Εκτός από τους νεο-αντιδραστικούς, σχεδόν όλοι όσοι χρησιμοποιούν τον όρο θεωρούν την νεο-φεουδαρχία θλιβερή, ένα πισωγύρισμα σε ένα καταπιεστικό παρελθόν. Αλλά ποιό ακριβώς είναι το πρόβλημα με τη νεο-φεουδαρχία; Εδώ, όπως και με τις δυστυχισμένες οικογένειες του Τολστόι, όσοι είναι δυστυχισμένοι με τη νεο-φεουδαρχία είναι δυστυχισμένοι με τον δικό τους τρόπο. Οι διαφορές οφείλονται εν μέρει στην αμφισβητούμενη φύση του ίδιου του όρου "φεουδαρχία". Είναι ένα οικονομικό σύστημα που μπορεί να αξιολογηθεί με βάση την παραγωγικότητα και το άνοιγμά του στην καινοτομία; Ή μήπως πρόκειται για ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα, το οποίο πρέπει να αξιολογηθεί με βάση το ποιός ασκεί εξουσία μέσα σε αυτό, πώς και πάνω σε ποιον; Αυτή η συζήτηση δεν είναι καθόλου καινούργια - τόσο οι μεσαιωνολόγοι όσο και οι μαρξιστές την γνωρίζουν καλά - αλλά αυτές οι ασάφειες ορισμού έχουν εξαπλωθεί στις εκκολαπτόμενες συζητήσεις για τη νεο- και τεχνο-φεουδαρχία.
Για τους μαρξιστές, ο όρος "φεουδαρχία" αναφέρεται, πάνω απ' όλα, σε έναν τρόπο παραγωγής. Η έννοια ορίζει έτσι μια οικονομική λογική μέσω της οποίας το πλεόνασμα που παράγεται από τους αγρότες – τα θεμέλια της φεουδαρχικής οικονομίας - ιδιοποιείται από τους γαιοκτήμονες.[8] Φυσικά, η θεώρηση της φεουδαρχίας ως τρόπου παραγωγής δεν σημαίνει ότι οι πολιτικοί και πολιτιστικοί παράγοντες ήταν άνευ σημασίας. Δεν ήταν όλοι οι αγρότες ίδιοι. Ούτε τα κτήματα ούτε οι γαιοκτήμονες. Όλα τα είδη πολυεπίπεδων ιεραρχιών και περίπλοκων διακρίσεων -που είχαν τις ρίζες τους στην καταγωγή, την παράδοση, την ιδιότητα, τη δύναμη - διαμόρφωναν τις αλληλεπιδράσεις όχι μόνο μεταξύ των τάξεων αλλά και στο εσωτερικό τους. Για παράδειγμα, η ιδιότυπη φύση της κυριαρχίας στη φεουδαρχία – ή οποία, όπως τόνισε ο Perry Anderson, ήταν κατανεμημένη" μεταξύ των γαιοκτημόνων και όχι συγκεντρωμένη στην κορυφή- άφησε ένα σημαντικό αποτύπωμα. Ωστόσο, παρ' όλες αυτές τις αποχρώσεις, σημαντικά ρεύματα της μαρξιστικής παράδοσης έχουν επικεντρώσει τις προσπάθειές τους στην αποκρυπτογράφηση της οικονομικής λογικής της φεουδαρχίας, ως κλειδί για τη διαλεύκανση της λογικής του καθεστώτος που τη διαδέχθηκε, του καπιταλισμού.
Στην απλούστερη εκδοχή της, η φεουδαρχική οικονομική λογική ήταν κάπως έτσι. Οι αγρότες διέθεταν τα δικά τους μέσα παραγωγής -εργαλεία και ζώα, πρόσβαση σε κοινή γη- και έτσι απολάμβαναν κάποια αυτονομία από τους γαιοκτήμονες όσον αφορά την παραγωγή των μέσων διαβίωσής τους. Οι φεουδάρχες, έχοντας ελάχιστα κίνητρα για να αυξήσουν την παραγωγικότητα των αγροτών, δεν παρενέβαιναν ιδιαίτερα στην παραγωγική διαδικασία. Το πλεόνασμα που παρήγαγαν οι αγρότες οικειοποιούνταν από τους γαιοκτήμονες, συνήθως με επίκληση της παράδοσης ή του νόμου, που επιβαλλόταν από τον άρχοντα με την απειλή -και συχνά την εφαρμογή- βίας. Δεν υπήρχε καμία σύγχυση σχετικά με τη φύση αυτής της υπερεκμετάλλευσης: οι αγρότες δεν είχαν καμία αυταπάτη σχετικά με την ελευθερία τους. Η αυτονομία τους σε θέματα παραγωγής μπορεί να ήταν σημαντική- η αυτονομία τους εν γένει, ωστόσο, ήταν αυστηρά περιορισμένη.
Ως αποτέλεσμα, πολλοί μαρξιστές - μπορούμε να παρακάμψουμε τις εσωτερικές διαμάχες σε αυτό το στάδιο- υποστήριξαν ότι, στη φεουδαρχία, τα μέσα απόσπασης του πλεονάσματος είναι εξω-οικονομικά, καθώς έχουν σε μεγάλο βαθμό πολιτική φύση- τα αγαθά απαλλοτριώνονται υπό την απειλή βίας. Στον καπιταλισμό, αντίθετα, τα μέσα απόσπασης του πλεονάσματος είναι εξ ολοκλήρου οικονομικά: οι κατ' όνομα ελεύθεροι εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να πωλούν την εργατική τους δύναμη προκειμένου να επιβιώσουν σε μια οικονομία του χρήματος, στην οποία δεν διαθέτουν πλέον τα μέσα διαβίωσης - αλλά ο άκρως εκμεταλλευτικός χαρακτήρας αυτής της "εθελοντικής" σύμβασης εργασίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό αόρατος. Έτσι, καθώς περνάμε από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, η πολιτικά επιτρεπόμενη απαλλοτρίωση δίνει τη θέση της στην οικονομικά επιτρεπόμενη εκμετάλλευση. Η διάκριση μεταξύ του εξω-οικονομικού και του οικονομικού -μια από τις πολλές τέτοιες διχοτομήσεις- υποδηλώνει ότι, ως κατηγορία στη μαρξιστική σκέψη, η "φεουδαρχία" είναι κατανοητή μόνο όταν εξετάζεται μέσα από το πρίσμα του καπιταλισμού, που συνήθως φαντάζεται ως ο πιο προοδευτικός, ορθολογικός και φιλικός προς την καινοτομία διάδοχός της. Και είναι καινοτόμος: στηριζόμενος αποκλειστικά στα οικονομικά μέσα απόσπασης πλεονάσματος, δεν χρειάζεται να λερώσει τα χέρια του περισσότερο από όσο είναι απολύτως απαραίτητο - ο "αόρατος Λεβιάθαν" του καπιταλιστικού συστήματος κάνει τα υπόλοιπα.[9]
Για τους περισσότερους μη μαρξιστές ιστορικούς, αντίθετα, η φεουδαρχία δεν ήταν ένας καθυστερημένος τρόπος παραγωγής αλλά ένα καθυστερημένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, που χαρακτηριζόταν από εξάρσεις αυθαίρετης βίας και τον πολλαπλασιασμό των προσωπικών εξαρτήσεων και των δεσμών υποταγής, που συνήθως δικαιολογούνταν με την επίκληση των πιο σαθρών θρησκευτικών και πολιτιστικών λόγων.[10] Ήταν ένα σύστημα στο οποίο κυριαρχούσαν ανεξέλεγκτες ιδιωτικές δυνάμεις. Ως αποτέλεσμα, είναι σύνηθες εντός αυτής της μάλλον διαφορετικής πνευματικής παράδοσης να αντιπαραβάλλεται η φεουδαρχία όχι με τον καπιταλισμό αλλά με το αστικό κράτος που σέβεται και εφαρμόζει τους νόμους. Το να είσαι υπήκοος της φεουδαρχίας σήμαινε να ζεις μια επισφαλή ζωή υπό το φόβο της αυθαίρετης ιδιωτικής εξουσίας- να τρέμεις τους κανόνες για τους οποίους δεν είχες κανένα ρόλο στη θέσπιση τους και να μην έχεις καμία δυνατότητα να ασκήσεις έφεση στην ‘όποια καταδικαστική ετυμηγορία. Για τους μαρξιστές, το αντίθετο του φεουδαρχικού υποκειμένου, είναι ο πλήρως προλεταριοποιημένος εργάτης της καπιταλιστικής επιχείρησης- για τους μη μαρξιστές, είναι ο πολίτης του σύγχρονου αστικού κράτους, που απολαμβάνει μια πληθώρα εγγυημένων δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Ανεξάρτητα από τα μεθοδολογικά (και ιδεολογικοπολιτικά) παραδείγματα, θεωρητικά θα πρέπει να είναι δυνατό να εντοπιστούν τα βασικά χαρακτηριστικά του φεουδαρχικού συστήματος και να εξεταστεί κατά πόσον μπορεί να επαναλαμβάνονται σήμερα. Για παράδειγμα, αν θεωρήσουμε τη φεουδαρχία ως οικονομικό σύστημα, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό θα μπορούσε να είναι η παρασιτική ύπαρξη της άρχουσας τάξης, η οποία απολαμβάνει έναν πολυτελή τρόπο ζωής σε βάρος και τη δυστυχία της τάξης (ή των τάξεων) στην οποία κυριαρχεί. Αν την αντιμετωπίσουμε ως κοινωνικοπολιτικό σύστημα, το αντίστοιχο χαρακτηριστικό θα μπορούσε να είναι η ιδιωτικοποίηση της εξουσίας που προηγουμένως ανήκε στο κράτος και η διασπορά της μέσω αδιαφανών και μη υπόλογων θεσμών. Με άλλα λόγια, αν καταφέρουμε να συνδέσουμε τη φεουδαρχία με μια συγκεκριμένη δυναμική, και αν μπορέσουμε να παρατηρήσουμε την επανάληψη αυτής της δυναμικής στο δικό μας μετα-φεουδαρχικό παρόν, θα πρέπει τουλάχιστον να είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για την "επαναφεουδαιοποίηση" της κοινωνίας, ακόμη και αν μια πλήρης "νέο-φεουδαρχία’’ δεν είναι ορατή στον ορίζοντα. Είναι ένας ασθενέστερος ισχυρισμός, αλλά έχει μεγαλύτερη αναλυτική σαφήνεια.
Πρόδρομοι
Πρωτοποριακό έργο σε αυτό το πεδίο έκανε πριν από εξήντα χρόνια ο Habermas - The Structural Transformation of the Public Sphere: An Inquiry into a Category of Bourgeois Society (1962) (στα ελληνικά: Αλλαγή Δομής Της Δημοσιότητας). Σύμφωνα με τον -όχι χωρίς αμφισβητήσεις- απολογισμό του, ως πρώιμη αστική δημόσια σφαίρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι καφετέριες του Λονδίνου, που ήταν σημαντικές τοποθεσίες για την ανάπτυξη του χειραφετητικού λόγου. Εξημερωμένες από τους καπιταλιστές οι επιταγές του λόγου αυτού, συνδέθηκαν στη συνέχεια με εκείνες της πολιτιστικής βιομηχανίας και του διαφημιστικού της συμπλέγματος. Ως αποτέλεσμα, οι προ-νεωτερικές, ιδιωτικές δομές εξουσίας και ιεραρχίες επανεμφανίστηκαν σε αυτό που ονόμασε "επαναφεουδαιοποίηση της δημόσιας σφαίρας", υποδεικνύοντας τη ζιγκ-ζαγκ δυναμική της νεωτερικότητας. Κι ενώ ο Habermas αποστασιοποιήθηκε τελικά από την έννοια της " επαναφεουδαιοποίησης", προτιμώντας αντ' αυτής την "αποικιοποίηση του βιόκοσμου", κάποιοι στη Γερμανία την ξαναθυμήθηκαν.
Την τελευταία δεκαετία, ο κοινωνιολόγος Sighard Neckel, από το Αμβούργο, έχει δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό έργο που τεκμηριώνει πώς η εξάπλωση του νεοφιλελευθερισμού -του μεγάλου λιπαντικού της νεωτερικότητας- έχει οδηγήσει στην επανεμφάνιση προνεωτερικών κοινωνικών μορφών, όπως η εξαθλίωση της εργασίας, η στρεβλή κατανομή του πλούτου και η ανάδυση νέων ολιγαρχών.[12] Αν και ο Neckel αναφέρει συχνά τις προειδοποιήσεις του Thomas Piketty για την επιστροφή του "πατρογονικού καπιταλισμού" -μια έννοια που κινειται κοντά στο φαντασιακό της "νέο-φεουδαρχίας"- είναι η χαμπερμασιανή έννοια της "επαναφεουδαιοποίησης" που του επιτρέπει να ενώσει αυτά τα διαφορετικά σκέλη. Συνδυάζοντας δημιουργικά μαρξιστικές και μη μαρξιστικές θεωρήσεις, υποστηρίζει ότι μπορεί να γινόμαστε μάρτυρες της ανάδυσης ενός "σύγχρονου καπιταλισμού χωρίς αστικές δομές" και ότι η ίδια αυτή η απουσία τους μπορεί να είναι "μια πολιτιστική προϋπόθεση για τη θριαμβευτική πορεία του καπιταλισμού στον 21ο αιώνα". Συνεπώς, ο νεοφιλελεύθερος εκσυγχρονισμός δεν πρέπει να διαβαστεί ούτε ως προοδευτικός ούτε ως οπισθοδρομικός, αλλά μάλλον ως παράδοξος. Για τον Neckel, ο εκσυγχρονισμός δεν οδηγεί στο παρελθόν, αλλά παραπέμπει "σε μια κοινωνική δυναμική του παρόντος, στην οποία ο εκσυγχρονισμός παίρνει τη μορφή απόρριψης των αξιωμάτων της αστικής κοινωνικής τάξης. Σε αυτό, ο Neckel συντάσσεται με άλλους διακεκριμένους Γερμανούς κοινωνιολόγους (Wolfgang Knöbl και Hans Joas), αμφισβητώντας τις τελεολογικά εμπνευσμένες περιγραφές του εκσυγχρονισμού [13]
Μια ενδιαφέρουσα χρήση της "επαναφεουδαιοποίησης" γίνεται από τον Γάλλο θεωρητικό των νομικών Alain Supiot. Στα έργα του Homo Juridicus (2005) και Governance by Numbers (2015), ο Supiot παρουσιάζει τη νεοφιλελευθεροποίηση και την ψηφιοποίηση ως δύο κύριες κινητήριες δυνάμεις της " επαναφεουδαιοποίησης.’’[14] ‘’Αν και ο κόσμος δεν επιστρέφει στον Μεσαίωνα, γράφει ο Supiot, "οι νομικές έννοιες της φεουδαρχίας παρέχουν εξαιρετικά εργαλεία για την ανάλυση των τεράστιων θεσμικών ανακατατάξεων που συμβαίνουν υπό την μη κριτική έννοια της παγκοσμιοποίησης".[15] Το κλειδί της νομικής φιλοσοφίας του Supiot είναι η διάκριση μεταξύ της διακυβέρνησης από τους ανθρώπους - τυπική της φεουδαρχικής περιόδου, με τις προσωπικές υποταγές και τους δεσμούς εξάρτησης - και της διακυβέρνησης από το νόμο - επίτευγμα του αστικού κράτους, το οποίο καθιερώνεται ως ο αντικειμενικός τρίτος εγγυητής των δικαιωμάτων και ο εφαρμοστής των κανόνων. Επειδή το κράτος κήρυξε ορισμένους τομείς εκτός ορίων για ιδιωτικές συμβάσεις -αφήνοντάς τους αδιαπέραστους από τους υπολογισμούς της χρησιμότητας- όλοι οι πολίτες μπορούσαν να απολαμβάνουν μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια στον εργασιακό χώρο και πέραν αυτού, ανεξάρτητα από τις διαφορές δύναμης και πλούτου που είχαν μεταξύ τους. Υποτάσσοντας το κράτος σε επιταγές μεγιστοποίησης της χρησιμότητας και της αποτελεσματικότητας, ο νεοφιλελευθερισμός το προσφέρει και πάλι στην ιδιωτική εργολαβία.
Για τον Supiot, η ψηφιοποίηση επιταχύνει επίσης τη διαδικασία της " επαναφεουδαιοποίησης" συνδέοντας τους ανθρώπους σε δίκτυα, στα οποία η δύναμη και η αυτονομία τους εξαρτώνται από τη θέση τους απέναντι σε άλλα δίκτυα. Οι πολίτες του αστικού κράτους δικαιούνται κατ' αρχήν όλα τα δικαιώματά του, ανεξάρτητα από τις κοινότητες στις οποίες ανήκουν. Ισχύει όμως ακόμη αυτό για τους πολίτες της κοινωνίας των δικτύων, των οποίων η διαδικτυακή φήμη και τα ψηφιακά αποτελέσματα διαμορφώνουν τις αλληλεπιδράσεις των πολιτών με τους θεσμούς με τρόπους αυτοί μπορεί να μην γνωρίζουν; Μέσα σε όλη την πρόσφατη τρέλα με τη νεο-φεουδαρχία, οι προσεκτικά τεκμηριωμένες παλαιότερες κριτικές των Neckel και Supiot ξεχωρίζουν - ακόμη και αν παραμένουν ως επί το πλείστον άγνωστες σε όσους πηδάνε καβαλάνε το άλογο της νέο-φεουδαρχίας. Οι τρέχουσες συζητήσεις αγνοούν γενικά τα λεπτότερα θεωρητικά σημεία που θέτουν σχετικά με την αντιφατική δυναμική του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού. Ο νεαρός Habermas αναφέρεται περιστασιακά στη νέο-φεουδαρχία -αν ο Habermas λέει ότι πρόκειται για νέο-φεουδαρχία, ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει; - αλλά χωρίς να προχωρήσει σε ιδιαίτερη ανάλυση.
Αναφορές
[8] Η πιο προσιτή πρόσφατη ανακεφαλαίωση της μαρξιστικής ανάγνωσης της φεουδαρχίας ως οικονομικής λογικής έχει γίνει από τον Chris Wickham, "How Did the Feudal Economy Work? The Economic Logic of Medieval Societies", Past & Present, τχ. 251, αρ. 1, Μάιος 2021
[9] Οφείλω αυτή την εντυπωσιακή φράση στον τίτλο του βιβλίου του Murray Smith ''Invisible Leviathan: Marx’s Law of Value in the Twilight of Capitalism'', Leiden 2020.
[10] Το έργο του Marc Bloch, Feudal Society, Λονδίνο [1939] 2014, είναι το αιώνιο σημείο αναφοράς σε αυτούς τους κύκλους (βλ. εδώ κι εδώ)
[11] Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα από αυτή την άποψη - προερχόμενο από την πολιτική δεξιά - προσφέρεται από το έργο του Ολλανδού θεωρητικού Frank Ankersmit, ο οποίος υποστηρίζει από το 1997 και μετά ότι ο εξέχων ρόλος που διαδραματίζουν τα ngos και άλλα quangos στις φιλελεύθερες δημοκρατίες έχει δημιουργήσει ένα "οιονεί φεουδαρχικό αρχιπέλαγος εγωιστικών διαχειριστικών νησιών", εγκαινιάζοντας - για να δανειστώ τον τίτλο του βιβλίου του το 2005 - τον "Νέο Μεσαίωνα".
[12] Βλέπε Sighard Neckel, ""Refeudalisierung": Leviathan, vol. 41, no. 1, 2013- "Refeudalisierung der Ökonomie", in Soziologie der Finanzmärkte, Bielefeld 2014, pp. 113-28- "The refeudalization of modern capitalism", Journal of Sociology, vol. 56, no. 3, Ιούνιος 2020. Παρά τις συχνές αναφορές στον καπιταλισμό, η περιγραφή της φεουδαρχίας από τον Neckel είναι αναμφισβήτητα μη μαρξιστική, αντιπαραβάλλοντας την ισότητα, τη δικαιοσύνη και την εξουδετέρωση της ιδιωτικής εξουσίας που προωθεί το αστικό κράτος με την απουσία τους υπό τις φεουδαρχικές ρυθμίσεις.
[13] Αυτό είναι πιο ορατό στα συνυπογραφόμενα έργα τους: Social Theory: Twenty Introductory Lectures, Cambridge 2009; War in Social Thought, Princeton 2012.
[14] Μια προσιτή περίληψη του επιχειρήματος του Supiot σε μορφή άρθρου βρίσκεται στο "The Public-Private Relation in the Context of Today's Refeudalization", International Journal of Constitutional Law, τόμος 11, τεύχος 1, Ιανουάριος 2013, σ. 129-45.
[15] Supiot, Governance by Numbers, London 2015, p. 225. Εδώ υπάρχει μια συγγένεια με τον πολλαπλασιασμό των εννοιών που σχετίζονται με τον "νεομεσαιωνισμό" στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων από τη δεκαετία του 1960. Σε αυτό το πεδίο, ο "νεομεσαιωνισμός" εφαρμόστηκε επίσης από νωρίς στην παγκόσμια ψηφιακή οικονομία: βλ. το Stephen Kobrin, "Back to the Future: Journal of International Affairs, τόμος 51, αριθ. 2, άνοιξη 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου