίτευξη αυτού του στόχου είναι, προφανώς, η πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (ΜΖΕΔ), ένα φιλόδοξο σχέδιο που ενώνει πολλές χώρες και λιμάνια με στόχο να μειώσει τον προστατευτισμό του εμπορίου και να αυξήσει τις διμερείς συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, με κέντρο την Κίνα. Η πρωτοβουλία είναι μια ιδεολογική πρόκληση του τρόπου με τον οποίο η Δύση διαχειρίστηκε την οικονομική ανάπτυξη του κόσμου. Εκεί που η Δύση επικέντρωνε στην εγκαθίδρυση θεσμών, η Κίνα επενδύει τα χρήματά της φτιάχνοντας πράγματα. Η ΜΖΕΔ θα βάλει τις συνεργαζόμενες χώρες στην κινεζική σφαίρα επιρροής


Δεν είναι λίγες οι χώρες που καλοβλέπουν την ΜΖΕΔ. Οι κινεζικές επενδύσεις θα δημιουργήσουν δρόμους, λιμάνια, σιδηρόδρομους και άλλες αναγκαίες υποδομές και χωρίς τις παρεμβάσεις που ακολουθούσαν τις επενδύσεις των Δυτικών. Η Κίνα δεν ενδιαφέρεται για την εσωτερική πολιτική των χωρών στις οποίες θα επενδύσει, αντίθετα δίνει έμφαση στην ισότητα αντιμετώπισης μεταξύ των παραλήπτριων χωρών. Κι αυτή είναι μια προσέγγιση που οι αξιωματούχοι των μικρών, ιδιαίτερα, χωρών, τη βλέπουν ιδιαίτερα ελκυστική. Επίσης, έχει δημιουργήσει υπερθνικούς θεσμούς όπως η Ασιατική Επενδυτική Τράπεζα Υποδομών, ακολουθώντας το παράδειγμα των ΗΠΑ, οι οποίες μετά τον 2ο Παγόσμιο Πόλεμο δημιούργησαν την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Το Πεκίνο σχεδιάζει ακόμη και την επίλυση μελλοντικών επενδυτικών διαφορών και διαφωνιών από ένα κινεζικό δικαστήριο -η απόλυτη ανατροπή για μια χώρα της οποίας ‘’ο αιώνας της ταπείωσης’’ (ο 19ος αιώνας) καθορίστηκε από Αμερικανούς και Ευρωπαίους που αρνούνταν να υπακούσουν τους κινεζικούς νόμους.

Το Πεκίνο έχει ακόμη έναν λόγο να είμαι ελκυστικό στη διεθνή σκηνή. Αν η Κίνα δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να προωθήσει στο εξωτερικό τους δικούς της θεσμούς, ενώ η Δύση προωθούσε στο εσωτερικό της τις αξίες του φιλελεύθερου καπιταλισμού, μεγάλα τμήματα του κινεζικού πληθυσμού θα έλκονταν ολοένα και περισσότερο από τους δυτικούς θεσμούς. Οι πρόσφατες διαδηλώσεις και ταραχές στο Χονγκ Κονγκ δεν γενικεύτηκαν αλλά δείχνουν τη δυσφορία που υπάρχει με την αυθαίρετη εφαρμογή του νόμου, δυσφορία που μπορεί να μην περιορίζεται στην πρώην βρετανική αποικία. Επίσης, η κραυγαλέα λογοκρισία του Διαδικτύου προκαλεί μεγάλη δυσαρέσκεια στους νέους και τους μορφωμένους.

Επιδεικνύοντας τα πλεονεκτήματα του πολιτικού του καπιταλισμού στο εξωτερικό, το Πεκίνο στοχεύει στη μείωση της γοητείας που ασκεί το δυτικό φιλελεύθερο μοντέλο σε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της. Οι διεθνείς δραστηριότητες είναι υψίστης σημασίας για την επιβίωση της Κίνας. Όποια μορφή κι αν πάρουν οι επίσημες ή ανεπίσημες σχέσεις που θα δημιουργήσει η Κίνα με τις χώρες που θα ενστερνιστούν τον πολιτικό καπιταλισμό, η ίδια είναι αναγκασμένη να ασκήσει πολιτική επιρροή σε διεθνείς θεσμούς που για τους δυο προηγούμενους αιώνες εξυπηρετούσαν αποκλειστικά τα δυτικά συμφέροντα.









Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Η Σύγκρουση των Καπιταλισμών (4): Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ

Στην Ασία, η παγκοσμιοποίηση δεν έχει την ίδια φήμη: σύμφωνα με δημοσκόπηση στο Βιετνάμ, για παράδειγμα, το 91% του πληθυσμού του τη βλέπει θετικά. Κατά ειρωνικό τρόπο, σε χώρες όπως η Κίνα και το Βιετνάμ, ήταν ο κομμουνισμός που έβαλε τα θεμέλια για τον τελικό καπιταλιστικό τους μετασχηματισμό. Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα πήρε την εξουσία φέροντας εις πέρας δυο επαναστάσεις: μια εθνική (ενάντια στην ξένη κυριαρχία) και μια κοινωνική (ενάντια στον φεουδαλισμό). Επαναστάσεις που του επέτρεψαν να καθαρίσει όλες τις ιδεολογίες και τις συνήθειες που φαινόταν ότι επιβράδυναν την οικονομική ανάπτυξη και δημιουργούσαν τεχνητές κοινωνικές διαιρέσεις (αντίθετα, η πολύ λιγότερο ριζοσπαστική πάλη της Ινδίας δεν κατόρθωσε να εξαλείψει το σύστημα των καστών). Μακροπρόθεσμα, οι δυο αυτές επαναστάσεις ήταν η προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας εγχώριας καπιταλιστικης τάξης που θα ωθούσε την οικονομία προς τα εμπρός. Λειτουργικά, οι κομμουνιστικές επαναστάσεις στην Κίνα και στο Βιετνάμ, έπαιξαν τον ίδιο ρόλο που έπαιξε η ανερχόμενη αστική τάξη στην Ευρώπη του 19ου αιώνα.




Στην Κίνα, ο μετασχηματισμός από ένα οιονεί φεουδαλισμό προς τον καπιταλισμό έγινε γρήγορα, κάτω από τον έλεγχο ενός εξαιρετικά ισχυρού κράτους. Στην Ευρώπη, όπου οι φεουδαλικές δομές εξαθρώθηκαν αργά στη διάρκεια αιώνων, το κράτος έπαιξει πολύ λιγότερο σημαντικό ρόλο στην μετάβαση προς τον καπιταλισμό. Δοθείσης αυτής της ιστορίας, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι ο καπιταλισμός στην Κίνα, στο Βιετνάμ και οπουδήποτε αλλού στην περιοχή, είχε τόσο συχνά απολυταρχικό πρόσωπο.

Το σύστημα του πολιτικού καπιταλισμού έχει τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρώτον, το κράτος διοικείται από μια τεχνοκρατική γραφειοκρατία, η οποία νομιμοποιείται στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης. Δεύτερον, αν και το κράτος έχει νόμους, αυτοί εφαρμόζονται αυθαίρετα και επιλεκτικά, συνήθως προς το συμφέρον των ελίτ. Οι οποίες μπορούν και να αποφεύγουν την εφαρμογή των νόμων όταν αυτοί δεν είναι βολικοί αλλά και να τους εφαρμόζουν με κάθε αυστηρότητα για να τιμωρήσουν αντιφρονούντες. Η αυθαιρεσία στην εφαρμογή των νόμων οδηγεί στο τρίτο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πολιτικού καπιταλισμού: την αναγκαία αυτονομία του κράτους. Για να μπορεί το κράτος να δράσει αποφασιστικά, πρέπει να είναι ελεύθερο από νομικές δεσμεύσεις και περιορισμούς. Οι τάσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του πρώτης και της δεύτερης αρχής (τεχνοκρατική γραφειοκρατία και χαλαρή εφαρμογή των νόμων), παράγουν διαφθορά, όχι ως ανωμαλία, αλλά ως βασικό εργαλείο του τρόπου που οργανώνεται το σύστημα του πολιτικού καπιταλισμού.

Το άλλο πρόσωπο της αστρονομικής ανάπτυξης της Κίνας είναι η μαζική αύξηση της ανισότητας. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά, τα χαρακτηριστικά αυτά υπερτροφοδότησαν την ανάπτυξη των φαινομενικά κομμουνιστικών χωρών της Ασίας. Για μια περίοδο 27 ετών (1990-2017), ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας ήταν 8% και του Βιετνάμ 6% - των ΗΠΑ ήταν 2%. Από το 1985 έως το 2010, ο συντελεστής Gini  πέταξε από το 0,30 κοντά στο 0,50 – υψηλότερος από αυτόν των ΗΠΑ και συγκρίσιμος με αυτόν της Λατινικής Αμερικής. Η ανισότητα αυξἠθηκε τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές και η μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών των περιοχὠν στην Κίνα είναι που αυξάνει τόσο τον Gini της χώρας. Η ανισότητα είναι ορατή σε κάθε εκδήλωση της ζωής: μεταξύ φτωχών και πλουσίων ανθρώπων, περιοχών, επαρχιών, εργατών, ανδρών και γυναικών και ανάμεσα στον e-τομέα και στον κρατικό τομέα.

Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η αύξηση του μεριδίου στου ιδιωτικού κεφαλαίου στο συνολικό εισοδημα, κεφαλαίου που είναι συγκεντρωμένο στα χέρια λίγων όπως ακριβώς και στις αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης. Μια νέα καπιταλιστική ελίτ έχει δημιουργηθεί στην Κίνα. Το 1988, οι εξειδικευμένοι κι οι ανειδίκευτοι εργάτες, το υπαλληλικό προσωπικό και κυβερνητικοί αξιωματούχοἶ αποτελούσαν το 80% αυτών που είχαν το υψηλότερο εισόδημα. Το 2013, το μερίδιο τους είχε μειωθει σχεδόν στο μισό, ενώ οι επιχειρηματίες (20%) και οι επαγγελματίες (33%).

Ένα ακόμη αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της νέας καπιταλιστικής τάξης στην Κίνα είναι ότι προέκυψε, κυριολεκτικά, μέσα από την αγροτική και τη χειρωνακτική εργασία. Τα 4/5 των μελών της δηλώνουν ότι οι πατεράδες τους ήταν είτε αγρότες είτε χειρώνακτες εργάτες. Αυτή η διαγενεακή κινητικότητα δεν αποτελεί έκπληξη αν λάβει κανείς υπόψη του την εξάλειψη της καπιταλιστικής τάξης μετά τη νίκη των Κομμουνιστών το 1949 και στη συνέχεια με την Πολιτιστική Επανάσταση στη δεκαετία του 1960. Αλλά αυτή η κινητικότητα δεν μπορεί να συνεχιστεί στο μέλλον όταν – δεδομένων: της συγκέντρωσης του πλούτου στα χέρια λίγων, του αυξανόμενου κόστους εκπαίδευσης και της σημασίας των οικογενειακών διασυνδέσεων – η διαγενεακή μεταβίβαση πλούτου και ισχύος αρχίσει να γίνεται κατά τον τρόπο που γίνεται στη Δύση.

Ωστόσο, συγκρινόμενη με τους Δυτικούς ανταγωνιστές της, η νέα αυτή καπιταλιστική τάξη της Κίνας φαίνεται να είναι να μια τάξη εκ του εαυτού της παρά μια τάξη για τον εαυτό της. Οι βυζαντινικές μορφές ιδιοκτησίας που κυριαρχούν στην Κίνα – οι οποίες τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο θολώνουν τις γραμμές μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού – δίνουν τη δυνατότητα στην πολιτική ελίτ να περιορίζει την κινητικότητα της καπιταλιστικής, οικονομικής ελίτ. Για χιλιάδες χρόνια, η Κίνα οργανωνόταν στη βάση ισχυρὠν και ισοδύναμων κρατών που πάντα φρόντιζαν να κρατούν περιορισμένη την εμπορική τάξη και να της στερούν τη δυνατότητα να γίνει ένα ανεξάρτητο πυρήνας εξουσίας. Σύμφωνα με τον γάλλο σινολόγο Jacques Gernet, οι πλούσιοι έμποροι της Δυναστείας Song του 13ο αιώνα, δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν μια αυτοδύναμη και ανεξάρτητη τάξη με κοινά συμφέροντα επειδή το κράτος ήταν πάντα παρόν και ήλεγχε ολοκληρωτικά την όποια επιρροή τους. Αν κι οι έμποροι συνέχισαν να ευδοκιμούν ως άτομα (όπως και η σημερινή νέα καπιταλιστική τάξη ) δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν μια συνεκτική τάξη με τη δική της πολιτική και οικονομική αντζέντα. Το σενάριο, σύμφωνα με τον Gernet ήταν πολύ διαφορετικό από το σενάριο που διαδραματίστηκε την ίδια εποχή στην Ιταλικές Δομοκρατίες και στις Κάτω Χώρες. Το μοτίβο αυτό, κατά το οποίο οι καπιταλιστές ενισχύουν τη θέση τους σε οικονομικούς όρους αλλά αποτυγχάνουν να ασκήσουν πολιτική επιρροή, μάλλον θα συνεχίζει να παίζει στην Κίνα και στις άλλες χώρες του πολιτικού καπιταλισμού.



Η Σύγκρουση των Καπιταλισμών (3): ΔΥΣΦΟΡΙΑ ΣΤΗ ΔΥΣΗ

Ενώ το τρέχον σύστημα έχει δημιουργήσει μια πιο ποικιλόμορφη ελίτ (σε όρους φύλου και φυλής), είχε ως άμεση συνέπεια την επιδείνωση της ανισότητας και τη συγκάλυψή της με το πέπλο της αξιοσύνης. Οι πλούσιοι σήμερα μπορούν να ισχυρίζονται, πιο πειστικά από τους προπάτορες τους της Χρυσής Εποχής, ότι ο πλούτος τους είναι καρπός της εργασίας τους, συσκοτίζοντας τα πλεονεκτήματα που απολαυάνουν από ένα συγκεκριμένο σύστημα και από συγκεριμένες κοινωνικές τάσεις που καθιστούν την κοινωνική κινητικότητα όλο και πιο δύσκολη. Τα τελευταία 40 χρόνια έχει δημιουργηθεί μια αδιαπέραση ανώτερη τάξη που συνεχώς αποξενώνεται από την υπόλοιπη κοινωνία. Στις ΗΠΑ το 10% των πλουσιότερων ανθρώπων κατέχει το 90% του συνολικού πλούτου. Η άρχουσα τάξη είναι ιδιαίτερα μορφωμένη, πολλά μέλη της εργάζονται και τα εισοδήματα που συγκεντρώνουν από την εργασία τους είναι υψηλά. Κι αυτοί πιστεύουν ότι αξίζουν την υψηλή θέση που απολαμβάνουν.




Οι ελίτ αυτἐς επενδύουν υπερβολικά τόσο στους απογόνους τους όσο και στη δημιουργία πολιτικού ελέγχου. Επενδύοντας στην εκπαίδευση των παιδιών τους θέλουν να εξασφαλίσουν και στις επόμενες γενιές τα υψηλά εισοδήματα και το κύρος που παραδοσιακά συνδέονται με τη γνώση και την εκπαίδευση. Επενδύοντας στην πολιτική επιρροή – εκλογές, δεξαμενές σκέψης, πανεπιστήμια κλπ – θέλουν να εξασφαλίσουν ότι θα είναι αυτοί που θα καθορίσουν τους κληρονομικούς νόμους, έτσι ώστε το οικονομικό κεφάλαιο να μπορεί εύκολα να περάσει στην επόμενη γενιά. Τα δυο αυτά εργαλεία οδηγούν στην αναπαραγωγή της άρχουσας τάξης.

Η δημιουργία μιας ισχυρής και ανθεκτικής άρχουσας τάξεως είναι αδύνατη χωρίς την εξάσκηση πολιτικού ελέγχου. Στο παρελθόν αυτό γινόταν με ‘’φυσικό τρόπο’’. Οι πολιτική τάξη συγκροτούνταν, ως επί το πλείστον, από τους πλούσιους και έτσι υπήρχε συμφωνία απόψεων και ταύτιση συμφερόντων ανάμεσα στους πολιτικούς και στους υπόλοιπους πλούσιους. Αυτό δεν ισχύει πιά: οι πολιτικοί προέρχονται από διάφορες κοινωνικές τάξεις και υπόβαθρα και πολλοί από αυτούς έχουν κοινωνιολογικώς λίγα, άν έχουν κάποιο, κοινά συμφέροντα με τους πλούσιους. Ο Μπιλ Κλιντον και ο Ομπάμα στις ΗΠΑ και η Μαργκαρετ Θάτσερ κι ο Τζον Μέιτζορ στο ΗΒ, προέρχονταν από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα αλλά έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να υποστηρίξουν τα συμφέροντα του 1%.

Στη σύγχρονη δημοκρατία, οι πλούσιοι χρησιμοποιούν τις πολιτικές τους επενδύσεις και τη χρηματοδότηση ἠ/και την άμεση κατοχή των δεξαμενών σκέψης και των μίντια για να πετύχουν οικονομικές πολιτικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους: χαμηλώτερη φορολογία στα υψηλά εισοδήματα, περισσότερες φοροαπαλλαγές,περισσότερες φοροελαφρύνσεις, λιγότερους κανονισμούς κίνησης κεφαλαίων και τα παρόμοια. Οι πολιτικές αυτές, με τη σειρά τους, αυξάνουν τις πιθανότητες παραμονής των πλουσίων στην κορυφή και δημιουργούν τον απόλυτο κρίκο στην σειρά των γεγονότων που θα οδηγήσουν σε μια αυτο-εξυπηρετούμενη ανώτερη τάξη. Ακόμη κι αν δεν προσπαθούσε να ελέγξει την πολιτική, η ανώτερη τάξη θα είχε πανίσχυρη θέση: ξοδεύοντας στις προεκλογικές εκστρατείες και δημιουργώντας τις δικές της δεξαμενές σκέψης, η θέση της είναι ακλόνητη.

Καθώς οι ελίτ του φιλελεύθερου αξιοκρατικοὐ καπιταλισμού αποκόπτονται από την κοινωνία, ο φθόνος και η πικρία της τελευταίας αυξάνονται. Η δυσφορία της Δύσης για την παγκοσμιοποίηση οφείλεται στο χάσμα που υπάρχει μεταξύ ενός μικρού αριθμού ελίτ και των μαζών, οι οποίες είδαν λίγα οφέλη από αυτήν και, δικαίως ή όχι, θεωρούν το παγκόσμιο εμπόριο και τη μετανάστευση ως τις κύριες αιτίες των παθών τους. Η κατάσταση θυμίζει την αποκαλούμενη ‘’αποδιάρθρωση’’ των κοινωνιών του Τρίτου Κόσμου στη δεκαετία του 1970 (π.χ., Βραζιλία, Νιγηρία και Τουρκία): μόλις οι αστικές τους τάξεις άρχισαν να δραστηροποιούνται στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, η πλειοψηφία της ενδοχώρας εγκαταλείφθηκε. Η ασθένεια που θεωρούνταν ότι πλήττει μόνο τις αναπτυσσὀμενες χώρες, φαίνεται ότι χτυπησε και τον παγκόσμιο Βορρά.


Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Η Σύγκρουση των Καπιταλισμών (2): ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΟ ΖΕΥΓΑΡΩΜΑ

Η παγκόσμια κυριαρχία του καπιταλισμού είναι μια από τις δυο εποχικές αλλαγές που βιώνει ο κόσμος. Η άλλη είναι η επανεξισορρόπηση της οικονομικής ισχύος μεταξύ Δύσης και Ασίας. Για πρώτη φορά από την Βιομηχανική Επανάσταση, τα εισοδήματα στην Ασία πλησιάζου αυτά της ΔυτικήςΕυρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Το 1970, η Δύση παρήγαγε το 56% του παγκόσμιου οικονομικού προϊὀντος και η Ασία (της Ιαπωνίας συμπεριλαμβανομένης) μόλις το 19%. Σήμερα, τρεις γενιές μόνο αργότερα, τα ποσοστά αυτά έχουν γίνει 37% και 43& αντίστοιχα – κυρίως λόγω της καταπληκτικής ανάπτυξης χωρών όπως η Κίνα και η Ινδία.



Ο καπιταλισμός στη Δύση δημιούργησε τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών οι οποίες ενεργοποίησαν ένα νέο κύμα παγκοσμιοποίησης στα τέλη του 20ου αιώνα, τηχρονική περίοδο όπου η Ασία άρχισε να μειώνει το χάσμα με τον ‘’Παγκόσμιο Βορρά’’. Στηριγμένη αρχικά στον πλούτο των δυτικών οικονομιών, η παγκοσμιοποίηση οδήγησε σε αναδιαμόρφωση ετοιμόρροπων δομών και σε μεγάλη ανάπτυξη πολλές χώρες της Ασίας. Η παγκόσμια εισοδηματική ανισότητα μειώθηκε σημαντικά από τη δεκαετία του 1990, όταν ο δείκτης Gini (ένα μέτρο της εισοδηματικής κατανομής, με το 0 να αντιστοιχεί στην απόλυτη ισότητα και το 1 στην απόλυτη ανισότητα) ήταν 0,70, ενὠ σήμερα είναι περίπου 0,60. Και θα συνεχίσει να μειώνεται όσο συνεχίσουν να αυξάνονται τα εισοδήματα στην Ασία.

Από την άλλη μεριά, ενώ η ανισότητα μεταξύ χωρών μειώθηκε, η ανισότητα μέσα στις χώρες – ειδικά στις χώρες της Δύσης – αυξήθηκε. Στις ΗΠΑ, ο συντελεστής Gini αυξήθηκε από 0,35 το 1979 σε 0,45 σήμερα. Αυτή η αύξηση της ανισότητας είναι, στον μεγαλύτερο βαθμό, αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης και των επιπτώσεων της στις πιο αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης: εξασθένιση των συνδιικάτων, η φυγή των εργασιακών θέσεων του κατασκευαστικού τομέα και στασιμότητα των μισθών.

Ο φιλελεύθερος αξιοκρατικός καπιταλισμός αναπτύχθηκε τα τελευταία 40 χρονια. Μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητός αν συγκριθεί με δυο άλλες εκδοχές: τον κλασσικό καπιταλισμό που ήταν κυρίαρχος κατά τον 19ο αιώνα και κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και τον σοσιαλδημοκρατικό καπιταλισμό που δημιούργησε το κράτος πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη και στη Νότιο Αμερική από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Αντίθετα με τον κλασσικό καπιταλισμό του 19ου αιώνα όπου οι περιουσίες δημιουργούνταν από την ιδιοκτησία κι όχι από την εργασία, οι πλούσιοι στο παρόν σύστημα τείνουν να είναι πλούσιοι τόσο σε όρους κεφαλαίου όσο και σε όρους εργασίας – δηλ., δημιουργούν τα εισοδήματα τους τόσο από επενδύσεις όσο και από εργασία. Επίσης, έχουν την τάση να παντρεύονται και να κάνουν οικογένειες με άτομα παρόμοιου μορφωτικού και οικονομικού υποβάθρου, ένα φαινόμενο που οι κοινωνιολόγοι ονομάζουν ‘’ταξινομικό ζευγάρωμα’’.

Ενώ στον κλασσικό καπιταλισμό οι άνθρωποι στην κορυφή της εισοδηματικής κλίμακας ήταν πιστωτές, σήμερα υπάρχουν πολλοί που είναι υψηλά αμοιβόμενοι διευθυντές, Web σχεδιαστές, γιατροί, τραπεζίτες και άλλοι ελίτ επαγγελματίες. Οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται για να κερδίσουν τους υψηλούς μισθούς τους αλλά, ταυτόχρονα, κερδίζουν και μεγάλα ποσά επενδύοντας τον πλούτο που έχουν κληρονομήσει ή δημιουργήσει από μόνοι τους σε χρηματοοικονομικά προϊόντα.

Στον φιλελεύθερο αξιοκρατικό καπιταλισμό, οι κοινωνίες είναι πιο ίσες σε σύγκριση με τις κοινωνίες του κλασσικού καπιταλισμού, οι γυναίκες κι οι μειονότητες μπορούν πιο εύκολα να βρούν εργασία και προσφέρονται  κοινωνικές παροχές  (μέσω της φορολογίας) σε μια προσπάθεια να μειωθούν  οι χειρότερες συνέπειες της έντονης συγκέντρωσης πλούτου και προνομίων. Ο φιλελεύθερος αξιοκρατικός καπιταλισμός κληρονόμησε αυτἀ τα μέτρα από τον άμεσο προκάτοχό του, τον σοσιαλδημοκρατικό καπιταλισμό. Το τελευταίο αυτό μοντέλο δομήθηκε πάνω στη βιομηχανική εργασία και με έντονη την παρουσία των συνδικάτων, τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μείωση της ανισότητας. Ο σοσιαλδημοκρατικός καπιταλισμός κυριάρχησε σε μια εποχή που είδε μέτρα όπως το GI Bill (1944) και τη ‘’Συμφωνία του Ντιτρόιτ’’ (1950) στις ΗΠΑ και οικονομικές εκρήξεις στη Γαλλία και τη Γερμανία, όπου οι μισθοί απογειώθηκαν. Ο πλούτος μοιραζόταν αρκετά δίκαια, οι πληθυσμοί είχαν ευκολότερη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, στην κατοικία και στη φθηνή εκπαίδευση και περισσότερες οικογένειες μπορούσαν να ανέλθουν στην κοινωνική κλίμακα.

Αλλά η φύση της εργασίας άλλαξε σημαντικά με την παγκοσμιοποίηση και τον φιλελεύθερο αξιοκρατικό καπιταλισμό, ειδικά με το ξεσκαρτάρισμα της βιομηχανικής εργατικής τάξης και το αδυνάτισμα των συνδικάτων. Από τα τέλη του 20ου αιώνα, το μερίδιο του κεφαλαιουχικού εισοδήματος στο συνολικό εισόδημα έχει αυξηθεί - δηλ., ένα μεγάλο μέρος του ΑΕΠ οφείλεται στα κέρδη των μεγάλων εταιρειών και των ήδη πλούσιων. Αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα ισχυρή στις ΗΠΑ αλλά παρατηρείται και σε όλες τις άλλες χώρες, ανεπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες. Το αυξανόμενο μερίδιο του κεφαλαιουχικού εισοδήματος στο συνολικό εισόδημα σημαίνει ότι το κεφάλαιο κι οι καπιταλιστές γίνονται πιο σημαντικοί από την εργασία και τους εργάτες και αποκτούν μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική ισχύ. Σημαίνει, επίσης, και μεγαλύτερη ανισότητα αφού αυτοί που αντλούν μεγάλο μέρος των εισοδημάτων τους από το κεφάλαιο είναι μάλλον οι πλούσιοι.

(συνεχίζεται)



Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Η Σύγκρουση των Καπιταλισμών – Η Πραγματική Μάχη για το Μέλλον της Παγκόσμιας Οικονομίας

Καθώς έκανα πανάληψη τα κηρύγματα του Σύντροφου Σι Τζινπίνγκ, μού ‘ρθε ένα email που με τάραξε. Είναι οι απόψεις τους ανισοτητολόγου Branko Milanovic που χρησιμοποιώντας τον πιασάρικο τίτλο ‘’Η Σύγκρουση των Καπιταλισμών’’ (κοπιάροντας την ‘’Σύγκρουση των Πολιτισμών’’ Samuel Huntington), μας αφηγήται το μέλλον της οικονομίας του πλανήτη.

Το στόρι έχει ως εξής:

Η Σύγκρουση των Καπιταλισμών  (Branko Milanovic, μτφρ. cryingwolf)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο καπιταλισμός κυβερνάει τον κόσμο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλος ο πλανήτης οργανώνει την οικονομική του παραγωγή με τον ίδιο τρόπο: η εργασία είναι εθελοντική, το κεφάλαιο είναι, ως επί το πλείστον, στα χέρια των ιδιωτών και η παραγωγή διευθύνεται με έναν αποκεντρωτικό τρόπο και κινητοποιείται από την προσδοκία κέρδους.



Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο αυτού του θριάμβου. Στο παρελθόν, ο καπιταλισμός – είτε κοιτάξουμε στη Μεσοποταμία του 6ο π.Χ. αιώνα είτε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είτε στις Ιταλικές πόλεις του Μεσαίωνα είτε στις Κάτω Χώρες της πρώιμης νεωτερικής εποχής – έπρεπε να συνυπάρχει με άλλους τρόπους οργάνωσης της παραγωγής. Οι εναλλακτικοί αυτοί τρόποι περιελάμβαναν κυνήγι και συλλογή τροφής, μικρής κλίμακας καλλιέργειες από ελεύθερους χωρικούς και δουλεία. Ακόμη και 100 χρόνια πριν, όταν εμφανίστηκε η πρώτη μορφή παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού με την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα και του παγκόσμιου εμπορίου, υπήρχαν πολλοί από αυτούς τους εναλλακτικούς τρόπους οργάνωσης της παραγωγής. Τότε, ακολουθώντας τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, ο καπιταλισμός μοιράστηκε τον κόσμο με τον κομμουνισμό, ο οποίος κυριάρχησε στο 1/3 σχεδόν του παγκόσμιου πληθυσμού. Σήμερα, ο καπιταλισμός είναι ο μόνος τρόπος παραγωγής που έχει μείνει ζωντανός.

Είναι πολύ συνηθισμένο να ακούμε διάφορους σχολιαστές στη Δύση να περιγράφουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων ως ‘’ύστερο καπιταλισμό’’,  σαν το οικονομικό αυτό σύστημα να είναι στο χείλος του αφανισμού. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει μια καινούργια απειλή από τον σοσιαλισμό. Αλλά η στυγνή αλήθεια είναι ότι ο καπιταλισμός είναι ζωντανός όσο ποτέ και χωρίς ανταγωνιστή. Όλες οι κοινωνίες του κόσμου έχουν υιοθετήσει το ανταγωνιστικό και υλιστικό/καταναλωτικό πνεύμα που διαπερνάει τον καπιταλισμό, χωρίς το οποίο τα εισοδήματα μειώνονται, η φτώχια αυξάνεται και η τεχνολογική πρόοδος επιβραδύνεται. Αντίθετα, η πραγματική μάχη δίνεται εντός του ίδιου του καπιταλισμού., ανάμεσα σε δυο μοντέλα που αντιμάχονται μεταξύ τους.

Είναι πολύ συχνό φαινόμενο στην ανθρώπινη ιστορία, ο θρίαμβος ενός συστήματος ή μιας θρησκείας να ακολουθείται από ένα σχίσμα ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιδεολογίας. Μετά την εξάπλωση του Χριστιανισμού στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, ξέσπασαν άγριες ιδεολογικές διαμάχες, που τελικά οδήγησαν στο πρώτο θρησκευτικό σχίσμα ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική εκκλησία.

Τα ίδια έπαθε και το Ισλάμ, το οποίο μετά από την ιλλιγιώδη εξάπλωσή του διασπάστηκε ανάμεσα στον Σιιτικό και το Σουνιτικό κλάδο. Κι ο κομμουνισμός, ο αντίπαλος του καπιταλισμού κατα τον 20ο αιώνα διασπάστηκε στη Σοβιετική και την Μαοϊκλη εκδοχή. Υπό αυτή την έννοια, ο καπιταλισμός δεν διαφέρει: σήμερα δυο μοντέλα του, με διαφορετικούς πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς προσανατολισμούς, βρίσκονται σε απηνή αντιμαχία.

Στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής, όπως και σε μερικές άλλες χώρες όπως η Ινδία, η Ινδονησία και η Ιαπωνία, κυριαρχεί μια μορφή φιλελεύθερου αξιοκρατικού καπιταλισμού: ένα σύστημα στο οποίο το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής βρίσκεται στα χέρια του ιδιωτικού τομέα, που φαινομενικά επιτρέπει την άνθιση του ταλέντου και που προσπαθεί να εξασφαλίσει ευκαιρίες προς όλους μέσω μέτρων όπως η ελεύθερη εκπαίδευση και η φορολογία κληρονομιών. Δίπλα σ΄αυτό το σύστημα βρίσκεται το κρατικά καθοδηγούμενο πολιτικό μοντέλο του καπιταλισμού που εφαρμόζεται στην Κίνα και φαίνεται να αναδύεται και σε μερικές άλλες χώρες της Ασίας (Μιανμάρ, Σιγκαπούρη, Βιετνάμ) της Ευρώπης (Αζερμπαϊτζάν, Ρωσία) και της Αφρικής (Αλγερία, Αιθιοπία, Ρουάντα). Το σύστημα αυτό ευνοεί τη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και περιορίζει τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.

Αυτοί οι δυο τύποι καπιταλισμού - με τις ΗΠΑ και την Κίνα αντίστοιχα να είναι τα ηγετικάπαραδείγματα – ανταγωνίζονται σταθερά ο ένας τον άλλο γιατί είναι στενά συνδεδεμένα. Η Ασία, η Δυτική Ευρώπη και η Βόρειος Αμερική, οι οποίες μαζί αποτελούν το70% του παγκόσμιου και συγκεντρώνουν το 80% του παγκόσμιας παραγωγής, βρίσκονται σε συνεχή επαφή μέσω του εμπορίου, των επενδύσεων, της μετακίνησης ανθρώπων, της μεταφοράς τεχνολογίας κκαι της ανταλλαγής ιδεών. Αυτές οι συνδέσεις και αντιπαραθέσεις έχουν εκθρέψει έναν ανταγωνισμό μεταξύ της Δύσης και μερών της Ασίας, ο οποίος γίνεται πιο έντονος λόγω των διαφορών που έχουν οι δυο τύποι καπιταλισμού . Και είναι αυτός ο ανταγωνισμός – όχι μια διαμάχη μεταξύ του καπιταλισμού και κάποιου εναλλακτικού οικονομικού συστήματος – που θα διαμορφώσει το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας.

Το 1978, σχεδόν το 100% του οικονομικού προϊόντος της Κίνας προερχόταν από τον δημόσιο τομέα, ενώ σήμερα το ποσοστό έχει πέσει κάτω από το 20%. Στη σύγχρονη Κίνα, όπως και στις πιο παραδοσιακές καπιταλιστικές χώρες της Δύσης, τα μέσα παραγωγής βρίσκονται σε χἐρια ιδιωτών, το κράτος δεν αποφασίζει για την παραγωγή και τις τιμές και οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι μισθωτοί. Η Κίνα είναι εξόχως καπιταλιστική εξεταζόμενη με τα τρία αυτά κριτήρια.

Ο καπιταλισμός μπορεί πλέον να μην έχει αντίπαλο, αλλά αυτά τα δυο μοντέλα δίνουν σημαντικά διαφοροποιημένους τροπους δόμησης της πολιτικής και οικονομικής ισχύος σε μια κοινωνία. Ο πολιτικός καπιταλισμός παρέχει μεγαλύτερη αυτονομία στις πολιτικές ελίτ υποσχόμενος μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στους συνηθισμένους ανθρώπους. Η οικονομική επιτυχία της Κίνας αμφισνητεί τον ισχυρισμό της Δύσης ότι υπάρχει ένας ακατάλυτος δεσμός μεταξύ καπιταλισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας.


Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός έχει πολλά πλεονεκτήματα, με πιο σημαντικά τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Τα δυο αυτά χαρακτηριστικά του είναι αξίες καθεαυτά και ευνοούν τη γρηγορότερη οικονομική ανάπτυξη ευνοώντας την καινοτομία και την κοινωνική κινητικότητα. Αλλά το σύστημα αυτό αντιμετωπίζει μια τεράστια πρόκληση: την ανάδυση μιας αυτοδιαιωνιζόμενης ανώτερης τάξης μαζί με μια ολοένα και αυξανόμενη ανισότητα. Και αυτή η πρόκληση αποτελεί την μεγαλύτερη απεική για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του φιλελεύθερου καπιταλισμού.

Την ίδια στιγμή, οι κυβερνήσεις της Κίνας και των άλλων κρατών που ακολουθούν τον πολιτικό καπιταλισμό πρέπει να προσφέρουν συνεχώς οικονομική ανάπτυξη ώστε να νομιμοποιούν την κυριαρχία τους, ένας καταναγκασμός του οποίου η εκπλήρωση γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Τα κράτη του πολιτικού καπιταλισμού πρέπει ακόμη να προσπαθήσουν να περιορίσουν τη διαφθορά που είναι εγγενής στο σύστημα και το αποτέλεσμα της που είναι η καλπάζουσα ανισότητα. Το μοντέλο τους θα δοκιμαστεί με βάση την ικανότητα τους να περιορίσουν την ανάπτυξη μιας καπιταλιστικής τάξης που συχνά διαμαρτύρεται για την αλαζονική εξουσία της κρατικής γραφεοκρατίας.

Καθώς και άλλα μέρη του κόσμου (ιδιαίτερα οι αφρικανικές χώρες) προσπαθούν να μετασχηματίσουν τις οικονομίες τους και αρχίσουν να αναπτύσσονται, οι αντιθέσεις μεταξύ των δυο μοντέλων θα πάρουν αιχμηρότερη μορφή. Ο ανταγωνισμός Κίνας – ΗΠΑ αναλύεται συνήθως με όρους γεωπολιτικής, αλλά στην ουσία του, είναι σαν την τριβή μεταξύ δυο τεκτονικών πλακών, το αποτέλεσμα της οποίας θα καθορίσει την πορεία του καπιταλισμού αυτόν τον αιώνα.
 
(συνεχίζεται)





Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Who Is The Worst Philosopher?


While it is common to look at lists of the best in every field and every art, very rarely we look at a list of the worst. Ιn the current issue of popular philosophy magazine ‘’Philosophy Now’’ (https://philosophynow.org/issues/135 ), the month’s question is: ‘’Who Is The Worst Philosopher?’’. The Big 10, chronologically:




1.Seneca the Younger (4BC-65AD), who preached stoicism while making a fortune and enjoying the luxury of Nero’s court. 2.René Descartes (1596-1650), simply because his physics – the famous vortices – is not only nonsense, but based on no scientific evidence.
3.George Berkeley (1685-1753) because his key notion that nothing exists except insofar as it exists as an idea in some mind is pure stupidity.
4.Karl Marx (1818-1883) for his thinking led to the totalitarian communist regimes and so to the mass killings of more people than even fascism.
5.Herbert Spencer (1820-1903) for his Social Darwinism.
6.Friedrich Nietzsche (1844-1900) because he tended to work from a position of fancy and romanticism, thinking that he was more ready for action than he really was.
7.Moritz Schlick (1882-1936) because is responsible for the Logical Positivist movement, the group of philosophers attempted to curtail the criteria of what was considered ‘meaningful’, and hence worthy of pursuit.
8.John Maynard Keynes (1883-1946) because his ideas are a convoluted thicket of supercilious jabs and straw-man arguments.
9.Martin Heidegger (1889-1976) as a philosopher of Nazism im Sein und Zeit.
10. Ayn Rand (1905-1982), whose endorsements of ethical egotism and laissez-faire capitalism are formulated in the overused, hubristic and indolent arguments characteristic of the worst of what can, at a stretch, be called ‘philosophy’.