https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (9). Μετα-μεταμοντερνιστικές προοπτικές. Ταμπέλα νο 1: αλτερ-μοντερνισμός

Ξεκινάμε τη διερεύνηση των ταμπελών με τις οποίες οι άνθρωποι προσπαθούν να δώσουν όνομα (και νόημα;) στο ιστορικό παρόν.

Πρώτη ταμπέλα ο αλτερ-μοντερνισμός (altermodern), τον οποίο εισηγήθηκε ο Ν Bourriad (ΝΒ), Γάλλος θεωρητικός της τέχνης και του πολιτισμού.

Ήδη από το 1998 ο ΝΒ, βασισμένος στις εμπειρίες που είχε ως επιμελητής του μουσείου μοντέρνας τέχνης του Μπορντό, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Relational Aesthetics» (Σχεσιακή Αισθητική, ας πούμε), όπου μας εξηγεί τι έχει στο μυαλό του και βάζει τις βάσεις για τον αλτερ-μοντερνισμό:

Η Σχεσιακή Αισθητική είναι ένα σύνολο καλλιτεχνικών πρακτικών που έχουν θεωρητικό και πρακτικό σημείο εκκίνησης το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων και του κοινωνικού τους πλαισίου κι όχι τον ανεξάρτητο και ιδιωτικό χώρο.

10 χρόνια αργότερα, γίνεται πιο συγκεκριμένος:

Σε έναν κόσμο που καταγράφει τόσο γρήγορα όσο παράγει η τέχνη δεν απαθανατίζει πια, αλλά μαστορεύει και διευθετεί, ρίχνοντας φύρδην-μίγδην πάνω στο τραπέζι τα προϊόντα που καταναλώνει. Εκατομμύρια ανθρώπων φωτογραφίζουν, συλλέγουν και επεξεργάζονται εικόνες με τη βοήθεια προγραμμάτων που είναι διαθέσιμα στον καθένα. Μόνο που αυτοί παγώνουν τις αναμνήσεις, ενώ αντιθέτως ο καλλιτέχνης θέτει σε κίνηση τα σημεία […] Δεν υπάρχει αυτό που λέμε λευκή σελίδα, παρθένος καμβάς ή υλικό προς επεξεργασία παρά μόνο μια προϋπάρχουσα κατάσταση χάους μέσα στην οποία οφείλουν να δημιουργήσουν
Ο ΝΒ έχει στήσει και μια ιστοσελίδα από την οποία προπαγανδίζει τις ιδέες του. Μια συνέντευξη του NB στο Βήμα εδώ.

Προσωπικά δεν μου φάνηκαν ιδιαίτερες πρωτότυπες οι ιδέες του ΝΒ αν και είναι συγκινητική η προσπάθειά του να κατανοήσει την εμπειρία της παγκοσμιοποίησης. Tα πράγματα αυτά έχουν ήδη γίνει στον κινηματογράφο και στις σειρές της τηλεόρασης και η εφαρμογή τους στις καλές τέχνες δεν νομίζω να πουν κάτι παραπάνω (άσε που η περιορισμένη διείσδυση των καλών τεχνών στις λαϊκές μάζες, περιορίζει και την όποια δύναμή τους). Πάντως, εντύπωση μου έκανε η θέση που στην όλη φάση κρατάει για τον επιμελητή τέχνης, δηλ, για τον εαυτό του: αγγίζει τα όρια της αυθεντίας.

Όσον αφορά τη λογοτεχνία ή, καλύτερα, την αφήγηση, η «νεοαφηγηματικότητα» που προτείνεται δεν μοιάζει και τόσο νέα: όλα είναι κόλπα του μοντερνισμού (Έλιοτ, Ντος Πασσοςμ Τζόις) και εν μέρει του μεταμοντερνισμού (Μπόρχες, Πύντσον, Ναμπόκοφ) για να μείνουμε στα μεγάλα ονόματα.
Επομένως, η ταμπέλα αλτερ-μοντερνισμός απορρίπτεται.
Μια προσπάθεια της αλτερ-μοντερνιστικής τέχνης είναι το Εκπαιδευτικό Κεφάλαιο (The Instructional Capital) του Μώρη (εδώ και εδώ)
 
Σύμφωνα με τον (επιμελητή τέχνης) Χριστόφορο Μαρίνο στο άρθρο του «Ο καλλιτέχνης σημειοναύτης και η λευκή ιστοσελίδα», ο Μώρης :

«[…] ναυσιπλοώντας στον διαρκώς ευμετάβλητο, πληθωρικό και κατεξοχήν διασκορπισμένο άτλαντα του διαδικτύου […] χρησιμοποιεί διάφορες πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας για να περιγράψει έναν νέο εξαϋλωμένο (σ.σ.: ουάου) υλισμό. […]Η ομότιτλη έκδοση του The Instructional Capital volume II είναι μια συρραφή κειμένων που ο καλλιτέχνης έχει αλιεύσει αποκλειστικά από ηλεκτρονικές εκδόσεις, στην πλειοψηφία τους ξεχασμένες, εναλλακτικές ή λιγότερο δημοφιλείς. Καλύπτοντας ένα ευρύ χρονικό φάσμα, από τους αρχαίους χρόνους και τον Μεσαίωνα ως τη σύγχρονη εποχή, τα κείμενα αυτά αποτελούν παράλληλα και τα κλειδιά ερμηνείας των εκτιθέμενων έργων. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τα «Textiles» του William Morris, οι οδηγίες χρήσης για την τεχνική της «μεταστροφής» (détournement) δια χειρός Guy Debord και Gil Wolman, ένα απόσπασμα από την «Ανακάλυψη των Μαγισσών» του Matthew Hopkins, σελίδες από το αλχημιστικό έργο του 15ου αιώνα The Donum Dei, ρωμαϊκές συνταγές μαγειρικής παρμένες από τη συλλογή του Apicius αλλά και οδηγίες κατασκευής φορητών επίπλων, εξαιρετικά διαδεδομένες στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1950, είναι μερικά από τα κείμενα που συνθέτουν τον αποκωδικοποιητή της έκθεσης του Μώρη. Όπως είναι φυσικό, δεν είναι απαραίτητο να μελετήσει κανείς όλα αυτά τα κείμενα για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο καλλιτέχνης επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη μαστορική, στην αντίληψη της σχέσης συνείδησης-πραγματικού, με τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας της Άγριας σκέψης, Claude Lévi-Strauss. Ωστόσο, αν το έργο ή η «έκθεση-ως-έργο» τού Μώρη επιβάλει ένα μοντέλο ερμηνείας βασισμένο στην Άγρια σκέψη και συγκεκριμένα στην τεχνική του bricolage, τότε η κριτική του θεώρηση οφείλει να έχει έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα, να συνδυάζει δηλαδή ένα πλήθος κριτικών αναπτυγμάτων και θεωριών. Στη σχέση του καλλιτέχνη με την πραγματικότητα, την οποία ο Bourriaud αποδίδει ως «μια συσσώρευση μεταβατικών επιφανειών και μορφών που είναι εν δυνάμει κινητές», διακυβεύονται εξίσου καίρια ζητήματα, όπως είναι η δυνατότητα επανασύνδεσης με τις ουτοπικές αφηγήσεις. Χαρακτηριστική ένδειξη της επιθυμίας του Μώρη να συλλάβει αυτή την «ξεριζωμένη» πραγματικότητα είναι και η χρήση της στατιστικής ως εργαλείο έρευνας».


Και η ζωή συνεχίζεται….

 

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (8). Μετά τον μεταμοντερνισμό: μετα-μεταμοντερνιστικές προοπτικές

Πριν ακόμη εκδηλωθεί η τελευταία κρίση του συστήματος (2006), ο Alan Kirby (ΑΚ), με άρθρο του στο Philosophy Now, δήλωνε πως το Μεταμοντέρνο (Μμ) μαγαζί είχε φάει τα ψωμιά του. To άρθρο δημιούργησε θόρυβο αφού αμφισβητούσε την επί χρόνια αγαπημένη των ανθρωπιστικών σπουδών.

O ΑΚ δεν πρωτοτυπούσε. Ήδη από το 1990 ο John Frow ρωτούσε «Τι ήταν ο μεταμοντερνισμός;» και το 2002, μια από τις ιέρειες της θρησκείας, η  Linda Hutcheon, στον επίλογο της αναθεωρημένης έκδοσης του ιερού κειμένου (The Politics of Postmodernism) ομολογούσε ότι «το μεταμοντέρνο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα φαινόμενο του 20ου αιώνα, δηλ., ένα πράγμα του παρελθόντος […] Η μεταμοντέρνα στιγμή πέθανε έστω κι αν οι διερευνητικές στρατηγικές της και η ιδεολογική κριτική της συνέχιζαν να ζουν, όπως άλλωστε κι αυτές του μοντερνισμού, στον 21ο αιώνα […] Ο μεταμοντερνισμός χρειάζεται μια καινούργια ταμπέλα και τελειώνω προκαλώντας τους αναγνώστες να βρουν μια και να την κατονομάσουν».

Ένα χρόνο αργότερα, μια άλλη εμβληματική μορφή του κινήματος, o Ihab Hassan, συγγραφέας του «Toward a Concept of Postmodernism», προσπαθούσε να ανοίξει νέους ορίζοντες για το κίνημα στο «Beyond postmodernism: toward an aesthetic of trust».

To 2009 έγινε ένα συνέδριο στη Στουτγάρδη με τίτλο «Writing History after Postmodernism» και θεματολογία πάνω στις μεθόδους υπέρβασης των αβεβαιοτήτων της μετα-μεταμοντερνιστικής ακαδημαϊκής κοινότητας ενώ ο κοινωνιολόγος Mike Featherstone υποστηρίζει ότι ήδη από το 1975 μια εφημερίδα ανακοίνωνε το θάνατο του Μμ και τον μετα-μεταμοντερνισμό που γεννιόταν από τις στάχτες του (Mike Featherstone, Consumer Culture and Postmodernism, 2007).

Το 1975!!!! 4 χρόνια πριν ο Λυοτάρ δημοσιεύει το μανιφέστο του Μμ (Η μεταμοντέρνα κατάσταση, Γνώση 1988), 6 χρόνια πριν ο Ζαν Μποντριγιάρ μας αποκαλύψει τα ομοιώματα (simulacra) και την προσομοίωση (simulation) εντός της οποίας ζούμε και εμπνεύσει το Matrix και 9 χρόνια πριν ο Fredric Jameson μιλήσει για το μεταμοντέρνο ως την πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού (Το μεταμοντέρνο, Ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, Νεφέλη 1999), ο Μμ είχε κηρυχτεί νεκρός.

Το 2010 ο κριτικός λογοτεχνίας Josh Toth (JT) έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «The Passing of Postmodernism: A Spectroanalysis of the Contemporary» στο οποίο προσπαθούσε να απαντήσει σε δυο ερωτήματα:

1. Έχει τελικά «πεθάνει» ο μεταμοντερνισμός;
2. Αν ναι, τι είναι ή τι μπορεί να είναι αυτό που προέκυψε;

Στο 1ο ερώτημα ο JT έχει διπλή απάντηση: και καταφατική και αρνητική. Ο Μμ, ως κυρίαρχο στυλ ειρωνείας και οικειοποίησης, έχει πεθάνει. Αλλά ως τρόπος κριτικής κατανόησης όχι. Και, εδώ, ο JT αρχίζει τα κόλπα: δεν έχει πεθάνει ως τρόπος κριτικής κατανόησης γιατί ποτέ δεν υπήρξε κάτι τέτοιο. Και, βασιζόμενος πάνω σ’ αυτή τη θέση και στις οδηγίες του Ντεριντά για την φασματικότητα (βλ. εδώ)  απαντά στο δεύτερο ερώτημα: αυτό που προκύπτει είναι το φάντασμα του Μμ.

Πέραν από τα παραπάνω δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτούς που πάντα έβλεπαν τον Μμ ως μια μπούρδα (T Eagleton,  N Chomsky, A Sokal, J Bricmont - οι δυο αυτοί είναι που έγραψαν το απολαυστικό Intellectual Impostureseher (1997), το οποίο δυστυχώς έμεινε αμετάφραστο στα ελληνικά παρά τις αντίθετες δηλώσεις - τώρα, 20 κοντά χρόνια, δεν έχει και τόσο σημασία).

 Πάντως, η προτροπή της  Linda Hutcheon για μια νέα ταμπέλα εισακούστηκε. Έκαναν την εμφάνισή τους θεωρίες που μιλάνε για «αλλαγή παραδείγματος» και καινούργιους πολιτισμικούς κυρίαρχους. Που βλέπουν τον κόσμο να κινείται με μια διαφορετική λογική. Που δέχονται το θάνατο του Μμ και ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν το όνομα του διαδόχου.

Οι θεωρίες αυτές ποικίλουν από πιο συγκρατημένες ακαδημαϊκές (Κριτικός Ρεαλισμός) και καλλιτεχνικές (νέος αισθητισμός) μετα-μεταμοντερνιστικές προσεγγίσεις μέχρι πιο γενικευτικές (ή φευγάτες για ορισμένους).

Οι πιο βασικές από τις δεύτερες είναι:
ο αλτερ-μοντερνισμός (Altermodern) από τον Ν Bourriad
η υπερ-μοντερνικότητα (Hypermodernity) του G Lipovetsky
ο περφορματισμός (Performatism) του R Eshelman
η αυτο-μοντερνικότητα (automodernity) του R Samuel
ο ψηφιομοντερνισμός (Digimodernism) του AK με τον οποίο ξεκινήσαμε την ιστορία και
ο διαμοντερνισμός (metamodernism) των T Vermeulen και R van den Akker [το διαμοντερνισμός το επιλέγω αφού το meta που βάζουν οι T Vermeulen και R van den Akker αναφέρεται στο μεταξύ του Πλάτωνα όπως εκφράζεται από την Διοτίμα στο Συμπόσιο όταν αυτή απαντά στο Σωκράτη τι είναι ο έρωτας: «Δαίμων μέγας, ώ Σώκρατες· και γαρ παν το δαιμόνιον μεταξύ εστι θεού τε και θνητού»]

Θα δούμε όλες τις ταμπέλες εν καιρώ...








Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (7)

Αυτή ήταν η μια άποψη, διακηρυγμένη από τους ακαδημαϊκούς των μεγάλων πανεπιστημίων και πρωτοπόρους της «αναβίωσης Μέλβιλ», η οποία όμως έβαλε και τις βάσεις, αν και έλεγε περισσότερα πράγματα για τους ακαδημαϊκούς παρά για τον Μέλβιλ.

Μεσολάβησαν και άλλοι αστέρες της σοβαρής αμερικανικής λογοτεχνίας (William Faulkner (1927): Ο Μόμπυ- Ντικ είναι το βιβλίο που κάθε συγγραφέας θα ήθελα να γράψει, Ernest Hemingway (1951): ο Μέλβιλ είναι ένας από τους λίγους συγγραφείς με τους οποίους έχω ακόμη να αναμετρηθώ).

Και δεν άργησε να έρθει και η «αντίστροφη» ανάγνωση: ο ύμνος του ατομικισμού αντιστρέφεται σε έμμεση καταδίκη του ως ουτοπία απέναντι στην οποία αντιπαραβάλλεται η συντροφικότητα των Ισμαήλ/Κουίκουεγκ που συμβολίζει τη μετασχηματιστική δύναμη της συμπάθειας προς τον άλλον.

Άρχισαν οι χριστιανικο-σοσιαλιστικές και κρυπτο-ομοφυλοφιλικές αναγνώσεις (F.O. Matthiessen), οι φυλετικές (Ralph Ellison), οι μαρξιστικές (C.L.R. James). Τα υπερσυντηρητικά μεταπολεμικά χρόνια ανάγκασαν πολλούς συγγραφείς και διανοούμενους να μεταμφιέσουν τις ανατρεπτικές τους θέσεις με τη μάσκα «του αμερικάνικου τρόπου ζωής» O μαρξιστής C.L.R. James, ενώ ήταν υπό απέλαση από τις ΗΠΑ, έγραψε ένα βιβλίο με θέμα τον Μέλβιλ, το εξέδωσε με δικά του έξοδα και απέστειλε σε όλα τα μέλη της Συγκλήτου, ζητώντας την κατανόησή τους και την αμερικανική ιθαγένεια. Πολλοί χαρακτήρες του Μέλβιλ έγιναν το μέσο περιγραφής της περίπλοκης πολιτικής κατάστασης του ψυχρού πολέμου.

Ο Μέλβιλ ή, μάλλον, τα βιβλία του και δη ο Μόμπι Ντικ, βόλευαν του πάντες: και τους λογοτεχνικούς εθνικιστές και τους αμφισβητίες του συστήματος, Και τους υπερασπιστές του Κράτους και της Βίας και τους διακόνους της συντροφικότητας. Και τους στυλοβάτες του Λευκού Κανόνα και τους προμάχους του διαφορετικού. Kαι τους λάτρεις της «κανονικής» αρρενωπότητας και αυτούς της «μη κανονικής».

Από την άποψη της λογοτεχνικής θεωρίας ο Μόμπι Ντικ αποτέλεσε έναν θρίαμβο της θεωρίας της πρόσληψης, δηλ. της θεωρίας που δίνει περισσότερο σημασία στην αλληλεπίδραση κειμένου – αναγνώστη και λιγότερο στο συγγραφέα.

Αυτά για τον Μόμπι Ντικ - και οι αναγνώσεις συνεχίζονται….

Πηγές
Lauter, P., Melville Climbs the Canon, American Literature 66.1 (1994): 1-24.
Philbrick N.,  The Road to Melville, Vanity Fair.
Knoll, Α., Authoritarian and Authorial Power in Herman Melville's Moby-Dick
McCarthy, Μ., No News, or, What Killed the Do, The Reporter, 07/1952.
Grossman, J. The Canon in the Closet: Matthiessen’s Whitman, Whitman’s Matthiessen, American Literature. 70.4 (1998): 799-832.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (6)

Το σκηνικό στήθηκε αριστοτεχνικά: η Κου Κλουξ Κλαν παιάνιζε την επικυριαρχία της λευκής προτεσταντικής Αμερικής, η εκτέλεση των Sacco και Vanzetti έδειχνε το δρόμο σε όσους σκέφτονταν την έμπρακτη και ένοπλη αμφισβήτηση της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, οι νόμοι για τη μετανάστευση (1921 και 1924) απαγόρευσαν ολοκληρωτικά τη μετανάστευση στους Ιάπωνες και ουσιαστικά έβαλαν τέλος τη μετανάστευση από την ανατολική και βόρεια Ευρώπη και τα σημαντικότερα πανεπιστήμια κατέγραψαν και επέβαλλαν τα προαπαιτούμενα του Δυτικού Πολιτισμού.

Οι διανοούμενοι έπρεπε να βρούν μια αυθεντία και να συνεισφέρουν μέσω αυτής στο σκηνικό της ηγεμονίας. Ποια έπρεπε να είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της αυθεντίας;

Πρώτον, έπρεπε να είναι ένας συγγραφέας που ήρθε σε ρήξη με την πολιτισμική προστατευτικότητα που ασκούσε η Αγγλία πάνω στις ΗΠΑ, ώστε να εξυπηρετεί την ισοτιμία των ΗΠΑ με την Αγγλία σε πνευματικό επίπεδο, κατά τρόπο ανάλογο της ισοτιμίας που απολάμβανε πλέον η χώρα σε επίπεδο στρατιωτικό και διπλωματικό.

Επίσης, έπρεπε να είναι ένας συγγραφέας του οποίο το έργο δεν θα κινδύνευε να γκρεμοτσακιστεί από τους κυνικούς ανέμους της μοντέρνας καλλιτεχνίας αλλά, ταυτόχρονα, θα διατηρούσε ζωντανές μέσα του βασικές αμερικανικές αξίες που ήταν υπό αμφισβήτηση.

Και, τέλος, έπρεπε να έχει γεννηθεί το 1819 ώστε το 1919 να πλασαριστεί ως εκατονταετηρίδα της γέννησης του.

Οι υποψήφιοι ήταν αρκετοί: Ο Walt Whitman πρώτος αλλά προβληματικός λόγω συμπαθειών στον αναρχικό χώρο και σε πολλούς Γερμανούς μετανάστες. Η Susan Warner, κάποτε μεγάλη κυρία της αμερικάνικης λογοτεχνίας, δεν ήταν πλέον καθόλου δημοφιλής. Η E. D. E. N. Southworth και η Julia Ward Howe ό,τι και να ήταν δεν έπαυαν να είναι γυναίκες.Άλλοι υποψήφιοι ήταν ο Samuel Longfellow, ο Josiah Gilbert Holland κι ο Thomas Dunn English. Αλλά κανείς τους δε ενέπνεε κανέναν.

Από τη λίστα υποψήφιων συγγραφέων που είχε καταρτηθεί και είχε δημοσιευτεί στο New York World, απουσίαζε το όνομα του Μέλβιλ. Αλλά ήταν αυτός στον οποίο το κουστούμι κάθισε άψογα.

Γιατί έγινε αυτό;

Μια εξηγητική υπόθεση είναι αυτή που μιλάει για την κατασκευή Μέλβιλ ως επιπλέον εργαλείο στην ιδεολογική μάχη των οπαδών του μοντερνισμού και των παραδοσιακών, υψηλών πολιτισμικών αξιών (συχνότατα ακαδημαϊκοί) με τους οπαδούς του κοινωνικά και πολιτισμικά «άλλου» και «διαφορετικού», του θηλυκού, του εξωτικού, του σκοτεινού, του ανοίκειου κ.λπ. H μορφή του Μέλβιλ ανυψώθηκε στα επίπεδα της απόλυτης ανδρικότητας και του μοναχικού φάρου που φωτίζει την κοινωνία και διώχνει τα σκοτάδια και τους κινδύνους που αντιπροσωπεύουν οι μάζες. Μια τέτοια κατασκευή εξασφαλίζει και ηγεμονική θεώρηση θεμάτων που είναι βασικά στον Μέλβιλ (φυλή, ερωτισμός, δημοκρατία και τα παρόμοια).

Ο έξυπνος Γιάνκης τζέντλεμαν μας καθοδηγεί μέσα από επικίνδυνες (αλλά γοητευτικές) συναντήσεις με το «πρωτόγονο». Είναι ο καλλιτέχνης – πρότυπο: αρρενωπός και πειστικός απέναντι σε έναν ανιαρό, θηλυπρεπή και ακαλλιέργητο όχλο. Είναι ο καλλιτέχνης ήρωας που στέκεται μακριά, στην ουσία πάνω, από την υπόλοιπη κοινωνία. Η μη αναγνώριση του οφείλεται στην απαξίωση του καλλιτέχνη από την υλιστική κοινωνία. Είναι ο καλλιτέχνης που αγγίζει το πρωτόγονο, το γεύεται, κάνει τέχνη μ΄αυτό και μας προτρέπει να το καταναλώσουμε μεν αλλά να μην χαθούμε μέσα του. Ο Μελβιλ δείχνει την αληθινή σχέση του Αμερικανού καλλιτέχνη με την πρωτόγονη ζωή.

(συνεχίζεται)


Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (5)


Όπως είδαμε, ο Moby Dick πούλησε 3215 αντίτυπα στα 34 χρόνια (1851-1885) που έμεινε στην κυκλοφορία και απέδωσε στον συγγραφέα του

$1260. Μέχρι το 1917 λίγοι άνθρωποι μιλούσαν για τη Φάλαινα και για το δημιουργό της και σίγουρα κανένας ακαδημαϊκός ή «σοβαρός» κριτικός.Tα πρώτα σημάδια ανάστασης ήρθαν στα τέλη της δεκαετίας του 1910. Το 1917, ο καθηγητής του Columbia, Carl Van Doren, αφιέρωσε μερικές αράδες στον Μέλβιλ σε ένα υποκεφάλαιο της The Cambridge History of American Literature, μένοντας στις περιπετειώδεις αφηγήσεις του συγγραφέα και χωρίς καμιά αναφορά στη Φάλαινα. Στη συνέχεια παρότρυνε έναν διδάσκοντα του τμήματος, τον Raymond Weaver, να γράψει μια βιογραφία του Μέλβιλ.

Ο Weaver έγραψε το Herman Melville: Mariner and Mystic (1921), το οποίο είχε καλή αποδοχή και, παρότι είχε αρκετές ανακρίβειες και βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στις αυτοβιογραφικές σημειώσεις του Μέλβιλ, έβαλε τις βάσεις για την αναστύλωση.Το 1921 ο Carl Van Doren ξαναχτυπάει με ένα ολόκληρο υποκεφάλαιο της μελέτης του The American Novel, αφιερωμένο στον Μέλβιλ. O Moby Dick, τον οποίο ο καθηγητής είχε ξεχάσει τελείως στην προηγούμενη δημοσίευσή του, τώρα απολαμβάνει το 55% του όλου υποκεφαλαίου:
«[…] είναι μεταξύ των μεγαλύτερων θαλάσσιων ιστοριών της παγκόσμιας λογοτεχνίας […] Το βιβλίο δείχνει την πάλη μεταξύ των υπερχρονικών και ανίκητων δυνάμεων της φύσης και του μοιραία αδύναμου ανθρώπου. Η τελική καταστροφή, με το πλοίο και τους ναυτικούς να βυθίζονται στο απέραντο βάθος του ωκεανού και τη φάλαινα να απομακρύνεται για άλλες δουλειές, δείχνει την κατάρρευση μιας παραπαίουσας τάξης πραγμάτων»
Οι πρώτοι στίχοι του δοξαστικού ύμνου είχαν πλέον γραφεί. Τα επόμενα χρόνια θα ακολουθήσει πανδαισία ψαλμών και αλληλούια. Ξεχωρίζουν ο αντιδημοκράτης αν όχι φασίστας D. H. Lawrence (Studies in Classic American Literature (1923)) κι ο σκεπτικιστής με τις τάσεις/κατευθύνσεις του βιομηχανικού πολιτισμού Lewis Mumford (Herman Melville: A Study of His Life and Vision (1929)).

Πώς έγιναν όλα αυτά; Για ποιόν λόγο η Φάλαινα έγινε αυτό που είναι σήμερα (διδάσκεται στο αμερικανικό σχολείο – όπως εμείς διδασκόμαστε τα ομηρικά έπη); Ας δούμε, λοιπόν,το ιστορικό πλαίσιο.

To 1919 ήταν μια χρονιά γεμάτη προπαγάνδα. Αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα είχαν πολεμήσει τους Μπολσεβίκους στην επιχείρηση «Αρχάγγελος», οι σύμμαχοι προσπαθούσαν να επιβάλλουν μια συμφωνία στην ηττημένη Γερμανία - στην οποία ο σοσιαλισμός κόχλαζε και είχε αρχίσει να ξεχύνεται προς τις μάζες – και ο πρόεδρος Γουίλσον προσπαθούσε μάταια να καταλαγιάσει την απληστία των ευρωπαίων συμμάχων που ήθελαν να κατακρεουργήσουν την ηττημένη χώρα.

Ο Μπέλα Κουν, τουλάχιστον κατά τις αμερικανικές εφημερίδες, την μια μέρα έπαιρνε την εξουσία και την άλλη την έχανε, ενώ τα στρατεύματα των στρατηγών Κόλτσακ και Ντενίκιν κατατρόπωναν καθημερινά τους Μπολσεβίκους.Στις ΗΠΑ έκανε την εμφάνισή της η Ποτοαπαγόρευση και πολλές χαριτωμένες κοινωνικές στιγμές της μεσαίας τάξης άρχισαν να φλερτάρουν με τον υπόκοσμο και την παρανομία. Οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές, o κομμουνισμός κι ο μπολσεβικισμός έκαναν την εμφάνισή τους στη χώρα της ελευθερίας, ενώ κι οι αναρχικοί ήταν ένας πρόσθετος πονοκέφαλος. Για να μη μιλήσουμε για τους μαύρους που είχαν αρχίσει (άκουσον, άκουσον!!!) να σηκώνουν κεφάλι. Ο «Μαχόμενος Κουάκερος» A. Mitchell Palmer, υπουργός Δικαιοσύνης, με τη βοήθεια ενός δικτύου ομοσπονδιακών πρακτόρων και της Αμερικάνικης Λεγεώνας, καθάριζε τις πόλεις από όλα αυτά τα σκουπίδια. Σε επιστολή του προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, ένας επιχειρηματίας έγραφε ότι «δεν υπάρχει ούτε ένας αξιοσέβαστος πολίτης που να γνωρίζω σ’ αυτή τη χώρα που να μην πιστεύει ότι είμαστε στο κατώφλι μιας ένοπλης σύγκρουσης».

Στις ΗΠΑ, το 1919 ήταν μια χρονιά ήπιων επαναστάσεων από τη μεριά των αδύναμων οι οποίες καταποντίστηκαν από την αντεπανάσταση των «άνετων» τάξεων, των διανοουμένων συμπεριλαμβανομένων.
Τη χρονιά εκείνη, ακόμη, αναζωπυρώθηκε ο φόβος της μετανάστευσης που είχε καταλαγιάσει τα χρόνια του πολέμου. Μεταξύ 1901 και 1920 μετανάστευσαν προς τις ΗΠΑ γύρω στους 15 εκατομ. Ανθρώπους, ειδικά Ιταλοί, κάτοικοι της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας και της τσαρικής Ρωσίας. Κατά την οικονομική παράδοση οι άνθρωποι αυτοί έκαναν όλες τις σκληρές δουλειές στην εξόρυξη, στη μεταποίηση και στις κατασκευές και παρέμεναν παράξενοι, με περίεργες διαλέκτους, ιδιόμορφες θρησκείες και εξωτικές κουλτούρες και συνήθειες. Ο φόβος, η ανασφάλεια και η προκατάληψη έδειχναν το δρόμο: η ηγεμονία της αγγλοσαξονικής κοινωνίας και του πολιτισμού της έπρεπε να επαναεπιβεβαιωθεί.

(συνεχίζεται)


 

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Λογοτεχνικός Δαρβινισμός (4)

Ενώ ο Λογοτεχνικός Δαρβινισμός για τον οποίο έγινε ως τώρα λόγος μέσα από τα λεγόμενα του λογοτεχνικοδαρβινικού πάπα Joseph Carroll, αφορούσε στην προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων, εδώ θα επεκτείνω αυθαίρετα το πεδίο ορισμού του κριτικού ρεύματος, και θα το εφαρμόσω με πιο brutal
τρόπο, στο χώρο του λογοτεχνικού κανόνα, βάζοντας από την πίσω πόρτα στην όλη συζήτηση τον Θεό, το Κράτος, την Ισχύ.
 

Εξηγούμαι. Θα προσπαθήσω να καταλάβω την πορεία που έκαναν μέσα στο χρόνο ορισμένα μυθιστορήματα που τον καιρό της έκδοσής τους πολεμήθηκαν ή/αγνοήθηκαν για να καταλήξουν να θεωρούνται κλασικά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τα πιο χαρακτηριστικά είναι τα εξής 6:



Αν ξεφυλλίσουμε τον κανόνα του Μπλουμ θα δούμε ότι εκτός των βιβλίων του Golding και του Tolkien, τα υπόλοιπα 4 βιβλία είναι στη λίστα των βιβλίων (o Moby Dick στη «Δημοκρατική Εποχή» (19ος αιώνας) και τα υπόλοιπα 3 στη «Χαοτική Εποχή» (20ος αιώνας).

Θα μείνω στα 4 του Κανόνα, τα οποία είναι και βιβλία που έχει διαβάσει ο μέσος αναγνώστης. Πέραν από τον Κανόνα του νεογνωστικού Μπλούμ, τα 4 αυτά βιβλία είναι σε αρκετές από τις λίστες με τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα (για μια ποσοτική εκτίμηση της κατάστασης αυτής βλέπε εδώ).

Ας αρχίσουμε από τον Moby Dick κι ας δούμε πως αντέδρασαν κριτικοί και κοινό τον καιρό της δημοσίευσης. Πριν προχωρήσουμε, να πούμε ότι ο Μελβιλ υποσχέθηκε στους εκδότες τους μια περιπέτεια παρόμοια με τα προηγούμενα βιβλία του (Typee, Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων, Γουάιτ-τζάκετ), άργησε (ένα χρόνο) να παραδώσει τα χειρόγραφα και τους έδωσε ένα έπος που δεν ξέρανε τι να το κάνουνε.

O Moby Dick, μετά από ένα περιπετειώδες τελικό στάδιο, κυκλοφόρησε αρχικά στην Αγγλία τον Οκτώβριο (18) του 1851 με τίτλο, Η Φάλαινα, σε τρίτομη έκδοση και σε 500 αντίτυπα. Η πρώτη κριτική έκανε την εμφάνισή της δυο μέρες αργότερα στη λονδρέζικη Morning Herald. 26 μέρες αργότερα έκανε την εμφανισή της και η αμερικανική έκδοση (2915 αντίτυπα) και την ίδια κιόλας μέρα τυπώθηκαν 2 κριτικές (Argus, Morning Courier and New-York Enquirer). Tις πρώτες 11 μέρες πουλήθηκαν 1500 αντίτυπα και άλλα 300 μέσα στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας. Το 1855 τυπώθηκαν σε 2η έκδοση άλλα 250 αντίτυπα, η 3η έκδοση του 1863 βγήκε σε 253 αντίτυπα και η 4η και τελευταία έκδοση έλαβε χώρα το 1871 με 277 αντίτυπα. Στα τελευταία 4 χρόνια της ζωής του Μέλβιλ, το βιβλίο ήταν εκτός κυκλοφορίας. Συνολικά πουλήθηκαν 3215 αντίτυπα στα 34 χρόνια που έμεινε στην κυκλοφορία. Τα συνολικά κέρδη του συγγραφέα ήταν $1260.

Το βιβλίο ήταν η αρχή της καταστροφής για τον Μέλβιλ. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στο Λονδίνο. Κι αυτό έπαιξε το ρόλο του. Αν κι υπήρξαν κριτικές που επισήμαιναν κάποια χαρίσματα της αφήγησης, την ποιητική πρόζα και την ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων, η ναυαρχίδα της λογοτεχνικής κριτικής της εποχής το Athenaeum το έθαψε κανονικά:   

«Πρόκειται για ένα αρρωστημένο μίγμα μυθοπλασίας και πραγματικών γεγονότων. Η ιδέα μιας διασυνδεδεμένης/συναθροισμένης  ιστορίας ήρθε και έφυγε πολλές φορές από το μυαλό του συγγραφέα κατά τη διάρκεια της σύνθεσης. To στυλ της ιστορίας διαστρεβλώνεται σε αρκετά σημεία από τρελά (παρά άσχημα) αγγλικά. Και η αφήγηση της καταστροφής γίνεται βιαστικά, αδύναμα και με ασάφεια[…] Το αποτέλεσμα είναι, από κάθε άποψη, να έχουμε ένα προκλητικό βιβλίο – Λίγα μπορούμε να πούμε, είτε για να προτείνουμε είτε για να απορρίψουμε αυτό το παράδοξο βιβλίο. Ο κ. Μέλβιλ θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος με τον  εαυτό του μόνο αν ο αναγνώστης πετάξει τους τρόμους του και τους ήρωές του κ. Μέλβιλ στα σκουπίδια σαν ότι χειρότερο έχει βγάλει η σχολή Bedlam (Bedlam =τρέλα από το «Hospital of Saint Mary of Bethlehem», περίφημο ψυχιατρείο στο Λονδίνο του 15ου αιώνα όπου οι επισκέπτες μαζεύονταν για να διασκεδάσουν βλέποντας ψυχικά ασθενείς ανθρώπους) - Henry F. Chorley (London Athenaeum, October 25 1851).

Η δυσμενής κριτική του Athenaeum έφθασε στις ΗΠΑ και επηρέασε κριτικούς και κοινό. Αν και ο Χόθορν μίλησε ευνοϊκά για το βιβλίο (αν και δεν θα μπορούσε να κάνει και διαφορετικά αφού σε μεγάλο μέρος το βιβλίο οφείλεται σ’ αυτόν – στην επίδραση που είχαν η γειτονία και οι συζητήσεις με τον Μέλβιλ – και αφιερώνεται σ’ αυτόν), δε φαίνεται να άσκησε και ιδιαίτερη επιρροή. Οι εξηγήσεις που προτάθηκαν μιλάνε για την καταστροφική επίπτωση που είχε η επέμβαση της λονδρέζικης λογοκρισίας και ιδιαίτερα η παράλειψη του επιλόγου του βιβλίου. Έτσι, οι άγγλοι αναγνώστες δεν διάβαζαν για το πώς επέζησε της καταστροφής του Pequod ο Ίσμαήλ και οι κριτικοί κατηγόρησαν τον συγγραφέα ότι δεν άφηνε κανένα χαρακτήρα ζωντανό για να αφηγηθεί την ιστορία.

O Mέλβιλ, όσο κι αν προσπάθησε στη συνέχεια, είτε με πεζά είτε με ποιήματα, δεν μπόρεσε να έρθει στο προσκήνιο ενώ το μεροκάματο από το γράψιμο γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Το 1865 αναγκάστηκε να ξαναδουλέψει ως τελωνειακός επιθεωρητής. Πέθανε το 1891 μάλλον ξεχασμένος και τα βιβλία του, πέρα από μια πρόσκαιρη επιτυχία στην Αγγλία στα τέλη του 19ου αιώνα, παρέμειναν αγνοημένα.

Τί έγινε τα επόμενα χρόνια ώστε σήμερα ο Μόμπυ Ντικ να θεωρείται ένα από τα κλασικά μυθιστορήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας;