Έχω διαβάσει/ακούσει διάφορες αναλύσεις για τα φετινά της Γαλλίας – και τα ασφαλιστικά / συνταξιοδοτικά και τα πρόσφατα μετά τον θάνατο ενός 17χρονου. Και καθώς βαδίζουμε προς την 234η επέτειο από την Κατάληψη της Βαστίλης, η φράση του Μελανσόν, «Εμείς δεν ζητάμε ηρεμία, ζητάμε δικαιοσύνη» μού θύμισε τις φράσεις του τίτλου.
Οι «τρομερές» αυτές φράσεις ακούστηκαν στις 08/05/1794 (20 ή 21 Ανθεστηριώνος) και αποδίδονται στον Ιακωβίνο δικηγόρο και δικαστή
Ζαν Μπατίστ Κοφινάλ .Αν και μπαλαμούτι μάλλον, έκαναν καλά τη δουλειά τους στη γενικότερη αντιεπαναστατική προπαγάνδα που συνεχίζεται από τα χρόνια εκείνα έως σήμερα με αμείωτο ρυθμό. Πιο κοντά στην πραγματικότητα φαίνεται να είναι η φράση που αποδίδεται στον μαθηματικό
Ζοζέφ Λουί Λαγκράνζ: «Τους πήρε μόνο μια στιγμή για να κόψουν αυτό το κεφάλι, αλλά η Γαλλία μπορεί να μην παράγει άλλο παρόμοιο ακόμα και σ’ έναν αιώνα».
Όπως και νά’ χει, η βία, ως μαμή της Ιστορίας, είχε πιάσει για τα καλά δουλειά και κεφάλια αριστοκρατών και κάθε λογής προνομιούχων αλλά και κεφάλια επαναστατών και ριζοσπαστών, κυλούσαν με το κιλό στους δρόμους του Παρισιού. Την προηγούμενη μέρα ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος είχε δημοσιεύσει το μανιφέστο του περί «Θρησκευτικών και Ηθικών Ιδεών και Δημοκρατικών Αρχών» κι η Συμβατική είχε αναγνωρίσει την ύπαρξη του Ανώτατου Όντος.
Κι ενώ είναι γενικά γνωστός ως ιδρυτής/πατέρας της Χημείας, η τραγική κατάληξη του Αντουάν Λαβουαζιέ, δεν είναι και τόσο γνωστή. Και μιας κι είναι ένας από τους αγαπημένους μου σταρ της επανάστασης - οι προσωπικές μου αντιφάσεις στο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός (Γαλλική Επανάσταση) εκδηλώνονται με μια ισόμετρη συμπάθεια προς τον κατασυκοφαντημένο Ιακωβίνο Ροβεσπιέρο, τον δοξασμένο χημικό Λαβουαζιέ και την ...Μαρία Αντουανέτα – είπα να γράψω δυο πράγματα.
[Κατά μια περίεργη τύχη, η αγαπημένη μου τριάδα είναι μέσα στους 4 πρώτους σταρ της επανάστασης (ο Λουδοβίκος μού τα χαλάει), με βάση τον Revolutionary Index που έχω κατασκευάσει στηριζόμενος, όχι στη ριζοσπαστικότητα/επαναστατικότητα των προσώπων αλλά στην ποσότητα/συχνότητα αναφοράς σημαντικού αριθμού προσωπικοτήτων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έπαιξαν ρόλο στην επανάσταση σε διάφορες διαδικτυακές πηγές (από wiki & google έως scientific journals). Ανηγμένο το σκορ του καθενός στο 100 του Ροβεσπιέρου που αρίστευσε, δίνει τον ακόλουθο Revolutionary Index.
Ομολογώ ότι η Μαρία Αντουανέτα με εξέπληξε με την εμφάνισή της και έπαθα κάτι σαν αυτό που έπαθαν οι Συριζαίοι όταν είδαν την διαφορά από τη ΝΔ. Κι έτσι, παρέα με την «Νέα Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης» της Annie Jourdan (η οποία, αν και όχι συγκλονιστική στην αφήγησή της, αξίζει να διαβαστεί από φίλους και εχθρούς της επανάστασης – δεδηλωμένος στόχος της συγγραφέως είναι η αποκατάσταση της δημόσιας εικόνας της επανάστασης στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό, εικόνα που τη βρίσκει αρνητική), διάβασα και τη «Μαρία Αντουανέτα» του Στέφαν Τσβάιχ. Σαν τον άτυχο δικηγόρο και δικαστή Ζαν Μπατίστ Κοφινάλ που τού ‘μεινε η ρετσινιά για την απόρριψη της επιστήμης στο όνομα της δικαιοσύνης, έτσι κι Μαρία Αντουανέτα έμεινε με τη ρετσινιά του παντεσπανίου, εξίσου μπαλαμούτι. Η πραγματικά ιστορική φράση που είπε ήταν, «Συγχωρήστε με, κύριε. Δεν το έκανα επίτηδες», όταν ανεβαίνοντας στο ικρίωμα της γκιλοτίνας σκόνταψε στο πόδι κάποιου. Και δεν μπορώ να κρύψω ότι η πρώτη και δεύτερη θέση της λίστας Revolutionary Index, μού φέρνει στο μυαλό μια ερωτική νύχτα μεταξύ της τσαχπίνας Μαρίας Αντουανέτας και του ενάρετου (και κατά μία θεωρία, ανέραστου Ροβεσπιέρου – οι θεωρίες για την προσωπικότητα/σεξουαλικότητα του Ροβεσπιέρου ποικίλουν από το αγάμητος έως το κρυφογαμιάς, από το απωθητικός έως το πολύ ελκυστικός, από τη συναισθηματική ψυχρότητα στη συγγραφή ερωτικών (και δή γλυκανάλατων) ποιημάτων. Οι ψυχαναλυτές αναγνωρίζουν έναν ναρκισσιστή ασκητή, του οποίου η αυτοταύτιση με την Επανάσταση ήταν μια κλασική περίπτωση φροϋδικής «εκτοπισμένης λίμπιντο». Άλλοι πάλι το παραγαμάνε, βρίσκοντας ότι ένα ορθογραφικό λάθος του Ροβεσπιέρου σε ένα προεκλογικό φυλλάδιο για το όνομα ενός υποδηματοποιού Lantillette ως Languillette ("μωρό χέλι") δείχνει μια λαχτάρα για την αποκοπή του πέους. Για τον ψυχαναλυτή Jean Artarit που ανακάλυψε αυτό το ορθογραφικό λάθος, ο Ροβεσπιέρος ήταν ένας καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος με σύμπλεγμα ευνουχισμού, μισογύνης και παθολογικός ναρκισσιστής που αναζητούσε συνεχώς έναν καλό πατέρα και μια δυναμική μητέρα. Διαβάζοντας όλα αυτά, λέω να ξαναβάλω και τον Μαρκήσιο ντε Σαντ στην κουβέντα]
Αλλά ας αφήσω τη Μαρία Αντουανέτα και την υποθετική ερωτική συνεύρεσή της με τον Μαξιμιλιανό, κι ας γυρίσω στον Λαβουαζιέ. Πέρα από τους μύθους για αντιδιανοουμενισμό κι αντιπνευματικότητα του ιακωβίνικου τρόμου κι άλλα παρόμοια χαζά, η αλήθεια πίσω από τον αποκεφαλισμό του Λαβουαζιέ είναι απλή: το ταξικό μίσος.
Ο Λαβουαζιέ γεννήθηκε σε πλούσια οικογένεια, μεγάλωσε στη ζάχαρη (με εξαίρεση την απώλεια της μητέρας του σε νεαρή ηλικία, όπως και στην περίτωση του Ροβεσπιέρου) κι η ιδιοφύια του αναπτύχθηκε και εκδηλώθηκε σε ένα περιβάλλον ‘’τέλειου’’ κόσμου. Ενός κόσμου του οποίου η τελειότητα σταματούσε στους τοίχους των διαμερισμάτων που έζησε, των εργαστηρίων που πειραματίστηκε και των αιθουσών όπου δίδαξε και παρουσίασε τα ευρήματα του – τα οποία, αν και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι κάναν τον κόσμο καλύτερο, σίγουρα τον κάναν ανετότερο.
Ο ιδιοφυής αυτός άνδρας πρέπει να αντιλήφθηκε την παράνοια αυτού του ‘’τέλειου’’ κόσμου του και προσπάθησε να βοηθήσει τα πράγματα ως οπαδός της συνταγματικής μοναρχίας και της πολιτικής μετριοπάθειας. Η συνεισφορά του στα δημόσια οικονομικά του πρώτου και μετριοπαθούς επεισοδίου του γαλλικού επαναστατικού δράματος ήταν σημαντική. Η ικανότητά του για ‘’συστηματοποίηση’’ ήταν ανεπανάληπτη.
Αλλά όταν, λίγο αργότερα, η Τρομοκρατία πήρε το κουμάντο στα χέρια της, συμπυκνώνοντας χρονικά ταξικό μίσος αιώνων – εκφρασμένο με ‘’έξαλλο’’ τρόπο μέσω ‘’Λυσσασμένων’’, ‘’Ξεβράκωτων’’ και λοιπών εξαγριωμένων φτωχών και πιο διανοουμενίστικα μέσω Ιακωβίνων – ο Λαβουαζιέ μπήκε στη «λίστα». Είχε διατελέσει μέλος της ferme générale, ήταν δηλ., φοροεισπράκτορας – η ferme générale ήταν ένας οργανισμός που αποτελείτο από ιδιώτες, οι οποίοι, μέσω ιδιωτικών εξαετών συμβάσεων με τον βασιλιά, αναλάμβαναν την επιβολή δασμών και την είσπραξη φόρων με ταυτόχρονη παχυλότατη προσωπική αμοιβή. Zάχαρη γι’ αυτούς, πίκρα για όλους τους άλλους (για το λαό βασικά, αφού οι παπάδες (Πρώτη Ταξη, 100.000 άνθρωποι) κι οι αριστοκράτες/ευγενείς (Δεύτερη Τάξη, 400.000 άνθρωποι) είχαν προνόμια και ‘’άκρες’’. Οι υπόλοιποι 27,5 εκατομ. άνθρωποι ήταν η Τρίτη Τάξη. Εννοείται ότι (ενδο)ταξική διάκριση και ετερογένεια υπήρχε και μέσα στις 3 Τάξεις και μάλιστα έντονη).
O Λαβουαζιέ ισχυρίστηκε πως είχε χρόνια να εξασκήσει το επάγγελμα του φοροεισπράκτορα έχοντας αφοσιωθεί στην επιστήμη αλλά το επαναστατικό δικαστήριο δεν είχε αυτιά για τέτοιους ισχυρισμούς. Απέναντί του δεν είχε έναν ιδιοφυή επιστήμονα αλλά έναν φοροεισπράκτορα ανάμεσα σε άλλους 27. Έπρεπε να πεθάνουν όλοι για να εκτονωθεί αυτό το συμπιεσμένο μίσος. Γιατί να εξαιρεθεί ο Λαβουαζιέ;
Και για να πούμε την αλήθεια, ούτε οι φοβίες του Ζοζέφ Λουί Λαγκράνζ βγήκαν αληθινές, αφού η Γαλλία έδωσε κι άλλα μυαλά σαν τον Λαβουαζιέ.
Αυτό που μένει στο δικό μου μυαλό είναι η εικόνα της γλυκύτατης και ευφυέστατης και κατά 15 χρόνια νεαρότερης, Μαρί Άν Λαβουαζιέ, να παρακαλεί το λαϊκό δικαστήριο για απόδοση χάριτος στον σύζυγό της. ''Γιατί να εξαιρεθεί ο σύζυγός σας;'', ρωτάει ο Ζαν Μπατίστ Κοφινάλ την κυρία Λαβουαζιέ. ''Στο όνομα της επιστήμης'', απαντάει η Μαρί Άν με δάκρυα στα μάτια.
Το άλλο ερώτημα παραμένει: είμαστε με την ηρεμία ή με τη δικαιοσύνη;