https://www.youtube.com/watch?v=hh-P0PPolCI

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός; (5) Μια Πύρρειος Νίκη

Μια Πύρρειος Νίκη
του Wolfgang Streeck

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Αλλά γιατί ο καπιταλισμός να είναι σε κρίση αφού, παρόλες τις δυσλειτουργίες του, δεν έχει να αντιμετωπίσει κάποιο σοβαρό αντίπαλο. Θυμόμαστε ότι η κατάρρευση του κομμουνισμού το 1989 θεωρήθηκε ως ο τελευταίος θρίαμβος του καπιταλισμού, ως το «τέλος της ιστορίας». Ακόμη και σήμερα, μετά το 2008, η παλιά αριστερά βρίσκεται στο όριο της εξαφάνισης ενώ δε φαίνεται να εμφανίζεται μια νέα αριστερά. Οι μάζες, οι φτωχοί και αδύναμοι όπως και αυτοί που τα κουτσοκαταφέρνουν, φαίνεται να είναι παγιδευμένοι στον καταναλωτισμό, ενώ τα συλλογικά αγαθά, οι συλλογικές δράσεις και η συλλογική οργάνωση είναι τελείως εκτός μόδας.

Αλλά γιατί να μην τα καταφέρει ο καπιταλισμός αφού είναι το μοναδικό σύστημα που υπάρχει πλέον; Σε μια πρώτη ματιά, αυτά που συνηγορούν υπέρ της επιβίωσης του συστήματος είναι πολλά, ανεξάρτητα από τις δυσοίωνες προβλέψεις. Έχουμε πολλά παραδείγματα κυβερνήσεων που επανεκλέγονται μετά από σημαντικές περικοπές των κοινωνικών δαπανών και ιδιωτικοποιήσεις των κοινωνικών υπηρεσιών προς όφελος των κατόχων του χρήματος. Το ενδιαφέρον για την περιβαλλοντική υποβάθμιση αυξάνεται πολύ αργά σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής και κάποιος μπορεί να την αμφισβητήσει έχοντας μάθει να ζει μ’ αυτήν. Η τεχνολογική πρόοδος με την οποία αγοράζουμε χρόνο (π.χ., το fracking - η υδραυλική διάρρηξη του σχιστόλιθου για την άντληση φυσικού αερίου) συνεχίζεται και αν υπάρχουν όρια στις ειρηνοποιές δυνάμεις του καταναλωτισμού, φαίνεται ότι είμαστε ακόμη μακριά από αυτά. Ακόμη περισσότερο, η αποδοχή πιο χρονοβόρων εργασιακών προτύπων εκλαμβάνεται ως ανταγωνιστική πρόκληση, ως μια ευκαιρία για προσωπική επιτυχία. Οι πολιτισμικοί ορισμοί της καλής ζωής ήταν πάντα πολύ όλκιμοι και ελατοί και μπορεί να κατεργαστούν περαιτέρω ώστε να αντιστοιχούν στην πορεία προς την απόλυτη εμπορευματοποίηση, στο βαθμό που κάθε ριζοσπαστική ή θρησκευτική αμφισβήτηση τους καταπιέζεται, γελοιοποιείται ή περιθωριοποιείται. Τέλος, οι περισσότερες θεωρίες οικονομικής στασιμότητας αφορούν τη Δύση και όχι την Κίνα, τη Ρωσία, την Ινδία ή τη Βραζιλία – χώρες με τεράστιες παρθένες περιοχές όπου μπορεί να εγκατασταθεί η ανάπτυξη και να εξασφαλίζει την καπιταλιστική πρόοδο [10].

Η απάντηση μου είναι ότι η μη ύπαρξη αντιπάλου για τον καπιταλισμό είναι περισσότερο μειονέκτημα παρά πλεονέκτημα. Τα κοινωνικά συστήματα ευδοκιμούν στηριζόμενα σε μια εσωτερική ετερογένεια, σε έναν πλουραλισμό οργανωτικών αρχών που τα προστατεύει από τη μονοδιάστατη προσήλωση σε ένα και μόνο στόχο και τα εμπλουτίζει με επιπλέον στόχους που πρέπει να επιτευχθούν ώστε το σύστημα να είναι διατηρήσιμο. Ο καπιταλισμός έτσι όπως τον ξέρουμε έχει κερδίσει πολλά από τα κινήματα που αντιπαλεύουν τον νόμο του κέρδους και της αγοράς. Ο σοσιαλισμός και ο συνδικαλισμός, βάζοντας φρένο στην εμπορευματοποίηση, τον εμπόδισαν να καταστρέψει τα μη καπιταλιστικά θεμέλιά του – την εμπιστοσύνη, τον αλτρουισμό, την αλληλεγγύη μεταξύ οικογενειών και κοινοτήτων και τα παρόμοια. Ο κευνσιανισμός και ο φορντισμός, οι δυο, περισσότερο ή λιγότερο, νόμιμες αμφισβητήσεις του καπιταλισμού, εξασφάλισαν και προστάτευσαν τη συνολική ζήτηση ειδικά σε περιόδους ύφεσης. Και όπου οι περιστάσεις ήταν ευνοϊκές, οι οργανώσεις της εργατικής τάξης λειτούργησαν ως «εμπροσθοφυλακή της παραγωγικότητάς» αναγκάζοντας το κεφάλαιο να στραφεί σε πιο προχωρημένες αρχές παραγωγικότητας. Με αυτήν την έννοια ήταν που ο Geoffrey Hodgson υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να επιβιώσει μόνο στο βαθμό που δεν είναι πλήρως καπιταλιστικός – στο βαθμό που δεν έχει απαλλαχθεί από τις «αναγκαίες ακαθαρσίες» [11].
Ιδωμένη κατά αυτόν τον τρόπο, η νίκη του καπιταλισμού επί των αμφισβητών του μπορεί να αποδειχτεί πύρρειος αφού οι τελευταίοι, εξαιρουμένων ορισμένων ενοχλητικών περιπτώσεων, στην ουσία τον υποστήριζαν. Επομένως, το ερώτημα είναι: μπορεί ο θριαμβεύων καπιταλισμός να αποδειχτεί ο χειρότερος εχθρός του εαυτού του;

(συνεχίζεται)

Σημειώσεις
[10] Αν και τα πράγματα δείχνουν διαφορετικά πλέον αφού τα προβλήματα έχουν αρχίζει να συσσωρεύονται και στον κινεζικό καπιταλισμό αλλά και στις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες οικονομίες, τις Fragile Five (Τουρκία, Βραζιλία, Ινδία, Ν Αφρική και Ινδονησία).
[11] Hodgson et al., eds, Capitalism in Evolution: Global Contentions, East and West, Cheltenham 2001, pp. 71ff

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός; (4) Στο χείλος του γκρεμού;

Ο καπιταλισμός στο χείλος του γκρεμού;





του Wolfgang Streeck

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Μήπως ο καπιταλισμός πνέει τα λοίσθια;

Στη δεκαετία του 1980, η ιδέα ότι ο καπιταλισμός μπορεί να «τρέξει» ως «μεικτή οικονομία», τεχνοκρατικά διοικούμενη και δημοκρατικά ελεγχόμενη, εγκαταλείφθηκε.
Για τη νεοφιλελεύθερη επανάσταση, η κοινωνική και οικονομική αρμονία αναγεννούνται μέσω μιας «φιλανθρωπικής» ανάδρασης που προκύπτει από την «ελεύθερη δράση (ή ελεύθερο παιχνίδι) των δυνάμεων της αγοράς».
Η «κατάρρευση» του 2008 απαξίωσε την θεωρία των αυτορρυθμιζόμενων αγορών χωρίς όμως να φανεί στον ορίζοντα μια νέα μορφή πολιτικής διακυβέρνησης. Κι αυτό από μόνο του μπορεί να θεωρηθεί ως σύμπτωμα μιας κρίσης που έχει γίνει συστημική. Και που γίνεται πιο έντονη όσο περισσότερο διαρκεί.

Κατά την άποψη μου, μετά από δεκαετίες μειούμενης ανάπτυξης, αυξανόμενης ανισότητας και διογκούμενου χρέους – αλλά και συνεχούς αγωνίας, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, για τον πληθωρισμό, το δημόσιο χρέος και τη χρηματιστηριακή υπερχείλιση – έχει φτάσει ο καιρός να δούμε τον καπιταλισμό ως ένα ιστορικό φαινόμενο που ναι μεν κάποτε γεννήθηκε αλλά κάποτε θα πεθάνει.

Για το λόγο αυτό πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τα μοντέλα κοινωνικής και καθεστωτικής αλλαγής. Όσο φανταζόμαστε ότι το τέλος του καπιταλισμού θα έλθει μέσα από μια απόφαση-διάταγμα, μέσα από κάποια κυβέρνηση ή κάποια κεντρική επιτροπή, ουσιαστικά θεωρούμε τον καπιταλισμό αιώνιο (Η πλάκα είναι ότι ήταν ο κομμουνισμός, έτσι όπως σχεδιάστηκε στη Μόσχα και εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ένωση, που τελείωσε με ένα διάταγμα). Τα πράγματα διαφοροποιούνται αν, αντί να φανταζόμαστε την αντικατάσταση του καπιταλισμού με μια θεόσταλτη νέα τάξη πραγμάτων μέσω μιας συλλογικής απόφασης, αφήσουμε τον καπιταλισμό να καταρρεύσει από μόνος του.

Έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε πάνω στο τέλος του καπιταλισμού χωρίς να αναλαμβάνουμε την ευθύνη να απαντήσουμε στο ερώτημα του τι θα τον αντικαταστήσει. Είναι μια μαρξιστική – ή, καλύτερα, μια μοντέρνα – προκατάληψή ότι ο καπιταλισμός ως ιστορική εποχή θα τελειώσει όταν θα αρχίσει να προδιαγράφεται μια νέα και καλύτερη κοινωνία και όταν θα υπάρξει το επαναστατικό υποκείμενο που θα την πραγματώσει προς όφελος της ανθρωπότητας. Αυτό προϋποθέτει ένα βαθμό πολιτικού ελέγχου πάνω στην κοινή μας μοίρα, κάτι για το οποίο δεν μπορούμε πλέον ούτε να ονειρευόμαστε μετά την καταστροφή της συλλογικότητας, αλλά και κάθε ελπίδας για αυτήν, μέσα στη νεοφιλελεύθερη παγκόσμια επανάσταση. Για την επιβεβαίωση του ισχυρισμού ότι ο καπιταλισμός τελειώνει, δεν είναι η απαραίτητη η ύπαρξη ενός ουτοπικού οράματος για ένα εναλλακτικό μέλλον. Προτίθεμαι να εκφράσω έναν τέτοιον ισχυρισμό, γνωρίζοντας πόσες φορές έχει εκφραστεί και στο παρελθόν.

Στην πραγματικότητα, όλοι οι βασικοί θεωρητικοί του καπιταλισμού έχουν προβλέψει το επικείμενο τέλος του, από τη εποχή ακόμη που ο όρος άρχισε να πρωτοχρησιμοποιείται στα μέσα του 19ου αιώνα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται όχι μόνο κριτικοί του όπως ο Μαρξ και ο Πολάνυι αλλά και αστοί θεωρητικοί όπως ο Βέμπερ, ο Σουμπέτερ, ο Σόμπαρτ και ο Κέυνς. Έτσι, αν η ιστορία αποδείξει ότι έχω λάθος, θα είμαι, τουλάχιστον, με καλή παρέα.

Το ότι κάτι δε συνέβη σε αντίθεση με αξιόπιστες προβλέψεις ότι θα συμβεί, δε σημαίνει ότι δε θα συμβεί ποτέ. Πιστεύω ότι αυτή η φορά είναι διαφορετική και σύμπτωμα αυτής της διαφοράς είναι ότι ακόμη και οι καλύτεροι τεχνικοί του καπιταλισμού δεν έχουν μια αξιόπιστη που θα επαναφέρει το σύστημα σε λειτουργία – δες, για παράδειγμα, τα πρόσφατα δημοσιευθέντα πρακτικά των απόψεων της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ το 2008 [6] ή την απόγνωση των κεντρικών τραπεζιτών για το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης.

Ωστόσο, αυτό είναι μόνο η επιφάνεια του προβλήματος. Από κάτω υπάρχει η σκληρή πραγματικότητα ότι η καπιταλιστική πρόοδος έχει, περισσότερο η λιγότερο, καταστρέψει κάθε μέσο που θα μπορούσε να την σταθεροποιήσει μέσω περιορισμών. Το θέμα είναι ότι η σταθερότητα του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού συστήματος εξαρτάται από την ιδιοδυναμική (Eigendynamik) του που ενέχει εξισορροπητικές δυνάμεις – τα συλλογικά συμφέροντα και τους θεσμούς που υποβάλλουν σε κοινωνικό έλεγχο την καπιταλιστική συσσώρευση. Αλλά η ανεξέλεγκτη επιτυχία του, μπορεί να υπονομεύσει το ίδιο το σύστημα. Για το πώς, θα επιχειρηματολογήσω παρακάτω.

Η εικόνα που έχω για το τέλος του καπιταλισμού – ένα τέλος που πιστεύω ότι έχει δρομολογηθεί – είναι αυτή ενός συστήματος σε χρόνια δυσλειτουργία λόγω δικών του προβλημάτων και ανεξάρτητα από την απουσία ενός αξιόπιστου εναλλακτικού συστήματος. Ενώ δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε και πως ακριβώς θα εκλείψει και τι θα επακολουθήσει, αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν υπάρχουν δυνάμεις που θα μπορέσουν να αντιστρέψουν τις κατιούσες τάσεις στην οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ισότητα και την οικονομική σταθερότητα και να δώσουν τέλος στην αμοιβαία ενίσχυσή τους. Σε αντίθεση με το 1930 δεν υπάρχει στον ορίζοντα κάποια πολιτικοκοινομική φόρμουλα, αριστερή ή δεξιά, που θα προσφέρει στις καπιταλιστικές κοινωνίες μια νέα εποχή σταθερότητας. Η κοινωνική ολοκλήρωση όπως και η ολοκλήρωση του συστήματος έχουν λαβωθεί σε σημείο μη διορθώσιμο και τα πράγματα θα χειροτερέψουν κι άλλο [7].

Το πιθανότερο είναι με το πέρασμα του χρόνου να υπάρξει μια συνεχής συσσώρευση μικρών και λιγότερο μικρών δυσλειτουργιών. Οι δυσλειτουργίες αυτές δεν είναι τόσο θανατηφόρες καθεαυτές. Αλλά δεν είναι επισκευάσιμες, ειδικά όσο περισσότερο συσσωρεύονται και δεν είναι δυνατή η διαχείριση καθεμιάς ξεχωριστά. Κατά τη διαδικασία αυτή, τα μέρη του όλου θα εναρμονίζονται όλο και πιο δύσκολα, οι κάθε είδους τριβές και εντάσεις θα πολλαπλασιάζονται, οι συνέπειες θα διαχέονται και οι εξηγήσεις που θα δίνονται θα είναι ολοένα και πιο δυσνόητες και ασαφείς. Η αβεβαιότητα θα πολλαπλασιάζεται, θα ξεσπούν συνεχώς κρίσεις κάθε είδους – νομιμότητας, παραγωγικότητας ή και οι δυο μαζί – ενώ η προβλεψιμότητα και η κυβερνησιμότητα ολοένα και θα μειώνονται (όπως γίνεται επί δεκαετίες τώρα). Τελικά, οι μυριάδες προσωρινές λύσεις που επινοήθηκαν για τη διαχείριση βραχυπρόθεσμων κρίσεων θα καταρρεύσουν υπό το βάρος των καθημερινών καταστροφών που θα προκαλούνται από ένα σύστημα σε απόλυτη ανομία και αταξία.

Η πρόσληψη του τέλους καπιταλισμού ως διαδικασία παρά ως γεγονός εγείρει το ζήτημα του πως ορίζουμε τον καπιταλισμό. Οι κοινωνίες είναι σύνθετες οντότητες που δεν πεθαίνουν όπως πεθαίνουν οι οργανισμοί: με την σπάνια εξαίρεση της ολικής εξάλειψης, η ασυνέχεια ενσωματώνεται σε μια μορφή μερικής συνέχειας. Αν πούμε ότι μια κοινωνία πεθαίνει, εννοούμε ότι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του οργανισμού της που θεωρούμε βασικά έχουν εξαφανιστεί. Κάποια άλλα όμως μπορεί να επιζήσουν. Για να προσδιορίσουμε αν ο καπιταλισμός είναι ζωντανός, αν πεθαίνει ή αν είναι ήδη νεκρός, προτείνω να τον ορίσουμε ως μια σύγχρονη κοινωνία [8] που εξασφαλίζει τη συλλογική της αναπαραγωγή ως μια ακούσια συνέπεια ενός ατομικιστικού ορθολογισμού που έχει στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους και τη συσσώρευση κεφαλαίου, εφαρμόζοντας μια «εργασιακή διαδικασία» που συνδυάζει ιδιωτικό κεφάλαιο και εμπορευματοποιημένη «εργασιακή δύναμη» και εκπληρώνοντας τη μαντεβιλιανή υπόσχεση της μεταλλαγής των ατομικών μειονεκτημάτων σε κοινωνικά οφέλη [9]. Είναι αυτή η υπόσχεση που δεν μπορεί πλέον να κρατήσει ο καπιταλισμός. Και έτσι κλείνει την ιστορική του ύπαρξη ως αυτό-αναπαραγόμενο, διατηρήσιμο, προβλέψιμο και νόμιμο κοινωνικό σύστημα.

Με βάση αυτόν τον ορισμό, είναι απίθανο ο θάνατος του καπιταλισμού να ενσωματωθεί σε κάποιο πρόγραμμα δράσης. Καθώς προχωράει η σήψη θα προκαλέσει πολιτικές διαμαρτυρίες και προσπάθειες συλλογικής παρέμβασης. Αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτές θα παραμείνουν διαμαρτυρίες λουδιτικού τύπου: τοπικές, διασπαρμένες, χωρίς καθοδήγηση, με μια λέξη «πρωτόγονες». Και ανίκανες να δημιουργήσουν μια νέα κοινωνική τάξη.

Μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι τέτοιου είδους μακροχρόνιες κρίσεις μπορεί να δώσουν πολλές ευκαιρίες τόσο σε μεταρρυθμιστές όσο και σε επαναστάτες. Ωστόσο, φαίνεται ότι ο αποδιοργανωμένος καπιταλισμός αποδιοργανώνει και τους αντιπάλους του κι έτσι, όπως στερεί τη δυνατότητα από τους υποστηρικτές του να τον σώσουν, στερεί και τη δυνατότητα από τους αντιπάλους να τον νικήσουν. Επομένως, για να τελειώσει ο καπιταλισμός πρέπει να δώσει ο ίδιος τα μέσα για την καταστροφή του – κάτι που, όπως θα υποστηρίξω, βλέπουμε να γίνεται σήμερα.

(συνεχίζεται)

Σημειώσεις
[6] Gretchen Morgenson, ‘A New Light on Regulators in the Dark’, New York Times, 23 April 2014.
[7] David Lockwood, ‘Social Integration and System Integration’, in George Zollschan and Walter Hirsch, eds, Explorations in Social Change, London 1964, pp. 244–57.
[8] Ή, όπως το έθεσε ο Ανταμ Σμιθ «μια προοδευτική κοινωνία – μια κοινωνία που στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ευμάρειάς της, οι οποίες, έτσι όπως μετρούνται από το μέγεθος της χρηματικής οικονομίας είναι, κατ’ αρχήν, απεριόριστες.
[9] Άλλοι ορισμοί του καπιταλισμού δίνουν έμφαση, για παράδειγμα, στην ειρηνική φύση της καπιταλιστικής εμπορευματικής συναλλαγής, βλ Albert Hirschman, ‘Rival Interpretations of Market Society: Civilizing, Destructive or Feeble?’, Journal of Economic Literature, vol. 20, no. 4, 1982, pp. 1463–84. O ορισμός αυτός αγνοεί το ότι το μη βίαιο «ελεύθερο εμπόριο» περιορίζεται στο κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος ενώ στην ιστορική και χωρική περιφέρεια η βία είναι λυσσαλέα. Για παράδειγμα, το παράνομο εμπόριο (ναρκωτικών, πορνείας, όπλων), όπου η βία είναι το βασικό εργαλείο, συγκεντρώνει τεράστια ποσά χρήματος που επενδύονται νόμιμα – μια παραλλαγή της πρωταρχικής συσσώρευσης. Για να μην πούμε για τους τρόπους με τους οποίους διαπλέκονται η νόμιμη κρατική βία με την παράνομη ιδιωτική, όχι μόνο στην καπιταλιστική περιφέρεια αλλά και στο καπιταλιστικό κέντρο, όταν αυτό θέλει να προωθήσει τα συμφέροντα του και βοηθάει με κάθε τρόπο τους συνεργάτες του στην περιφέρεια. Αλλά και για την κρατική βία που ασκείται σε κάθε λογής αμφισβητίες και, όπου ακόμα υπάρχουν, στα εργατικά συνδικάτα.


 

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός; (3) Πρόβλημα για τη δημοκρατία

του Wolfgang Streeck

 
(συνέχεια από το προηγούμενο)

Πρόβλημα για τη δημοκρατία

Κάπου εδώ, η όλη συζήτηση πάνω στην κρίση και στο μέλλον του σύγχρονου καπιταλισμού, πρέπει να στραφεί στην δημοκρατική πολιτική. Για πολύ καιρό, καπιταλισμός και δημοκρατία θεωρούνταν μη συμβατές καταστάσεις έως ότου η μεταπολεμική κατάσταση φάνηκε ότι επέφερε τη συμφιλίωσή τους. Μέσα στον 20ο αιώνα, οι κάτοχοι κεφαλαίου φοβούνταν ότι η δημοκρατική πλειοψηφία θα καταργήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία ενώ οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα τους περίμεναν ότι οι καπιταλιστές θα χρηματοδοτούσαν μια επιστροφή στην αυταρχική διακυβέρνηση η οποία και θα προστάτευε τα προνόμιά τους. Αλλά, μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο, δημοκρατία και καπιταλισμός συμμάχησαν αφού η οικονομική πρόοδος οδήγησε τους εργαζόμενους να αποδεχτούν την ελεύθερη αγορά. Φάνηκε ότι η δημοκρατική ελευθερία ήταν αδιαχώριστη και εξαρτώμενη από την ελευθερία των αγορών και της απόκτησης κέρδους. Ωστόσο, σήμερα, έχουν αρχίσει να τίθενται ξανά τα ερωτήματα περί συμβατότητας της καπιταλιστικής οικονομίας και της δημοκρατίας. Οι εργαζόμενοι έχουν την αίσθηση ότι η πολιτική δεν μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της ζωής τους. Αντιλαμβάνονται τους πολιτικούς ως μια διεφθαρμένη και ανίκανη κλειστή κάστα που, ενωμένη πίσω από τον ισχυρισμό ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση», φροντίζει μόνο για τα δικά της συμφέροντα. Τα αποτελέσματα είναι η συνεχώς μειούμενη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία και η μεγάλη αστάθεια της ψήφου, που με τη σειρά τους και σε συνδυασμό με την άνοδο των «λαϊκίστικών» κομμάτων διαμαρτυρίας, οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη εκλογική διαφοροποίηση και κυβερνητική αστάθεια [2].

Η νομιμοποίηση της μεταπολεμικής δημοκρατίας βασίστηκε στην προϋπόθεση ότι τα κράτη είχαν την ικανότητα να παρεμβαίνουν στις αγορές και να κατευθύνουν την πορεία τους προς όφελος των πολιτών. Αλλά η επί δεκαετίες αυξανόμενη ανισότητα και η ανικανότητα των κυβερνήσεων πριν, κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008 και μετά από αυτήν να παρέμβουν, έδωσε τέλος σ΄ αυτή τη νομιμοποίηση. Οι κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα, με τον έναν ή άλλον τρόπο, μοιάζουν περισσότερο με πολιτικούς διασκεδαστές (σ.τ.μ.: “politainment” από το political entertainment) παρά με εκλεγμένους λαϊκούς αντιπρόσωπους που συμμετέχουν στη «δημοκρατική πάλη των τάξεων» [3].

Εν τω μεταξύ, ο μετασχηματισμός της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας από το μεταπολεμικό κεϋνσιανισμό στο νεοφιλελεύθερο χαγιεκισμό έγινε με σχετικά χαλαρό τρόπο: από έναν πολιτικό σχεδιασμό για οικονομική ανάπτυξη μέσω ανακατανομής από τα πάνω προς τα κάτω σε ένα σχεδιασμό για οικονομική ανάπτυξη μέσω ανακατανομής από τα κάτω προς τα πάνω.

Ένα κεντρικό σημείο της τρέχουσας αντι-δημοκρατικής ρητορικής είναι η δημοσιονομική κρίση του σύγχρονου κράτους όπως αυτή αντανακλάται στην άνευ προηγουμένου αύξηση του δημόσιου χρέους:






Ένα χρέος που οφείλεται σε εκλογικές πλειοψηφίες που έμαθαν να ζουν πέρα από τις δυνατότητες τους, εκμεταλλευόμενες το «κοινό ταμείο» των κοινωνιών, και σε οπορτουνιστές πολιτικούς που εξαγόραζαν πολιτική υποστήριξη με χρήματα που δεν υπήρχαν [4]. Ωστόσο, το ότι η δημοσιονομική κρίση δεν φαίνεται να οφείλεται στην εκτεταμένη αναδιανεμητική πολιτική προκύπτει από το γεγονός ότι η αύξηση του δημόσιου χρέους συμπίπτει με τη μείωση της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, ειδικά από τις χαμηλότερες εισοδηματικά τάξεις, με την ενίσχυση της αξίας της ατομικότητας και τη συρρίκνωση του συνδικαλισμού, με την εξαφάνιση των απεργιών, την ελαχιστοποίηση του κοινωνικού κράτους και την έκρηξη της εισοδηματικής ανισότητας. Αυτό που οδήγησε στην έκρηξη του χρέους δεν είναι τίποτε άλλο από τη μείωση της φορολογίας των πλουσίων:


 

 

Απλά πράγματα δηλαδή: αντικατάσταση της φορολογίας με χρέος και ένα εξαιρετικό εργαλείο προπαγάνδας στα χέρια: για όλα φταίει το κοινωνικό κράτος και όλα θα τα σώσει η ιδιωτικοποίηση. Η οικονομική πολιτική περνάει στα χέρια των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών (σ.τ.μ.: εδώ γελάμε) οι οποίες ενδιαφέρονται μόνο για την υγεία και την καλοπέραση των χρηματιστικών αγορών.

Το πρόβλημα είναι ότι, ακόμα και στις σημερινές ευνουχισμένες δημοκρατίες, οι τάξεις που εξαρτώνται από την πρόσκτηση συνεχώς μεγαλύτερου κέρδους δεν αισθάνονται σίγουρες για το αν οι νεοφιλελεύθερες «δομικές» μεταρρυθμίσεις θα επιτρέψουν την εξασφάλισή τους. Όπως και οι εργαζόμενοι, αλλά για τους αντίθετους ακριβώς λόγους, οι ελίτ φαίνεται να έχουν χάσει την εμπιστοσύνη της προς τη δημοκρατική διακυβέρνηση και τη δυνατότητά της να ανασχηματίζει τις κοινωνίες με βάση τις ανάγκες της αγοράς. Η λύση είναι μία και κοινός τόπος για τις ελίτ: ο καπιταλισμός της αγοράς πρέπει να καθαρίσει από τις μολυσματικές δημοκρατικές πολιτικές και έτσι να γίνει όχι μόνο πιο αποτελεσματικός αλλά και πιο ενάρετος και υπεύθυνος. Χώρες σαν την Κίνα εγκωμιάζονται για τα απολυταρχικά πολιτικά τους συστήματα τα οποία, για τις ελίτ, είναι πολύ πιο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης από τις πλειοψηφικές δημοκρατίες και τις εξισωτικές τους αγκυλώσεις – μια ρητορική που θυμίζει έντονα τα πανηγύρια των ελίτ στη διάρκεια του μεσοπολέμου για τα αποτελεσματικά φασιστικά καθεστώτα του Χίτλερ και του Μουσολίνι (για να μην πούμε και για τον κομμουνισμό του Στάλιν) [5].

Προς το παρόν, η νεοφιλελεύθερη ουτοπία μιλάει για μια «δημοκρατία συμβατή με την αγορά», η οποία πρέπει είναι απαλλαγμένη από δυνάμεις που παρεμβαίνουν στην αγορά και να στηρίζει την από τα κάτω προς τα πάνω αναδιανομή.

 Αν και αυτό το σχέδιο έχει μπει σε εφαρμογή, τόσο στην Δ. Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, υπάρχει πάντα ο φόβος κάποιας δημοκρατικής «ανωμαλίας». Και γι’ αυτό οι πιέσεις των ελίτ για αδρανοποίηση της εξισωτικής δημοκρατίας συνεχίζονται. Στην Ευρώπη, το εργαλείο είναι γνωστό με το ασαφές ψευδώνυμο Ευρωπαϊκή Ένωση, το «δημοκρατικό» προσωπείο του βασικού οργανοπαίκτη: της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.


 (συνεχίζεται)

Σημειώσεις
[2] Armin Schäfer and Wolfgang Streeck, eds, Politics in the Age of Austerity, Cambridge 2013.[3] Walter Korpi, The Democratic Class Struggle, London 1983; and Colin Crouch, Post-Democracy, Cambridge 2004 (ελλην μετάφραση, Μεταδημοκρατία, μετάφραση και εισαγωγή Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδόσεις Εκκρεμές, 2006).
[4] Η άποψη για τη δημοσιονομική κρίση που με πολύ αγώνα και προπαγάνδα επιβλήθηκε στην κοινή γνώμη από καλολαδωμένα πληρωμένα ακαδημαϊκά πιστόλια όπως ο James M.  Buchanan και η παρέα του.
[5] Daniel A. Bell, Beyond Liberal Democracy: Political Thinking for an East Asian Context, Princeton 2006; and Nicolas Berggruen and Nathan Gardels, eds, Intelligent Governance for the 21st Century: A Middle Way between West and East, London 2012.