του Wolfgang Streeck
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Επιστρέφοντας στη δεύτερη δυσλειτουργία, μπορούμε να πούμε ότι δεν διαφαίνεται, σύντομα ή και μακροπρόθεσμα, αντιστροφή της μακροχρόνιας τάσης προς μεγαλύτερη ανισότητα. Η ανισότητα καταπιέζει την ανάπτυξη για τους λόγους που είπε ο Κέυνς αλλά και για άλλους λόγους. Αλλά το εύκολο χρήμα που παρέχεται από τις κεντρικές τράπεζες – εύκολο για το κεφάλαιο αλλά όχι για την εργασία – επιβαρύνει περισσότερο την ανισότητα μεγεθύνοντας το χρηματιστηριακό τομέα και ευνοώντας περισσότερο την κερδοσκοπία και όχι τις παραγωγικές επενδύσεις. Και έτσι η αναδιανομή του πλούτου έγινε ολιγαρχική: αντί να υπηρετεί ένα συλλογικό συμφέρον, όπως υπόσχονται τα νεοκλασικά οικονομικά, αποσπά πόρους από ολοένα και περισσότερο αποδυναμωμένες και παρακμάζουσες κοινωνίες. Οι χώρες που έρχονται στο μυαλό είναι η Ρωσία, η Ουκρανία αλλά και η Ελλάδα και η Ισπανία και αυξανόμενα οι ΗΠΑ. Με την ολιγαρχική αναδιανομή σπάει ο κευνσιανός δεσμός που συνέδεε τα κέρδη των πλουσίων με τους μισθούς των φτωχών και αποσυνδέεται η μοίρα της οικονομικής ελίτ από αυτή των μαζών [21].
Αυτό προεξοφλείτο στα περίφημα μνημόνια της «πλουτονομίας» που διένειμε η Citibank σε ένα επιλεγμένο κύκλο των πλουσιότερων πελατών της για να τους διαβεβαιώσει ότι η ευημερία τους δεν εξαρτάται πλέον από τους μισθωτούς [22]. Η ολιγαρχική αναδιανομή και η τάση προς την πλουτονομία, ακόμα και σε χώρες που ακόμη λογίζονται ως δημοκρατίες, επαναφέρουν τον εφιάλτη των ελίτ που είναι σίγουρες ότι μπορούν να επιβιώσουν σε βάρος του συστήματος που τους έκανε πλούσιους.
Οι πλουτονόμοι καπιταλιστές δεν χρειάζεται να ανησυχούν πλέον για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας γιατί τα υπερεθνικά τους κέρδη αυξάνονται χωρίς αυτήν. Έτσι, διευκολύνεται η έξοδος των υπερπλουσίων από χώρες όπως η Ρωσία και η Ελλάδα μαζί με τα χρήματά τους – ή με τα χρήματα των συμπατριωτών τους – και η εγκατάστασή τους σε χώρες όπως η Ελβετία, η Βρετανία ή οι ΗΠΑ. Η δυνατότητα της διάσωσης του εαυτού σου και της οικογένειάς σου με εγκατάλειψη της χώρας σου μαζί με την περιουσία σου είναι το μεγαλύτερο δέλεαρ για τους πλούσιους να κινηθούν προς την κατάσταση «τέλος παιχνιδιού»: ρευστοποιήσεις, κόψιμο συναλλαγών και πίσω τους καμένη γη.
Άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν την κατάσταση είναι η Τρίτη δυσλειτουργία: η λεηλασία του δημοσίου μέσω υποχρηματοδότησης και ιδιωτικοποιήσεων. Παλιότερα είχα ανιχνεύσει την προέλευσή της στη δεκαετία του 1970, στη διπλή μετάβαση από το κράτος – φόροι στο κράτος – χρέος και από εκεί στο κράτος – λιτότητα. Βασικότερη μεταξύ των αιτιών αυτής της μετάβασης ήταν η δυνατότητα που παρείχαν οι παγκόσμιες αγορές κεφαλαίου από το 1980 και μετά: μειωμένη φορολογία και φοροαπαλλαγές στις επιχειρήσεις και στα υψηλά εισοδήματα.
Οι προσπάθειες για μείωση των ελλειμμάτων βασίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε μείωση των δημοσίων δαπανών – τόσο στην κοινωνική ασφάλεια όσο και σε επενδύσεις που αφορούν υποδομές και ανθρώπινο κεφάλαιο. Καθώς τα εισοδήματα του πλουσιότερου 1% αυξάνουν, ο δημόσιος τομέας συρρικνώνεται και αργοπεθαίνει για χάρη του διεθνώς κινούμενου ολιγαρχικού πλούτου. Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν η ιδιωτικοποιήσεις που έγιναν ανεξάρτητα από την συνεισφορά που μπορούσαν να έχουν οι δημόσιες δαπάνες για παραγωγικότητα και κοινωνική συνοχή στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ισότητα.
Ακόμη και πριν το 2008 ήταν γενικώς αποδεκτό ότι η δημοσιονομική κρίση του μεταπολεμικού κράτους έπρεπε να λυθεί με μείωση των δαπανών παρά με αύξηση των φόρων, ειδικά στους πλούσιους. Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών μέσω λιτότητας, παλιότερα και τώρα, επιβάλλεται στις κοινωνίες ακόμη και αν είναι πιθανό να στραγγαλίσει την ανάπτυξη. Και αυτό φαίνεται να είναι μια ακόμη ένδειξη ότι η οικονομία των ολιγαρχών έχει διαχωριστεί από την οικονομία των κανονικών ανθρώπων, αφού οι πλούσιοι δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάποιο τίμημα για τη μεγιστοποίηση των εισοδημάτων τους ή να προωθήσουν τα συμφέροντα τους κατά τρόπο που να ευνοείται η οικονομία ως σύνολο. Αυτό που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια είναι αυτό που επισήμανε ο Μαρξ, δηλαδή η θεμελιώδης αντίθεση μεταξύ της κοινωνικής φύσης της παραγωγής σε μια ανεπτυγμένη οικονομία και κοινωνία και της ιδιωτικής κατοχής των μέσων παραγωγής. Καθώς η αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί δημόσια μέριμνα, τείνει να είναι ασύμβατη με την ιδιωτική συσσώρευση πλούτου, ωθώντας τις καπιταλιστικές ελίτ να διαλέξουν μεταξύ των δυο. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε σήμερα: οικονομική στασιμότητα και ολιγαρχική διανομή του παραγόμενου πλούτου.
(συνεχίζεται)
Σημειώσεις
[21] Τόσο στις ΗΠΑ όσο και αλλού, οι πλούσιοι αντιτίθενται στα συνδικάτα και στη θεσμοθέτηση του κατώτερου μισθού αν και οι χαμηλότεροι μισθοί επηρεάζουν τη συνολική ζήτηση. Είναι προφανής ο λόγος αυτού: ο χρηματιστηριακός τομέας και η άφθονη τροφοδοσία με φρέσκο χρήμα έχει αντικαταστήσει τη μαζική αγοραστική δύναμη και επιτρέπει στους πλούσιους να αυξάνουν τα κέρδη τους χωρίς να έχουν ανάγκη τη μαζική κατανάλωση. Μια αύξηση της ζήτησης από τα κάτω θα έκανε ελκυστική την επένδυση των «αποταμιεύσεων» των πλουσίων στις υπηρεσίες και τις κατασκευές.
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Επιστρέφοντας στη δεύτερη δυσλειτουργία, μπορούμε να πούμε ότι δεν διαφαίνεται, σύντομα ή και μακροπρόθεσμα, αντιστροφή της μακροχρόνιας τάσης προς μεγαλύτερη ανισότητα. Η ανισότητα καταπιέζει την ανάπτυξη για τους λόγους που είπε ο Κέυνς αλλά και για άλλους λόγους. Αλλά το εύκολο χρήμα που παρέχεται από τις κεντρικές τράπεζες – εύκολο για το κεφάλαιο αλλά όχι για την εργασία – επιβαρύνει περισσότερο την ανισότητα μεγεθύνοντας το χρηματιστηριακό τομέα και ευνοώντας περισσότερο την κερδοσκοπία και όχι τις παραγωγικές επενδύσεις. Και έτσι η αναδιανομή του πλούτου έγινε ολιγαρχική: αντί να υπηρετεί ένα συλλογικό συμφέρον, όπως υπόσχονται τα νεοκλασικά οικονομικά, αποσπά πόρους από ολοένα και περισσότερο αποδυναμωμένες και παρακμάζουσες κοινωνίες. Οι χώρες που έρχονται στο μυαλό είναι η Ρωσία, η Ουκρανία αλλά και η Ελλάδα και η Ισπανία και αυξανόμενα οι ΗΠΑ. Με την ολιγαρχική αναδιανομή σπάει ο κευνσιανός δεσμός που συνέδεε τα κέρδη των πλουσίων με τους μισθούς των φτωχών και αποσυνδέεται η μοίρα της οικονομικής ελίτ από αυτή των μαζών [21].
Αυτό προεξοφλείτο στα περίφημα μνημόνια της «πλουτονομίας» που διένειμε η Citibank σε ένα επιλεγμένο κύκλο των πλουσιότερων πελατών της για να τους διαβεβαιώσει ότι η ευημερία τους δεν εξαρτάται πλέον από τους μισθωτούς [22]. Η ολιγαρχική αναδιανομή και η τάση προς την πλουτονομία, ακόμα και σε χώρες που ακόμη λογίζονται ως δημοκρατίες, επαναφέρουν τον εφιάλτη των ελίτ που είναι σίγουρες ότι μπορούν να επιβιώσουν σε βάρος του συστήματος που τους έκανε πλούσιους.
Οι πλουτονόμοι καπιταλιστές δεν χρειάζεται να ανησυχούν πλέον για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας γιατί τα υπερεθνικά τους κέρδη αυξάνονται χωρίς αυτήν. Έτσι, διευκολύνεται η έξοδος των υπερπλουσίων από χώρες όπως η Ρωσία και η Ελλάδα μαζί με τα χρήματά τους – ή με τα χρήματα των συμπατριωτών τους – και η εγκατάστασή τους σε χώρες όπως η Ελβετία, η Βρετανία ή οι ΗΠΑ. Η δυνατότητα της διάσωσης του εαυτού σου και της οικογένειάς σου με εγκατάλειψη της χώρας σου μαζί με την περιουσία σου είναι το μεγαλύτερο δέλεαρ για τους πλούσιους να κινηθούν προς την κατάσταση «τέλος παιχνιδιού»: ρευστοποιήσεις, κόψιμο συναλλαγών και πίσω τους καμένη γη.
Άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν την κατάσταση είναι η Τρίτη δυσλειτουργία: η λεηλασία του δημοσίου μέσω υποχρηματοδότησης και ιδιωτικοποιήσεων. Παλιότερα είχα ανιχνεύσει την προέλευσή της στη δεκαετία του 1970, στη διπλή μετάβαση από το κράτος – φόροι στο κράτος – χρέος και από εκεί στο κράτος – λιτότητα. Βασικότερη μεταξύ των αιτιών αυτής της μετάβασης ήταν η δυνατότητα που παρείχαν οι παγκόσμιες αγορές κεφαλαίου από το 1980 και μετά: μειωμένη φορολογία και φοροαπαλλαγές στις επιχειρήσεις και στα υψηλά εισοδήματα.
Οι προσπάθειες για μείωση των ελλειμμάτων βασίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε μείωση των δημοσίων δαπανών – τόσο στην κοινωνική ασφάλεια όσο και σε επενδύσεις που αφορούν υποδομές και ανθρώπινο κεφάλαιο. Καθώς τα εισοδήματα του πλουσιότερου 1% αυξάνουν, ο δημόσιος τομέας συρρικνώνεται και αργοπεθαίνει για χάρη του διεθνώς κινούμενου ολιγαρχικού πλούτου. Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν η ιδιωτικοποιήσεις που έγιναν ανεξάρτητα από την συνεισφορά που μπορούσαν να έχουν οι δημόσιες δαπάνες για παραγωγικότητα και κοινωνική συνοχή στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ισότητα.
Ακόμη και πριν το 2008 ήταν γενικώς αποδεκτό ότι η δημοσιονομική κρίση του μεταπολεμικού κράτους έπρεπε να λυθεί με μείωση των δαπανών παρά με αύξηση των φόρων, ειδικά στους πλούσιους. Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών μέσω λιτότητας, παλιότερα και τώρα, επιβάλλεται στις κοινωνίες ακόμη και αν είναι πιθανό να στραγγαλίσει την ανάπτυξη. Και αυτό φαίνεται να είναι μια ακόμη ένδειξη ότι η οικονομία των ολιγαρχών έχει διαχωριστεί από την οικονομία των κανονικών ανθρώπων, αφού οι πλούσιοι δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάποιο τίμημα για τη μεγιστοποίηση των εισοδημάτων τους ή να προωθήσουν τα συμφέροντα τους κατά τρόπο που να ευνοείται η οικονομία ως σύνολο. Αυτό που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια είναι αυτό που επισήμανε ο Μαρξ, δηλαδή η θεμελιώδης αντίθεση μεταξύ της κοινωνικής φύσης της παραγωγής σε μια ανεπτυγμένη οικονομία και κοινωνία και της ιδιωτικής κατοχής των μέσων παραγωγής. Καθώς η αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί δημόσια μέριμνα, τείνει να είναι ασύμβατη με την ιδιωτική συσσώρευση πλούτου, ωθώντας τις καπιταλιστικές ελίτ να διαλέξουν μεταξύ των δυο. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε σήμερα: οικονομική στασιμότητα και ολιγαρχική διανομή του παραγόμενου πλούτου.
(συνεχίζεται)
Σημειώσεις
[21] Τόσο στις ΗΠΑ όσο και αλλού, οι πλούσιοι αντιτίθενται στα συνδικάτα και στη θεσμοθέτηση του κατώτερου μισθού αν και οι χαμηλότεροι μισθοί επηρεάζουν τη συνολική ζήτηση. Είναι προφανής ο λόγος αυτού: ο χρηματιστηριακός τομέας και η άφθονη τροφοδοσία με φρέσκο χρήμα έχει αντικαταστήσει τη μαζική αγοραστική δύναμη και επιτρέπει στους πλούσιους να αυξάνουν τα κέρδη τους χωρίς να έχουν ανάγκη τη μαζική κατανάλωση. Μια αύξηση της ζήτησης από τα κάτω θα έκανε ελκυστική την επένδυση των «αποταμιεύσεων» των πλουσίων στις υπηρεσίες και τις κατασκευές.
[22] Citigroup Research, ‘Plutonomy: Buying Luxury, Explaining Global Imbalances’, 16 October 2005; ‘Revisiting Plutonomy: The Rich Getting Richer’, 5 March 2006.
[23] Nota bene ότι ο καπιταλισμός έχει να κάνει με το κέρδος όχι με την παραγωγικότητα. Αν και αυτά τα δυο πάνε συνήθως μαζί, μπορεί να χωρίσουν οι δρόμοι τους αν η οικονομική μεγέθυνση αρχίσει να απαιτεί δυσανάλογη επέκταση του δημόσιου τομέα, όπως διατυπώνεται στο νόμο του Wagner.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου