Ξεκινάμε τη διερεύνηση των ταμπελών με τις οποίες οι άνθρωποι προσπαθούν να δώσουν όνομα (και νόημα;) στο ιστορικό παρόν.
Πρώτη ταμπέλα ο αλτερ-μοντερνισμός (altermodern), τον οποίο εισηγήθηκε ο Ν Bourriad (ΝΒ), Γάλλος θεωρητικός της τέχνης και του πολιτισμού.
Ήδη από το 1998 ο ΝΒ, βασισμένος στις εμπειρίες που είχε ως επιμελητής του μουσείου μοντέρνας τέχνης του Μπορντό, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Relational Aesthetics» (Σχεσιακή Αισθητική, ας πούμε), όπου μας εξηγεί τι έχει στο μυαλό του και βάζει τις βάσεις για τον αλτερ-μοντερνισμό:
Η Σχεσιακή Αισθητική είναι ένα σύνολο καλλιτεχνικών πρακτικών που έχουν θεωρητικό και πρακτικό σημείο εκκίνησης το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων και του κοινωνικού τους πλαισίου κι όχι τον ανεξάρτητο και ιδιωτικό χώρο.
10 χρόνια αργότερα, γίνεται πιο συγκεκριμένος:
Σε έναν κόσμο που καταγράφει τόσο γρήγορα όσο παράγει η τέχνη δεν απαθανατίζει πια, αλλά μαστορεύει και διευθετεί, ρίχνοντας φύρδην-μίγδην πάνω στο τραπέζι τα προϊόντα που καταναλώνει. Εκατομμύρια ανθρώπων φωτογραφίζουν, συλλέγουν και επεξεργάζονται εικόνες με τη βοήθεια προγραμμάτων που είναι διαθέσιμα στον καθένα. Μόνο που αυτοί παγώνουν τις αναμνήσεις, ενώ αντιθέτως ο καλλιτέχνης θέτει σε κίνηση τα σημεία […] Δεν υπάρχει αυτό που λέμε λευκή σελίδα, παρθένος καμβάς ή υλικό προς επεξεργασία παρά μόνο μια προϋπάρχουσα κατάσταση χάους μέσα στην οποία οφείλουν να δημιουργήσουν
Ο ΝΒ έχει στήσει και μια ιστοσελίδα από την οποία προπαγανδίζει τις ιδέες του. Μια συνέντευξη του NB στο Βήμα εδώ.
Προσωπικά δεν μου φάνηκαν ιδιαίτερες πρωτότυπες οι ιδέες του ΝΒ αν και είναι συγκινητική η προσπάθειά του να κατανοήσει την εμπειρία της παγκοσμιοποίησης. Tα πράγματα αυτά έχουν ήδη γίνει στον κινηματογράφο και στις σειρές της τηλεόρασης και η εφαρμογή τους στις καλές τέχνες δεν νομίζω να πουν κάτι παραπάνω (άσε που η περιορισμένη διείσδυση των καλών τεχνών στις λαϊκές μάζες, περιορίζει και την όποια δύναμή τους). Πάντως, εντύπωση μου έκανε η θέση που στην όλη φάση κρατάει για τον επιμελητή τέχνης, δηλ, για τον εαυτό του: αγγίζει τα όρια της αυθεντίας.
Όσον αφορά τη λογοτεχνία ή, καλύτερα, την αφήγηση, η «νεοαφηγηματικότητα» που προτείνεται δεν μοιάζει και τόσο νέα: όλα είναι κόλπα του μοντερνισμού (Έλιοτ, Ντος Πασσοςμ Τζόις) και εν μέρει του μεταμοντερνισμού (Μπόρχες, Πύντσον, Ναμπόκοφ) για να μείνουμε στα μεγάλα ονόματα.
Επομένως, η ταμπέλα αλτερ-μοντερνισμός απορρίπτεται.
Μια προσπάθεια της αλτερ-μοντερνιστικής τέχνης είναι το Εκπαιδευτικό Κεφάλαιο (The Instructional Capital) του Μώρη (εδώ και εδώ)
Σύμφωνα με τον (επιμελητή τέχνης) Χριστόφορο Μαρίνο στο άρθρο του «Ο καλλιτέχνης σημειοναύτης και η λευκή ιστοσελίδα», ο Μώρης :
«[…] ναυσιπλοώντας στον διαρκώς ευμετάβλητο, πληθωρικό και κατεξοχήν διασκορπισμένο άτλαντα του διαδικτύου […] χρησιμοποιεί διάφορες πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας για να περιγράψει έναν νέο εξαϋλωμένο (σ.σ.: ουάου) υλισμό. […]Η ομότιτλη έκδοση του The Instructional Capital volume II είναι μια συρραφή κειμένων που ο καλλιτέχνης έχει αλιεύσει αποκλειστικά από ηλεκτρονικές εκδόσεις, στην πλειοψηφία τους ξεχασμένες, εναλλακτικές ή λιγότερο δημοφιλείς. Καλύπτοντας ένα ευρύ χρονικό φάσμα, από τους αρχαίους χρόνους και τον Μεσαίωνα ως τη σύγχρονη εποχή, τα κείμενα αυτά αποτελούν παράλληλα και τα κλειδιά ερμηνείας των εκτιθέμενων έργων. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τα «Textiles» του William Morris, οι οδηγίες χρήσης για την τεχνική της «μεταστροφής» (détournement) δια χειρός Guy Debord και Gil Wolman, ένα απόσπασμα από την «Ανακάλυψη των Μαγισσών» του Matthew Hopkins, σελίδες από το αλχημιστικό έργο του 15ου αιώνα The Donum Dei, ρωμαϊκές συνταγές μαγειρικής παρμένες από τη συλλογή του Apicius αλλά και οδηγίες κατασκευής φορητών επίπλων, εξαιρετικά διαδεδομένες στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1950, είναι μερικά από τα κείμενα που συνθέτουν τον αποκωδικοποιητή της έκθεσης του Μώρη. Όπως είναι φυσικό, δεν είναι απαραίτητο να μελετήσει κανείς όλα αυτά τα κείμενα για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο καλλιτέχνης επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη μαστορική, στην αντίληψη της σχέσης συνείδησης-πραγματικού, με τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας της Άγριας σκέψης, Claude Lévi-Strauss. Ωστόσο, αν το έργο ή η «έκθεση-ως-έργο» τού Μώρη επιβάλει ένα μοντέλο ερμηνείας βασισμένο στην Άγρια σκέψη και συγκεκριμένα στην τεχνική του bricolage, τότε η κριτική του θεώρηση οφείλει να έχει έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα, να συνδυάζει δηλαδή ένα πλήθος κριτικών αναπτυγμάτων και θεωριών. Στη σχέση του καλλιτέχνη με την πραγματικότητα, την οποία ο Bourriaud αποδίδει ως «μια συσσώρευση μεταβατικών επιφανειών και μορφών που είναι εν δυνάμει κινητές», διακυβεύονται εξίσου καίρια ζητήματα, όπως είναι η δυνατότητα επανασύνδεσης με τις ουτοπικές αφηγήσεις. Χαρακτηριστική ένδειξη της επιθυμίας του Μώρη να συλλάβει αυτή την «ξεριζωμένη» πραγματικότητα είναι και η χρήση της στατιστικής ως εργαλείο έρευνας».
Και η ζωή συνεχίζεται….
Πρώτη ταμπέλα ο αλτερ-μοντερνισμός (altermodern), τον οποίο εισηγήθηκε ο Ν Bourriad (ΝΒ), Γάλλος θεωρητικός της τέχνης και του πολιτισμού.
Ήδη από το 1998 ο ΝΒ, βασισμένος στις εμπειρίες που είχε ως επιμελητής του μουσείου μοντέρνας τέχνης του Μπορντό, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Relational Aesthetics» (Σχεσιακή Αισθητική, ας πούμε), όπου μας εξηγεί τι έχει στο μυαλό του και βάζει τις βάσεις για τον αλτερ-μοντερνισμό:
Η Σχεσιακή Αισθητική είναι ένα σύνολο καλλιτεχνικών πρακτικών που έχουν θεωρητικό και πρακτικό σημείο εκκίνησης το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων και του κοινωνικού τους πλαισίου κι όχι τον ανεξάρτητο και ιδιωτικό χώρο.
10 χρόνια αργότερα, γίνεται πιο συγκεκριμένος:
Σε έναν κόσμο που καταγράφει τόσο γρήγορα όσο παράγει η τέχνη δεν απαθανατίζει πια, αλλά μαστορεύει και διευθετεί, ρίχνοντας φύρδην-μίγδην πάνω στο τραπέζι τα προϊόντα που καταναλώνει. Εκατομμύρια ανθρώπων φωτογραφίζουν, συλλέγουν και επεξεργάζονται εικόνες με τη βοήθεια προγραμμάτων που είναι διαθέσιμα στον καθένα. Μόνο που αυτοί παγώνουν τις αναμνήσεις, ενώ αντιθέτως ο καλλιτέχνης θέτει σε κίνηση τα σημεία […] Δεν υπάρχει αυτό που λέμε λευκή σελίδα, παρθένος καμβάς ή υλικό προς επεξεργασία παρά μόνο μια προϋπάρχουσα κατάσταση χάους μέσα στην οποία οφείλουν να δημιουργήσουν
Ο ΝΒ έχει στήσει και μια ιστοσελίδα από την οποία προπαγανδίζει τις ιδέες του. Μια συνέντευξη του NB στο Βήμα εδώ.
Προσωπικά δεν μου φάνηκαν ιδιαίτερες πρωτότυπες οι ιδέες του ΝΒ αν και είναι συγκινητική η προσπάθειά του να κατανοήσει την εμπειρία της παγκοσμιοποίησης. Tα πράγματα αυτά έχουν ήδη γίνει στον κινηματογράφο και στις σειρές της τηλεόρασης και η εφαρμογή τους στις καλές τέχνες δεν νομίζω να πουν κάτι παραπάνω (άσε που η περιορισμένη διείσδυση των καλών τεχνών στις λαϊκές μάζες, περιορίζει και την όποια δύναμή τους). Πάντως, εντύπωση μου έκανε η θέση που στην όλη φάση κρατάει για τον επιμελητή τέχνης, δηλ, για τον εαυτό του: αγγίζει τα όρια της αυθεντίας.
Όσον αφορά τη λογοτεχνία ή, καλύτερα, την αφήγηση, η «νεοαφηγηματικότητα» που προτείνεται δεν μοιάζει και τόσο νέα: όλα είναι κόλπα του μοντερνισμού (Έλιοτ, Ντος Πασσοςμ Τζόις) και εν μέρει του μεταμοντερνισμού (Μπόρχες, Πύντσον, Ναμπόκοφ) για να μείνουμε στα μεγάλα ονόματα.
Επομένως, η ταμπέλα αλτερ-μοντερνισμός απορρίπτεται.
Μια προσπάθεια της αλτερ-μοντερνιστικής τέχνης είναι το Εκπαιδευτικό Κεφάλαιο (The Instructional Capital) του Μώρη (εδώ και εδώ)
Σύμφωνα με τον (επιμελητή τέχνης) Χριστόφορο Μαρίνο στο άρθρο του «Ο καλλιτέχνης σημειοναύτης και η λευκή ιστοσελίδα», ο Μώρης :
«[…] ναυσιπλοώντας στον διαρκώς ευμετάβλητο, πληθωρικό και κατεξοχήν διασκορπισμένο άτλαντα του διαδικτύου […] χρησιμοποιεί διάφορες πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας για να περιγράψει έναν νέο εξαϋλωμένο (σ.σ.: ουάου) υλισμό. […]Η ομότιτλη έκδοση του The Instructional Capital volume II είναι μια συρραφή κειμένων που ο καλλιτέχνης έχει αλιεύσει αποκλειστικά από ηλεκτρονικές εκδόσεις, στην πλειοψηφία τους ξεχασμένες, εναλλακτικές ή λιγότερο δημοφιλείς. Καλύπτοντας ένα ευρύ χρονικό φάσμα, από τους αρχαίους χρόνους και τον Μεσαίωνα ως τη σύγχρονη εποχή, τα κείμενα αυτά αποτελούν παράλληλα και τα κλειδιά ερμηνείας των εκτιθέμενων έργων. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τα «Textiles» του William Morris, οι οδηγίες χρήσης για την τεχνική της «μεταστροφής» (détournement) δια χειρός Guy Debord και Gil Wolman, ένα απόσπασμα από την «Ανακάλυψη των Μαγισσών» του Matthew Hopkins, σελίδες από το αλχημιστικό έργο του 15ου αιώνα The Donum Dei, ρωμαϊκές συνταγές μαγειρικής παρμένες από τη συλλογή του Apicius αλλά και οδηγίες κατασκευής φορητών επίπλων, εξαιρετικά διαδεδομένες στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1950, είναι μερικά από τα κείμενα που συνθέτουν τον αποκωδικοποιητή της έκθεσης του Μώρη. Όπως είναι φυσικό, δεν είναι απαραίτητο να μελετήσει κανείς όλα αυτά τα κείμενα για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο καλλιτέχνης επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη μαστορική, στην αντίληψη της σχέσης συνείδησης-πραγματικού, με τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας της Άγριας σκέψης, Claude Lévi-Strauss. Ωστόσο, αν το έργο ή η «έκθεση-ως-έργο» τού Μώρη επιβάλει ένα μοντέλο ερμηνείας βασισμένο στην Άγρια σκέψη και συγκεκριμένα στην τεχνική του bricolage, τότε η κριτική του θεώρηση οφείλει να έχει έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα, να συνδυάζει δηλαδή ένα πλήθος κριτικών αναπτυγμάτων και θεωριών. Στη σχέση του καλλιτέχνη με την πραγματικότητα, την οποία ο Bourriaud αποδίδει ως «μια συσσώρευση μεταβατικών επιφανειών και μορφών που είναι εν δυνάμει κινητές», διακυβεύονται εξίσου καίρια ζητήματα, όπως είναι η δυνατότητα επανασύνδεσης με τις ουτοπικές αφηγήσεις. Χαρακτηριστική ένδειξη της επιθυμίας του Μώρη να συλλάβει αυτή την «ξεριζωμένη» πραγματικότητα είναι και η χρήση της στατιστικής ως εργαλείο έρευνας».
Και η ζωή συνεχίζεται….