Για να «μετρήσουμε» κάπως την ποίηση, σχεδιάσαμε στην ΟΔΝΠ ένα πείραμα.
Πήραμε τα αναγνωστικά των 3 πρώτων τάξεων του γυμνασίου (αργότερα, και του λυκείου) και καταγράψαμε τα ποιήματα που περιέχονται στα 3 βιβλία (βλ. Πίνακα). Είναι κάπου 70+ ποιήματα και βαστούν από την παράδοση της κλεφτουργιάς μέχρι την Κική και την Τζένη (βλ Πίνακα).
Όπου και όποτε μπορούσαμε (τεκμηριώνοντας από τα πριν πως δεν θα φάμε ξύλο), ξεφουρνίζαμε κι ένα ποιηματάκι και περιμέναμε αντιδράσεις. Το πείραμα κράτησε όσο και το γυμνάσιο, 3 χρόνια δηλ., και το ποίημα που επρώτευσε σε προτιμήσεις, αφήνοντας μίλια πίσω του "Ελεύθερους Πολιορκημένους" και "Ιθάκες", ήταν το "O επιστάτης των εθνικών οικοδομών επί I. Καποδίστρια", της γεμάτης από πρώιμο ορθόδοξο/ανατολικό διαλεκτικό υλισμό ποίησης του Α Σούτσου: Τερερέμ, λαλά, λαλά·/η δουλειά πάγει καλά.
Φοίνικες και ταλαράκια το πουγκί μου κουδουνίζει,
και το στόμα μου σαμπάνιες και ρυζόγαλο μυρίζει·
χαιρετάτε με με σέβας, με βαθύν προσκυνισμόν·
επιστάτης, κύριοί μου, έγινα οικοδομών.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Έκτακτε Διοικητή μου, πόσα γρόσια* θησαυρίζεις;
Όσα παίρνω σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο τα κερδίζεις;
Έκτακτα τον μήνα παίρνεις εσύ χίλια… κι ας να μη!
Εγώ παίρνω τρεις χιλιάδες εις την κάθε πιθαμή.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Η αυτού Πανεξοχότης* μ' αγκαλιάζει κάθε μέρα.
Μα ρημάζω* το Ταμείον; Αλλού βλέπει, βρέχει πέρα,
φθάνει μόνον, πουρνό* βράδυ, να τον λέγω εις τ' αυτί
τι φρονεί ο ένας κι άλλος και τι δρόμο περπατεί.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Σήμερον το Ναύπλιόν μας η πρωτεύουσά μας είναι·
αύριο θα είναι, λέγουν, αι περίφημαι Αθήναι.
Τότε, γρόσια μιλιούνια* τότε δα θα ξοδευθούν,
και πατόκορφ' απ' εμένα αι Αθήναι θα κτισθούν.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Κριματίζει όποιος λέγει πως εγώ μισώ τα φώτα·
τα σχολεία, στην τιμή μου, τ' αγαπώ απ' όλα πρώτα·
και πολλές φορές λαχαίνει στ' όνειρό μου να ιδώ
πως οικοδομώ Μουσεία, κι απ' το στρώμα τραγουδώ:
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Με κολνούνε οι γυναίκες και γλυκές ματιές με ρίχνουν·
μ' όλες μου τες άσπρες τρίχες πως μ' ορέγουνται με δείχνουν·
γαμβρός είμαι όπου πάγω, κι εις το κάθε σπιτικό
ταπεινότατες προτάσεις υπανδρείας αγρικώ.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Πήραμε τα αναγνωστικά των 3 πρώτων τάξεων του γυμνασίου (αργότερα, και του λυκείου) και καταγράψαμε τα ποιήματα που περιέχονται στα 3 βιβλία (βλ. Πίνακα). Είναι κάπου 70+ ποιήματα και βαστούν από την παράδοση της κλεφτουργιάς μέχρι την Κική και την Τζένη (βλ Πίνακα).
Όπου και όποτε μπορούσαμε (τεκμηριώνοντας από τα πριν πως δεν θα φάμε ξύλο), ξεφουρνίζαμε κι ένα ποιηματάκι και περιμέναμε αντιδράσεις. Το πείραμα κράτησε όσο και το γυμνάσιο, 3 χρόνια δηλ., και το ποίημα που επρώτευσε σε προτιμήσεις, αφήνοντας μίλια πίσω του "Ελεύθερους Πολιορκημένους" και "Ιθάκες", ήταν το "O επιστάτης των εθνικών οικοδομών επί I. Καποδίστρια", της γεμάτης από πρώιμο ορθόδοξο/ανατολικό διαλεκτικό υλισμό ποίησης του Α Σούτσου: Τερερέμ, λαλά, λαλά·/η δουλειά πάγει καλά.
Φοίνικες και ταλαράκια το πουγκί μου κουδουνίζει,
και το στόμα μου σαμπάνιες και ρυζόγαλο μυρίζει·
χαιρετάτε με με σέβας, με βαθύν προσκυνισμόν·
επιστάτης, κύριοί μου, έγινα οικοδομών.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Έκτακτε Διοικητή μου, πόσα γρόσια* θησαυρίζεις;
Όσα παίρνω σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο τα κερδίζεις;
Έκτακτα τον μήνα παίρνεις εσύ χίλια… κι ας να μη!
Εγώ παίρνω τρεις χιλιάδες εις την κάθε πιθαμή.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Η αυτού Πανεξοχότης* μ' αγκαλιάζει κάθε μέρα.
Μα ρημάζω* το Ταμείον; Αλλού βλέπει, βρέχει πέρα,
φθάνει μόνον, πουρνό* βράδυ, να τον λέγω εις τ' αυτί
τι φρονεί ο ένας κι άλλος και τι δρόμο περπατεί.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Σήμερον το Ναύπλιόν μας η πρωτεύουσά μας είναι·
αύριο θα είναι, λέγουν, αι περίφημαι Αθήναι.
Τότε, γρόσια μιλιούνια* τότε δα θα ξοδευθούν,
και πατόκορφ' απ' εμένα αι Αθήναι θα κτισθούν.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Κριματίζει όποιος λέγει πως εγώ μισώ τα φώτα·
τα σχολεία, στην τιμή μου, τ' αγαπώ απ' όλα πρώτα·
και πολλές φορές λαχαίνει στ' όνειρό μου να ιδώ
πως οικοδομώ Μουσεία, κι απ' το στρώμα τραγουδώ:
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Με κολνούνε οι γυναίκες και γλυκές ματιές με ρίχνουν·
μ' όλες μου τες άσπρες τρίχες πως μ' ορέγουνται με δείχνουν·
γαμβρός είμαι όπου πάγω, κι εις το κάθε σπιτικό
ταπεινότατες προτάσεις υπανδρείας αγρικώ.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου