«Κάθε Γάλλος είναι ως ένα βαθμό, συνειδητά ή όχι, Καρτεσιανός», Εmile Durkheim.
Ο Ρενέ πέθανε στη Σουηδία, «στον τόπο που οι σκέψεις των ανθρώπων παγώνουν σαν τα νερά», στις 11 Φεβρουαρίου 1650.
Τον είχε τραβήξει εκεί η Χριστίνα, κόρη του μεγάλου Στρατηλάτη – Βασιλιά Γουσταύου Αδόφλου, τον οποίο και διαδέχτηκε σε ηλικία 6 ετών.
Η Χριστίνα, γεμάτη ζωτικότητα και φαντασιοπληξία που έφτανε στα όρια της ανισορροπίας, ανάλαβε την πραγματική διακυβέρνηση 12 χρόνια αργότερα. Το μοντέλο της:
«Πριν 20 χρόνια, κανένας έξω από τις χώρες του Βορρά δεν γνώριζε τίποτε για την Σουηδία. Πρέπει να κάνουμε κάτι μεγάλο για να επιβάλλουμε μακροχρόνια τη φήμη της».
Αλλά δεν μπόρεσε να σηκωθεί. Έγειρε αποδυναμωμένος και κατά την παράδοση του Σωκράτη και του Πλωτίνου, ψιθύρισε αναμένοντας πειραματική επιβεβαίωση του δυισμού του:
Για τον Σουντίρ Χαζαρίσιν αυτό που δείχνει καλύτερα την εμμονή των Γάλλων με τον Ρενέ είναι η ιστορία των λειψάνων του. Δεν μας λέει όμως και πολλά για το πώς φτάνουμε στα λείψανα, που επίσης θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τους Γάλλους. Επομένως, έχει το ενδιαφέρον της η πορεία προς τα λείψανα, ειδικά μετά τη συνάντηση Εμμανουήλ και Αγγέλας,
Ο Ρενέ πέθανε στη Σουηδία, «στον τόπο που οι σκέψεις των ανθρώπων παγώνουν σαν τα νερά», στις 11 Φεβρουαρίου 1650.
Τον είχε τραβήξει εκεί η Χριστίνα, κόρη του μεγάλου Στρατηλάτη – Βασιλιά Γουσταύου Αδόφλου, τον οποίο και διαδέχτηκε σε ηλικία 6 ετών.
Η Χριστίνα, γεμάτη ζωτικότητα και φαντασιοπληξία που έφτανε στα όρια της ανισορροπίας, ανάλαβε την πραγματική διακυβέρνηση 12 χρόνια αργότερα. Το μοντέλο της:
«Πριν 20 χρόνια, κανένας έξω από τις χώρες του Βορρά δεν γνώριζε τίποτε για την Σουηδία. Πρέπει να κάνουμε κάτι μεγάλο για να επιβάλλουμε μακροχρόνια τη φήμη της».
Ύστερα από τον πατέρα που είχε δοξάσει τη Σουηδία στρατιωτικά, η θυγατέρα ήθελε να την κάνει και κέντρο πολιτισμού. Και ξεκίνησε να καλεί σοφούς από διάφορες χώρες. Ο Γάλλος πρεσβευτής είχε την μοιραία έμπνευση να σκεφτεί τον φίλο του Ρενέ. Σκέφτηκε πως η Χριστίνα θα κολακευόταν να έχει στην αυλή της τον μεγάλο φιλόσοφο ενώ αυτό εξυπηρετούσε κα την Γαλλία. Προκάλεσε μια πρώτη επαφή δι’ αλληλογραφίας, με μεταφυσικές απορίες της Βασίλισσας και με τους δισταγμούς της σχετικά με τις απόψεις του Ρενέ για το άπειρο, ενώ στη συνέχεια η Βασίλισσα είχε και απορίες σε θέματα Ηθικής.
Το 1649 η Χριστίνα προσκαλεί τον Ρενέ στην αυλή της. Ο ίδιος διστάζει να πάει να ζήσει στη χώρα των αρκουδιών αλλά δεν εύκολο να αρνηθείς κάτι σε μια βασίλισσα. Η Χριστίνα επιμένει, στέλνει δεύτερη και τρίτη πρόσκληση και εν τέλει ολόκληρο ειδικό καράβι με ναύαρχο καπετάνιο για να τον παραλάβει. Η πίεση ήταν αφόρητη και σε συνδυασμό με τα οικονομικά του Ρενέ που είχαν φτάσει σε χάλια σημείο - και μάλλον τον προβλημάτιζαν αφού είχε ζήσει μια ζωή εισοδηματία τζέντλεμαν και δεν είχε όρεξη για αναλύσεις της φτώχειας.
Τελικά, στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1649, ο Ρενέ ντύθηκε αυλικός κι επιβιβάστηκε. Το ταξίδι κράτησε ένα μήνα και, αν πιστέψουμε τους βιογράφους του, ο Ρενέ πρέπει να εντυπωσίασε τον ναύαρχο, ο οποίος, ως καλός αυλικός, ανέφερε τα πάντα στη Βασίλισσα: εντός των άλλων τής είπε ότι ο επιβάτης αυτός δεν ήταν άνθρωπος αλλά ημίθεος.
[Να σημειωθεί ότι πριν ξεκινήσει για την Στοκχόλμη ο Ρενέ προαισθανόταν ότι θα πέθαινε σε ναυάγιο. Επομένως, μπορούμε να υποθέσουμε τί πράγματα έλεγε στον ναύαρχο. Πάντως, δεν έπεσε και πολύ έξω, παρά μόνο στον τρόπο (πνευμονία αντί ναυάγιο και 4 μήνες αντι ένας μήνας)].
Η Χριστίνα τον δέχτηκε αμέσως σε 2 ακροάσεις. Ο Ρενέ διαπίστωσε ότι η Βασίλισσα δεν είχε ιδέα από φιλοσοφία. Αντίθετα, αγαπούσε την κλασική φιλολογία και μελετούσε αρχαία ελληνικά, κάτι που ο Ρενέ το έβρισκε καθαρό χάσιμο χρόνου.
Η Χριστίνα δεν βιαζόταν, τον είχε πλέον στην αυλή της και τον άφησε ήσυχο. Ο Ρενέ άρχισε να πλήττει. Ο τόπος δεν του άρεσε και δεν είχε παρέα (πέρα από τον πρέσβη και έναν καθολικό εφημέριο). Έγραψε στίχους για ενα μπαλέτο με τίτλο «Η Γέννηση της Ειρήνης» που υμνούσε ταυτόχρονα την Συνθήκη της Βεστφαλίας και τα γενέθλια της Χριστίνας και ένα αγροτικό ειδύλλιο για το θέατρο.
Είχε χειμωνιάσει για τα καλά και στις 15 Ιανουαρίου η Χριστίνα ευδόκησε ν’ αρχίσει τα μαθήματα φιλοσοφίας: 3 φορές την εβδομάδα, στο γραφείο της, στις 5 το πρωί. Είχε ίσως την ιδέα πως εκείνη την ώρα το μυαλό της θα καταλάβαινε καλύτερα τα μυστήρια της φιλοσοφίας. Και από δώ προέρχεται μάλλον η φράση του Ρενέ: «Σ’ αυτόν τον τόπο παγώνουν κι οι σκέψεις των ανθρώπων, σαν τα νερά».
Ο Ρενέ που ήταν συνηθισμένος να μη σηκώνεται από το κρεβάτι πριν το μεσημέρι, προφανώς τρελάθηκε. Αλλά πώς λές όχι σε μια Βασίλισσα;
3 εβδομάδες μαθημάτων ήταν αρκετές. Αρχές Φλεβάρη έπεσε άρρωστος. Ο Γάλλος γιατρός της αυλής έλειπε και ο Ρενέ δε δεχόταν άλλον. Είχε, άλλωστε, και τις προσωπικές του ιδέες πάνω στην ιατρική.
Σύντομα
εκδηλώθηκε πνευμονία. Χρειάστηκε ειδική εντολή της Βασίλισσας για να αφήσει να
τον εξετάσει ένας Γερμανός γιατρός. Ο Γερμανός ζήτησε αφαίμαξη και ο Ρενέ
απάντησε:
«Παρακαλώ,
φεισθείτε το Γαλλικό αίμα».
Η κατάσταση χειροτέρευε και όταν τελικά δέχτηκε την αφαίμαξη ήταν αργά. Τα ξημερώματα της 11ης Φεβρουαρίου βγήκε για μια στιγμή από το βύθος και ρώτησε: «Τί ώρα είναι;». «4 το πρωί» τού αποκρίθηκαν. Έκανε να σηκωθεί τρομαγμένος: «Πρέπει να φύγω, η Βασίλισσα περιμένει», είπε.
«Ψυχή μου, πολύ καιρό
έμεινες αιχμάλωτη. Ώρα να βγείς από τη φυλακή, να εγκαταλείψεις το άχθος του
σώματος σου. Πρέπει να υπομείνεις τη ρήξη αυτή με χαρά και με σθένος».
Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις του Ρενέ. Σε λίγη ώρα πέθανε κι ο Γερμανός γιατρός
έκανε μια τυπική έκθεση, όπου άφηνε περίπου να εννοηθεί πως θεωρούσε ότι καλά
έκανε που πέθανε ο άρρωστος, μια που δεν είχε δεχτεί τις συμβουλές του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου