https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός; (9) Σκουριές στο σιδερένιο κλουβί

του Wolfgang Streeck

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Μαζί με τη μειούμενη ανάπτυξη, την αύξηση της ανισότητας και τη μεταβίβαση του δημόσιου τομέα στους ιδιώτες, η διαφθορά είναι η τέταρτη δυσλειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού. O Μαξ Βέμπερ στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει την ηθική του καπιταλισμού, τραβάει μια έντονη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον καπιταλισμό και την απληστία επικαλούμενος τα ηθικά θεμέλια του συστήματος που τα ανιχνεύει στον προτεσταντισμό. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, η απληστία υπήρχε παντού και πάντοτε και δεν είναι χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Αντίθετα, ο καπιταλισμός έχει τη δυνατότητα να την εξαλείψει.

Ο καπιταλισμός βασίστηκε όχι στην επιθυμία να γίνει κανείς πλούσιος αλλά στην αυτοπειθαρχία, τη μεθοδική προσπάθεια, την υπεύθυνη διαχείριση, την αφοσίωση στην ορθολογική οργάνωση της ζωής. O Βέμπερ πίστευε ότι οι πολιτιστικές αξίες του καπιταλισμού θα ξεθωριάζουν όσο ωριμάζουν και μετατρέπονται σε ένα «σιδερένιο κλουβί», όπου η γραφειοκρατική ρύθμιση και οι περιορισμοί στον ανταγωνισμό θα αντικαταστήσουν τις πολιτιστικές ιδέες που είχαν ως στόχο την αποσύνδεση της συσσώρευσης κεφαλαίου τόσο από την ηδονιστική-υλιστική κατανάλωση όσο και από τα πρωτόγονα ένστικτα αποθησαύρισης.

Παράλληλα, η απάτη κι η διαφθορά πάντα έκαναν πολύ παρέα με τον καπιταλισμό. Αλλά με την άνοδο και επικυριαρχία του χρηματιστηριακού τομέα υπάρχουν πολλοί λόγοι να θεωρήσει κανείς ότι οι αιτιάσεις του Βέμπερ πάνω στην ηθική βάση του καπιταλισμού αφορούν έναν άλλο κόσμο.

O τομέας αυτός αποτελεί μια «βιομηχανία» όπου η καινοτομία δύσκολα διακρίνεται από την παράκαμψη ή και την παραβίαση των κανόνων. Όπου οι ημινόμιμες και παράνομες πράξεις είναι ιδιαίτερα συχνές. Όπου εξειδίκευση και απολαβές μεταξύ εταιριών και ρυθμιστικών αρχών έχουν τεράστια διαφορά και η μεταξύ τους αναγκαστική επικοινωνία/συνεργασία αφήνει πολλά ανοιχτά  παράθυρα για κάθε είδους, ραφιναρισμένη ή άγαρμπη, διαφθορά [25].

Όπου οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν είναι απλώς πολύ μεγάλες για να αποτύχουν αλλά και πολύ μεγάλες για να πάνε φυλακή, δεδομένης της σημασίας τους για την εθνική οικονομική πολιτική και τα φορολογικά έσοδα. Και όπου τα όρια μεταξύ ιδιωτικών εταιριών και κράτους γίνονται περισσότερο ασαφή από οπουδήποτε αλλού, όπως φάνηκε με τη διάσωση του 2008 ή όπως φαίνεται από τον αριθμό των στελεχών των αμερικανικών κυβερνήσεων που είχαν ήδη εργαστεί (ή εργάστηκαν μετά το τέλος της θητείας τους) στον τομέα αυτόν.

Με τα σκάνδαλα Enron και WorldCom, η διαφθορά στην αμερικανική οικονομία έπιασε ιστορικό υψηλό. Αλλά αυτό που έγινε μετά το 2008 ήταν πραγματική αποκάλυψη: εταιρίες αξιολόγησης που χρηματοδοτούνταν από παραγωγούς τοξικών προϊόντων, σκιώδες τραπεζικό σύστημα, ξέπλυμα χρημάτων και παροχή συμβουλών για μεγάλης κλίμακας φοροδιαφυγή, κόλπα με τα επιτόκια και την τιμή του χρυσού, και πάει λέγοντας. 

Η ηθική παρακμή του καπιταλισμού μπορεί να σχετίζεται με την οικονομική του παρακμή, με τον αγώνα για την με κάθε τρόπο εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας για κέρδος να διογκώνεται σε γιγάντια κλίμακα.

Η πρόσληψη του καπιταλισμού από το κοινό είναι πλέον απολύτως κυνική, το όλο σύστημα κατανοείται ως ένας κόσμος γεμάτος με βρώμικα κόλπα που σα στόχο έχουν να κάνουν τους πλούσιους πλουσιότερους. Κανείς δεν πιστεύει στην ηθική αναζωογόνηση του καπιταλισμού. Η προσπάθεια του Βέμπερ να τον αποσυνδέσει από την απληστία απέτυχε. Καπιταλισμός και διαφθορά είναι πλέον συνώνυμα.

(συνεχίζεται)

Σημειώσεις
[25] Του υψηλοτέρου επιπέδου συμπεριλαμβανομένου: τόσο ο Μπλερ όσο κι Σαρκοζί εργάζονται τώρα στα hedge funds. Η εκλογή τους και η θητεία τους σε θέση εθνικού ηγέτη θεωρήθηκαν από τους ίδιους και από τα αφεντικά τους ως απαιτούμενη μαθητεία για την κάλυψη καλύτερα αμειβόμενων θέσεων στον χρηματιστηριακό τομέα.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός; (8) Πλουτοκράτες και Λεηλασία

του Wolfgang Streeck

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Επιστρέφοντας στη δεύτερη δυσλειτουργία, μπορούμε να πούμε ότι δεν διαφαίνεται, σύντομα ή και μακροπρόθεσμα, αντιστροφή της μακροχρόνιας τάσης προς μεγαλύτερη ανισότητα. Η ανισότητα καταπιέζει την ανάπτυξη για τους λόγους που είπε ο Κέυνς αλλά και για άλλους λόγους. Αλλά το εύκολο χρήμα που παρέχεται από τις κεντρικές τράπεζες – εύκολο για το κεφάλαιο αλλά όχι για την εργασία – επιβαρύνει περισσότερο την ανισότητα μεγεθύνοντας το χρηματιστηριακό τομέα και ευνοώντας περισσότερο την κερδοσκοπία και όχι τις παραγωγικές επενδύσεις. Και έτσι η αναδιανομή του πλούτου έγινε ολιγαρχική: αντί να υπηρετεί ένα συλλογικό συμφέρον, όπως υπόσχονται τα νεοκλασικά οικονομικά, αποσπά πόρους από ολοένα και περισσότερο αποδυναμωμένες και παρακμάζουσες κοινωνίες. Οι χώρες που έρχονται στο μυαλό είναι η Ρωσία, η Ουκρανία αλλά και η Ελλάδα και η Ισπανία και αυξανόμενα οι ΗΠΑ. Με την ολιγαρχική αναδιανομή σπάει ο κευνσιανός δεσμός που συνέδεε τα κέρδη των πλουσίων με τους μισθούς των φτωχών και αποσυνδέεται η μοίρα της οικονομικής ελίτ από αυτή των μαζών [21].

Αυτό προεξοφλείτο στα περίφημα μνημόνια της «πλουτονομίας» που διένειμε η Citibank σε ένα επιλεγμένο κύκλο των πλουσιότερων πελατών της για να τους διαβεβαιώσει ότι η ευημερία τους δεν εξαρτάται πλέον από τους μισθωτούς [22]. Η ολιγαρχική αναδιανομή και η τάση προς την πλουτονομία, ακόμα και σε χώρες που ακόμη λογίζονται ως δημοκρατίες, επαναφέρουν τον εφιάλτη των ελίτ που είναι σίγουρες ότι μπορούν να επιβιώσουν σε βάρος του συστήματος που τους έκανε πλούσιους.

Οι πλουτονόμοι καπιταλιστές δεν χρειάζεται να ανησυχούν πλέον για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας γιατί τα υπερεθνικά τους κέρδη αυξάνονται χωρίς αυτήν. Έτσι, διευκολύνεται η έξοδος των υπερπλουσίων από χώρες όπως η Ρωσία και η Ελλάδα μαζί με τα χρήματά τους – ή με τα χρήματα των συμπατριωτών τους – και η εγκατάστασή τους σε χώρες όπως η Ελβετία, η Βρετανία ή οι ΗΠΑ. Η δυνατότητα της διάσωσης του εαυτού σου και της οικογένειάς σου με εγκατάλειψη της χώρας σου μαζί με την περιουσία σου είναι το μεγαλύτερο δέλεαρ για τους πλούσιους να κινηθούν προς την κατάσταση «τέλος παιχνιδιού»: ρευστοποιήσεις, κόψιμο συναλλαγών και πίσω τους καμένη γη.

Άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν την κατάσταση είναι η Τρίτη δυσλειτουργία: η λεηλασία του δημοσίου μέσω υποχρηματοδότησης και ιδιωτικοποιήσεων. Παλιότερα είχα ανιχνεύσει την προέλευσή της στη δεκαετία του 1970, στη διπλή μετάβαση από το κράτος – φόροι στο κράτος – χρέος και από εκεί στο κράτος – λιτότητα. Βασικότερη μεταξύ των αιτιών αυτής της μετάβασης ήταν η δυνατότητα που παρείχαν οι παγκόσμιες αγορές κεφαλαίου από το 1980 και μετά: μειωμένη φορολογία και φοροαπαλλαγές στις επιχειρήσεις και στα υψηλά εισοδήματα.

Οι προσπάθειες για μείωση των ελλειμμάτων βασίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε μείωση των δημοσίων δαπανών – τόσο στην κοινωνική ασφάλεια όσο και σε επενδύσεις που αφορούν υποδομές και ανθρώπινο κεφάλαιο. Καθώς τα εισοδήματα του πλουσιότερου 1% αυξάνουν, ο δημόσιος τομέας συρρικνώνεται και αργοπεθαίνει για χάρη του διεθνώς κινούμενου ολιγαρχικού πλούτου. Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν η ιδιωτικοποιήσεις που έγιναν ανεξάρτητα από την συνεισφορά που μπορούσαν να έχουν οι δημόσιες δαπάνες για παραγωγικότητα και κοινωνική συνοχή στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ισότητα.

Ακόμη και πριν το 2008 ήταν γενικώς αποδεκτό ότι η δημοσιονομική κρίση του μεταπολεμικού κράτους έπρεπε να λυθεί με μείωση των δαπανών παρά με αύξηση των φόρων, ειδικά στους πλούσιους. Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών μέσω λιτότητας, παλιότερα και τώρα, επιβάλλεται στις κοινωνίες ακόμη και αν είναι πιθανό να στραγγαλίσει την ανάπτυξη. Και αυτό φαίνεται να είναι μια ακόμη ένδειξη ότι η οικονομία των ολιγαρχών έχει διαχωριστεί από την οικονομία των κανονικών ανθρώπων, αφού οι πλούσιοι δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάποιο τίμημα για τη μεγιστοποίηση των εισοδημάτων τους ή να προωθήσουν τα συμφέροντα τους κατά τρόπο που να ευνοείται η οικονομία ως σύνολο. Αυτό που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια είναι αυτό που επισήμανε ο Μαρξ, δηλαδή η θεμελιώδης αντίθεση μεταξύ της κοινωνικής φύσης της παραγωγής σε μια ανεπτυγμένη οικονομία και κοινωνία και της ιδιωτικής κατοχής των μέσων παραγωγής. Καθώς η αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί δημόσια μέριμνα, τείνει να είναι ασύμβατη με την ιδιωτική συσσώρευση πλούτου, ωθώντας τις καπιταλιστικές ελίτ να διαλέξουν μεταξύ των δυο. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε σήμερα: οικονομική στασιμότητα και ολιγαρχική διανομή του παραγόμενου πλούτου.

(συνεχίζεται)

Σημειώσεις
[21] Τόσο στις ΗΠΑ όσο και αλλού, οι πλούσιοι αντιτίθενται στα συνδικάτα και στη θεσμοθέτηση του κατώτερου μισθού αν και οι χαμηλότεροι μισθοί επηρεάζουν τη συνολική ζήτηση. Είναι προφανής ο λόγος αυτού: ο χρηματιστηριακός τομέας και η άφθονη τροφοδοσία με φρέσκο χρήμα έχει αντικαταστήσει τη μαζική αγοραστική δύναμη και επιτρέπει στους πλούσιους να αυξάνουν τα κέρδη τους χωρίς να έχουν ανάγκη τη μαζική κατανάλωση. Μια αύξηση της ζήτησης από τα κάτω θα έκανε ελκυστική την επένδυση των «αποταμιεύσεων» των πλουσίων στις υπηρεσίες και τις κατασκευές.
[22] Citigroup Research, ‘Plutonomy: Buying Luxury, Explaining Global Imbalances’, 16 October 2005; ‘Revisiting Plutonomy: The Rich Getting Richer’, 5 March 2006.
[23] Nota bene ότι ο καπιταλισμός έχει να κάνει με το κέρδος όχι με την παραγωγικότητα. Αν και αυτά τα δυο πάνε συνήθως μαζί, μπορεί να χωρίσουν οι δρόμοι τους αν η οικονομική μεγέθυνση αρχίσει να απαιτεί δυσανάλογη επέκταση του δημόσιου τομέα, όπως διατυπώνεται στο νόμο του Wagner.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός; (7) Πέντε Δυσλειτουργίες

του Wolfgang Streeck

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Ο καπιταλισμός χωρίς αντίπαλο έμεινε μόνος του με τα εργαλεία του, εντός των οποίων δε συμπεριλαμβάνεται ο αυτο-περιορισμός. Το κυνήγι για κέρδος είναι ατέρμονο και δεν μπορούσε να είναι αλλιώς. H ιδέα ότι το λιγότερο θα μπορούσε να είναι περισσότερο δεν είναι κάτι που o καπιταλισμός θα μπορούσε να εκτιμήσει.

Έχω τη γνώμη ότι σήμερα είμαστε σε θέση να δούμε το ξεψύχισμα του καπιταλισμού ως αποτέλεσμα της καταστροφής των αντιπάλων του – θάνατος από υπερβολική δόση εαυτού. Θα προσπαθήσω να το δείξω επικεντρώνοντας σε πέντε συστημικές δυσλειτουργίες του συστήματος οι οποίες προέκυψαν από την εξασθένιση των παραδοσιακών θεσμικών και πολιτικών περιορισμών στην αχαλίνωτη πρόοδο του. Οι δυσλειτουργίες αυτές είναι:

1.Στασιμότητα, 2. Ολιγαρχική ανακατανομή, 3. Λεηλασία του Δημοσίου, 4. Διαφθορά και 5. Πλανητική αναρχία
 
6 χρόνια μετά τη Lehman, οι προβλέψεις για μακροχρόνια στασιμότητα είναι της μόδας. Σε ένα πολυσυζητημένο άρθρο του ο Robert Gordon υποστηρίζει ότι από τον 19ο αιώνα και μετά, οι κύριες καινοτομίες που καθοδήγησαν και προώθησαν την παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη ήταν λίγες, π.χ. η αύξηση της ταχύτητας των μεταφορών και η ύδρευση των πόλεων [15]. Συγκρινόμενες με αυτές τις καινοτομίες, η πρόσφατη διάχυση της πληροφορικής έχει δώσει πολύ μικρή ώθηση στην παραγωγικότητα. Αν και το επιχείρημα του Gordon διέπετε από τεχνολογικό ντετερμινισμό, είναι εύλογο ο καπιταλισμός να ελπίζει ότι μπορεί να διατηρήσει τα απαιτούμενα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης για τον έλεγχο της εργατικής τάξης μόνο αν μπορεί να βοηθήσει κάποιους άλλους να συσσωρεύσουν κεφάλαιο. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν η τεχνολογία δίνει νέες δυνατότητες αύξησης της παραγωγικότητας. Σε κάθε περίπτωση ο Gordon στηρίζει την πρόβλεψή του για ασθενή ή και μηδενική ανάπτυξη σε μια λίστα 6 μη τεχνολογικών παραγόντων – τους αποκαλεί μετωπικούς ανέμους (headwinds) – οι οποίοι θα καθορίσουν τη μακροχρόνια στασιμότητα "ακόμη κι αν η καινοτομία συνεχίσει να εξελίσσεται με τους ρυθμούς των δυο δεκαετιών που προηγήθηκαν του 2007" [16].

Μεταξύ αυτών των παραγόντων περιλαμβάνει και δυο που κατά τη γνώμη μου έχουν συσχετιστεί εδώ και κάποια χρόνια με την ασθενή ανάπτυξη: την ανισότητα και την υπερχρέωση καταναλωτών και κυβερνήσεων [17]. Αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι το πόσο κοντά βρίσκονται οι σύγχρονες θεωρίες για τη στασιμότητα με τις μαρξιστικές θεωρίες περί υποκατανάλωσης που διατυπώθηκαν στις δεκαετίες του 1970 και 1980 [18]. Πρόσφατα, ο Lawrence ‘Larry’ Summers - από τα αγαπημένα παιδιά της Wall Street, αρχιτέκτονας της χρηματιστηριακής απορρύθμισης της κυβέρνησης Κλιντον, πρώτη επιλογή του Ομπάμα για πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (έως ότου παραιτήθηκε από την υποψηφιότητα λόγω αντίθεσης τις Κογκρέσου) [19] - μπήκε στο στρατόπεδο των θεωρητικών της στασιμότητας. Το 2012, σε ανακοίνωσή του στο Οικονομικό Φόρουμ του ΔΝΤ, παραδέχτηκε ότι δεν συμμερίζεται πλέον την αισιοδοξία ότι τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια θα μπορούσαν να παράγουν σημαντική ανάπτυξη στο ορατό μέλλον, ειδικά μέσα σε έναν κόσμο που υποφέρει από περίσσεια κεφαλαίου. Η πρόβλεψη του Summers για «προσωρινή στασιμότητα» έγινε αποδεκτή και από άλλους σημαντικούς οικονομολόγους, μεταξύ των οποίων κι ο Πωλ Κρούγκμαν [20].

Αυτό που ο Summers δεν αναφέρει παρά μόνο ακροθιγώς είναι ότι η αδυναμία ακόμη και των αρνητικών επιτοκίων να αναζωογονήσουν τις επενδύσεις συμπίπτει με μια μακροχρόνια αύξηση στην ανισότητα στις ΗΠΑ και αλλού. Και όπως σταθερά επισήμαινε ο Κέυνς, η συγκέντρωση του πλούτου στην κορυφή μειώνει τη ζήτηση και κάνει τους κατόχους κεφαλαίου να αναζητούν ευκαιρίες για κέρδος έξω από το χώρο της «πραγματικής οικονομίας». Κάτι που, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν και η βασική αιτία της «χρηματιστηριοποίησης» της οικονομίας που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980.

Οι ελίτ του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού φαίνεται να έχουν αποδεχτεί σε γενικές γραμμές την ασθενική ή και καθόλου ανάπτυξη στο ορατό μέλλον. Κάτι τέτοιο δεν αποκλείει τη δημιουργία μεγάλων κερδών στον χρηματιστηριακό τομέα, ειδικά με το σπεκουλαδόρικο εμπόριο του φτηνού χρήματος που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες. Λίγοι φαίνεται να φοβούνται ότι το χρήμα που παράγεται για να αποτρέψει τον αποπληθωρισμό θα προκαλέσει τελικά πληθωρισμό, αφού τα εργατικά σωματεία που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν μερίδιο από αυτό το χρήμα δεν υπάρχουν πλέον .

Το μέλλον για τους καπιταλιστές και τους ακόλουθούς του μοιάζει με έναν δρόμο γεμάτο σκαμπανεβάσματα. Η ασθενής ανάπτυξη θα τους στερήσει από τους επιπρόσθετους πόρους που είναι αναγκαίοι για την εξομάλυνση των ανωμαλιών στην κατανομή πλούτου και τον εξευμενισμό της δυσαρέσκειας. Με διάφορες φούσκες να σκάνε σε απρόβλεπτο χρόνο, τα κράτη δεν θα είναι βέβαια ότι έχουν τη δυνατότητα να φροντίσουν εγκαίρως για τη διάσωση των θυμάτων των εκρήξεων. Η στάσιμη οικονομία θα είναι μια μόνιμη κατάσταση. Με μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης και αυξημένα ρίσκα, ο αγώνας για επιβίωση θα γίνεται ολοένα και πιο έντονος. Αντί για επαναφορά των προστατευτικών ορίων από την πλήρη εμπορευματοποίηση που απαρχαιώθηκαν από την παγκοσμιοποίηση, θα αναζητηθούν νέοι τρόποι εκμετάλλευσης της φύσης, επέκτασης και εντατικοποίησης του εργάσιμου χρόνου και ενθάρρυνσης αυτού που η οικονομική διάλεκτος αποκαλεί δημιουργικά οικονομικά, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διατηρηθούν η υψηλή κερδοφορία και η συσσώρευση κεφαλαίου. Το σενάριο της «στασιμότητας με ρίσκο φουσκών» μπορεί να ιδωθεί ως πόλεμος όλων εναντίον όλων με περιπτώσεις πανικών και με το παιχνίδι για το «τέλος του παιχνιδιού» να έχει γίνει μια δημοφιλής ενασχόληση.

(συνεχίζεται)

Σημειώσεις
[15] Robert Gordon, ‘Is us Economic Growth Over? Faltering Innovation Confronts the Six Headwinds’, nber Working Paper no. 18315, August 2012.
[16] Σύμφωνα με τον Gordon o ρυθμός αυτός ήταν 1.8% το έτος.  Υπό την επίδραση των 6 αντίθετων δυνάμεων θα μπορούσε στο μέλλον να πέσει στο 0.6% για το 99% του αμερικανικού πληθυσμού (η ανάπτυξη για το υπόλοιπο 1% είναι μια άλλη ιστορία).
[17] Οι προβλέψεις του Gordon συζητήθηκαν πολύ και αμφισβητήθηκαν εξίσου. Οι ενστάσεις είχαν να κάνουν κυρίως με την τεχνολογική πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής. Αν κι πρόοδος σε αυτά τα πεδία είναι πιθανή, δεν είναι σίγουρο ότι τα αποτελέσματα της θα μοιραστούν ισόποσα. Χωρίς κοινωνική προστασία, η πρόοδος στην τεχνητή νοημοσύνη και τη ρομποτική μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα στην απασχόληση και να οδηγήσει σε πιο έντονη κοινωνική π] όλωση.[18] Βλ. Harry Magdoff and Paul Sweezy, Stagnation and the Financial Explosion, New York 1987 και για μια πρόσφατη ανάλυση Fred Magdoff and John Bellamy Foster. Stagnation and Financialization: The Nature of the Contradiction. Monthly Review 66 (1), 2014. Και για μια ενδιαφέρουσα εκτίμηση της εφαρμοσιμότητας της θεωρίας της υποκατανάλωσης στον μετά το 2008 καπιταλισμό, βλ. John Bellamy Foster and Fred Magdoff, The Great Financial Crisis: Causes and Consequences, New York 2009.
[19] Πιθανότατα, επίσης, γιατί θα έπρεπε να παραιτηθεί από τους μισθούς που λάμβανε από τις εταιρίες της Wall Street. Βλ., ‘The Fed, Lawrence Summers, and Money’, New York Times, 11 August 2013.
[20] Paul Krugman, ‘A Permanent Slump?’, New York Times, 18 November 2013

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός; (6) Όρια της εμπορευματοποίησης

Όρια της εμπορευματοποίησης

του Wolfgang Streeck

(συνέχεια από το προηγούμενο)
Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα θα βοηθούσε να επιστρέψουμε στην ιδέα του Καρλ Πολάνυι για τα κοινωνικά όρια που μπαίνουν στη επέκταση της αγοράς, ιδέα που θεμελιώνεται στην αρχή των τριών «εικονικών εμπορευμάτων»: την εργασία, τη γη (ή φύση) και το χρήμα [12].

Το εικονικό εμπόρευμα ορίζεται ως ο πόρος για τον οποίο οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης ισχύουν μόνο μερικώς και με ιδιόμορφο τρόπο, αν ισχύουν καθόλου. Έτσι, μπορεί κανείς να το διαχειριστεί ως εμπόρευμα μόνο με έναν προσεκτικά σχεδιασμένο και νομοθετημένο τρόπο, αφού η πλήρης εμπορευματοποίηση του θα το κατέστρεφε ή θα το καθιστούσε άχρηστο. Όμως οι αγορές έχουν μια έμφυτη τάση να επεκτείνουν το εμπόριο αγαθών πέρα από τα πρωταρχικά όριά τους, σε άλλες σφαίρες της ζωής και ανεξάρτητα από την καταλληλόλητά των τελευταίων για εμπορευματοποίηση – ή, με μαρξικούς όρους, για υπαγωγή τους στη λογική της συσσώρευσης κεφαλαίου. Αυτό που τις συγκρατεί είναι οι διάφοροι εξωτερικοί περιοριστικοί παράγοντες (θεσμοί), απουσία των οποίων οι αγορές θα υπομόνευαν τον εαυτό τους και, τελικά, τη βιωσιμότητα του καπιταλιστικού οικονομικού και κοινωνικού συστήματος.

Πράγματι οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι η επέκταση της αγοράς έχει φτάσει ένα κρίσιμο όριο σε σχέση με τα τρία εικονικά εμπορεύματα του Καρλ Πολάνυι καθώς οι θεσμικοί φρουροί που φρόντιζαν να προστατεύουν το σύστημα από την πλήρη αγοροποίηση έχουν διαβρωθεί. Κι αυτός φαίνεται να είναι ο λόγος πίσω από την αναζήτηση εκ μέρους όλων των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών μιας νέας εποχής για τον εργασιακό χρόνο, ειδικότερα μιας νέας κατανομής του χρόνου ανάμεσα στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις και επιδιώξεις. Όπως επίσης και μιας νέας ενεργειακής εποχής σε σχέση με τη φύση. Αλλά και μιας εποχής οικονομικής σταθερότητας για την παραγωγή και κατανομή του χρήματος. Και στις τρεις περιπτώσεις, οι κοινωνίες αναζητούν στα τυφλά πιο αποτελεσματικούς τρόπους περιορισμού της λογικής της επέκτασης. Οι περιορισμοί αυτοί επικεντρώνονται γύρω από τις ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις του συστήματος απασχόλησης από την ανθρώπινη εργασία και από τις απαιτήσεις του χρηματιστικού και τραπεζικού συστήματος για πιο περίπλοκες πυραμίδες χρήματος, ρευστότητας και χρέους.

Κοιτάζοντας με τη σειρά τις ζώνες κρίσεις του Πολάνυι μπορούμε να δούμε ότι έλαβε χώρα μια εκτεταμένη εμπορευματοποίηση του χρήματος που τελικά γονάτισε την παγκόσμια οικονομία το 2008: ο μετασχηματισμός μιας απεριόριστης πίστωσης φθηνού χρήματος σε ολοένα και πιο περίπλοκα χρηματιστηριακά «προϊόντα» που τελικά οδήγησαν σε μια ανεπανάληπτη φούσκα ακινήτων. Όπως και στη δεκαετία του 1980, η απορρύθμιση της χρηματιστηριακής αγοράς των ΗΠΑ ακύρωσε του περιορισμούς που είχαν μπει στο ιδιωτική παραγωγή και την εμπορευματοποίηση του χρήματος μετά την Μεγάλη Ύφεση. Η «χρηματιστηριοποίηση», όπως έγινε γνωστή η διαδικασία, ήταν ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθούν η ανάπτυξη και η κερδοφορία στην οικονομία της απόλυτης ηγεμονίας του παγκόσμιου καπιταλισμού. Ωστόσο, μόλις αφέθηκε χαλαρή, η βιομηχανία παραγωγής χρήματος επένδυσε ένα σημαντικό μέρος των μεγάλων κερδών της στο lobbying για περαιτέρω χαλάρωση ή/και κατάργηση των περιοριστικών νόμων που είχαν απομείνει. Τα μεγάλα ρίσκα που παίρνονται με τη μετάβαση από το παλιό καθεστώς του κύκλου Χ(ρήμα)-Ε(μπόρευμα)-Χ(ρήμα)’ στο καινούργιο Χ-Χ’ μπορούν εύκολα να γίνουν ορατά, π.χ., η τάση προς όλο και μεγαλύτερη ανισότητα που συσχετίζεται με τα δυσανάλογα κέρδη του τραπεζικού τομέα [13].

Σχετικά με τη φύση υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τη σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική αρχή για απεριόριστη επέκταση και στους περιορισμένους φυσικούς πόρους. Ήδη από τη δεκαετία του 1970 έγινα δημοφιλείς διάφορες νέο-μαλθουσιανές αφηγήσεις και, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει ο καθένας γι’ αυτές, είναι σίγουρο ότι τα πρότυπα ενεργειακής κατανάλωσης των πλούσιων καπιταλιστικών κοινωνιών δεν μπορούν να επεκταθούν και στον υπόλοιπο κόσμο χωρίς καταστροφή των βασικών προϋποθέσεων για την ανθρώπινη ζωή. Αυτό που φαίνεται να διαμορφώνεται είναι ένας αγώνας μεταξύ της εξάντλησης της φύσης και της τεχνολογικής καινοτομίας – αντικατάσταση φυσικών υλών με τεχνητές, πρόληψη ή επιδιόρθωση περιβαλλοντικών καταστροφών, κατασκευή καταφυγίων για προστασία από την αναπόφευκτη υποβάθμιση της βιόσφαιρας. Μια ερώτηση όμως που κανείς δε φαίνεται ικανός να απαντήσει είναι πως θα ξεκινήσει η τεράστια συλλογική προσπάθεια που είναι αναγκαία για κάτι τέτοιο σε μια κοινωνία που διακατέχεται από αυτό που ο C. B. MacPherson ονόμασε "κτητικό ατομικισμό" [14]. Ποιος είναι αυτός που μπορεί να εγγυηθεί το συλλογικό καλό μέσα σε έναν κόσμο ανταγωνιστικής παραγωγής και κατανάλωσης;

Το τρίτο «εικονικό εμπόρευμα», η εργασία, έχει εμπορευματοποιηθεί μάλλον σε σημείο κρίσιμο. Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας υπό την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού έχει διαλύσει όλες τις απόψεις και ελπίδες για έναν γενικό περιορισμό των ωρών της εργάσιμης μέρας. Έκανε την εργασία αβέβαιη για ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Με την ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, εν μέρει λόγω και της εξαφάνισης του «οικογενειακού μισθού», η ποσότητα εργασίας που πωλείται από τις οικογένειες προς τους εργοδότες έχει αυξηθεί σημαντικά ενώ οι μισθοί έχουν μείνει πολύ πίσω σε σχέση με την παραγωγικότητα, ειδικά στην καρδιά του συστήματος, τις ΗΠΑ


Το ερώτημα του πώς και κατά πόσο πρέπει να περιοριστεί η συσσώρευση κεφαλαίου ώστε να προστατευτούν τα τρία εικονικά εμπορεύματα από την ολική εμπορευματοποίηση έχει τεθεί πολλές φορές στην ιστορία του καπιταλισμού. Αλλά αυτή τη φορά η αταξία διαπερνάει και τα τρία «εμπορεύματα»: είναι αποτέλεσμα της απόλυτα επιτυχημένης επίθεσης των αγορών, που εξαπλώθηκαν με ανεπανάληπτο τρόπο και εισχώρησαν στον ιδιαίτερο χώρο που έχει να κάνει με κρίσιμους θεσμούς και κρίσιμους παίκτες, οι οποίοι, είτε κληρονομήθηκε από το παρελθόν είτε δημιουργήθηκαν μέσα από σκληρούς πολιτικούς αγώνες, έδιναν στην καπιταλιστική ανάπτυξη και κοινωνικές διαστάσεις. Με την «παγκοσμιοποίηση» η γή, η εργασία και το χρήμα έγιναν, ταυτόχρονα, ζώνες κρίσης που διαπερνούν εθνικά σύνορα και εθνικές δικαιοδοσίες. Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση των μέσων με τα οποία ήταν δυνατή η τιθάσευση του «ζωώδους πνεύματος» του καπιταλισμού για το καλό της κοινωνίας αλλά και του ίδιου του καπιταλισμού. Αλλά δεν είναι μόνο το πρόβλημα με τα εικονικά εμπορεύματα που υποδεικνύει ότι η καπιταλιστική συσσώρευση μπορεί να έχει φτάσει τα όρια της. Σε πρώτο επίπεδο φαίνεται ότι η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών συνεχίζει να αυξάνεται και η βασική παραδοχή των σύγχρονων οικονομικών - ότι η ανθρώπινη επιθυμία και δυνατότητα για κατανάλωση είναι ανεξάντλητη – δείχνει να επαληθεύεται με μια απλή επίσκεψη στην αγορά. Αλλά οι φόβοι για επικείμενη προσέγγιση του σημείου κορεσμού της κατανάλωσης, πιθανότατα μέσα στα πλαίσια μιας μετα-υλιστικής θεώρησης της ανθρώπινης κατάστασης είναι ενδημικοί στους παραγωγούς που εξαρτώνται από το κέρδος. Μια θεώρηση που αντανακλά το γεγονός ότι η κατανάλωση στις ώριμες καπιταλιστικές κοινωνίες έχει εδώ και καιρό διαχωριστεί από τις υλικές ανάγκες. Η μερίδα του λέοντος της κατανάλωσης δεν δαπανάται για την αξία χρήσης των προϊόντων αλλά για τη συμβολική τους αξία. 

(συνεχίζεται)

Σημειώσεις
[12] Karl Polanyi, The Great Transformation: The Political and Economic Origins of Our Time [1944], Boston 1957, pp. 68–76. Ελληνική μετάφραση, Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός. Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Απαρχές του Καιρού μας, Εκδ. Νησίδες, 2007, Μτφρ. Κ Γαγανάκη.
[13] Donald Tomaskovic-Devey and Ken-Hou Lin, ‘Income Dynamics, Economic Rents and the Financialization of the us Economy’, American Sociological Review, vol. 76, no. 4, 2011, pp. 538–59.
[14] C. B. MacPherson, The Political Theory of Possessive Individualism: Hobbes to Locke, Oxford 1962